Του Θεού η Χώρα (God's Own Country) Poster ΠόστερΤου Θεού η Χώρα

του Francis Lee. Με τους Josh O’Connor, Alec Secareanu, Ian Hart, Gemma Jones


Smalltown Boy
του zerVo (@moviesltd)

Κατά έναν συνειρμικό τρόπο, η παρακολούθηση της ταινίας Του Θεού η Χώρα (God's Own Country) με οδήγησε να βγάλω από την δισκοθήκη μου μετά από πάρα πολύ καιρό, ένα ξεχασμένο 33άρι από τα 80s, το έξοχο ντεμπούτο ενός βρετανικού synthpop τρίο, των Bronski Beat, The Age Of Consent, ενός πραγματικού διαμαντιού, που την εποχή εκείνη είχε χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα τολμηρό, λόγω του τρόπου που προσέγγιζε το ζήτημα της σεξουαλικής ιδιαιτερότητας. Πέρα από τους, αφιερωμένους στην παντός είδους καταπίεση, στίχους, που μελετούσα στο ένθετο, υπήρχε ένας κατάλογος με τους νόμους που ίσχυαν ανά χώρα, για όποιον υπέπιπτε στο...αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας. Το ιδεολογικό αυτό στοιχείο, για την εποχή, φάνταζε συγκλονιστικό, καθώς υπήρχαν κράτη που νομοθετικά τιμωρούσαν ακόμη και με φυλάκιση τους γκέι αμά τη αποκαλύψει τους, μια κατάσταση που σε όχι και λίγα εξ αυτών ισχύει και στις μέρες μας. Στην συντριπτική πλειοψηφία για να είμαστε ειλικρινείς, από το 1983 ίσαμε τα τώρα, τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί σε υπερθετικό βαθμό, καθώς οι κοινωνίες έχουν προοδεύσει, αυτό το ερωτικό πάθος δεν αντιμετωπίζεται ως ασθένεια και σε ακόμη πιο εξελιγμένα στάδια, έχουν αποδοθεί και προνόμια, για τα οποία οι LGBT κοινότητες μόχθησαν και μάτωσαν. Για τον λόγο αυτό, δεν μου είναι και πολύ εύκολο, σαράντα κοντά χρόνια μετά το Smalltown Boy του Jimmy Somerville, να αποδεχθώ εύκολα, τον δεσμό δύο αγοριών, στην θεωρητικά μπροστάρα Βρετανική μάλιστα - όχι καμιά Ιρανική - ύπαιθρο, ως απαγορευμένο, ιδιαίτερο ή άξιο κουτσομπολέματος, του τι θα πει ο κόσμος...

Του Θεού η Χώρα (God's Own Country) Quad Poster Πόστερ
Είκοσι χρονών έχει φτάσει ο επαρχιώτης Τζόνι Σάξμπι και ακόμη δεν έχει καν σχεδιάσει την ρότα που θα τραβήξει στην ζωή του. Την στιγμή που οι περισσότεροι φίλοι και συμμαθητές του έχουν εγκαταλείψει το χωριό για την μεγαλούπολη και τα πανεπιστήμια της, εκείνος παραμένει πίσω, εργαζόμενος στην μικρή οικογενειακή φάρμα ως κτηνοτρόφος, βοηθώντας τον φιλάσθενο πατέρα και την ηλικιωμένη του γιαγιά, κερδίζοντας τις ελάχιστες λίρες που του αρκούν για το καθεβραδινό του μεθύσι στην κακόφημη παμπ της περιοχής. Με πιο συνήθη κατάληξη, λίγο πριν το ξερατό στον νιπτήρα, την εφήμερη άγρια αγκαλιά κάποιου συνομηλίκου του, σε κάποια σιχαμερή δημόσια τουαλέτα.

Η αδυναμία του πατρός του να φροντίσει τα ζωντανά, θα δώσει την ευκαιρία στον περαστικό, οικονομικό μετανάστη από την Ρουμανία, Γκεόργκι, να πιάσει περιστασιακά δουλειά στο μικρό αγρόκτημα, έναντι πενιχρής αμοιβής, ενός πιάτου φαγητού και διανυκτέρευσης για μια εβδομάδα στο παγωμένο τροχόσπιτο, δίπλα στο μαντρί. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της συνάντησης τους, ακόμη και συγκαλυμμένα πίσω από ένα σμπάρο λοξές ματιές, οι δυο άντρες θα έρθουν πολύ κοντά, μέχρι την ώρα που οι αντιστάσεις τους θα καταρρεύσουν και θα αγαπηθούν. Μια κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη και φορτική για αμφότερους, από την στιγμή που για τον Τζόνι, κανείς από τος στενό του περιβάλλον δεν γνωρίζει τις διαφορετικές σεξουαλικές του προτιμήσεις...

Και τι, έρχομαι εγώ τώρα να απορήσω, σαν σε αντίλογο στο κείμενο του σκηνοθέτη. Τι έγινε που ουδείς ξέρει ή έστω υποπτεύεται πως ο εικοσάχρονος είναι αδερφή? Και τι μπορεί να συμβεί αν το (σιγά το θανάσιμο) μυστικό του αποκαλυφθεί? Πολύ φοβούμαι πως η βάση της ιστορίας που μας αφηγείται εδώ ο πρώην ηθοποιός, Francis Lee, δεν διαθέτει δραματουργική σταθερότητα, μιας και σχεδόν κανείς, από τους σφαιρικά και ορθολογικά σκεπτόμενους, θεατές, πλέον δεν δύναται να αντιληφθεί, που είναι το Κακό, το Δεινό κι η Συμφορά, που κτύπησε την πόρτα μιας φαμίλιας, που εδρεύει (Οκ, όχι και στο Κολοκοτρωνίτσι) στην περιφέρεια και όχι στην Λόνδρα, σε ένα χωριουδάκι, λίγο έξω από το Μπράντφορντ, στο Δυτικό Γιορκσάιρ.

Διότι στην ουσία εκεί στοχεύει ο δημιουργός, στην παρουσίαση μας συνθήκης περιθωριοποιημένης και ιερόσυλης, πάνω όμως σε ένα θέμα που πλέον έχει εξελιχθεί σε καθημερινό, κοινότυπο και σχεδόν ούτε καν άξιο πιπεράτης κουβέντας. Σε σημείο πια που να μοιάζει πολύ πιο διαθέσιμο για κυρακατινίστικη προέκταση και καφενειακό κουβεντολόι, η σχέση ενός Κύρη με καμιά παντρεμένη, παρά μεταξύ δυο αντρών, που η δική τους φύση προστάζει εναλλακτικά από αυτή της συντριπτικής πλειοψηφίας. Πάνω σε αυτόν τον καμβά της ενοχής και του τρόμου μην τύχει και αποδράσει το συμβάν από την ντουλάπα, ο (και σεναριογράφος) Βρετανός δεν κάνει και πολλά για να μπολιάσει την πλοκή του με κάτι περισσότερο ενδιαφέρον, μετακινώντας απλώς την κάμερα του, από την στάνη, στο λίβινγκ ρουμ και από το κάμπερ στο (ο Θεός να το κάνει) νάιτ κλαμπ, με την κατάληξη κάθε κύκλου του, τον εμετό του Johnny We're Sorry, όπου λάχει, σε αγρούς, μπανιέρες και λεκάνες.

Αργότατο το τέμπο, που σε συνδυασμό με την μουντάδα της τυπικής κοκκώδους Εγγλέζικης κινηματογράφησης, αν καταφέρνει κάτι είναι να αναδείξει το μέγεθος της μιζέριας που βιώνει το νησί, πέρα από τις λαμπερές τουριστικές βιτρίνες της πρωτεύουσας, κάτι που δεκάδες άλλοι έχουν καταφέρει να προβάλλουν στο εκράν με πολύ μεγαλύτερο ρεαλισμό και αληθοφάνεια. Με τα λεπτά να κυλούν σαν ώρες, εξελίσσεται και ο δεσμός των αγοριών, άλλοτε τρυφερά, συνήθως πιο γκροτέσκα, οι τριγύρω μαζεύουν από τα πατώματα χιντς πως παίζει τζιβιτζιλίκι, μα αρνούνται να το πιστέψουν, ο μπαμπάς ξαναπαθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο και τρώμε ένα ημίωρο "αγωνίας" στην κλινική και έτερον ουδέν. Το ζηλοφθονικό φινάλε, επ ουδενί δικαιούται να υποστηρίξει πως πρόσφερε κάτι περισσότερο σε ένα φιλμ, που όλοι πιστεύουν πως συμβαίνουν πολλά, χωρίς να συμβαίνει το παραμικρό.

Αξιόλογες οι παρουσίες των προερχόμενων από το μεγάλο νησί ερμηνευτών, με ποιοτικότερη εκείνη του νεαρού πρωταγωνιστή Josh O'Connor, που σε αντίθεση με τον Βαλκάνιο (άλλο μισό του εδώ) Alec Secareanu, εκμεταλλεύεται πιότερο τις βοήθειες που δίνουν απλόχερα οι έμπειροι ρολίστες Ian Hart και Gemma Jones. Μελαγχολικός κι εκφραστικός ο ταλαντούχος Ιρλανδός, βγάζει στην ματιά του την αγωνία για το τι μπορεί να κρύβει το αύριο (γενικότερα, όχι κατ ανάγκη σε σχέση με το αμόρε του) που ξημερώνει. Κοινωνικός προβληματισμός, με τις όποιες αλληγορικές αναφορές γίνονται στο δέσιμο της αποκομμένης έδρας της Κοινοπολιτείας με την λοιπή Ευρώπη και συνολικά με τους ξένους, τους μη Άγγλους, να πέφτουν σε αδράνεια, καθώς το ερωτικό ζοράκι σαρώνει τα πάντα και αφήνει όλα τα υπόλοιπα σοσιολογικά εκκρεμή. Λίγα πράγματα. πολλά βραβεία, αμέτρητες υποσχέσεις, μικρή απογοήτευση. Καρτερούσα κάτι παραπάνω, κάτι πιο φρέσκο και ριζοσπαστικό, αλλά να μου πεις αυτό το έχει δώσει από δεκαετίας και βάλε άλλος Lee, Ταιβανέζος τότε, στο gay drama που (παν)δύσκολα θα ξεπεραστεί από άλλο, σε οποιοδήποτε μέλλον.

Του Θεού η Χώρα (God's Own Country) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Ιανουαρίου 2018 από την Filmcenter Trianon!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική