Πάση θυσία (Hell or High Water)  PosterΠάση θυσία

του David Mackenzie. Με τους Chris Pine, Ben Foster, Jeff Bridges, Gil Birmingham, Marin Ireland, Katy Mixon, John-Paul Howard


Η δικαιοσύνη δεν είναι έγκλημα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Take the money and run!

Ο David Mackenzie είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Ο Σκοτσέζος δημιουργός έχει αποδείξει στην καριέρα του ότι είναι ικανός για το καλύτερο, πιάνοντας από υψηλές έως πολύ υψηλές επιδόσεις με κάθε του ταινία. Θυμάμαι την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «The Last Great Wilderness» (2002), το οποίο είχα δει στο φεστιβάλ του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τις «Νύχτες Πρεμιέρας», μαζί με ένα ή δύο από τα μικρού μήκους φιλμάκια του. Εντυπωσιακή αρχή ο μπαγάσας! Συνέχισε πολύ δυνατά με τον «Νεαρό Αδάμ» (Young Adam, 2003), την πρώτη του ταινία που πήρε διανομή στη χώρα μας. Ακόμα θυμάμαι την ερωτική σκηνή της Tilda Swinton με τον Ewan McGregor μέσα στο πλοιάριο: βρώμικη και ιδρωμένη, με μια μύγα να πετάει γύρω από τα γκαβλωμένα σώματα. Τις δύο επόμενες ταινίες του τις είδα στο φεστιβάλ Βερολίνου: «Παράνομο πάθος» (Asylum, 2005), με την αδικοχαμένη Natasha Richardson και μια σκηνή με πνιγμό μωρού που επίσης δεν ξεχνιέται ποτέ και «Ημερολόγιο ενός ρομαντικού ηδονοβλεψία» (Hallam Foe, 2007), με την πανέμορφη Sophia Myles, ό,τι πιο αστείο έχει σκηνοθετήσει, μια ταινία που αν δεν την έχετε δει, ψάξτε την! Δεν είδα το «Ζιγκολό» (Spread, 2009), που είχε πάρει κακές κριτικές θυμάμαι (ευκαιρία, πάντως, να το τσεκάρω κι αυτό και να δω πως καθοδηγεί τον Ashton Kutcher!), είδα το πάρα πολύ ενδιαφέρον «Η αίσθηση του έρωτα» (Perfect Sense, 2011), πάλι με τον Ewan McGregor και την Eva Green στη συγκεκριμένη περίπτωση να ερωτεύονται σε εποχή τυφλότητας! Το «You Instead» (2011) δεν ήρθε ποτέ στη χώρα μας. Και η τελευταία του ταινία πριν από τούτη ήταν το πολύ δυνατό «Γροθιές στους τοίχους» (Starred Up, 2013), ένα συγκινητικότατο και σκληρό συνάμα δράμα φυλακών.

Πάση θυσία (Hell or High Water)  Wallpaper
Με την 9η μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, το Hell Or High Water περνάει για δεύτερη φορά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετά το «Ζιγκολό». Αυτήν τη φορά, όμως, δεν πηγαίνει στο γκλαμουράτο Λος Άντζελες αλλά στην εγκαταλελειμμένη ενδοχώρα του δυτικού Τέξας για να πει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σε ένα φιλμ που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Προβλήθηκε και στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν υποψήφια για τρεις Χρυσές Σφαίρες (δεν κέρδισε καμία), είναι υποψήφια για τρία βραβεία BAFTA, και πολύ πιθανόν να δούμε την ταινία στις οσκαρικές υποψηφιότητες οι οποίες ανακοινώνονται στις 24 Ιανουαρίου.

Η υπόθεση: Ο Τόμπι και ο Τάνερ είναι δύο αδέλφια. Ο μεγάλος αδελφός, ο Τάνερ, έχει κάνει χρόνια φυλακή. Ο Τόμπι από την άλλη είναι παντρεμένος, χωρισμένος κι έχει να δει τα παιδιά του πάνω από ένα χρόνο, καθώς πέρα όλων των άλλων, δεν διαθέτει χρήματα για να πληρώσει διατροφή. Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία που η τράπεζα θα του κατάσχει το οικογενειακό ράντζο (στο οποίο έχει βρεθεί πετρέλαιο κι άρα εν δυνάμει κι άμεσα θα προσφέρει πλούτο), μιας που δεν διαθέτει χρήματα για να αποπληρώσει τα δάνειά του, ο Τόμπι καταστρώνει ένα έξυπνο σχέδιο το οποίο βάζει μπρος με τη βοήθεια του αδελφού του. «Χτυπάνε» υποκαταστήματα της συγκεκριμένης τράπεζας σε μικρές πόλεις του δυτικού Τέξας, τα ληστεύουν δηλαδή, με στόχο να μαζέψουν το ποσό που απαιτείται, να ξεχρεώσουν το δάνειο και εντέλει να σταματήσουν τις παρανομίες.

Ξοπίσω τους θα βρεθεί ένας Ρέιντζερ που βρίσκεται τρεις βδομάδες μακριά από τη συνταξιοδότηση, ο Μάρκους και ο συνεργάτης του, ο κατά το ήμισυ Ινδιάνος Κομάντσι, Αλμπέρτο. Καθώς τα δυο αδέλφια σχεδιάζουν την τελευταία ληστεία, τα πάντα θα κορυφωθούν σε μια τελική αναμέτρηση ανάμεσα στις αξίες του Παλαιού και του Νέου Γουέστ.

Η άποψή μας: «Ήμουν φτωχός όλη μου τη ζωή. Είναι σαν αρρώστια. Πηγαίνει από γενιά σε γενιά. Δεν θα πάει στα αγόρια μου όμως. Ως εδώ». Δεν ακούς συχνά τέτοια πράγματα σε αμερικάνικη ταινία, έτσι δεν είναι; Αν το έπος των αδελφών Κοέν με την ανάλογη (περίπου δηλαδή) θεματική είχε τον τίτλο «No Country for Old Men» ετούτη η ταινία θα μπορούσε να ονομάζεται «No Country for Poor Guys». Πολύ έξυπνα ο Mackenzie κάνει το κοινωνικό του σχόλιο χωρίς καθόλου διδακτικό ύφος. Αρκούν οι επιγραφές στις άκρες των highways: «Χρωστάτε;», «Χρειάζεστε χρήματα;» και τέτοια. Το χρέος πάντα ευκαιρία για κέρδος, με πιάνεις; Πινακίδες δίπλα σε μικρές και μεγάλες πόλεις κατεστραμμένες από μια οικονομία που ενδιαφέρεται λοιπόν μόνο για το κέρδος των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών κι έχει χεσμένους τους μεσο- και μικροαστούς αλλά και τους εργάτες της γης, τους white trash, αυτούς που κάποτε έβγαζαν χρήματα με έντιμο τρόπο, έχοντας δουλειά και πλέον έχουν μπει στο περιθώριο.

Ως θεατές δεν μπορούμε παρά να υποστηρίζουμε τους «κακούς» σ' αυτήν την ταινία. Τους παράνομους. Αυτούς που ληστεύουν τις τράπεζες. Γιατί αυτοί οι κακοί δεν γεννήθηκαν τέτοιοι. Έγιναν τέτοιοι. Γιατί τους ανάγκασαν οι τράπεζες, οι πραγματικοί κακοί της ιστορίας. Ή λοιπόν αντιστέκεσαι – κι ένας τρόπος είναι η παρανομία, όπως και να το κάνουμε – ή γίνεσαι λίπασμα αυτοκτονώντας ή περιθωριοποιείσαι. Είναι σημαντικά κι αυτά που λέει ο μισός Κομάντσι Αλμπέρτο. Το πως η γη όπου ζούσαν οι πρόγονοί του πέρασε στα χέρια των αποίκων με πόλεμο πολλά χρόνια πριν αλλά πλέον όλοι, ιθαγενείς και άποικοι, έχασαν τη γη, χωρίς πόλεμο, από τις τράπεζες!!! Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που σε κρατάει τόσο σε ότι αφορά το σασπένς όσο και σε ότι αφορά τα ηθικά διλήμματα με τα οποία μας φέρνει ως θεατές αντιμέτωπους.

Σε ότι αφορά τη δράση αυτή καθαυτή, ο Mackenzie σκηνοθετεί ωσάν να ζούσε στην Αμερική και δη στο Νότο της, στο Τέξας, μια εντελώς ιδιάζουσα πολιτεία δηλαδή, από γεννησιμιού του. Οι σκηνές κυνηγητού με τα αυτοκίνητα είναι πάρα πολύ καλά γυρισμένες, οι σκηνές των ληστειών επίσης, υπάρχει ένταση, υπάρχει ρυθμός, υπάρχει πάθος, υπάρχει εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας, υπάρχει ένα καλογραμμένο σενάριο από τον Taylor Sheridan (που υπέγραφε και το σενάριο για το «Sicario») και υπάρχουν και πάρα πολύ καλές ερμηνείες. Ο Chris Pine δείχνει πως δεν είναι απλά ένα ακόμα όμορφο αγόρι στο Χόλιγουντ. Η ερμηνεία του είναι χαμηλότονη, ειλικρινής, γλυκιά, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από εκείνη του Ben Foster που υποδύεται τον αδελφό του με πραγματική τρέλα, τέρμα τα γκάζια και μια περίεργη αίσθηση του δικαίου. Πείθουν ως αδέλφια κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για την αξιοπιστία της ταινίας.

Ο Jeff Bridges στο ρόλο του Ρέιντζερ, ε, τι να πούμε για τον άνθρωπο. Απίστευτος. Προσέξτε τις λεπτομέρειες στην ερμηνεία του, το πως λέει «Αλμπέρτο» τον συνεργάτη του, την κούραση και το ίδρωμά του, αλλά όχι την παραίτηση! Φοβερός! Και ατακαδόρος. Γενικά, παρά το σκοτεινό του θέμα, το φιλμ δεν έχει κανένα πρόβλημα να έχει και χιούμορ! Αυτό προκύπτει κατά βάση μέσω των ατακών – προσβολών που ρίχνει ο Bridges στον συνεργάτη του, αλλά με κορυφαία κωμική σκηνή εκείνη μέσα στο dinner όπου η γραία σερβιτόρα ουσιαστικά επιβάλλει στους δύο συνεργάτες τι θα παραγγείλουν! Όπως και η σκηνή που τα δύο αδέλφια διαλέγουν λάθος τράπεζα να ληστέψουν και τους επιτίθεται με όπλα το μισό Τέξας! Η μουσική των Nick Cave και Warren Ellis είναι ένα ακόμα plus σε τούτο το ελεγειακό νεο-γουέστερν που τελειώνει με... ισοπαλία. Στον τελικό διάλογο ανάμεσα στον Bridges και τον Pine η κάθε πλευρά παρουσιάζει τα επιχειρήματά της και ο θεατής καλείται να πάρει την τελική του απόφαση για το ποιος είναι ο δικαιωμένος από όλη αυτήν την ιστορία ανεξαρτήτως των νόμιμων ή μη νόμιμων μέσων που χρησιμοποίησε. Μια πραγματικά πολύ καλή ταινία, που θα την κατευχαριστηθείτε.

Πάση θυσία (Hell or High Water)  Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Ιανουαρίου 2017 από την Tanweer

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική