Leatherface Poster ΠόστερLeatherface

των Julien Maury, Alexandre Bustillo. Με τους Stephen Dorff, Vanessa Grasse, Sam Strike, Lili Taylor, Chris Adamson, Finn Jones, James Bloor, Jessica Madsen, Sam Coleman, Nicole Andrews


Πάρτους το Κεφάλι! Yeah!
του zerVo (@moviesltd)

Παρέα με τον Φρέντι Κρούγκερ του Elm Street, τον Μάικλ Μάιερς των Halloween και τον Τζέισον Βόρχες από την σειρά των Παρασκευή και 13, ο Λέδερφέις ολοκληρώνει την τετράδα εκείνη των (αντι)ηρώων που θεμελίωσαν με τις σε συνέχειες περιπέτειες τους, το κινηματογραφικό είδος του σπλάτερ τρόμου. 1974 ήταν, όταν ο πρωτοπόρος σε ιδέες και έμπνευση Tobe Hooper Ταξίδευε την κάμερα του στο Lone Star για να προβάλλει μέσα από τις πνιγμένες στο αίμα εικόνες του, την μορφή του ρεντνέκ Σχιζοφρενή Δολοφόνου με το Πριόνι, καθηλώνοντας το σοκαρισμένο από την αγριότητα του εκράν κοινό, που για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής με την προσέλευση του στα σινεμά, κατάφερε έναν πραγματικό εμπορικό θρίαμβο: 300 χιλιάδες δολάριο κόστος - 45 εκατομμύρια οι εισπράξεις στο σύνολο. Ατυχώς, για τον μασκοφόρο φονιά, οι σκέψεις του στούντιο μα και του δημιουργού του, δεν συμπεριελάμβαναν ακολουθίες, με συνέπεια επί της οθόνης να εμφανιστεί και πάλι, τρεις δεκαετίες κατοπινά, σε μια σχεδόν ποντο πόντο αναβίωση του ορίτζιναλ. Λογικό κι επόμενο, στις μέρες που διανύουμε, είναι η Millenium να επιθυμεί την εκμετάλλευση του προϊόντος της, συνεπώς δεν εκπλήσσει κανέναν η ύπαρξη του πρώτου πρίκουελ, όπου αποπειράται να δοθεί εξήγηση για το πως φτάσαμε στα απίστευτα γεγονότα του Texas Chainsaw Massacre. Εχμ, μάλλον κάτι δεν πήγε και πολύ καλά στο όλο πρότζεκτ θα έλεγα...

Leatherface Quad Poster Πόστερ
Τέξας καλοκαίρι του '55. Νεανικό ζευγαράκι που βολτάρει με το αμάξι τους σκονισμένους δρόμους της Πολιτείας, θα πράξει το σφάλμα να διαβεί μέσα από την έκταση της φάρμας των Σόγιερ, οικογένειας παρανοϊκών και ακραία επιθετικών κανιβάλων. Δεχόμενη την επίθεση των κοκκινολαίμηδων, μικρών, μεγάλων και μεγαλύτερων της φαμίλιας, η φοβισμένη κοπέλα του αντρόγυνου, θα πέσει βάναυσα νεκρή από τα χέρια των natural born killers, γεγονός που θα γεμίσει με εκδικητική διάθεση, τον πατέρα της και τοπικό ρέιντζερ, Χαλ Χάρτμαν. Δέκα χρόνια μετά, ο νεαρότερος των Σόγιερ, o 18χρονος Τζεντ (που πλέον σύμφωνα με τους κανόνες της κλινικής, έχει αλλάξει όνομα και αποκαλείται Τζάκσον), μεγαλωμένος με αρχές που σίγουρα θα τον μετέτρεπαν σε φονικό τέρας, βρίσκεται κλεισμένος πίσω από τους γκρίζους τοίχους του ψυχιατρικού καταστήματος, μαζί με τα επίσης κατεστραμμένα ψυχικά αδέλφια του, όπου ακολουθούν ειδική αγωγή, που συμπεριλαμβάνει και ηλεκτροσόκ, κατά τους θεράποντες ιατρούς ικανή να μεταλλάξει τον προβληματικό τους χαρακτήρα.

Την ματιά του Τζάκσον, αλλά και των ομογάλακτων του, του ψυχασθενή Άικ (πάντα κοντά και της παρόμοιων ζωικών ενστίκτων μνηστής Κλαρίς) μα και του κατεστραμμένου από την συνεχή ροή ρεύματος στον εγκέφαλο, ευτραφή Μπαντ, θα κλέψει με την άφιξη της στο φρενοκομείο, η καινούργια, συνεσταλμένη αλλά και πανέτοιμη να πιάσει δουλειά, νοσοκόμα Λίζυ. Που ακολουθώντας το πρωτόκολλο όσων έχει μάθει στην σχολή, θα πάρει υπό την ευθύνη της τα τρία αδέλφια, μην μπορώντας να προβλέψει το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η εγκληματική τους διάθεση. Κάτι που θα γνωρίσει από πρώτο χέρι, όταν μετά από εξέγερση στους χώρους του ιδρύματος, που θα οδηγήσει σε ομαδική σφαγή γιατρών, νοσηλευτών και φυλάκων, οι τέσσερις ψυχασθενείς θα αποδράσουν, με σκοπό να ξαναγυρίσουν στην πατρική φάρμα, παίρνοντας την μαζί τους σαν όμηρο.

Από αυτό το σημείο και στο εξής ξεκινά το κυρίως σώμα του φιλμ, που αυτόματα μετεξελίσσεται σε πειραγμένο road trip, κυνηγητού των φρενοβλαβών από όλο το σεριφικό της Πολιτείας, εννοείται και από τον χαροκαμένο ένστολο μπαμπά Stephen Dorff που το έχει βάλει αμέτι μοχαμέτι να τους βγάλει τα μάτια, χειρότερα κι από ότι έπραξαν στην θυγατέρα του. Φυσικά η οποιαδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο στάση της ομήγυρης σε μέρος πολιτισμένο με ανθρώπους, σημαίνει μονομιάς λουτρό αίματος, αφού τουλάχιστον ο κυκλοθυμικός Άικ και το κορίτσι του, δεν δείχνουν καμία τάση κοινωνικότητας και συνύπαρξης με το σύνολο. Σε όλο αυτό το κατακόκκινο πανηγύρι, φυσικά το ενάρετο και γλυκερό στοιχείο, προσδιορίζεται από την φιγούρα της νοσοκόμας Λίζυ (κάποια Vanessa Grasse, που μάλλον δεν θα ξαναδούμε ποτέ και πουθενά), που πλέον φορά ρούχα πολιτικά και περνιέται από τους διώκτες σαν συνεργός, όπως όμως και περιέργως, σύμφωνα με το γνωστό λάθος των κινηματογραφικών προ-ιστοριών, ως "καλός" όσο μπορεί κάτι τέτοιο να ειπωθεί, μοστράρει και ο Τζεντ / Τζάκσον, που φοβάται την οργή του μεγάλου, την ώρα που παλεύει με νύχια και με δόντια να διαφυλάξει τα νώτα του μικρού αδελφού. Αυτό το σφάλμα κάποια στιγμή θα πρέπει να το αποτινάξουν από πάνω τους οι horror κινηματογραφικές ιστορίες, που μάλλον παραπλανούν, παρά επεξηγούν μέσα από την αφήγηση τους, το πως μετεξελίχθηκε σε χωρίς οίκτο τομάρι ο κεντρικό χαρακτήρας της πλοκής.

Ειλικρινά αδυνατώ να προσεγγίσω το ποιους μπορεί να αφορά αυτό εδώ το κατασκεύασμα, όχι από την μεριά του βασικού στόρυ του Leatherface, που όμοια του έχουμε δει από το 74 και μετά ουκ ολίγα, αλλά από την σκοπιά της νοσηρότητας των εικόνων, που δεν περιορίζονται απλώς στους γνώριμους αποκεφαλισμούς, τους ακρωτηριασμούς, τα σπασίματα κρανίων στα πεζοδρόμια και τα πριονίσματα ολόκληρων σωμάτων, άντε να αποδεχτώ και τα καρέ της ανθρωποφαγίας. Όταν το κόλπο εισάγει στην ατζέντα του και εικόνες σιχαμερής νεκροφιλίας, τότε γίνεται άμεσα αντιληπτό πως ο στόχος του διδύμου Maury και Bustillo δεν είναι άλλος από το να προκαλέσει τα θριαμβευτικά ποπκορνικά Oh Yeah της γιάνκικης εφηβοπλατείας, που σπάει την πλάκα της αντικρίζοντας θρυμματισμένα κρανία και εναέριες, άρτι κομμένες κάρες, έτσι, δι ασήμαντη αφορμή.

Απογοητευτικό, όχι πως περίμενα και πολλά περισσότερα, το ίντρο του Τεξανού Σφαγείου, που σίγουρα δεν κατάφερε να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη, επιλέγοντας τον δρόμο της απλοϊκότητας και των άγραφων κανόνων λειτουργίας της όποιας οικογένειας, ακόμη κι εκείνης των χασάπηδων Σόγιερ, που ακολουθούν πιστά τις εντολές της μιας και μοναδικής κορυφής, εδώ της καταλυτικής μαμάς. Που μου άφησε ακόμη μια κακή ανάμνηση, πως την υποδύεται η Lili Taylor, μια φορά κι έναν καιρό ένα από τα πλέον ελπιδοφόρα γυναικεία ερμηνευτικά ονόματα του αμερικάνικου σινεμά.

Leatherface Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Σεπτεμβρίου 2017 από την Odeon

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική