by Takis Garis

Episode 15 - Tinker, Sherlock, Adult, Smiley

> Sherlock Holmes: A Game of Shadows (***): Το έτερον ήμισυ του Sherlock (Robert Downey Jr.), ο αενάως δεινοπαθής Dr. Watson (Jude Law), αποφασίζει να νυμφεφθεί την εκλεκτή της καρδιάς του Mary (Kelly Reilly), κάτι που δεν καλοβλέπει ο μονίμως φευγάτος συνεργάτης του. Πριν τον επερχόμενο χωρισμό τσανακιών, χρονικά αμέσως μετά το μυστήριο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του μέλιτος, στο τρένο για το Παρίσι, τα γαμήλια σχέδια θα πάνε περίπατο, αφού οι άνθρωποι του σατανικού καθηγητή Moriarty (Jared Harris) θέλουν τα κεφάλια τους, καθότι ο Sherlock βρίσκεται κοντά στην ανακάλυψη του εγκληματικού σχεδίου του εγκληματικού του alter ego: O Moriarty έχει δημιουργήσει μια ομάδα αντι-εξουσιαστών που αποσκοπούν με τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις να προκαλέσουν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ώστε o σατανικός καθηγητής να πλουτίσει από το εμπόριο υπερσύγχρονων όπλων, που έχει ήδη αποθηκεύσει, έτοιμα για μαζική χρήση.

> Η τεράστια επιτυχία του πρώτου installment (200 εκατ. εδώ στο Αμέρικα, 500 εκατ. παγκοσμίως) δεν άφησε προφανώς πολλά περιθώρια για αλλαγή ρότας ως προς το βασικό πακέτο. Μολαταύτα, έστω κι ελαφρώς, τα πράγματα παρουσιάζονται βελτιωμένα σε αυτό το δεύτερο μέρος, μολονότι η πλοκή υποχωρεί σταθερά εις όφελος των υπερθεαματικών καταδιώξεων εν μέσω του γοτθικού set direction και του εμβληματικού για άλλη μια φορά score του Hans Zimmer. O Ritchie βέβαια, με τις ευλογίες του μυθικού παραγωγού Joel Silver, επενδύει σφόδρα στη videogame σύλληψη των κάδρων του, αποδίδοντάς την έξυπνα στην προ-γνωστική δεινότητα του Holmes ως προς τις κινήσεις των αντιπάλων του. H φωτογραφία στην original σέπια απόχρωσή της, δένει με το αρχοντικό art work σε πλήρη αντίστοιξη με τη γενική κατεύθυνση της ταινίας, που παραπέμπει ευθέως σε σύγχρονες περιπέτειες – υπερπαραγωγές.

> Η χημεία του πρωταγωνιστικού ντουέτου καλά κρατεί, με τον Jude Law, ίσως επειδή παίρνει περισσότερες πρωτοβουλίες βάσει σεναρίου, να κλέβει την παράσταση από τον Downey Jr., ο οποίος επαναλαμβάνει τον wacko Sherlock του, στα πρότυπα του Jack Sparrow, χαρακτήρα που στοίχειωσε για τέσσερις (προς το παρόν) συνέχειες ο Johnny Depp. Το βρετανικό φλέγμα εκπροσωπείται επάξια από τον αφοπλιστικά (κι εξίσου κωμικά) γυμνό Stephen Fry ως αδερφό του Sherlock που πρέπει να φροντίσει τη σύζυγο του Watson ωσότου το επιχειρησιακό ζεύγος ξεκαθαρίσει την υπόθεση και τον παραδοσιακό «κακό» Jared Harris (γιο του αξέχαστου Richard Harris) που δένει εντυπωσιακά με τον Downey σε μια θεαματική σκηνή μονομαχίας – σκακιστικής παρτίδας. Οι λοιποί γυναικείοι ρόλοι δεν λάμπουν, καθότι η μεν Rachel Mac Adams (ερωτικό ενδιαφέρον του Holmes) πεθαίνει στην αρχή της ταινίας, ενώ η girl with the dragon tattoo Noomi Rapace (κι ολόκληρου σουηδέζικου millennium trilogy) ως τσιγγάνα μελλοντολόγος, δε δικαιώνει τις υποκριτικές της περγαμηνές, θυμίζοντας σκαιωδώς την Penelope Cruz στα πρώτα αναιμικά της βήματα στο Hollywood.




> To καταδιασκέδασα, όντας συνειδητοποιημένος ως προς τις προσδοκίες μου. Λιγοστός ο μύθος, χορταστική η περιπέτεια, με μπόλικο αυτοϋπονομευτικό humor. Θαυμάσια συμπρωταγωνιστική χημεία, ενώ υπάρχει και η σποραδική αγωνία μήπως αυτή θα είναι η τελευταία περιπέτεια του Sherlock Holmes στο πανί. Η ευρηματική προσαρμοστικότητα του ήρωα στο περιβάλλον του, μεταφορικά και κυριολεκτικά (βλ. συνεχείς μεταμφιέσεις αμφιβόλου γούστου αλλά ιδιαίτερης λειτουργικότητας), με κάνει να στοιχηματίσω πως όχι.

> Tinker Tailor Soldier Spy (***+):Μετά από μια αποτυχημένη, αιματηρή αποστολή στην Βουδαπέστη, ο Smiley (Gary Oldman) επαναφέρεται στην ενεργό δράση για να αποκαλύψει τον προδότη (“mole”) μέσα στην κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (“circus”), που τα στοιχεία καθοδηγούν στο να είναι κάποιος από τους συναδέλφους του στενού του περιβάλλοντος (με τα κωδικά ονόματα που έδωσαν τον τίτλο στην ταινία). Ο τυχοδιωκτικός ερωτιάρης πράκτορας Ricky Tarr (Tom Hardy) θα ξετυλίξει πρώτος το κουβάρι των στοιχείων για τον Smiley, ώσπου σταδιακά οι αμφιβολίες θα συμπεριλάβουν τους πάντες, ακόμη και τον ίδιο τον προϊστάμενο του φλεγματικού πράκτορα, “Control” (John Hurt).

> Το έχω γράψει ξανά, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό: Ο Σουηδός Tomas Alfredson μου απέδειξε περίτρανα με το προ 3τίας αριστούργημα (κι όχι μόνο ως vampire flick) Let The Right One In ότι είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει η νεότερη γενιά των 40ρηδων σκηνοθετών, παρέα με τον ιδιοφυή P.T. Anderson (There Will Be Blood). Για μένα, ως κοινό πρώτα απόλα, αυτό το πράγμα συνεπάγεται ευθύνη. Φορές μεγάλη, έως τεράστια ευθύνη. Η προσδοκία, ιδιαίτερα στην πρώτη αγγλόφωνη απόπειρα, στο μεταίχμιο της χολιγουντιανής καριέρας, βρίσκεται θεμελιωδώς... στα ύψη. Τα στοιχήματα πέφτουν βροχή: Μεγαλύτερο (κοντά στα 50 εκατ. δολάρια) budget, μια περίπου α’ εθνική Βρετανών ερμηνευτών και βεβαιότατα, oscar attention από το post-production ακόμη.



> H μεγάλη μου ένσταση βρίσκεται στη σεναριακή προσαρμογή, υπό την επίβλεψη μάλιστα του ιδίου του John Le Carré. Δεν αντιλέγω ότι χρειάστηκε τιτάνια προσπάθεια να συμπυκνωθεί το 6ωρης διάρκειας κείμενο σε 2 μόλις ώρες ταινίας, από το συγγραφικό ζεύγος Bridget O’Connor (στη μνήμη της οποίας αφιερώνεται το έργο) και Peter Straughan. Ωστόσο το αποτέλεσμα είναι να παρελαύνουν πάμπολλοι χαρακτήρες, η πληροφορία να ζαλίζει αποπροσανατολιστικά, ενώ η κορύφωση να επέρχεται περισσότερο ως λύτρωση για σκηνοθέτη και συγγραφείς, παρά εκτόνωση της δικής μας αγωνίας. Γιατί, στα αλήθεια, δε νοιαζόμαστε ιδιαίτερα.

> O Alfredson μοιάζει με μαθητούδι που του έχουν βάλει με το ζόρι να διαβάσει μια ανιαρή ιστορία (λέγε με: ψυχροπολεμικής) εποχής, με πολιτικά κηρύγματα και κορώνες πατριδογνωσίας, κι αυτό κοιτά ανέμελα βλέμματα, ανοικονόμητα συναισθήματα και ανατριχιαστικές σιωπές. Και κάπου εκεί λανθάνει. Θα ήταν φερειπείν προτιμότερο να έδινε, όπως σκόπευε εξαρχής τον ρόλο του Smiley, στον παλαίμαχο John Hurt, ο οποίος αριστεύει ως “Control” παρά στον χαμαιλεοντικό, και εντελώς αγνώριστο εδώ Gary Oldman. Μπορεί αυτή η ξηρή, βαρετή, χαμένη στον εγκεφαλικό της φλοιό, σχεδόν αμίλητη φιγούρα να είναι ότι ποιο κόντρα έχει δοκιμάσει ο αξιαγάπητος ηθοποιός, όμως γίνεται ένα με την ταπετσαρία του art direction, αντί να σαρώσει το γυαλί. Η σύγκριση με τον συγκλονιστικό Alec Guinness είναι άνιση.

> O αρχιταλαντούχος Tom Hardy (Warrior, η μεγάλη έκπληξη της χρονιάς), κατευθείαν απόγονος του Marlon Brando, παρότι δίνει μια ακόμη ενστικτώδικη, συναρπαστική ερμηνεία, δεν είναι η ιδανική επιλογή για τον ρόλο που προοριζόταν για το έτερο μεγάλο ερμηνευτικό κανόνι, τον Michael Fassbender. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί του καρέ (Tobey Jones, David Dencik και ο φορτσάτος λόγω όσκαρ Colin Firth), άψογα κεντημένοι, ισοσκελισμένα καδραρισμένοι από την μαστοράντζα τον Alfredson. Όλα δουλεμένα πολύ, σαν ένα φαγητό που έχει μέσα τόσα υπέροχα υλικά όμως βγαίνει flat στη γεύση. Δε μένει στη μνήμη ως αξέχαστη εμπειρία, δε δικαιολογεί καν την αναγκαιότητα του εγχειρήματος.

> Young Adult (***1/2):Η 37χρονη Mavis Gary (μακρινή μου εξαδέλφη προφανώς), ghost writer της ψιλοαποτυχημένης σειράς εφηβικής νουβέλας Young Adult, ζει μεταξύ πιοτού και περιστασιακών εραστών στη Minneapolis, το «Miniapple» όπως το αποκαλούν στο Mercury. Εκεί παλαιά η Mavis (Charlize Theron) ήταν η prom queen, κάτοχος του τίτλου “best hair”, παρά το κακό συνήθειο να τα μαδάει συστηματικά. Όταν ο έρωτας της ζωής της, Buddy (Patrick Wilson), ανακοινώνει μέσω email ότι η σύζυγος και αντίζηλος της Mavis, Beth (Elizabeth Reaser) τον έκανε ευτυχή πατέρα μιας τρισχαριτωμένης κορούλας, η Μavis σαλτάρει κι επιστρέφει ορμητικά στο Mercury να τον «σώσει». Σε ένα τοπικό μπαράκι συναντά τον Matt (Patton Oswalt), τον κλασικό nerd συμμαθητή της, που υπήρξε θύμα ενός hate crime που του άφησε ένα κατεστραμμένο πόδι και σεξουαλική δυσλειτουργία. Ο Matt είναι η φωνή της λογικής, όμως η Mavis είναι αποφασισμένη να αρπάξει τον Buddy, με μια α λα Fatal Attraction μέθοδο.

> H ταινία δεν είναι κωμωδία. Αυτό εξαρχής δημιουργεί παρεξηγήσεις, τόσο στο κοινό του Jason Reitman (Up in the Air), όσο και στους θιασώτες του διδύμου Reitman – Diablo Cody του επίσης ξεσηκωτικά εφηβικού Juno. Από τη μια, η πρώην στριπτηζέζ Diablo φαίνεται να βουτάει βαθιά στα αυτοβιογραφικά νερά του Candy Girl: A year in the life of an unlikely stripper, που διαδραματίζεται στη Minneapolis, ενώ η υφέρπουσα απειλητική ατμόσφαιρα, φέρνει στο νου το ημιεπιτυχημένο horror πόνημά της Jennifer’s Body. Από την άλλη, ο Reitman είναι σχεδόν αόρατος πίσω από την κάμερα, παρακολουθώντας τις κινούμενες κεφαλές των πρωταγωνιστών του να ξεθηκαρώνουν τα ακονισμένα τσιτάτα της Cody, χωρίς να παίρνει σαφή θέση, ούτε να προτείνει κάθαρση στον απελπισμένο χαρακτήρα της Mavis.



> H Charlize Theron δεν είναι μόνο κουκλάρα, αυτό είναι το εύκολο της υπόθεσης. Η ικανότητά της να απογυμνώνει την ψυχική ασχήμια της Μavis και να την κάνει απόλυτα φυσική είναι εντυπωσιακή. Η Mavis της Charlize είναι ο κινούμενος τρόμος κάθε παντρεμένης γυναίκας, το θηλυκό – κυνηγός, η μοναχική γυναικεία φιγούρα του σήμερα, αυτή που δεν συμβιβάζεται, όμως έχει ανάγκη από ειλικρινή και ανειδιοτελή αγάπη, χορτασμένη από θαυμασμό και εύκολα κομπλιμέντα. Είναι άδικο για τη Theron, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι εντελώς σχηματικοί, ώστε δε θα μάθουμε ποτέ το πώς και το πότε των ελατηρίων της. Το γιατί των επιλογών της. Μια κορυφαία μέσα στην αμηχανία της, προτελευταία σκηνή, εξηγεί βιαστικά ένα μέρος του γρίφου, όμως κι αυτό ακόμη δε διασώζει εντελώς τη γενική εντύπωση, που έγκειται μεταξύ σαστιμάρας και ταραγμένης έκπληξης για ένα χαρακτήρα που δεν μπορείς να ταυτιστείς μαζί του.

> Κι όμως, ο Matt, όπως τον αποδίδει συγκινητικά ο Patton Oswalt είναι ότι πιο ολοκληρωμένο έχει να δώσει το δίδυμο Reitman – Cody. Ένα κομμάτι του είναι near dear to my heart, που λέμε εδώ στα πέρα μέρη. Αυτός ο μοναχικός παρίας, μακριά από τις κλίκες της τάξης, όχι στις πρώτες σελίδες του καρνέ των ομορφότερων συμμαθητριών του. Η φυσική του αναπηρία, δένει αρμονικά με τις ψυχικές πληγές της Mavis. Η τελική τους σκηνή είναι το κάτι που μένει από μια ταινία, που ξεκίνησε να επαναλάβει τον θρίαμβο των Reitman – Cody, όμως κατέληξε σε αποκλειστικά δική τους νίκη. Έστω και πύρρειο.
gaRis

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική