Παράξενος Κόσμος (Strange World) Poster ΠόστερΠαράξενος Κόσμος
του Don Hall. Με τις φωνές των Jake Gyllenhaal, Dennis Quaid, Jaboukie Young-White, Gabrielle Union, Lucy Liu.

What dreams may come!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Ακόμη κι αν δεν διάγουμε τις πιο εμπορικές ημέρες στην ιστορία του σινεμά, έστω κι αν τα κόστη του προμόσιον για κάθε ταινία που πρόκειται να κυκλοφορήσει, έχουν πέσει κατακόρυφα, εντούτοις, δεν γίνεται να παραβλέψω το γεγονός πως ετούτη, η 61η στην σειρά δημιουργία κινουμένων σχεδίων του στούντιο του μπάρμπα Walt, υπήρξε η λιγότερο διαφημισμένη από όσες θυμάμαι στο παρελθόν. Του ήταν αρκετό του Strange World - δεν νομίζω - το hype που δημιούργησε η παρουσία του πρώτου γκέι ήρωα μεταξύ των βασικών του στόρι? Σε γενικές γραμμές, ενθυμούμενος τις φανφάρες και τις τυμπανουκρουσίες των περασμένων ετών, ποτέ δεν μου δόθηκε η εντύπωση πως κάνει έξοδο μια ταινία της Disney. Που παρακαλώ είναι και η πρώτη η οποία φέρει στην φανέλα το υπερήφανο έμβλημα των 100 χρόνων της αγαπημένης μπράντας. Συνέπεια? 180 εκατομμύρια δολάρια κόστος, ούτε 30 από αυτά στα ταμεία το πρώτο Σ/Κ. Δεν το λες και περηφάνεια αυτό ε?

Παράξενος Κόσμος (Strange World) Quad Poster
Εικοσιπέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο φημισμένος εξερευνητής Γιάγκερ Κλέιντ, κατά την διάρκεια αποστολής στα θεόρατα βουνά που περιβάλλουν την χώρα του, την Αβαλονία, θα εξαφανιστεί, έχοντας πάρει την απόφαση ζωής να εντοπίσει τι κρύβεται πίσω από τους θηριώδεις ορεινούς όγκους. Για τον γιο του Σέρτσερ, αυτό το ταξίδι όμως θα αποβεί σημαδιακό, καθώς θα ανακαλύψει το μαγικό συστατικό Πάντο, που διαθέτει τεράστιες ενεργειακές δυνατότητες. Για τον λόγο αυτό, σήμερα, είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς του προιόντος, που μπορεί να κρατά αυτάρκη σε απαιτήσεις ενέργειας τον τόπο του.

Η ευτυχισμένη του καθημερινότητα, δίπλα στην αγαπημένη του σύζυγο, την δυναμική πλοηγό Μερίντιαν και τον έφηβο γιο του Ίθαν, θα αναστατωθεί μονομιάς από την άφιξη της ηγέτιδας της Αβαλονίας, Καλίστο Μαλ, που θα του ζητήσει να λάβει μέρος σε μια σημαντική αποστολή για το μέλλον της πατρίδας τους. Με αφορμή το σταδιακό σβήσιμο των αποθεμάτων του Πάντο, η ριψοκίνδυνη ολιγομελής ομάδα, θα ταξιδέψει πέρα από τα όρια της περιοχής, σε έναν κόσμο καινούργιο και άγνωστο, που καραδοκούν αμέτρητα εμπόδια και αντιξοότητες. Αλλά και μυστηριώδη πλάσματα που θα επιδιώξουν να βάλουν τέλος στις φιλοδοξίες των προβληματισμένων Αβαλόνιων...

Κι έτσι η ατρόμητη ομάδα, με όχημα το ταχύτατο αερόπλοιο, θα αφήσει πίσω της την ηρεμία και την γαλήνη, για να εισέλθει σε ένα φανταστικό μέρος που τα πάντα είναι το λιγότερο ολοζώντανα. Το έδαφος, ο αέρας, η χλωρίδα, το νερό, όλος ο περίγυρος δίνει την εντύπωση πως υπάρχει, αναπνέει, δεν περιβάλλει απλά, αλλά αγκαλιάζει. Τρομάζοντας από την μια τους παράξενους ταξιδιώτες, αλλά και γαληνεύοντας τους συνάμα, μέσα από την μαγευτική πολυχρωμία, τους υπέροχους ήχους, την ροή των σκαληνών σχηματικά οργανισμών, που σαν ποτάμι πετούν ολόγυρα σαν ένα.

Κι εδώ σκάζει το βασικό και καίριο ερώτημα στον θεατή, που εκστασιασμένος παρακολουθεί αυτή την πανδαισία χρωμάτων και την αρμονική εναλλαγή φόντων. Για ποιον ακριβώς λόγο συμβαίνουν όλα αυτά, τι τρέχει, υπάρχει άραγε εχθρός πίσω από όλο αυτό το παραδεισένιο σκηνικό? Εννοείται πως με την άποψη του Avatar, που λογικά έρχεται κατά νου ως το πρότυπο πατρόν, αυτό που αναμένουμε είναι η εμφάνιση ενός αντιπάλου, που κατατρώγει τις ενεργειακές πηγές απειλώντας την ανθρωπότητα. Όχι, άλλη είναι η περπατησιά του φιλμ, που εντέλει δεν είναι το παιδικό παραμυθάκι που θα καρτερούσαμε, αλλά μια ψυχολογική μελέτη χαρακτήρων, που σκορπά μπόλικα ερωτηματικά στην πλατεία. Λογική ως εκ τούτου η χαμηλή εμπορική απήχηση, αφού το κυρίως μονοψήφιας ηλικίας τάργκετ γκρουπ δεν γίνεται να αποκωδικοποιήσει τόσο βαθιά νοήματα.

Που έχουν να κάνουν με το χάσμα αντίληψης των γενεών και κυρίως την ανάδειξη του σύγχρονου (λευκού συνήθως) μεσήλικα άντρα, ως του νούμερο ένα στόχου των απανταχού κοινωνιών. Γιατί είναι εκείνος που δεν κατανοεί τις ανάγκες της νεολαίας, τους ρόλους της, τις διεκδικήσεις της, τις ανησυχίες της. Ενώ συνάμα, αποστασιοποιείται από τις ηθικές βάσεις που έχουν θέσει οι προηγούμενοι, οι γηραιότεροι, ερχόμενη σε ανοιχτή ρήξη μαζί τους, αγνοώντας την κολεγιά που σχηματίζεται με τα νιάτα, που τους θαρρούν κοντινότερους, συμβατότερους, εννοείται σεβασμιότερους. 

Οι κεντρικές ιδέες δε, προβάλλονται σε μια συνθήκη προοδευτική και όχι γνώριμη για τα ακαδημαϊκής υφής μικιμάους. Η γυναίκα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, είτε ως η κεντρική ηγεσία που παίρνει τις αποφάσεις, είτε ως η δυναμική συμβία, που λειτουργεί σε ένα από τα πλέον αντρικής φύσης επαγγέλματα. Ο πιτσιρικάς δε, που τρέφει συναισθήματα αγάπης για ένα συνομήλικο του αγόρι, ορίζει αυτομάτως μια προσωπικότητα που απαντάται πλέον χωρίς φόβο ή ντροπή στις μοντέρνες, φιλελεύθερες κοινωνίες. Και που δεν νομίζω πως θα έπρεπε να σταθούμε πιότερο στην ανάλυση του, αλλά να αρκεστούμε πως συνολικά γίνεται ο πιο συμπαθής, ως ο πιο ανοιχτόμυαλος όλων.

Συνολικά πάντως, μολονότι η Disney χρησιμοποίησε στην μαρκίζα της εικαστικά και γραμματοσειρές παλιομοδίτικου περιπετειώδους στυλ τύπου Flash Gordon και Jurassic Park, το συνολικό αποτέλεσμα δεν είχε να μας παρουσιάσει κάποια τέτοια συλλογιστική, παρά εξελίχθηκε και φυσικά κατέληξε, ως μια τυπική καρτούν adventure της φίρμας. Καταπληκτικές ζωγραφιές και εφέδες, διασκεδαστικές και εντυπωσιακές σεκάνς, ανατρεπτικές ιδέες στην σύνταξη των χαρακτήρων, μα τελικά η στροφή δεν πήγε μέχρι το φινάλε, αφού αυτός ο Παράξενος Κόσμος, με τα μπόλικα σοσιολογικά, οικολογικά και ανθρώπινα μηνύματα, δεν παρέκκλινε στην εκπνοή του από την γνωστή φόρμουλα. Κρατούμε, πάντως, πως μια αρχή την έκανε...

Παράξενος Κόσμος (Strange World) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Νοεμβρίου 2022 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

The Fabelmans Poster ΠόστερThe Fabelmans
του Steven Spielberg. Με τους Michelle Williams, Paul Dano, Seth Rogen, Gabriel LaBelle, Judd Hirsch.


Το πορτραίτο ενός Νεαρού Μουσάτου Καλλιτέχνη
του gaRis (@takisgaris)

Με τον Σπηλβέργιο μεγαλώσαμε μαζί. Για την ακρίβεια αυτός ανάθρεψε εμένα (στα 75 πια εκείνος – στα 50 εγώ), και δεν το κρύβω, μένοντας χώρια με τον πατέρα μου από τα 10, ο σεβασμός μου για τον Steven υπήρξε ανέκαθεν γλυκά δεδομένος. Να εξομολογηθώ επίσης πως ποτέ δε με κατέκτησε ολοκληρωτικά η ναϊφ του προσέγγιση, αυτή η παιγνιώδης παιδικότητα όπου όλα δικαιολογούνται όταν παρουσιάζονται κεντημένα σε ένα θαυμαστό, ονειρώδη καμβά, καθότι το νίτι-γκρίτι του Scorsese και το ανατρεπτικό σύμπαν του Lynch με έπαιρναν πάντοτε αιχμάλωτο. Σε καμιά των περιπτώσεων όμως, το αξεγάδιαστο καδράρισμα, η οπτικο-ακουστική του αρμονία και η σιγουριά στην εκτέλεση δεν έπαψαν να αξιώνουν την αδιαίρετη προσοχή και τον εξέχοντα σεβασμό μου. 

The Fabelmans Quad Poster
Από τον Στηβ τον 8 ετών και την αναπαράσταση της σύγκρουσης τρένων από το Greatest Show on Earth (1952) του Cecil B. DeMille στον δαφνοστεφανωμένο Μούσια των 58 ταινιών, μεταξύ των οποίων αριστουργήματα (Schindler’s List, το μισό Saving Private Ryan) και μια σειρά από εικονικά μέρη της συλλήβδην παγκόσμιας φιλμογραφίας (Jaws, ET, Indiana Jones, Jurassic Park), ο ιστορικός χρόνος τον έχει ήδη κατατάξει στο πάνθεο της κινηματογραφικής τέχνης.

Με άλλες κουβέντες ο Steven Spielberg δεν έχει τίποτις άλλο να αποδείξει. Το περσινό ρημέηκ του West Side Story μόνο ως δήλωση, ως άγνοια φόβου σύγκρισης μπορεί να εκληφθεί (κατά μεγάλο μέρος δικαιωμένης). Ήθελε να διασκευάσει ένα μιούζικαλ ταμπού και το έκαμε δικό του. Φθάνουμε λοιπόν στο σήμερα, με τον σεβάσμιο μάγο του σελιουλόιντ να έχει βάλει στόχο την εκπλήρωση του πλέον της 20ετίας ονείρου, την εξιστόρηση της ίδιας της εφηβείας του, σε μια τυπική μεσοαστική οικογένεια του Τζέρζυ. Οι Fabelmans είναι μόνο κατ’όνομα(τα) το σπιτικό μιας τυπικής εβραϊκής οικογένειας αφού κατά ιδία δήλωση άπαντα συνέβησαν, τουλάχιστον ιδωμένα όπως ακριβώς τα έζησε. 

Κάθεται καταμεσό της πανδημίας λοιπόν με τον κολλητό Tony Kushner (West Side Story, Lincoln, Munich) και του παραθέτει τα γεγονότα. Καλεί Michelle Williams και Paul Dano να υποδυθούν τους γονείς του. Ο νεαρούλης Gabriel LaBelle, χωρίς περγαμηνές μεγάλης οθόνης μα με μια χαμαιλεοντική ικανότητα να ενθυλακώνει την σπηλμπερκιανή ουσία, ολοκληρώνει το οικογενειακό παζλ με τις τρεις αδερφές του και τον τρελό τσιρκολάνο θείο της μαμάς Judd Hirsch που κλέβει την παράσταση. Ρόλος καταλύτη για τον Seth Rogen, αυτός του κολλητού συνεργάτη του πατέρα του, ο οποίος προσκολλάται στην οικογένεια και αποτελεί τον κύριο μοχλό διάσπασής της. 

Είναι Σεπτέμβρης, η μεγάλη στιγμή του TIFF22, πρώτη φορά που ο Μούσιας κάνει πρεμιέρα εδώ στα χρονικά. Είμαι παρών, αμέσως μετά την προβολή, καθισμένος μερικά μέτρα από τη σκηνή, όπου ατενίζω το βασικό καστ, πλην Williams (λόγω εγκυμοσύνης) και αυτό που βλέπω είναι τον SPIELBERG να φορά τα συνήθη τζηνάκια και σπορτέξ του και να βγάζει τη συστολή και την ευγένεια σε αδιανόητο βαθμό. Κι όμως, λίγα λεπτά πριν είχα παρακολουθήσει το ντρημ τημ (Kaminski - Williams - Kahn - Carter - Bridges) να παίζει σε υψηλό επίπεδο για ταινία εποχής (50s) και τοπ-οφ-δε-τοπς για οικογενειακή, PG13. 

Ο συγκινητικός στην παραξενιά του Paul Dano και η μαγεύτρα Michelle Williams (που αν έπαιζε στην κατηγορία υποστηρικτικής γυναικείας ερμηνείας θα είχε το οφειλόμενο όσκαρ στο τσεπάκι) καθοδηγούν ένα καστ χάρμα ιδέσθαι σε μια ταινία που δεν ανατρέπει κατεστημένα ούτε τολμά υπερβολικά καθότι ο Στηβ ολοφάνερα τιμά την περίπλοκη σχέση που είχε με τη μητέρα του Mitzi όμως γοητεύει με τον εξομολογητικό της τόνο και επιτέλους μας γνωρίζει τον καλλιτέχνη -peter pan που μας πήρε από το χέρι στα δυσοίωνα 80s και μας έφθασε σώους στην πέρα όχθη του ενεστώτος χρόνου. 

Οι Fabelmans είναι το γράμμα του Μουσ-ουργού στην σινεματικά πλέρια παιδική μας ηλικία. Θα υπερισχύσει κατά κράτος εκτός συγκλονιστικού απροόπτου στα φετινά όσκαρς, ως φόρος τιμής στο σύνολο της πλέον αξιοζήλευτης καριέρας στην ιστορία του Hollywood. Χώρια που η τελευταία σκηνή -κατευόδιο, είναι ανθολογίας και μάλιστα δείχνει πως ο Στηβ κι εγώ έχουμε κάτι ιδιαίτερα κοινό: Τον πλέον αγαπημένο μας σκηνοθέτη.

The Fabelmans Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Νοεμβρίου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ο Σπόρος Μιας Αγάπης (Yin Ru Chen Yan / Return to Dust) Poster ΠόστερΟ Σπόρος Μιας Αγάπης
του Li Ruijun. Με τους Wu Renlin, Hai Qing.

Δραπετσώνα
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Γεννημένος στην επαρχία Γκάνσου της Βορειοδυτικής Κίνας στα 1983 και σπουδαγμένος στην Εθνική Σχολή Ραδιοφώνου, Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, ο σκηνοθέτης Li Ruijun πραγματοποίησε το δημιουργικό του ντεμπούτο μόλις στα 24 του χρόνια. Έκτοτε τα πονήματα του γίνονται δεκτά σε όλα τα σημαντικά κινηματογραφικά ραντεβού της γης, όπως συνέβη άλλωστε και με την έκτη δουλειά του, Yin Ru Chen Yan / Return To Dust, που προβλήθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια του διαγωνιστικού τμήματος της φετινής Μπερλινάλε. Το παράξενο για τον Ασιάτη ντιρέκτορα - αν και η μαρκίζα του φιλμ αναγράφει πως πρόκειται για μια απλοική ιστορία αγάπης - είναι που Ο Σπόρος της Αγάπης, ελάχιστες εβδομάδες μετά την πρεμιέρα του στην πατρίδα του, λογοκρίθηκε και πάφθηκε από τις αίθουσες, καθώς οι αρχές θεώρησαν πως ασκεί δριμύτατη και επιθετική κριτική στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Δεν θα συμφωνήσω, αν καυτηριάζει κάτι, πρώτα και πάνω από όλα, είναι τους εκμεταλλευτές (απ)ανθρώπους που δημιουργεί το κοινωνικό γίγνεσθαι της έντονων ανισοτήτων αχανούς χώρας.

Ο Σπόρος Μιας Αγάπης (Yin Ru Chen Yan / Return to Dust) Quad Poster
Πάμφτωχος, χαμηλών τόνων και το κυριότερο τίμιος, ο μοναχικός Μα Γιούτι, εργάζεται σκληρά στα άνυδρα χωράφια του χωριού του, για να βγάλει τα ελάχιστα οικονομικά κέρδη, που του χαρίζουν μια μηδενικών ανέσεων, μα ανεκτή για εκείνον ζωή. Η επιμονή των υπολοίπων μελών της οικογένειας του, για να δημιουργήσει κι εκείνος κάποια στιγμή το δικό του σπιτικό, θα τον ωθήσουν να αποδεχτεί την πρόταση να νυμφευτεί με προξενιό, την επίσης απόκληρη από την δική της φαμίλια, Κάο. Που είναι αρκετά νεότερη του, δεν φέρει την παραμικρή προίκα, ενώ στο κορμί της είναι εμφανείς οι αναπηρίες, που έχουν προκληθεί από την κακή συμπεριφορά πάνω της, των στενών της συγγενών. Συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας να τεκνοποιήσει.

Την αρχική παγωνιά της συνύπαρξης με μιαν άγνωστη, θα ακολουθήσει γοργά η θέληση από πλευράς του, να την εντάξει για τα καλά στην δύσκολη καθημερινότητα του, προκειμένου να τον βοηθά στις αγροτικές εργασίες του χωραφιού. Η σχέση που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους σταδιακά, θα οδηγήσει το ζευγάρι να κάνει όνειρα για μια λιγάκι ποιοτικότερη ζωή, που θα συμβεί αν αγωνιστούν ακόμη πιο μεθοδικά στην σπορά του σιταριού, που στον μελλοντικό του θερισμό θα τους αποφέρει κάποια περισσότερα κέρδη.

Μην φανταστεί κανείς τίποτα επαναστατικές απολαβές, μερικά γιουάν παραπάνω που θα πάρουν από τον χονδρέμπορο, ούτως ώστε μετά από μερικές σοδειές να κατορθώσουν να αποκτήσουν κι εκείνοι την δική τους τηλεόραση, μια πολυτέλεια που ελάχιστοι συγχωριανοί έχουν στην κατοχή τους. Συνάμα με το άροτρο και το ινί όμως, θα πρέπει να βάλουν τα θεμέλια για να κτίσουν με λάσπη και πέτρα, το δικό τους καλύβι, μην καταφέρουν και ανεξαρτητοποιηθούν από την αυστηρή ματιά του στενού συγγενικού περίγυρου.

Δεν την χωρά ο νους τέτοια φτώχεια, τέτοια ανέχεια. Που χαρακτηρίζει το συντριπτικά μεγαλύτερο περιφερειακό τμήμα μιας χώρας που επιδιώκει να ορίσει τον τρίτο υπερδυναμικό πόλο. Η κοινωνική μέριμνα για όλους εκείνους που διαβιώνουν σε καταστάσεις χειρότερες κι από εκείνες των ζώων, πίσω από τις λαμπερές βιτρίνες των πολυπληθών μητροπόλεων, ισούται με το απόλυτο μηδέν. Καμία ελάχιστη στήριξη στην αγροτιά, καμιά παροχή έστω για την δημιουργία των βασικών συνθηκών στέγασης, καμία, στην κυριολεξία, ευθύνη, για την ασφάλεια των πολιτών ενός κράτους, που μοιάζουν με τέταρτης κατηγορίας. Πέρα από κατώτερου Θεού...

Υπό αυτή την πραγματικότητα, οι διαφορές στις διαστρωματώσεις κτίζονται ακόμη κι από τα πολύ λίγα. Ανώτερος εκείνος που διαθέτει κούρσα, από αυτόν που μονάχα ένα ψωριάρικο μουλάρι έχει στην κατοχή του. Υπέρτερος εκείνος που στην τσέπη έχει πέντε παράδες, από αυτόν που δεν έχει να πληρώσει ούτε για πέντε κοτίσια αβγά. Συνεπώς μονομιάς ο δεύτερος τίθεται στο περιθώριο, βγαίνει από το κάδρο και υπόκειται σε διαρκείς κρατικές τιμωρίες και εξευτελιστικές ποινές, ακόμη κι αν το ελάχιστο δίκαιο φέρνει προς το μέρος του. Δεν συζητούμε καν, δε, τι πρόκειται να συμβεί αν ο "εύπορος" της περιοχής χρειαστεί την βοήθεια του φουκαρά. Μια, δυο φιάλες αίμα ας πούμε για νοσοκομειακή χρήση. Δεν θα την ζητήσει, θα την απαιτήσει! Χωρίς αντίτιμο!

Άρα τι απομένει στον κακόμοιρο μεσήλικα και την ταλαιπωρημένη κυρά του, που σαν τους σύγχρονους σίσυφους χτίζουν λασπένιες τρώγλες, περιμένοντας την οργή της πολεοδομίας για το πότε θα τις γκρεμίσει με την δύναμη της μπολντόζας? Μόνο η αγάπη τους. Αυτή που δεν είχε την παραμικρή ρίζα, γεννημένη στο συνοικέσιο, μα που φούντωσε σαν το ίδιο το σιτάρι, πάνω στο χώμα, με λίγο αγέρα και δυο σταγόνες νερό από το κοντινό ρέμα. Απαιτήσεις τιποτένειες. Είναι αρκετό το τιτίβισμα των πουλιών, που έχουν κτίσει την φωλιά τους στα κεραμίδια, το τραγούδι της βροχής όταν κυλά από την στέγη και το θέατρο σκιών που δημιουργεί η λίγων κηρίων λάμπα, που φωτίζει το χαρτοκιβώτιο κοτετσάκι.

Πολύ συγκινητικές εικόνες, ρεαλιστικές, ανείπωτα δραματικές, που ζωγραφίζουν στο εκράν τις βασανισμένες ψυχές ενός ανδρόγυνου που δίχως να έχει στον ήλιο μοίρα, ονειρεύεται πως την επαύριον κάτι, μισό πόντο, καλύτερο τους επιφυλάσσει ο Ύψιστος. Και απλά πιστεύουν. Όπου πάμφτωχος κι η μοίρα του όμως. Η αφήγηση του Ruijun, τοποθετημένη μπροστά στην έξοχα φωτογραφημένη, κοκκινοχώματη, απέραντη ερημιά του τόπου του, εκτός από βολίδα στην καρδιά του συστήματος, είναι και δυσβάσταχτα σκληρή για τους ανθρώπους - ποντίκια του. Και εντέλει άκαρδα απαισιόδοξη, σε αντίθεση με τις συλλογιστικές των καλλιτεχνικών του διδασκάλων του, πρωτεργατών του ανθρωπιστικού σινεμά, που τόσο πιστά κι ευλαβικά ακολουθεί τις προσταγές. Με ολίγη από "εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί", θα με είχε ενθουσιάσει ο πραγματικά αξιόλογος και με έντονη  ματιά κινηματογραφιστής.

Ο Σπόρος Μιας Αγάπης (Yin Ru Chen Yan / Return to Dust) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Νοεμβρίου 2022 από την AMA Films!
Περισσότερα... »

Το Μενού (The Menu) Poster ΠόστερΤο Μενού
του Mark Mylod. Με τους Ralph Fiennes, Anya Taylor-Joy, Nicholas Hoult, Hong Chau, Janet McTeer, Reed Birney, Judith Light, John Leguizamo.


Η εκδίκηση του 99% ως απόλυτη γκουρμεδιά
του gaRis (@takisgaris)

Αδελφοί, 

η άναρχη συσσώρευση πλούτου είναι κάκιστο πράμα. Βουλιαγμένοι στο γκραμ, φέης, τουήτα κάθε ώρα -όλη μέρα, νοιώθετε το 1% να μοστράρει την ανοίκεια αναίδειά του κάτω από το πετσί σας, γραπώνοντας άγαρμπα το φυλλοκάρδι της ταξικής σας ασημαντότητας. Ουδείς λόγος ανησυχίας όμως, υπάρχει το καταφύγιο του σινεμά για να αποκαταστήσει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Για δεύτερη φορά εφέτο μετά την αγαλλιαστικά αστική αγένεια του Triangle of Sadness, ενσκήπτει το κυνικότερα μέηνστρημ, νηχιλιστικά εστέτ αδελφάκι του, The Menu για να γαργαλήσει τη γευστική παλέτα με δυναμωτική τροφή για σκέψη.

Το Μενού (The Menu) Quad Poster
Ο Mark Mylod, ικανότατος τηλεορασάς (Game of Thrones, βραβευμένος δις την τελευταία 3ετία για το άχαστο Succession) έχει προ 20ετίας δώσει δήγμα (sic) γραφής με το ρηξικέλευθο Ali G in Da House. Εδωνά ενορχηστρώνει μια θεατρικάλε, γραμμική ιστοριούλα που ακούγεται μάλλον σχηματική. Καμιά ντουζίνα μπουρζουάδες, ζάμπλουτοι επιχειρηματίες, ανθυπο-μούβι σταρ, σνομπ κριτικοί γευσιγνωσίας, μεταβαίνουν με πλοιάριο ως γνωστοί θαμώνες μα σίγουρα όχι φίλιοι σε απομονωμένο νησί, προσκεκλημένοι υπέρτατης αίγλης μάστερ σεφ που τους υπόσχεται το "γεύμα τησ ζωής τους". Μα εντελώς κυριολεκτικά όμως! Ένα βράδυ, αυτό μόνο. 

Ο σαλεμένος ψυχικά μα ιδιοφυής σεφ Ralph Fiennes, δεν την αντέχει πχιά την μπουρζουαζί, είναι ένας χείμαρρος καταπιεσμένης οργής και αυτομεμψίας, ενώ στο φινάλε-φινάλε, δεν ορρωδεί προ ουδενός: Οι υψηλοί καλεσμένοι με τα όχι τόσο σημαντικά για τους ίδιους ταίρια τους (προεξάρχοντες οι Anya Taylor-Joy, Nicholas Hoult, Hong Chau, John Leguizamo, Janet McTeer) θα τραβήξουν του λιναριού τα πάθη σε ένα εξυφαινόμενο ολοκαύτωμα που θα παρασύρει μεθοδικά και αδυσώπητα δικαίους και αδίκους εκεί που όλοι ανήκουμε. Στο πυρ το εσώτερο (sic). 

Στα χνάρια λοιπόνε των Get Out, The Hunt και εννοείται (είπαμε) του Triangle, ο chef Slowik (Fiennes) κεντά με συντροφιά την ταπεινή κολγκέρλα Margo (Taylor-Joy) το γιλεκάκι που φορείς, φίλος, διπλοφοδραρισμένο. Τα μαγείρια και τα γκαρσόνια αντεπιτίθενται, ασκέρι έτοιμο να τα κάνει όλα κούγκι, έτσι για το γαμώτο, για την οριστική καταδίκη του κατεστημένου ναούμ. 

Ορθοτομημένο προντάξιον ντηζάιν, πληθωριστικό στην υποβολιμιαία καυστική του θωριά, το The Menu διαθέτει σχεδόν πλήρη κατάλογο γκαγκς, θριλς και τσιλς για γερά στομάχια. Το ντηζέρτ πέφτει στην ευκολία λιγονά και οι χαρακτήρες πλην Fiennes είναι κάπως τζενέρικ (ευτυχώς που Joy και Chau γεμίζουν το κενό με στυλ και προσωπικότητα). Πα μαλ, θα του βάλω 3 1/2 αστέρια (και άλλα δυο Michelin).

Το Μενού (The Menu) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Νοεμβρίου 2022 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Κορσές (Corsage) Poster ΠόστερΚορσές
της Marie Kreutzer. Με τους Vicky Krieps, Florian Teichtmeister, Katharina Lorenz, Jeanne Werner, Colin Morgan, Alma Hasun, Manuel Rubey, Finnegan Oldfield.


Η άλλη αυτοκράτειρα Σίσσυ
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Πιο σφιχτά / fester!

Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 4 Δεκεμβρίου του 1977, στο Γκρατς της Αυστρίας σκηνοθέτιδα, Marie Kreutzer. Αφού αποφοίτησε από το Modellschule, μια εναλλακτική σχολή με καλλιτεχνικό προσανατολισμό, ξεκίνησε τις σπουδές της στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Βιέννης στο τμήμα σεναρίου και δραματουργίας απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Στη συνέχεια εργάστηκε ως επιμελήτρια σεναρίου σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ γύρισε μικρού μήκους ταινίες, οι οποίες προβλήθηκαν και βραβεύτηκαν σε πολλά παγκόσμια κινηματογραφικά φεστιβάλ. Εκτός από τη δουλειά της ως σκηνοθέτης, εργάστηκε ως λέκτορας στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Βιέννης και ως σεναριογράφος και δραματουργός. Η έως τώρα φιλμογραφία της σε ότι αφορά τις μεγάλου μήκους ταινίες της, έχει ως εξής: «Die Vaterlosen» (The Fatherless, 2011), «Gruber geht» (Gruber Is Leaving, 2015 – προβολή στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Was hat uns bloß so ruiniert» (We Used to Be Cool, 2016 – πρώτη συνεργασία με την Vicky Krieps) και «Der Boden unter den Füßen» (The Ground Beneath My Feet, 2019).

Κορσές (Corsage) Poster Πόστερ Wallpaper
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας «Κορσές» έλαβε χώρα στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού πρόγραμμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Εκεί, η Vicky Krieps τιμήθηκε με το βραβείο ερμηνείας, εξ ημισείας με τον πρωταγωνιστή της ταινίας «Harka», Adam Bessa. Από εκεί και πέρα έλαβε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ, κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Είναι υποψήφια για τρία βραβεία σε ότι αφορά τα Ευρωπαϊκά Κινηματογραφικά Βραβεία, ενώ αποτελεί την επίσημη υποψηφιότητα της Αυστρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε πριν λίγες μέρες, καθώς αποτέλεσε την ταινία λήξης στο πρόσφατο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Τα Χριστούγεννα του 1877, η Σίσσυ γιορτάζει τα 40α της γενέθλια. Ως Πρώτη Κυρία της Αυστρίας και σύζυγος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α', δεν της επιτρέπεται να εκφράζεται και πρέπει να παραμείνει για πάντα η όμορφη νεαρή αυτοκράτειρα. Για να ανταποκριθεί σε αυτές τις προσδοκίες, ακολουθεί ένα αυστηρό πρόγραμμα νηστείας, άσκησης, χτενίσματος και καθημερινής μέτρησης της μέσης. Πνιγμένη από αυτές τις συμβάσεις, πεινασμένη για γνώση και ζωή, η Σίσσυ επαναστατεί όλο και περισσότερο ενάντια σε αυτή την εικόνα.

Η άποψή μας: Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες σίγουρα θα έχουν δει την τριλογία του Ernst Marischka για την πριγκίπισσα Σίσσυ, την μετέπειτα αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, με την νεότατη, πανέμορφη και απαστράπτουσα Βιεννέζα, Romy Schneider, στον ομώνυμο ρόλο (μάλιστα, στην πρώτη ταινία, του 1955, η ηθοποιός ήταν μόλις 17 χρονών, όσο περίπου ήταν η πραγματική Σίσσυ όταν παντρεύτηκε). Οι μη Κερκυραίοι, που έχουν βρεθεί στο νησί στο πλαίσιο πχ της πενταήμερης, έχουν επισκεφτεί 100% το «Αχίλλειον», μία από τις γνωστότερες βασιλικές επαύλεις της Ευρώπης, ησυχαστήριο της Ελισάβετ, που χτίστηκε εξ ολοκλήρου με δική της δαπάνη. Οι πιο σινεφίλ, θα θυμούνται, πάλι τη Romy Schneider ως Σίσσυ, στο αριστούργημα του Luchino Visconti «Λούντβιχ, το Λυκόφως των Θεών» - τον Λούντβιχ τον βλέπουμε και εδώ, μια εμφατική επιβεβαίωση της μορφάρας, που είχε κεντρικό ρόλο στο φιλμ του Ιταλού μαέστρου. 

Τούτη η ταινία βλέπει τον μύθο της Σίσσυ(ς) αλλιώς. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αυτό: αντισυμβατικό πορτρέτο εστεμμένης είχαμε και στην «Ευνομούμενη» του Λάνθιμου (δεν νομίζω πως η ομοιότητα των αφισών των δύο ταινιών είναι τυχαία), ενώ η «Μαρία Αντουανέτα» της Coppola ήταν μια ποπ βιογραφία, γεμάτη από τραγούδια, γραμμένα 200 χρόνια μετά την βασιλεία της, από Cure και New Order μέχρι Phoenix και Air. Τι κάνει τούτη την ταινία ξεχωριστή λοιπόν; Πολλά, πολλά πράγματα. 

Η ερμηνεία της Vicky Krieps είναι ένα από αυτά. Η ηθοποιός από το Λουξεμβούργο κάνει πολλά πράγματα όπως τα έκανε και η Σίσσυ: μιλάει άπταιστα Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ουγγαρέζικα. Ξέρει να ιππεύει άλογο: η Σίσσυ θεωρούνταν μία από τις καλύτερες ιππείς της εποχής της. Κυρίως, όμως, πετυχαίνει να αποδώσει φανταστικά τον εγκλωβισμό της αυτοκράτειρας. Μια γυναίκα, που ουσιαστικά συνέβαλε στη δημιουργία της Αυστρο-ουγγαρέζικης Αυτοκρατορίας, μια γυναίκα, θεωρητικά, η πιο ισχυρή στην αυτοκρατορία της, εγκλωβισμένη σε κανόνες και πρωτόκολλα, που την έκαναν να ασφυκτιά. 

Μια γυναίκα, που ένιωθε ελεύθερη, που ανάπνεε καλύτερα όταν ήταν εκτός παλατιού, στη φύση, επάνω στο άλογό της, στα ταξίδια της – και έκανε πολλά. Μια γυναίκα, που προτιμούσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, καθώς μοιραζόταν ένα τσιγάρο με έναν τραυματισμένο στρατιώτη, παρά να παραβρίσκεται στα μεγαλοπρεπή γεύματα, όπου εν πολλοίς της απαγορευόταν να μιλήσει. Μια γυναίκα, που κουβαλούσε την πληγή της απώλειας της κόρης της. Μια γυναίκα, που φλέρταρε, που ήθελε να ζήσει κι όχι να υποκρίνεται, αναγκαζόταν όμως να ακολουθεί κανόνες, που την καταπίεζαν. Και με τον κορσέ, σύμβολο της καταπίεσης σε βαθμό ασφυξίας, να έχει αναπτύξει μια σχέση αγάπης και μίσους: είναι χαρακτηριστικό το «πιο σφιχτά» που έλεγε στις υπηρέτριές της, όταν τη βοηθούσαν να τον φορέσει. 

Η Marie Kreutzer έχει κάνει τρομερή δουλειά. Υπογράφοντας και το σενάριο του φιλμ (όπως και στις προηγούμενες τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες, που έχει σκηνοθετήσει) διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, ενώ παίρνει ελευθερίες, τόσο σεναριακά όσο και αισθητικά, που έχουν τρομερό ενδιαφέρον. Γιατί, μπορεί να φαίνεται «εύκολο» και «προχώ» να έχεις μια αυτοκράτειρα να βγάζει τη γλώσσα της ή να δείχνει το μεσαίο δάχτυλο, θα φαινόταν όμως απλά δήθεν και out of context αν όλο το υπόλοιπο δημιούργημα δεν μπορούσε να υποστηρίξει τέτοιους αναχρονιστικούς εξτρεμισμούς. Και το σύμπαν που δημιουργείται στην ταινία είναι σπουδαίο. Ένα αριστούργημα αισθητικής, με τρομερή δουλειά να έχει γίνει στα κοστούμια, στα ντεκόρ και στα μαλλιά, ιδίως της Σίσσυ(ς) – αυτό που τελικά κάνει στα μαλλιά της είναι μια επαναστατική πράξη, είναι η κίνησή της προς την ελευθερία, είναι το σύμβολο της ενδυνάμωσης και της ανεξαρτητοποίησης. 

Η σκηνοθέτιδα μελέτησε πολύ το βιογραφούμενο πρόσωπο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αρκετά κοντά στην ιστορική αλήθεια. Πήρε ελευθερίες η σκηνοθέτιδα εννοείται: λογικά, η Σίσσυ δεν συνάντησε ποτέ στη ζωή της (αν και σύγχρονός της) τον Louis Le Prince, πιθανότατα τον πρώτο άνθρωπο στην Ιστορία, που κατάφερε να γυρίσει «ταινία» ως μια αλληλουχία φωτογραφιών αποτυπωμένη σε φιλμ. Επίσης, το εξαιρετικό φινάλε της ταινίας δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα: η αυτοκράτειρα Σίσσυ δολοφονήθηκε στα 61 της στη Γενεύη. Όμως, ναι, είχε τατουάζ μια άγκυρα πχ και στα τελευταία χρόνια της ζωής της κυκλοφορούσε με καλυμμένο το πρόσωπό της. 

Να μην παραλείψω το μουσικό κομμάτι, που πάντα με ενδιαφέρει σε μια ταινία. Το «She Was» της Camille κάνει συχνά πυκνά την παρουσία του (κι αν διαβάσετε τους στίχους, θα καταλάβετε την αντιστοιχία που επιχειρείται) ενώ όταν άκουσα το αθάνατο «As Tears Go By» των Rolling Stones σε εκτέλεση σε άρπα, έμεινα... Πάκης! Όπως και να τη δει κανείς, αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, που δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο. Ιδίως από τη στιγμή που δεν επιχειρείται αγιογραφία από τη μια, ενώ από την άλλη δεν πέφτει το ανάθεμα στους καταπιεστές της, εντός και εκτός εισαγωγικών. Εντέλει, η εξουσία ως μηχανισμός, όλους τους εγκλωβίζει σε πρέπει, σε ρόλους, σε συμπεριφορές. Κι όπως έλεγε και ο Πανούσης: «Τα λεφτά λοιπόν δεν φέρνουν την ευτυχία, καλό είναι όμως να τα έχουμε». Έτσι και με την εξουσία...

Κορσές (Corsage) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Νοεμβρίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Άμστερνταμ (Amsterdam) Poster ΠόστερΆμστερνταμ
του David O. Russell. Με τους Christian Bale, Margot Robbie, John David Washington, Chris Rock, Anya Taylor-Joy, Zoe Saldaña, Mike Myers, Michael Shannon, Timothy Olyphant, Andrea Riseborough, Taylor Swift, Matthias Schoenaerts, Alessandro Nivola, Rami Malek, Robert De Niro.

We'll Always Have Paris.
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Υπέροχη πόλη το Άμστερνταμ. Όχι από αυτές που θα διάλεγα για να ζήσω, αφού δεν αντέχω στιγμή την νοοτροπία και την κουλτούρα των Ολλανδών, αλλά από εκείνες που θα περνούσα με άνεση ένα Σαββατοκύριακο, ειδικά ανοιξιάτικο, μπας και χαθώ πέρα από τα πολύχρωμα τουλίπανς στενάκια ή πάνω στα καγκελένια γεφύρια των καναλιών. Ή να βολτάρω στο Γιόχαν Κρόιφ Αρένα για να θαυμάσω το καμάρι του Αίαντα ή να ξαπλάρω στα γρασίδια με μια αγκαλιά βαρελίσιες, που μόλις βγήκαν από το φούρνο ή έστω και να σκοταδιστώ στα καλντεριμένια σοκάκια της Ρεντ Λάιτ και των βιτρινίσιων κοριτσόπουλων της. Ακόμη ωραία ιδέα θα ήταν να δούμε και καμιά ταινία που να φιλμάρει τις ομορφιές της πιο ονομαστής πόλης των Κάτω Χωρών. Για να μην σε ξεγελά η μαρκίζα, ετούτη εδώ, δεν είναι μια από αυτές...

Άμστερνταμ (Amsterdam) Quad Poster
Άμστερνταμ, λίγο μετά το πέρας του πρώτου μεγάλου πολέμου. Για τους βαριά τραυματισμένους στο μέτωπο, Αμερικάνους στρατιώτες Μπερτ Μπέρεντσεν και Χάρολντ Γούντμαν, η πόλη του ευρωπαϊκού βορρά θα ορίσει το προσωρινό καταφύγιο, ώστε να βρουν τον χρόνο που χρειάζονται για να επουλώσουν τις πληγές τους. Την μεγαλύτερη βοήθεια θα πάρουν από την εκκεντρικών μεθόδων, αλλά κοντινών τους αντιλήψεων, νοσοκόμα, Βάλερι Βοζ που επιβλέπει την ανάρρωση τους. Ανάμεσα στα μέλη του ετερόκλητου τριγώνου θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη φιλιά, μια ξεχωριστή σχέση, που όμως θα διαλυθεί μονομιάς, όταν οι δύο άντρες επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Δεκαπέντε χρόνια κατοπινά, στα 1933, ο Μπερτ, θεραπευτής από εμπειρία, που με ιδιόμορφες τακτικές γιατρεύει βετεράνους πολέμου κι ο Χάρολντ, διπλωματούχος δικηγόρος, θα κληθούν να πραγματοποιήσουν αυτοψία στο πτώμα του Γερουσιαστή Μίκινς, που στο παρελθόν διατέλεσε διοικητής του συντάγματος τους. Γνωρίζοντας τις αγωνίες της θυγατέρας του, Ελίζαμπεθ, που πιστεύει πως ο πατέρας της έχει πέσει θύμα δολοφονίας. Και πραγματικά οι εξέταση θα αποκαλύψει πως στο χώμα του νεκρού υπάρχει υψηλή περιεκτικότητα σε δηλητήριο, ικανή να τον σκοτώσει. Ο μυστηριώδης φόνος της κόρης, που αυτομάτως θα τους καταστήσει ως τους βασικούς υπόπτους, θα τους ωθήσει, μέσα σε έκδηλη αγωνία, να βρουν τι κρύβεται πίσω από την μηχανορραφία, που έχει στηθεί εις βάρος τους.

Κι αρχίζει που λες η πάρλα, που σταματημό δεν έχει, ούτε κόμμα για να πάρεις μια ανασεμιά, μήπως και επεξεργαστείς στο μυαλό σου, που δέχεται μια μπόρα πληροφοριών, όλα όσα σου εξιστορεί το πανί. Με τους χαρακτήρες να εισβάλλουν από το πουθενά με πολυβολικό ρυθμό, φέροντας επίσης από μια ολιγόλεπτη ρουμπρίκα ο καθείς για να σου επεξηγήσει την σημασία της ύπαρξη του, χωρίς καμία υπερβολή, πέρα από το ότι δεν πρέπει να χάσεις ρούπι από όσα συμβαίνουν στο εκράν, θα ήταν φρόνιμο να κρατάς και σημειώσεις για το who is who των καθοδικά μυρίων παρελαύνοντων περσόνων. Θα σου χρειαστεί, χωρίς αμφιβολία.

Σε αυτό τον χαοτικό αχταρμά, που εκ πρώτης όψης προσπαθεί να προσεγγίσει ένα δραματικό συμβάν, αλλά και καμιά εκατοστή δευτερεύοντα ξωπίσω του, με την πιο γλαφυρή γραφίδα, μπερδεύονται κι ανακατεύονται πρακτικοί δοκτόροι, ευφυείς συνηγόροι, πατριώτες σενατόροι, ζάπλουτοι επιχειρηματίες, νεόπλουτοι εισοδηματίες, φασιστοτραφείς στασιαστές κι ένα κακό συναπάντημα, που μέχρι να μπει κάπως το νερό στο αυλάκι κατά την επανάληψη, ούτε σου πηγαίνει το μυαλό πως στην ευχή, κάποια βολά, θα γίνουν σώμα ένα.

Αν σε όλο αυτό το παρανάλωμα χαρακτήρων, που ο ντιρέκτορας λογικά τους μάζεψε για να τους αθροίσει σαν σε μικρόκοσμο, προσθέσεις το στοιχείο του μεθυσμένου οπερατέρ, που επιμένει να ζουμάρει στις scarface μούρες των πάσης φύσεων παραμορφωμένων, από τις σφαίρες του οχτρού, αντιηρώων, αντί να γυρίσει τον φακό στην δράση, που αναγκαστικά την φανταζόμαστε, τότε αληθινά έχεις απλωμένο μπρος σου το τελικό συμπέρασμα για το πιο πρόσφατο πόνημα του φαντασμένου Κυρίου O. Russell. Που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μεγαλομανής επίδειξη πεταμένων λεφτών του στούντιο της Fox, προς τέρψη της ματαιοδοξίας του, να σερβίρει μια από τις τρομερότερες εμπορικές φλόπες στα χρονικά του σινεμά.

Με το πρόσχημα βέβαια της αφήγησης ιστορικών γεγονότων, τάχαμου, αλλά και της άμεσης αναγωγής τους στο μετά βεβαιότητος υποχθόνιας δράσης, από μπόλικους κατέχοντες την ισχύ, σήμερα. Τελικός απολογισμός? Δυο ντουζίνες αστέρες πρώτου μεγέθους, που πληρωμένοι κανονικότατα για να συμμετάσχει ο καθείς από ένα δεκάλεπτο (πλέον της βασικής τρόικας των Bale / Robbie / Washington) εκτόξευσαν τον προϋπολογισμό στα 80 εκατομμύρια, εκ των οποίων ούτε το ένα τέταρτο δεν έχει γυρίσει στα ταμεία. Μακελειό εισπρακτικό, που θα μας άφηνε αδιάφορους αν έστω για λιγάκι, η πλοκή πρόσφερε κομματάκι συναίσθημα, έναν αλαφρύ ορθολογισμό ή έστω ένα λιγότερο ακανθώδες μονοπάτι ανάγνωσης.

Ανταυτού η κριτική κατά των απανταχού υπονομευτών του Έθνους - φυσικά στην περίπτωση μας των Τραμπιστών, που έχουν βαλθεί, σύμφωνα με την φιλελεύθερη γνώμη, να ισοπεδώσουν την Land of the Free - καζαντά εμμονή, τσαλακώνοντας ακόμη κι αυτή την τάση αισιοδοξίας που το φιλμ μοιράζει προς την λήξη του. Πουθενά οι βετεράνοι, πουθενά οι μαχητές, πουθενά οι πληγωμένοι, πουθενά οι ρομαντικοί κυρίως, μα σε σώμα ένα αν γίνεται, χωρίς ταυτότητα και σαφή πρόσοψη, όλοι να ενωθούμε για να βάλουμε τέλος μια για πάντα στο πορτοκαλόμαλλο δεινό που μας υποθάλπει. Πουλάνε κάτι καλά στριφτά στο Amsterdam, εκεί δίπλα στον Κεντρικό σταθμό, που σε κάνουν να θαρρείς τον κόσμο κάπως έτσι, fuzzy και μπουρδούκλη. Εμείς οι κακόμοιροι. θεατές απλοί είμαστε και θα μας έκανε και κάτι λιγότερο αγχωτικά σουρεαλιστικό, καλέ μας David.

Άμστερνταμ (Amsterdam) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Νοεμβρίου 2022 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Dodo Poster ΠόστερDodo
του Πάνου Χ. Κούτρα. Με τους Σμαράγδα Καρύδη, Άκη Σακελλαρίου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Νίκο Γκέλια, Άγγελο Παπαδημητρίου, Μαριέλλα Σαββίδου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Πολύδωρο Βογιατζή, Τζεφ Μοντάνα, Κρις Ραντάνοφ, Άννα Τζορτζίκια, Τζώρτζη Παπαδόπουλο, Αχμάντ Κοντάρ, Τζομάνα Αλχασάν.


Ένα πουλί θα μας σώσει!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (@PAOK1969)

Το ντόντο στην χώρα των θαυμάτων!

Ο Πάνος Χ. Κούτρας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο στο London Film School και στη Σορβόννη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στο Παρίσι. Το 1995 ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής 100% Synthetic Films. Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του. Η έως τώρα φιλμογραφία του έχει ως εξής: «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» (1999), «Αληθινή ζωή» (2004), «Στρέλλα» (2009) και «Xenia» (2014). Και είναι η πρώτη φορά που ανάμεσα στις ταινίες του δεν παρεμβάλλονται πέντε χρόνια (ως συνήθως) αλλά οχτώ, ενώ είναι και η πρώτη φορά που υπογράφει μόνος του το σενάριο της ταινίας κι όχι με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, όπως συνέβαινε ως τώρα.

Dodo Poster Πόστερ Wallpaper
Η παγκόσμια πρεμιέρα του Dodo έλαβε χώρα στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, στο επίσημο πρόγραμμα και ειδικότερα στο τμήμα «Cannes Première». Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας έγινε με μια προ-φεστιβαλική προβολή στις 31 Οκτωβρίου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, συμπαραγωγού της ταινίας. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε σε ειδική προβολή στο πλαίσιο του 63ου φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στις 7 Νοεμβρίου. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες της Γαλλίας τον περασμένο Αύγουστο κι έκοψε 20 χιλιάδες εισιτήρια.

Η υπόθεση: Ένα παράξενο πουλί θα κάνει ανέλπιστα την εμφάνισή του στην Αθήνα, μέσα στην πολυτελή κατοικία μιας οικογένειας, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής. Πρόκειται για ένα ντόντο, είδος πουλιού, που επισήμως έχει εξαφανιστεί από το 1662. Η παρουσία του θα αναστατώσει όσους βρίσκονται στη βίλα, που ο καθένας τους όμως έχει κι άλλα πράγματα στο μυαλό του. Στην απομονωμένη βίλα ζει η Μαριέλλα, μια συνταξιοδοτημένη ηθοποιός, πρώην τηλεοπτική σταρ, με τον άντρα της, τον Παύλο Καρακώστα, επιχειρηματία, που έχει διατελέσει και βουλευτής. Μαζί τους ζει η κόρη τους, η Σοφία. Είναι αυτή που πρόκειται να «θυσιαστεί», συναινώντας σε έναν γάμο συμφέροντος, ο οποίος θα σώσει οικονομικά την οικογένειά της. 

Η δεξίωση του γάμου είναι να λάβει χώρα μέσα στις επόμενες 38 ώρες και στη βίλα επικρατεί κανονικός πανικός. Σε όσα θα ακολουθήσουν, ο καθένας από τους παρευρισκόμενους θα παίξει τον δικό του ρόλο. Ο συνέταιρος του συζύγου, που έχει τη δική του ατζέντα, η wedding planner, που προσπαθεί να διαχειριστεί το χάος, οι δυο πρόσφυγες στη σωτηρία των οποίων η Μαριέλλα προσπαθεί να βρει ένα σκοπό ζωής και οι δεκάδες εργάτες που δουλεύουν στο κτήμα για το γαμήλιο πάρτι. Ένα πλήθος ετερόκλητων χαρακτήρων όλων των ηλικιών, φυλών, σεξουαλικών ταυτοτήτων και κοινωνικών τάξεων. Και στη μέση, το ντόντο, να παρακολουθεί τα δρώμενα...

Η άποψή μας: Είναι πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ο Κούτρας. Ακολουθεί τη δική του, ιδιαίτερη και ξεχωριστή πορεία στον χώρο του ελληνικού σινεμά. Δεν έχει γυρίσει πολλές ταινίες. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να γυρίσει περισσότερες. Ας είναι. Το θέμα είναι πως δείχνει μια συνέπεια και μια συνέχεια σε όλα όσα έχει κάνει ως τώρα. Ναι, κάθε ταινία του είναι διαφορετική από την άλλη, όλες τους όμως κουβαλούν την ίδια (σ)τρέλα, και φανερώνουν την αγάπη του δημιουργού τους σε συγκεκριμένα θέματα, με κυριότερο, εκείνο της ταυτότητας και της μοναδικότητας σε έναν κόσμο που μισεί το διαφορετικό. 

Τούτη του η ταινία μοιάζει περισσότερο με την «Αληθινή ζωή» αν θέλουμε να βρούμε εκλεκτικές συγγένειες με το φιλμικό παρελθόν του δημιουργού. Νιώθοντας όμως πλέον πιο σίγουρος, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει τίποτε, προσθέτει μπόλικες δόσεις ευπρόσδεκτου χιούμορ στο παράδοξο σύμπαν που δημιουργεί. Ναι, αγαπά το μελόδραμα αλά Almodovar, από την άλλη, όμως, σκιαγραφεί χαρακτήρες, που θα λάτρευε ο Ισπανός συνάδελφός του. Και καταφέρνει να ελέγχει το ετερόκλητο πλήθος χαρακτήρων και τις πάμπολλες παραφυάδες της βασικής πλοκής, σε ένα υπέροχα υπολογισμένο χάος. 

Η πολαρόιντ στιγμής που φωτογραφίζει, δείχνει μια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας: το λαμόγιο, η ξεπεσμένη σταρ, η νέα που πλήττει, η οικιακή βοηθός από την Ουκρανία, ο νταλαβερτζής της βίλας από την Αλβανία, η βοηθός της πλάνερ από την Γεωργία, η non binary τρανσέξουαλ, τα «αδέλφια» από την Αλγερία. Όλοι οι χαρακτήρες καλούνται να διαχειριστούν μια χρήση. Και όλοι οι χαρακτήρες αντιδρούν διαφορετικά απέναντι στο ντόντο. Το καλόκαρδο ντόντο, η weird πινελιά, το στοιχείο που παραπέμπει στον σουρεαλισμό, λειτουργεί ως σύμβολο που όλους τους ενώνει (μ.γ.δ.), είναι αυτό που θα έπρεπε να φροντίσει να μείνει ζωντανό ο άνθρωπος, αλλά το εξαφάνισε (παλιά) ή το κρατά φυλακισμένο (τώρα). 

Εκείνο, όμως, έχει άλλα σχέδια. Κι εκεί που δείχνει πως πάει να (ξανα)πεθάνει, κι εκεί που κανείς εκτός βίλας δεν πιστεύει στην ύπαρξή του, κι εκεί που κάποιος πετάει την άποψη ότι μπορεί να είναι το προϊόν μαζικής υστερίας, θα δραπετεύσει, αφήνοντας πίσω του την ελπίδα: ένα καλύτερο νέο μπορεί να εκκολαφτεί, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι ακριβώς να κάνουμε με αυτό. Ας είναι: μια πετσέτα που το τυλίγει και το κρατάει ζεστό, είναι μια καλή αρχή... Το ντόντο λοιπόν λειτουργεί ως σύμβολο, σε καμία περίπτωση όμως δεν λειτουργεί ως καταλύτης. 

Θέλω να πω, εν πολλοίς ως εύρημα μοιάζει ωραίο αλλά μένει και ανεκμετάλλευτο. Επίσης, μια δραματική αποκάλυψη είναι τοποθετημένη σε λάθος σημείο της ταινίας. Έρχεται πολύ νωρίς και αποδυναμώνει τη συνέχεια. Μικρό το κακό όμως. Κι αυτό επειδή παρακολουθείς την ταινία και περνάς καλά. Διασκεδάζεις. Γελάς. Με διάρκεια παραπάνω από δύο ώρες κι όμως η ταινία κυλάει σαν νεράκι. Δεν κουράζει. Από τις υποπλοκές αγάπησα περισσότερο εκείνη της κόρης με τον νεαρό, που χρειάζεται 50 ευρώ για να τη γαμήσει. 

Από τις ερμηνείες, ξεχωρίζει η Σμαράγδα Καρύδη, σε έναν ρόλο πιο δραματικό από ότι την έχουμε συνηθίσει. Ο Άκης Σακελλαρίου είναι σταθερά καλός σε ότι κι αν κάνει (αν δεν ήταν και... Αρειανός, τα πράγματα θα ήταν σούπερ – μην δίνετε σημασία, κάτι δικά μου, Παοκσίδικα), αγαπάμε Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ό,τι κι αν κάνει και η Τζεφ Μοντάνα βγάζει το ρόλο της με παρρησία και σιγουριά. Με τον ίδιο τρόπο που τα καταφέρνει τελικά και η ίδια η ταινία. Που σε εκπλήσσει με τον αφοπλιστικό και γενναιόδωρο ουμανισμό της.

Dodo Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Νοεμβρίου 2022 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »

Τα Ίχνη της Βίας (Zeby Nie Bylo Sladów / Leave No Traces) Poster ΠόστερΤα Ίχνη της Βίας
του Jan P. Matuszyński. Με τους Mateusz Górski, Agnieszka Grochowska, Tomasz Ziętek, Tomasz Kot, Robert Wieckiewicz, Jacek Braciak, Aleksandra Konieczna.


Αδύναμη Γροθιά Στο Στομάχι
του gaRis (@takisgaris)

Είναι 1983. Πολωνία, στρατιωτικός νόμος, στρατηγός Γιαρουζέλσκι και στην αντίσταση το Συνδικάτο Αλληλεγγύη του συντρόφου Λεχ Βαλέσα. Σκληρές καταστάσεις, το σταλινικό τοτέμ του υπαρκτού σοσιαλισμού στο βδελυρό του λυκόφως. Στην Ελλάδα είχαμε τότενες Αλλαγή και θα τον μεθύσουμε τον ήλιο (σίγουρα, ναι), με αδιάφορα σφυρίγματα για τα τοιαύτα και κολεγιές με Καντάφι και Αραφάτ.

Τα Ίχνη της Βίας (Zeby Nie Bylo Sladów / Leave No Traces) Quad Poster
Ο Jan P Matuszyński με μικρή προϋπηρεσία σε μυθοπλασία (The Last Family, 2016) αλλά και στο ντοκυμαντέρ (Deep Love, 2013), θέτει τη βελόνα κάπου στη μέση για να εξιστορήσει τα πραγματικά γεγονότα γύρω από τη δολοφονία ενός 18χρονου (Mateusz Gorski) δυο εβδομάδες πριν την έναρξη της φοιτητικής του ζωής από δυο αστυνομικούς, άνευ λόγου και σοβαρής αφορμής. Ο κολλητός του δολοφονηθέντος (Tomasz Ziętek), ο οποίος παρεμπί τρέφει μιαν ιδιαίτερη εκτίμηση στην ποιήτρια – ακτιβίστρια χαροκαμένη μάνα (Sandra Korzeniak), τυγχάνουσα μέλος της Αλληλεγγύης, ως κύριος αυτόπτης μάρτυρας της εγκληματικής ενέργειας, παρουσιάζεται έτοιμος να καταθέσει ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, χωρίς να λογαριάζει τον ξενοδόχο που εδώ είναι το Καθεστώς. 

Το στυγερό, ανελεύθερο, φασιστικό Καθεστώς που θα επιστρατεύει δόλια μέσα για να εκβιάσει τους γονείς του, καίτοι φίλιοι πολιτικά έναντί του. Θα στήσει δυο τραυματιοφορείς, αποσπώντας ομολογία φόνου για την περίπτωση που η μάνα δεν ενδώσει να αποσύρει τις κατηγορίες, καθώς η ίδια απειλείται με γαργαλιστικά σκανδαλώδεις αποκαλύψεις από το κρυφό της παρελθόν. Κοριοί, στενές παρακολουθήσεις, εννοείται πως δεν απορείς φίλος, αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες (βλ. Δημοκρατικά καθεστώτα - όνομα και μη χωριό). 

Ο Ματουζίνσκι τώρα, ενώ ως άποψη και σκηνοθετική ενορχήστρωση το πάει στρωτά το πράμα, πέφτει εύκολα μάλλον στη λούμπα της ακριβοθιγούς αναπαράστασης, σε ένα μαραθώνιο 160 λεπτών, που άνετα η μία ώρα λιγότερη θα έντυνε με σιδερογροθιά την αγωνιστική του θωριά. Για τον σημερινό 20άρη αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι τούτο το ντοκουντράμα ενδείκνυται για υποχρεωτική παρακολούθηση, πολλώ δε μάλλον απευθυνόμενο σε φοιτητές πολιτικών επιστημών αλλά, η τηλεοπτικίζουσα προσέγγιση της ευθέως γραμμικής αφήγησης συντείνει σε μια πλαδαρή παρακολούθηση. 

Οι ερμηνείες ποικίλλουν κι ως εκ τούτου ασυνταίριαστα τρέπουν το ύφος της ταινίας από τα χωρικά ύδατα του σινεμά των Κώστα Γαβρά και Άλαν Πάκουλα ως τα χωράφια της άκομψης σάτιρας (όπως όταν η εισαγγελέας έδρας Aleksandra Konieczna στη δίκη ρωτά πως σφάδαζε ο φονευθείς, αναπαράγοντας άναρθρες κραυγές για να αποπροσανατολίσει το νεαρό βασικό μάρτυρα). Το Leave No Traces, τιτλοφορούμενο από την εντολή του αρχηγού των μπάτσων - δολοφόνων του νεαρού να τον χτυπούν στο στομάχι, εκεί όπου δεν αφήνει σημάδι, δυστυχώς τηρεί τούτη την εντολή, άνευρα όμως και χάνοντας την ευκαιρία να αφήσει μνήμη και οργή ανεξίτηλη στο θεατή, σε μια ντροπιαστικά τραγική ιστορία καθεστωτικής δολοφονίας που παρέμεινε ιστορικά ατιμώρητη.

Τα Ίχνη της Βίας (Zeby Nie Bylo Sladów / Leave No Traces) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Νοεμβρίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »