Το Λιμάνι της Χάβρης

του Aki Kaurismäki. Με τους André Wilms, Kati Outinen, Jean-Pierre Darroussin, Blondin Miguel


Κάνε το καλό και ρίχτο στον ωκεανό!
του zerVo
Το πρώτο όνομα της, λέει, ήταν Φρανσισκόπολις, μιας και την ίδρυσε ο βασιλεύς Φραγκίσκος στις αρχές του 16ου αιώνα. Η τωρινή της ονομασία Χάβρη, στην πραγματικότητα σημαίνει απλώς λιμάνι. Και αυτό ακριβώς είναι η Le Havre, το δεύτερο πολυσύχναστο ναυτικό ορμητήριο ολάκερης της Γαλλίας, μετά την Μαρσίλια, που συνδέει την εμπορική δραστηριότητα των Νορμανδικών ακτών και της απέναντι βρετανικής όχθης. Εκ πρώτης όψης θυμίζει πολύ τον Πειραιά μας, με τις απέραντες αποβάθρες, τους πανύψηλους γερανούς και τις στοίβες των κοντέινερς να παίζουν μόνιμα στο φόντο. Όσο για τις λιγότερες από τις διακόσιες χιλιάδες ψυχές που ζουν μόνιμα εκεί, μπορεί η μαυρίλα των φουγάρων να τις δείχνει σκοτεινιασμένες κι αφιλόξενες, η αρμύρα της θάλασσας είναι εκείνη που κάνει την ψυχή τους ανθρώπινη και γαλήνια.

Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του, ο μεσήλικας Μαρσέλ, το περνά στον σταθμό της πόλης, δίπλα στο κασελάκι του, περιμένοντας να γυαλίσει τα παπούτσια κάποιου ταξιδιώτη, άσχετα αν οι περισσότεροι τον προσπερνούν βιαστικοί και δίχως να του δίνουν σημασία. Την στείρα και μοναχική καθημερινότητα του φιλελεύθερων αντιλήψεων άντρα, θα διαλύσουν δύο περιστατικά που θα αναστατώσουν την φαινομενική ηρεμία του. Η πολυαγαπημένη του σύζυγος, η γυναίκα της ζωής του, η πνοή του, αναγκαστικά πρέπει να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο, για ένα ζήτημα υγείας που την βαρύτητα του εκείνος αγνοεί. Σχεδόν ταυτόχρονα, σε μια βόλτα του στο καρνάγιο, θα συναντήσει τον φοβισμένο μαύρο πιτσιρίκο Ιντρίσα, έναν Αφρικανό πρόσφυγα, που ταξιδεύει λάθρα προς το Λονδίνο για να ξαναβρεί την μητέρα του και βρίσκεται στο στόχαστρο της Δίωξης Μεταναστών, τον οποίο θα περιμαζέψει στο σπίτι του, προκειμένου να τον προφυλάξει από τις αστυνομικές αρχές...

Με την αυθόρμητη αυτή του κίνηση, μονομιάς ένα μαγικό χέρι σαν διαπέρασε την αύρα του, αλλάζοντας την κατάσταση προς το καλύτερο. Ο στην πραγματικότητα ολιγαρκής μποέμ, με τις προλετέρ αντιλήψεις, που αντιμετωπιζόταν μέχρι πρότινος από την γειτονιά ως απειλή για την περιουσία τους, μεταλλάσσεται σε αγαθοεργάτη, που άπαντες θα τρέξουν να συνδράμουν. Όσο για την απέλπιδα κατάσταση της συμβίας του, ως εκ θαύματος θα αρχίσει να βελτιώνεται... Κι ακριβώς σε αυτό το σημείο ρίχνει το ερωτηματικό του, κινούμενος σε δύο παράλληλες τροχιές θεματικά ο δημιουργός. Ποιο είναι το πραγματικό πρόσωπο της (όποιας, μικρής για μεγάλης) κοινωνίας? Το φοβισμένο, το μαζεμένο, το αποτραβηγμένο, το παγωμένα διάφανο ή το γλυκύ, ζεστό, όλοι για έναν κι ένας για όλους κι η ισχύς εν τη ενώσει? Ειδικά σε πολιτείες όπως η Χάβρη, μικρές σε όγκο και περιορισμένες σε πλήθος, που η υποψία του κακού μαντάτου - σταμπαρίσματος, τους κάνει όλους επιφυλακτικούς, μια ηθική αλήθεια είναι ικανή για να εκδηλώσουν το πραγματικό, σαμαρείτικο τους πρόσωπο. Άλλωστε όλοι λίγο έως πολύ είναι γνωστοί και είτε βάφουν - γυαλίζουν λουστρίνια, είτε φορούν την μαύρη καπαρντίνα του μπασκίνα, έχουν γεννηθεί στην ίδια γειτονιά. Οπότε - αφέλεια? - άπαντες είναι καλοί καγαθοί. Τι όμορφο παραμύθι!

Για πες: Ο Kaurismaki, με δυνατό του ατού την υψηλών Kelvin κινηματογράφηση, προσφέρει μια μελετημένη συρραφή εικαστικών πινάκων που κυριαρχούν οι θερμές παστέλ αποχρώσεις, εκ προοιμίου αποπνέουσες την αισιοδοξία. Δίχως να προσφέρει ο Φινλανδός μια καθαρόαιμη πολιτική ταινία, ούτε σχολιάζοντας τους τραχείς τρικολόρ νόμους περί λαθρομετανάστευσης - όπως το πολύ δραματικότερο Welcome ας πούμε - χρησιμοποιεί ποίηση, πικρό χιούμορ και αλληγορίες για να εκφράσει την Μαρξιστική - και του Καρλ, αλλά και του συνονόματου του Μαρσέλ - συλλογιστική του. Με ειδική μνεία στις τόσο αληθινές ερμηνείες του καστ, του εξαίρετου Wilms ως ενός εκμοντερνισμένου Γιάννη Αγιάννη, του Darroussin ως Κλουζό, που δεν κεφάρει και τόσο να τρώει κόκκινη κάρτα από την ομήγυρη λόγω επαγγελματικής ιδιότητος και του μαυρούκου μπόμπιρα που η κουταβίσια ματιά του σε ωθεί να τον πάρεις αγκαλιά και να τον περάσεις ολομόναχος την Μάγχη, το Le Havre με λίγη περισσότερη συνέπεια στο δύσκολο δεύτερο κομμάτι του, θα μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό στην μνήμη του θεατή, μετά την παρακολούθηση του...






Στις δικές μας αίθουσες, στις 5 Ιανουαρίου 2012 από την Feelgood

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική