Το Κορίτσι με το Τατουάζ

του David Fincher. Με τους Daniel Craig, Rooney Mara, Christopher Plummer, Stellan Skarsgård, Steven Berkoff, Robin Wright, Joely Richardson, Goran Visnjic


Μια Κλάση Επάνω!
του gaRis (@takisgaris)
Για όσους πηγαίνουν στον κινηματογράφο για κάτι παραπάνω από το να καταναλώσουν το combo large- pop corn-hot dog-extra-large cola, το The Girl With The Dragon Tattoo είναι η πλέον αναμενόμενη ταινία του 2011, για ένα κάρο λόγους: Η τριλογία Millennium του μακαρίτη Stieg Larsson, a.k.a. το απόλυτο συγγραφικό φαινόμενο μετά τον ανεμοστρόβιλο του Harry Potter. H επόμενη δουλειά του David Fincher μετά το «σκάνδαλο» της περσινής oscarικής ήττας του The Social Network από το “academy-friendly” The King’s Speech (τα «» υποδηλώνουν την περί του αντιθέτου θέση μου). H κατάληξη του πρωταγωνιστικού ρόλου της Lisbeth Salander στα τρυφερά χέρια της Rooney Mara παρά τη γενική ιντερνετική κραυγή υπέρ της Noomi Rapace, πρωταγωνίστριας στην ενδιαφέρουσα αλλά άνιση σουηδική εκδοχή του Niels Arden Oplev (2009).

Εν αρχή ην ο Λόγος: Ήταν απαραίτητο να υπάρξει αυτή η αμερικάνικη εκδοχή; Τι προσθέτει ένα καταφανώς mainstream project στo βιογραφικό του Fincher; Με ένα υλικό που είναι η επιτομή του pulp crime caper, με θεματική που σηματοδοτεί την περασμένη 10ετία της ηθικής κρίσης του millennium; Οι κατά συρροή δολοφονίες γυναικών εβραϊκής καταγωγής στην αγροτική Σουηδία, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του ξεπεσμένου δημοσιογράφου – ερευνητή Mikael Blomkvist (Daniel Craig), τον οποίο έχει προσλάβει ο κροίσος Henrik Vanger (Christopher Plummer) ώστε να φέρει στο φως την εξιχνίαση της εξαφανισμένης τα τελευταία 40 χρόνια αδερφής του. Στο πλευρό του Mikael θα ταχθεί η περιθωριακή κοπέλα με το δράκο-τατού, Lisbeth Salander (Rooney Mara), λεσβιάζουσα, πολλάκις υποκείμενη σε σεξουαλική βία, όπως ακριβώς (clue!) τα ειδεχθώς κακοποιηθέντα τραγικά θύματα των οποίων το δολοφόνο αναζητεί εντέλει το πρωταγωνιστικό δίδυμο.

Από τους άκρως εντυπωσιακούς τίτλους αρχής ως την εντελώς νατουραλιστική σοκ-απεικόνιση της εγκληματικής ασχήμιας των αντι-ηρώων του, το εγχείρημα παραπέμπει στο αριστουργηματικό Seven. Σε αρκετές λήψεις ο Fincher πηγαίνει προς την (απευκτέα κατ’ εμέ) κατεύθυνση του Zodiac, ακολουθώντας ανοικονόμητα την ενδελεχή έρευνα της αλήθειας. Και κάπου εκεί ανάμεσα, ο χαρακτήρας της Salander, που μεταξύ άλλων είναι και δεινή hacker, έρχεται εμβόλιμα η hi- def λαγαρότητα του The Social Network να παίξει με το μάτι. Η εκδοχή του Steven Zaillian είναι εμφατική ως προς την ανάπτυξη των χαρακτήρων, περνά όμως σε δεύτερο βαθμό το ευρύτερο πολιτικό θέμα των όχι-πια-μυστικών δεσμών της σουηδικής νομενκλατούρας με το ναζισμό στα όρια της εθνικής ντροπής, όπως και το ζήτημα που θέτει ο Larsson στα βιβλία του για τον πολιτισμό των ανδρών-που-μισούν-τις-γυναίκες.

Η Lisbeth της Rooney Mara υπερτερεί κατά κράτος του άγριου - μονοδιάστατου προφίλ της ηρωίδας κατά Noomi Rapace. Έχει διαρρεύσει εδώ και καιρό ότι για τον ρόλο παρέλασαν περίπου 20 διαφορετικές stars (Portman, Mulligan, Evan Rachel Wood οι πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις) για να αρπάξουν αυτόν τον star making ρόλο. O Fincher έβαλε βέτο για τον δώσει στη γλυκούλα Mara, που έπαιξε την αστηνπούμε φιλενάδα του Zuckerberg στο The Social Network. Η φυσική ταλαιπωρία (όλα τα piercings είναι αληθινά) αλλά κυρίως η ψυχική που υπέστη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είναι η τρανή απόδειξη ότι αυτό το κορίτσι με το δράκο-τατού έχει ταλέντο. Βίαιη, σπαραχτική, θρασεία αλλά και αισθαντική, εκδικητική όμως τρυφερότατη με τον Mikael, είναι ένα κορίτσι - ερείπειο που η φωτιά μέσα της τη μετατρέπει σε καμίνι έτοιμο να κάψει όποιο αρσενικό την πλησιάσει. Αισθάνθηκα ακόμη και μια sinister humor απόχρωση, ειδικότερα όταν χρειάστηκε να επιδείξει κοινωνικά συμβατική συμπεριφορά. Ο Fincher πολύ έξυπνα – εις βάρος όμως του ρυθμού της ταινίας – της χαρίζει προς το τέλος δυο σκηνές με πλήρως ρετουσαρισμένο, κυριζέ στυλ, για να τονίσει τη μεταμόρφωση της Mara.

Αχρείαστη είναι και η αρχική αργοπορία, που καλύπτει την πρώτη ώρα από τα 158 λεπτά συνολικής διάρκειας μέχρι να συνυπάρξουν στο ίδιο κάδρο η Lizbeth και ο Mikael. Ο δεύτερος, ευτυχεί στα χέρια του Daniel Craig, παρότι σε σημεία (μαντέψτε ποια!) θυμίζει αρκετά τον Bond του Quantum of Solace, σε αντίστιξη με τον περισσότερο ευάλωτο προκάτοχό του Michael Nyqvist. Η χημεία του με τη Mara είναι λίαν ικανοποιητική, η ταινία πάντως είναι δική της. Παρότι το σχεδόν συναισθηματικό τέλος (είπαμε, δεν είναι για τέτοια ο Finch, είδες πως τα θαλάσσωσε στο Benjamin Button) έρχεται αδέξια, ακταιωρός που αφήνει μεταίωρο μήνυμα για δεύτερη συνέχεια, εμείς θέλουμε να ξαναβιώσουμε αυτή την επίπονη, εφιαλτική (βλ. σκηνή βιασμού της Lisbeth) όχι από σαδιστική ανάγκη, παρά μόνο για τα μάτια αυτού του θηλυκού τιμωρού, εκπροσώπου της χειραφετημένης, στραπατσαρισμένης, αλλά διεκδικητικής γυναίκας, σε έναν εγκληματικά φαλλοκρατικό κόσμο, όπου ο βιασμός είναι η ίδια η εξουσία.

Στους υποστηρικτικούς ρόλους ο αναμενόμενος λόγω καταγωγής Stellan Skarsgard υπηρετεί δεξιοτεχνικά τον ρόλο-κλειδί του, ενώ ο στα forte του εφέτος Christopher Plummer (αντί του θρυλικού Σουηδού Max Von Sydow) δικαιολογεί γιατί εφέτος θα φύγει εκτός απροόπτου βραβευθείς από το Kodak Theater για το…Beginners. Όσο για τις τεχνικές κατηγορίες, όταν πρόκειται για ταινία του Fincher, τα λόγια είναι περίπου περιττά. Δεν αντιστέκομαι στο κατά τεκμήριο συναρπαστικότερο στοιχείο, που δεν είναι άλλο από το εκπληκτικό για άλλη μια φορά score των Trent Reznor – Atticus Ross, άρρηκτα αλυσσοδεμένο στην παγωμένη, υγρή, άγρια φωτογραφημένη φύση όπως παρελαύνει από το φακό του Jeff Cronenweth. Ο David Fincher είναι πολύς ως κινηματογραφική ποσότητα για μια τέτοια δουλειά κατά παραγγελία. Την ανεβάζει μια κλάση επάνω, χωρίς να φανερώσει αντίστοιχη πρόοδο ως προς την πλήρη ωρίμανση του τεράστιου ταλέντου του. Κι όσο τα χρόνια περνούν αναρωτιέμαι όλο και περισσότερο μήπως τελικά αδίκως αναμένουμε το απόλυτο αριστούργημα (μετά το Seven) εκ μέρους του. Μια περίπτωση όπως του Οrson Welles (μετά το Citizen Cane) δηλαδή.






Στις δικές μας αίθουσες, στις 12 Ιανουαρίου 2012 από την Feelgood