Black Adam Poster ΠόστερBlack Adam
του Jaume Collet-Serra. Με τους Dwayne Johnson, Aldis Hodge, Noah Centineo, Sarah Shahi, Marwan Kenzari, Quintessa Swindell, Bodhi Sabongui, Pierce Brosnan.

Επιστροφή από την εξορία του Αδάμ
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Γεννημένος από την έμπνευση του συγγραφέα φαντασίας Otto Binder και το πενάκι του σκιτσογράφου C.C. Beck, ο διαβόητος υπέρ ήρωας Black Adam πρωτοεμφανίστηκε στις σελίδες της κόμικ επιθεώρησης της Fawcett, The Marvel Family τον Δεκέμβριο του 1945. Με την απόκτηση των δικαιωμάτων του τίτλου από την Detective, την δεκαετία του 70, ο δυναμικός μαχητής χαρακτηρίστηκε ως μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της μπράντας, ορίζοντας τον σημαντικότερο αντίπαλο του πανίσχυρου Captain Marvel. Κατόπιν της καμέο εμφάνισης του στον Shazam του 2019, ήρθε η στιγμή για τον δαιμόνιο Άνταμ να τον γνωρίσει πιότερο το φανατικό κοινό του είδους, μέσα από την ολόδικη του ταινία.

Black Adam Quad Poster
Κάντακ, μακρινή Ασία, έτος 2.600 π.Χ. Η πλούσια σε υπέδαφος περιοχή, βρίσκεται κάτω από το καθεστώς τυραννίας του βασιλιά Ακ-Τον, που έχει μετατρέψει τους πολίτες σε σκλάβους - εργάτες στα ορυχεία, προκειμένου να εξάγουν από την γη, όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ποσότητες από το πανάκριβο ορυκτό Ιτέρνιο. Σκοπός του μονάρχη είναι να δημιουργήσει με τον πολύτιμο λίθο, το στέμμα που θα του χαρίσει την απόλυτη δύναμη, καθιστώντας τον αήττητο. Μεγαλομανία που θα τερματίσει ολοσχερώς, χαρίζοντας και πάλι την ελευθερία στον τόπο του, ένας ατρόμητος νεαρός, ο άφοβος Τεθ Άνταμ, για να οριστεί έτσι ως ο αιώνιος ήρωας - σωτήρας.

Στην σημερινή εποχή το Κάντακ, βρίσκεται και πάλι σε κατάσταση κατοχής και ελέγχου από ξένους μισθοφόρους, που πλέον εκμεταλλεύονται τις πηγές εξόρυξης Ιτερνίου. Για την δυναμική καθηγήτρια Αντριάνα και την ομάδα των αντιστασιακών που έχει κτίσει γύρω της, η εύρεση του χαμένου, εδώ και πέντε χιλιετίες, στέμματος, είναι ο κυρίαρχος στόχος, εκτιμώντας πως με την δύναμη του θα ηττηθούν μια για πάντα οι ξένοι ιμπεριαλιστές. Ο αναπάντεχος εντοπισμός του αρχαίου κειμηλίου, θα σημάνει και την ταυτόχρονη αφύπνιση ενός άντρα με υπερφυσικές ικανότητες, που όπως όλα δείχνουν, δεν είναι άλλος από τον επί πέντε χιλιάδες έτη κοιμώμενο Τεθ Άνταμ!

Ενόσω όμως άπαντες στην κατεχόμενη Μητρόπολη αντιλαμβάνονται την παρουσία του μυστηριώδη, λιγομίλητου, απαθή, αλλά και πανέτοιμου να εκραγεί ανά πάσα στιγμή θεριού, ως την σωτηρία που τους έστειλαν οι Θεοί, μια τετραμελής ομάδα εξίσου ικανών, εντολοδόχων από την Αμερικάνικη Υπηρεσία Δικαιοσύνης, superheroes θα κάνει την εμφάνιση της, προκειμένου να τον συλλάβει και να τον εξουδετερώσει. Κατάσταση που θα περιπλέξει τα συναισθήματα όσων θα προσεγγίσουν τον Άνταμ, που αδυνατούν να καταλάβουν αν είναι με το μέρος τους ή με την πλευρά κάποιου άλλου, αόρατου εχθρού.

Κάποτε, λοιπόν, τον πρώτο καιρό που εμφανίστηκαν στο μεγάλο εκράν οι μεταφορές των κόμικ, θυμάμαι που λέγαμε πως η δράση κλιμακώνεται σταδιακά, από την κάπως χαμηλότονη έναρξη του πονήματος, ωσότου να φτάσουμε στο αναμενόμενα φαντασμαγορικό, εφετζίδικο και φανφαρόνο φινάλε. Σταδιακά τα πράγματα έχουν εξελιχθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η φασαρία να εκκινεί από πολύ νωρίς από την πρώτη κιόλας σεκάνς, ώστε να χορτάσει πανικό, ακόμη και το πιο πεινασμένα φανατικό μάτι. Παραγγελία που δέχεται ετούτη η καινούργια κίνηση εντυπωσιασμού της DC και την πραγματοποιεί χωρίς να τσιγγουνευτεί πόντο.

Χαλασμός κόσμου στο ίντρο της Αρχαίας Καντάκ, μια από τα ίδια στην σπηλιά που εντοπίζεται ο ήρως, μάχες ακατάπαυστες του Άνταμ με τους λυσσασμένους οχτρούς, πανζουρλισμός στις εναέριες μάχες του νταινάμικ κουαρτέτου μαζί του. Και ακόμη δεν έχουμε φτάσει καν στα μισά! Λογικό κι επόμενο λοιπόν, με την παραγωγή να στοχεύει στο πολλώ το ευ, υποβαθμίζοντας σημαντικά τις σιγανές, πλην επεξηγηματικές σκηνές, τα πράγματα να διέπονται από μια παράξενη μπερδεψούρα. Που μεταβάλλεται σε ακόμη πιο θολή, από την ώρα που αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα οι συνεχείς ανατροπές, όπου κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν είναι αυτός που φαίνεται.

Καλά όχι πως παρασύρθηκε και κανείς να πιστέψει πως οι villain του στόρι θα είναι οι JSA Φαντάστικ Φορ, που ορίζονται από έναν βετεράνο Τζέιμς Μποντ, έναν ιπτάμενο τύπο και υπογραμμό και έναν μπουνταλά, αδέξιο τ.Χουλκ που κάνει όλο ζημιές, με το κορίτσι του, που φτιάχνουν ένα τυπικό ζευγαράκι, παρόμοιο με εκείνο του Σάικλοπς και της Ρογκ. Το αντίθετο μάλιστα. Προβάλλοντας μάλιστα αμά τη εμφανίσει τους και το πιο πολιτικό σχόλιο του φιλμ, καθώς οι ταλαιπωρημένοι πολίτες από τις συνεχείς απαγορεύσεις και περιορισμούς των εισβολέων, ούτε καν σκέφτονται να θεωρήσουν λυτρωτές τους τους Πενταγωνίτες, που για ακόμη μια φορά το παίζουν παγκόσμιοι σερίφηδες, πολύ, πολύ μακριά από το έδαφος τους.

Είναι η στιγμή λοιπόν που στην, σαφώς ηρεμότερη, δεύτερη πράξη, κάπως τα πράγματα παλεύουν να μπουν στην θέση τους, κτίζοντας έτσι και την μορφή του (αντι)ήρωα της μαρκίζας. Και πραγματικά κάπως έτσι συμβαίνει, με τον Τεθ να οριοθετεί την αδιαφανή περσόνα του, χωρίς να νοιάζεται αν δείχνει θετικό ή αρνητικό πρόσωπο. Ο σύγχρονος κόσμος του προκαλεί έκδηλη αναστάτωση, καθώς δεν καταφέρνει να καλύψει το χάσμα που τον χωρίζει από το χθες. Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρει οφείλει να είναι αστραπιαίες, προκειμένου να προλάβει τις κινήσεις των αντιπάλων, κάτι για οποίο μάλλον δεν είναι έτοιμος, αν κρίνω από την αρχική του νωθρότητα. Τέλος, δεν δείχνει καν να νοιάζεται αν η τιμωρία που επιβάλλει στον αντίπαλο του, ξεπερνά τα όρια της ακραίας και βίαιης, αδιαφορώντας έτσι για το τι θα πει για το ποιόν του ο περίγυρος. Μα ποιος είναι στα αλήθεια αυτός ο Black Adam?

Το μόνο σίγουρο, για να προετοιμάσω τον κόσμο για όσα τουίστ τον περιμένουν, είναι πως πρόκειται για έναν κομικένιο χαρακτήρα που υποδύεται ένας εκ των κορυφαίων αστέρων του πλανήτη Χόλιγουντ αυτή την στιγμή. Ο Dwayne Johnson μπαίνει για τα καλά στο ντύμα του σωματώδη Καντάκιο, που όσο άτρωτος δείχνει, άλλο τόσο διαθέτει αχίλλειους φτέρνες, που ενδεχόμενα να τον καταστήσουν αδύναμο. Το μυστικό δε που έχει καλά θαμμένο μέσα τους και μόνιμα εμφανίζεται μπρος του απειλητικά, θα είναι και εκείνο που θα ορίσει εντέλει την μεριά της τοποθέτηση του στο πίνακα - πεδίο της DC μάχης. Adamα του, κάνουν ντεμπούτο μπόλικοι ακόμη γκλαντίετορς, σαν τον αποφασιστικό Χόκμαν (Aldis Hodge), τον μετριοπαθή, αλλά και ορθολογικό Δόκτορα Φέιτ (Pierce Brosnan), τον ανακατωσούρη Άτομ Σμάσερ (Noah Centineo) και την Σάικλον (Quintessa Swindell). Στα θετικά μέλη του καστ οφείλουμε να εντάξουμε και τον μπόμπιρα της υπόθεσης, φανατικό κομιξάκια Άμον (Bodhi Sabongui), που σε πάμπολλα σημεία της αφήγησης μοιάζει με βαρόμετρο της πλοκής, όχι όμως και την μαμά του (Sarah Shani) που μπορεί να είναι όμορφη, δεν έχει το στοιχειώδες νεύρο να πείσει ως παρτιζάνα.

Φυσικά και το πόνημα του μετακομίσαντα οριστικά στο Αμέρικα Jaume Collet-Serra θα μπορούσε με λίγη προσπάθεια να σερβιριστεί πιο εύπεπτα, προκειμένου να μην γκώσει το κοινό του από όλο αυτό τον εφετζίδικο πανικό, δίωρης διάρκειας. Χωρίς ψεγάδι αισθητικά, με τέμπο ακατάπαυστο, έστω για να λάβουν χώρα οι σιγανές σκηνές, με άριστα κατεργασμένα στους υπολογιστές ψηφιακά ντεκόρ και πρόσθετα, αλλά και με μπόλικα ζητήματα όμως αφηγηματικά ο Black, δεν πήγε πίσω, οπισθοχωρώντας ποιοτικά, τις φιλοδοξίες της DC, δεν τις βάδισε όμως και πέντε πόντους παρακάτω, για να πούμε πως έχουμε κάποια σοβαρή πρόοδο του genre.

Black Adam Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Οκτωβρίου 2022 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Απόφαση φυγής (Heojil kyolshim/ Decision to Leave) Poster ΠόστερΑπόφαση φυγής
του Park Chan-wook. Με τους Tang Wei, Park Hae-il, Go Kyung-pyo, Lee Jung-hyun, Kim Shin-Young.


Love, Caution!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (@PAOK1969)

"...καθώς αγγίζω το πιο όμορφο ψέμα"

Αυτή είναι η 11η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 23 Αυγούστου του 1963 στη Σεούλ της Νότιας Κορέας, Park Chan-wook. Η έως τώρα φιλμογραφία του έχει ως εξής: «Moon Is the Sun's Dream» (1992), «Saminjo» (1997), «Joint Security Area» (2000), «Η τελευταία εκδίκηση» (Sympathy for Mr. Vengeance, 2002), «Oldboy» (2003), «Η εκδίκηση μιας κυρίας» (Lady Vengeance, 2005), «I'm a Cyborg, But That's OK» (2006), «Δίψα» (Thirst, 2009), «Stoker» (2013) και «Η υπηρέτρια» (The Handmaiden, 2016).

Απόφαση φυγής (Heojil kyolshim/ Decision to Leave) Poster Πόστερ Wallpaper
Η τελευταία του ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας το βραβείο σκηνοθεσίας. Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Νότιας Κορέας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ φέτος.

Η υπόθεση: Ένας άντρας πέφτει από μια βουνοκορφή και πεθαίνει. Ο ντετέκτιβ που αναλαμβάνει την υπόθεση, γνωρίζει τη γυναίκα του θύματος κατά τη διάρκεια των επίμονων ερευνών του. Σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις υποψίες του αλλά και την ερωτική του επιθυμία για εκείνη.

Η άποψή μας: «Τη στιγμή που είπες πως μ' αγαπάς, η αγάπη σου τελείωσε. Τη στιγμή που η αγάπη σου τελείωσε, η δική μου αγάπη ξεκίνησε». Αυτή είναι η φράση που στοιχειώνει τον θεατή από τη στιγμή που την ξεστομίζει η Σο-Ρέι. Μα τι λέω; Η στιγμή που ξεκινάει το πρώτο πλάνο της ταινίας είναι η στιγμή που ο θεατής ξεκινάει να νιώθει σαγηνευμένος. Και τη στιγμή που πέφτει το τελευταίο πλάνο της ταινίας είναι η στιγμή που η μαγεία της φτάνει στο αποκορύφωμα! Το τρελό είναι πως η ταινία τον στοιχειώνει (τον θεατή) για ώρες, ημέρες, για πολύ καιρό μετά την πρώτη επαφή μαζί της και πως κατά τη διάρκεια θέασής της δεν σταματάει... στιγμή να την απολαμβάνει, με μάτια ορθάνοιχτα, με αυτιά τεντωμένα, με το μυαλό σε υπερδιέγερση, με την καρδιά να χτυπάει δυνατά. 

Γιατί αυτή είναι μια ταινία που βιώνεται πολλαπλώς. Κι επειδή είναι μια ταινία απίστευτης αρμονίας και πολλαπλών λεπτομερειών, κάθε επιστροφή σε αυτήν σε γεμίζει και πάλι με το συναίσθημα της πληρότητας αλλά και της ανακάλυψης πραγμάτων, που σου διέφυγαν την πρώτη φορά. Εντέλει (χα!), τούτη η ταινία μπαίνει δικαίως στην Αγία Τριάδα των κορυφαίων ταινιών αυτού του απίστευτου Κορεάτη σκηνοθέτη. Έτσι λοιπόν αν το «Oldboy» είναι ο Πατήρ και η «Υπηρέτρια» ο Υιός, τούτη εδώ η ταινία είναι το Άγιο Πνεύμα! 

Θα μπορούσε να είναι ένα υπέροχο νεο-νουάρ: femme fatale διαθέτει, πτώματα διαθέτει, ντετέκτιβ διαθέτει, πεσιμισμό διαθέτει. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι και Alfred Hitchcock (ο σκηνοθέτης, που, κατά δήλωσή του, τον ώθησε να ασχοληθεί με το σινεμά), και Wong Kar-Wai, και Pedro Almodovar, και Douglas Sirk. Και Bob Rafelson – δες «Διαβολική χήρα», αλλά με τον κορεάτικο τρόπο, αυτόν της ευγένειας και της μη δαιμονοποίησης. Και εννοείται, η ταινία πέρα και πάνω από όλα, είναι απόλυτα Park Chan-wook. 

Είναι μια εντελώς σύγχρονη ταινία, που ενώ σου πετάει το hook ενός πολύ ενδιαφέροντος whodunit, εντέλει (ξανά, χα!) μιλάει για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Δηλαδή, ενώ κάποιος θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει μέχρι και meta, φτάνει να είναι και... παλιομοδίτικη! Το βασικό ζευγάρι, η Σο-Ρέι και ο Χέι-τζουν, ως σάρκα, ανταλλάσσουν μόλις ένα φιλί σε ολόκληρη την ταινία, ενώ αγγίζουν και τα χέρια τους σε μια άλλη σκηνή, φορώντας χειροπέδες! Ο έρωτάς τους, όμως, είναι κεραυνοβόλος. Και κατακλυσμιαίος. Είναι τα βλέμματά τους. Είναι ο τρόπος που εκείνος μυρίζει το άρωμα που βάζει εκείνη στην πληγή της. 

Είναι ο τρόπος που εκείνη του δείχνει τις αμυχές στο μπούτι της κι εκείνος – σε πόλεμο με τον εαυτό του και την ιδιότητά του ως αστυνομικός αλλά και παντρεμένος, σκληρός άντρας – θέλει και δεν θέλει να δει. Είναι το βούτυρο κακάο και η παστίλια για την ανάσα. Είναι η ομπρέλα και ο τρόπος που του την παίρνει από τα χέρια. Είναι οι ώρες που την παρακολουθεί: να ξαπλώνει, να τρώει παγωτό, να βαριέται. Είναι ο τρόπος που τον κάνει να κοιμάται, με την ανάσα της και την επίκληση της θάλασσας. 

Ο σκηνοθέτης ενώ ο θεατής νιώθει την οθόνη να φλέγεται από ερωτική επιθυμία, είναι μέχρι και... σεμνότυφος απέναντι στην αποτύπωση της σαρκικής πλευράς του έρωτα. Η μόνη σκηνή σεξ που υπάρχει στην ταινία, είναι αυτή ανάμεσα στον αστυνομικό και τη γυναίκα του. Μια σκηνή που δεν έχει τίποτε το ερωτικό – αντιθέτως, είναι... αστεία! Γιατί, πέρα όλων των άλλων, η ταινία διαθέτει και χιούμορ. Μαύρο χιούμορ. Ναι, θα πιάσετε τον εαυτό σαν να γελάει, ιδίως σε σκηνές όπως εκείνη της «αναγκαστικής» ανάβασης στο βουνό απ' όπου έπεσε και αυτοκτόνησε ( ; ) ο σύζυγος της Σο-Ρέι, του Χέι-τζουν με τον συνεργάτη του. 

Καλοδεχούμενο είναι το χιούμορ: δίνει ανάσες, απαραίτητες για τον θεατή. Που, ίσως, να γκρινιάξει για δύο πράγματα: για το ότι δεν δίνονται νιανιά απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα (αυτό πάει στους καλομαθημένους – τεμπέληδες θεατές). Και για το ότι το σενάριο δείχνει κάποιες στιγμές πολύ μπερδεμένο, από ότι είναι εντέλει. Έρχεται όμως η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ και σε κάνει να ξεχνάς – ή να μην δίνεις σημασία – σε πράγματα που έτσι κι αλλιώς δεν εμποδίζουν την απόλαυση. Ο άνθρωπος είναι ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της εποχής μας. Το πως στήνει τις σκηνές, το πως χειρίζεται την κάμερα, το πως συνθέτει τα πλάνα του, το πως χρησιμοποιεί τα ρακόρ, είναι απλά αριστουργηματικός. Το πως τα υποκειμενικά πλάνα με τον ντετέκτιβ να παρακολουθεί την χήρα, μετατρέπονται σε αντικειμενικά, με τον ντετέκτιβ δίπλα στη χήρα, στο ίδιο πλάνο, είναι κάτι το ασύλληπτο. Το πως χρησιμοποιούνται οι επιφάνειες, οι καθρέφτες, οι οθόνες, το νερό, το φως, είναι απλώς μαγικό. 

Ο τύπος έχει πλάνο μέσα από το μάτι νεκρού, πάνω στον αμφιβληστροειδή του οποίου περπατάνε μυρμήγκια! Άνθρωποι που ψάχνουν με φακούς μέσα στη νύχτα. Η Σο-Ρέι με φακό στο κεφάλι, πάνω στο βουνό, μέσα στο σκοτάδι, με το χιόνι να πέφτει και ο Χέι-τζουν, αλλά και ο θεατής, να μην βλέπει το πρόσωπό της αλλά όλο το κεφάλι της να είναι φως! Ρε είναι θεούλης ο άνθρωπος, τελείωσε. Και η τεχνολογία πανταχού παρούσα: κινητά, smartphone, smartwatch. Να δίνουν στοιχεία. Να βγάζουν φωτογραφίες. Να ηχογραφούν. Να λειτουργούν ως Μνήμη. Να έχουν αλλάξει τον τρόπο που θυμόμαστε, που φλερτάρουμε, που ξεγελάμε. Η καλλιτεχνική διεύθυνση, το μοντάζ, η μουσική, η διεύθυνση φωτογραφίας, όλα πιάνουν υψηλότατες επιδόσεις. Και αυτός ο αίλουρος, η Tang Wei, να μην μπορείς να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου από πάνω της. 

Αλλά, έστω πες ότι είσαι τόσο κυνικός θεατής που ναι μεν παρακολουθείς την ταινία, εννοείται πως δεν βαριέσαι, αλλά όλο βρίσκεις κάτι να πεις και να γκρινιάξεις. Επιτρέπεται, εννοείται. Έρχεται όμως το φινάλε και σου αλλάζει τον αδόξαστο. Είναι τόσο τρομερό σε σύλληψη, τόσο άψογο σε εκτέλεση, τόσο απαιτητικό συναισθηματικά, που κορυφώνει το δράμα και αφήνει τον θεατή αδύναμο να συγκρατήσει τον θαυμασμό του. Μια σκηνή ανθολογίας, που παρέχει την κάθαρση με έναν τρόπο συγκλονιστικό. «Πάνω στην άμμο την ξανθή/ Γράψαμε τ' όνομά της/ Ωραία που φύσηξε ο μπάτης/ Και σβήστηκε η γραφή»... Δύσκολη η απόφαση φυγής. Ενίοτε όμως και πολύ λυτρωτική. Μόνο θαυμασμός για αυτήν την ταινία.

Απόφαση φυγής (Heojil kyolshim/ Decision to Leave) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Οκτωβρίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Για την Κιάρα (A Chiara) Poster ΠόστερΓια την Κιάρα
του Jonas Carpignano. Με τους Swamy Rotolo, Claudio Rotolo, Grecia Rotolo, Carmela Fumo, Giorgia Rotolo, Antonio Rotolo, Vincenzo Rotolo, Antonina Fumo, Giusi D’Uscio, Patrizia Amato, Concetta Grillo.


Όλα για τον πατέρα μου
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (@PAOK1969)

"Κι έρχεται η στιγμή για να αποφασίσεις/ με ποιους θα πας, και ποιους θα αφήσεις"

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 16 Ιανουαρίου του 1984 στη Νέα Υόρκη, Ιταλός σκηνοθέτης Jonas Carpignano. Μεγάλωσε ανάμεσα στη Ρώμη και στη Νέα Υόρκη. Το 2014 σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το Mediterranea, με το οποίο συμμετείχε στην Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ Καννών το 2015. Με τη δεύτερη ταινία του «A Ciambra» έκανε πρεμιέρα το 2017 στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο φεστιβάλ Καννών, εκεί όπου έκανε πρεμιέρα το 2021 και η ταινία Για την Κιάρα, η τρίτη του ταινία που ολοκληρώνει την τριλογία των ταινιών που γυρίστηκαν στην περιοχή Τζόια Τάουρο στην Καλαβρία της Ιταλίας. Τούτη η ταινία του κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας – Europa Cinemas Label στο συγκεκριμένο τμήμα.

Για την Κιάρα (A Chiara) Poster Πόστερ Wallpaper
Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στις Κάννες η ταινία συνέχισε την φεστιβαλική της πορεία σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, κερδίζοντας μια σειρά από βραβεία. Έτσι, κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Ζυρίχης, βραβείο ερμηνείας για την πρωτοεμφανιζόμενη πρωταγωνίστρια Swamy Rotolo και βραβείο κριτικών στο φεστιβάλ Les Arcs, βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Καΐρου κι ήταν υποψήφια για τρία βραβεία (ανάμεσά τους και για καλύτερη ταινία) στα αμερικάνικα Independent Spirits Awards. Προβλήθηκε επίσης στα φεστιβάλ Νέας Υόρκης, Κάρλοβι Βάρι, Σεβίλλης και Μπουσάν. Η πρωταγωνίστρια Swamy Rotolo ανακηρύχθηκε Breakout Star of the Year από το περιοδικό Variety και πρόσφατα κέρδισε το βραβείο ερμηνείας και στα David di Donatello (τα ιταλικά Όσκαρ).

Η υπόθεση: Η οικογένεια Γκουεράσιο και οι φίλοι τους συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν τα 18α γενέθλια της Καρμέλα, της μεγαλύτερης κόρης της οικογένειας. Υπάρχει ένας υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στην εορτάζουσα και στην δεκαπεντάχρονη αδερφή της, την Κιάρα, καθώς συναγωνίζονται στον χορό. Πρόκειται για ένα ευχάριστο γεγονός και η στενά δεμένη οικογένεια φαίνεται να το χαίρεται πολύ. Ωστόσο, όλα αλλάζουν την επόμενη μέρα όταν ο πατέρας εξαφανίζεται. Η Κιάρα αρχίζει να εξερευνά τι συνέβη. Καθώς φτάνει κοντά στην αλήθεια, είναι αναγκασμένη να αποφασίσει τι μέλλον θέλει για τον εαυτό της.

Η άποψή μας: Όταν είδα την προηγούμενη ταινία του Carpignano στο φεστιβάλ των Καννών πέντε μόλις χρόνια πριν (όπου ενδιάμεσα η ζωή μου έχει αλλάξει κολοσσιαία – σόρι για τον προσωπικό τόνο, αλλά γαμώτο, συνειδητοποιείς κάποια πράγματα και μένεις λίγο αποσβολωμένος) είχα στείλει ανταπόκριση για το moviesltd, όπου έγραφα: 

"Είναι ενδιαφέρον αυτό που κάνει ο Carpignano. Πλάθει ιστορίες τις οποίες ακούει από αυθεντικούς τυπάρες, τους οποίους βάζει τελικά να πρωταγωνιστήσουν κιόλας στις ταινίες του! Όχι ακριβώς δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ αλλά με μια αυθεντικότητα όπως μόνο ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να εξασφαλίσει. Ο σκηνοθέτης μας μπάζει σε έναν συγκεκριμένο μικρόκοσμο, με τους δικούς του κανόνες, τους δικούς του κώδικες τιμής, την δική του ιεραρχία. Ο Πίο είναι τσακαλάκι. Είναι ερωτευμένος. Ό,τι χρήματα βγάζει από μικροκλοπές τα παραδίδει σαν καλός γιος στη μητέρα του, την αρχηγό των πάντων. Καταλαβαίνει τον ρατσισμό που βιώνει η φυλή του, τον βλέπει καθημερινά μπροστά του: από την αστυνομία, από φασίστες, από κωλόπαιδα. Καίνε και ρημάζουν γιατί οι Ρομά είναι αποβράσματα. Λες και η κοινωνία έχει φροντίσει να τους δώσει κάποια δυνατότητα για κάτι παραπάνω, για να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο. Μπα. Ο Πίο θαυμάζει τον αδελφό του, ο κολλητός του φίλος όμως είναι ένας Αφρικανός μετανάστης. Και δεν καταλαβαίνει πως μπορούν άνθρωποι της φυλής του, που βιώνουν τον ρατσισμό, να δείχνουν ρατσισμό απέναντι στους Αφρικάνους. Το φινάλε - της προδοσίας - είναι πραγματικά συγκλονιστικό. Όπως κι όλες οι σκηνές με τον παππού του και το άλογο. Το σύμβολο της ελευθερίας. Ο παππούς, νέος. Ο παππούς, γέρος. Ο παππούς, νεκρός. Και ο Πίο να μεγαλώνει. Να γίνεται άνδρας. Με τον πιο σκληρό τρόπο που θα μπορούσε να του συμβεί. Με ένα στίγμα που σίγουρα θα τον σημαδεύει για μια ολόκληρη ζωή. Το ωραίο είναι πως ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί συχνά πυκνά μέσα στην ταινία σύγχρονα ποπ τραγούδια, όπως συμβαίνει και με το τραγούδι στο φινάλε. Μια ωραία ταινία, με έναν νεαρό πρωταγωνιστή, που εύκολα θα μπορούσε από μικροαπατεώνας να γίνει σταρ του σινεμά!"  

Ο Πίο εμφανίζεται και στη νέα ταινία του Carpignano, στη σεκάνς όπου η Κιάρα με τη φίλη της συναντά τους Ρομά που πετάνε δυναμιτάκια. Έχει μεγαλώσει, έχει γίνει... πατέρας κι εντάσσεται μια χαρά στο σύμπαν και τούτης της ταινίας, που ακολουθεί την ίδια λογική. Ο σκηνοθέτης και πάλι παίρνει αληθινούς, πραγματικούς ανθρώπους – όχι ηθοποιούς – και τους βάζει να υποδυθούν τον εαυτό τους λίγο πολύ. Την πρωταγωνίστρια, την Κιάρα, την υποδύεται η Swamy Rotolo κι αν προσέξετε τα ζενερίκ, παίζουν άλλοι πέντε – έξι Rotolo, η κανονική της οικογένεια δηλαδή! Ο μπαμπάς της στην ταινία είναι ο πραγματικός της πατέρας, η μαμά της η πραγματική μητέρα και ούτω καθεξής. 

Απλά, οι άνθρωποι δεν είναι μαφιόζοι, μέλη της Ντρόγκετα, στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μέρος του σεναρίου. Για να βγάλει ακόμα μεγαλύτερη αυθεντικότητα ο Carpignano, δεν έδωσε το σενάριο ολοκληρωμένο σε κανένα μέλος του ιδιότυπου καστ του. Ο καθένας ήξερε για τον χαρακτήρα του, αλλά δεν γνώριζε τι γίνεται με τους άλλους αλλά και τι κάνει ο ίδιος. Πχ, όπως γράφει ο σκηνοθέτης στο σημείωμά του για την ταινία, είπαν στην Swamy να ψάξει κάτι στον τοίχο της κουζίνας. Η «ανακάλυψη» του κρυφού περάσματος που βλέπουμε στην ταινία, ήταν εντελώς δική της, χωρίς περαιτέρω καθοδήγηση. 

Ωραία όλα αυτά και η αυθεντικότητα πετυχαίνει και οι ερμηνείες βγαίνουν αβίαστα, με την πιτσιρίκα πραγματικά να εντυπωσιάζει. Κι όσοι έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή με το κινηματογραφικό σύμπαν του Carpignano, θα εκτιμήσουν την ευθύτητα, την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα τόσο της ιστορίας του όσο και της κινηματογραφικής του προσέγγισης. Όμως, για όσους έχουν δει την προηγούμενη ταινία του, πόσω μάλλον και την πρώτη του (που επίσης «μπαίνει» στην τρίτη ταινία), όλο αυτό έχει χάσει το στοιχείο της έκπληξης, ενώ νιώθεις και μια αίσθηση επανάληψης. Δεν είναι Copolla για να έχουμε την συγκλονιστική τριλογία του «Νονού» εδώ πέρα, όπου κάθε ταινία πάει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα. Και ιδίως σε τούτη την ταινία έχουμε πέρα από την πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια απ' όσο χρειαζόταν σκηνή του πάρτι, και το αμφιλεγόμενο φινάλε, όπου η τελική επιλογή της Κιάρα σηκώνει πολύ συζήτηση. Γιατί προτείνει ως λύση στο πρόβλημα ένα ημίμετρο κι όχι κάτι πιο δραστικό, όπως είναι η κοινωνική αλλαγή. 

Ας είναι. Οι προθέσεις του σκηνοθέτη είναι έντιμες, η ταινία – παρά την άμεση σχέση της με τις προηγούμενες δύο του – παρακολουθείται άνετα χωρίς την προαπαιτούμενη γνώση του τι έχει προηγηθεί στα προηγούμενα έργα του, η Swamy Rotolo είναι καταπληκτική κι εντέλει, ναι, ίσως αυτή να είναι μια ταινία για την οικογένεια και τη σχέση μιας κόρης με τον πατέρα της περισσότερο, παρά μια ταινία για τη μαφία (όπως τονίζει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης) και αξίζει της προσοχής σας.

Για την Κιάρα (A Chiara) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Οκτωβρίου 2022 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »

Η Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες (Halloween Ends) Poster ΠόστερΗ Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες
του David Gordon Green. Με τους Jamie Lee Curtis, Andi Matichak, James Jude Courtney, Will Patton, Rohan Campbell, Kyle Richards.

Χαλογουίν και δεκατρείς!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Δεν το κρύβω, δεν ήμουν και ο μοναδικός άλλωστε, που είχε δείξει έναν έκδηλο ενθουσιασμό προ μερικών ετών, με την μια ακόμη αναβίωση της θρυλικής χόρορ σειράς, που μια φορά κι έναν καιρό είχε σερβίρει ο Μάστερ Carpenter. Η πιστή και γεμάτη σεβασμό ακολουθία του πρωτότυπου, δοσμένη σε μια φόρμα μοντέρνα και ανανεωτική, όχι απλά με είχε χαροποιήσει, αλλά μου είχε δημιουργήσει και τις προσδοκίες πως αυτή η νέα Halloween Trilogy θα ξαναέγραφε σωστά την ιστορία. Το πρώτο τράκο το δέχτηκα με το μισιακό δεύτερο μέρος, που κομματάκι μου έκοψε τα φτερά. Για να έρθει ο απίθανης ανακατωσούρας επίλογος και να με επαναφέρει στην θέση μου, μαθαίνοντας μου για μια ακόμη φορά πως μερικά πράγματα, καλό θα είναι να μην (ξανα)αγγίζονται ποτέ και από κανέναν.

Η Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες (Halloween Ends) Quad Poster
Ακόμη κι αν έχουν διαβεί τέσσερα χρόνια από την τελευταία εμφάνιση του διαβόητου στυγερού εγκληματία Μάικ Μάγιερς, κανείς στην μικρή και υπό άλλες συνθήκες φιλήσυχη κωμόπολη του Χάντονφιλντ, δεν μοιάζει ήρεμος. Αντιθέτως, αναμένει πως αργά ή γρήγορα, το υπέρτατο κακό που κατατρώγει την περιοχή τους, θα αριβάρει και πάλι, για να σκορπίσει τον τρόμο στους κατοίκους, με ένα καινούργιο λουτρό αίματος. 

Ακόμη πιο έτοιμη να κοντράρει τον μεγαλύτερο εχθρό της, δείχνει η ορκισμένη για εκδίκηση, Λόρι Στροντ, που έστω και σε προχωρημένη ηλικία, ζώντας με την αγαπημένη εγγονή της, τυλιγμένη με τις τραγικές αναμνήσεις του άδοξου χαμού της κόρης της, μετράει τις στιγμές που θα βρεθεί και πάλι μπροστά της ο Δαίμονας. Προς το παρόν, μια νέα γνωριμία που θα ανατρέψει την καθημερινότητα της, είναι ο νεαρός Κόρει, το φλερτ της όμορφης Άλυσον, που μπορεί να δείχνει χαμηλών τόνων και πράος, τον βαραίνει όμως κι αυτόν ένα μυστηριώδες παρελθόν. Καθώς είχε κατηγορηθεί για τον φόνο ενός δεκάχρονου αγοριού, όντας στην φύλαξη του ως μπέιμπι σίττερ το μοιραίο βράδυ του σκοτωμού, μα που λόγω αμφιβολιών είχε απαλλαγεί αυτών, κρινόμενος ως αθώος.

Λεπτομέρειες φυσικά που καμία κοινωνία δεν λησμονεί και για κανένα μέλος της, ειδικά αν μιλάμε για μια απόμερη πολίτσα σκάρτων πεντακοσίων κατοίκων, που άπαντες κοιτάζουν με μισό μάτι το "φρικιό" εκδηλώνοντας πάνω του κάθε λογής μπούλινγκ που μπορούν να φανταστούν. Και όταν κάποιος περιθωριοποιείται από το σύνολο, γεννώντας μέσα του το μίσος και την έχθρα, για ποιον είναι πρώτης τάξης ευκαιρία να δράσει, παίρνοντας τον με το μέρος του? Ακριβώς! Δεν χρειάζεται και πολύ σκέψη, για να αποκτήσει το δέκατο τρίτο, στα χρονικά, επεισόδιο του σίνε σίριαλ τον υπότιτλο που διακαώς αναζητούσε: Ο Μαθητευόμενος Μάγιερς!

Και φυσικά η ημέρα του Χάλογουιν ζυγώνει, κορυφώνοντας έτσι και την αγωνία μήπως και ξεπεταχτεί από κάποια γωνιά - λέγε με και υπόνομο - ξανά ο μασκοφόρος μακελάρης, όπως το συνηθίζει άλλωστε να το πράττει στην καθαρόαιμη αυτή αμερικανιά γιορτής, που ουδέποτε κανείς στα Γηραιά μέρη μας κατάλαβε έστω και για λίγο την σημασία της. Μπορεί και να έχω γράψει μέχρι στιγμής και είκοσι σειρές για να εξηγήσω τι συμβαίνει μέσες άκρες στο φινάλε του αιματοβαμμένου παραμυθιού. Άρα μάνι μάνι έχουμε την πρώτη και κύρια απόκλιση από τις βασικές προσταγές του μετρ, που όλο κι όλο το πλοτ της κάθε ταινίας του το έγραφε σε μισή αράδα: Έρχεται το Halloween και μαζί του φέρνει τον Αντεροβγάλτη. Τίποτα περισσότερο. Λιγότερο μπορεί.

Συνεπώς εδώ, μολονότι θα περιμέναμε ο ντιρέκτορ David Gordon Green να επιδείξει μια κάποια μεγαλύτερη εμπειρία, ως επιχειρών το τρίτο στεπ, εκείνος αντιθέτως τα κάνει μαντάρα, μπασταρδεύοντας την όσο το δυνατόν πιο απλοϊκή γίνεται πλοκή, με μια καινούργια ιστορία που διαθέτει ουκ ολίγα πλοκάμια στην απόληξη της. Και κοινωνικό (ο εκδιωγμένος και κογιοναρισμένος νεανίας) και ρομαντικό (αχ τα ματάκια της νοσοκόμας που με έγειανε) και υπαρξιακό (τύπου μαύρος ανάποδος Σπάιντερμαν κι έτσι) και στοργικό (έλα εδώ τώρα αγοράκι μου να σε κάνω εγώ άντρα, που δεν σου μιλάει κανείς) και εννοείται σφαγιαστικό, από ένα σημείο και μετά, που όλα τα πρότερα, πρέπει να πάνε στα τσακίδια για να λάβει χώρα η τελική αναμέτρηση. Λόρι vs Μάικλ!

Πέντε λεπτά δηλαδή στην εισαγωγή, που πράγματι ήταν ευρηματική, αν δεν ακολουθούσε την φαφλατική τροπή που πήρε και πέντε ακόμη στο τέλος, όταν η εξηνταβάλε Jamie, φτυστή πλέον η - δεν την είπες ποτέ σου όμορφη την Janet -  μάνα της, αρματώνεται με όλο το κουράγιο του κόσμου για να στείλει στην Κόλαση τον μασκοφόρο Βελζεβούλη. Δέκα λεπτουδάκια η οβερόλ αξία, με μια ενδιάμεση πάρλα αδέξια και ανούσια, ασυνεχή αναμφίβολα των προηγουμένων. 

Αφού βγαίνει παντελώς εκτός του κάδρου η βασική μονομαχία, η Μίσιζ Στροντ προβάλλεται τάχαμου σαν η Κυρά που διαβάζει τις σελίδες του τρομαχτικού ημερολογίου της, ο Σατανάς παραγκωνισμένος κάνει παρέα στους ποντικούς πλάι στα λύματα και εμείς γινόμαστε θεατές μιας σχεδόν αδιάφορης ιστορίας, γύρω από τον ψυχικά ζαλισμένο πιτσιρικά και το αμόρε του. Η αφήγηση πάσχει, τα κενά στην ανάπτυξη του νέου αυτού χαρακτήρα θολώνουν ακόμη πιο πολύ το μουντό τοπίο και η επανάληψη γύρω από το πως και το γιατί πρέπει καλά και σώνει να προβληθεί ο απρέντης, που αορατεύει όσο πλησιάζουμε στην λήξη, σίγουρα κουράζει.

Συνεπώς το Ends, που στην εξέλιξη του την έκρυβε εκείνη την κάποια νοσταλγία, χάρη στο ορίτζιναλ σκορ του Carpe και στα εμβόλιμα πλάνα της Απειλής του, δεν θα έπρεπε να υπάρχει καν σαν ύπαρξη. Για εμάς, ειδικά όσους μεγαλώσαμε με την έννοια του πρωτότυπου Χάλογουίν. Τώρα για την Universal που μια χαρά τα τσέπωσε ξανά, δεν το κουβεντιάζουμε, χαλάλι της το ξεζούμισμα. Όφειλε η παραγωγή της, όμως, να ρίξει την αυλαία του θρύλου πολύ πιο ευρηματικά, με πιότερη ευλάβεια σε μια μαρκίζα - μνημείο του genre.

Η Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες (Halloween Ends) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Οκτωβρίου 2022 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »

Η Κυρία Χάρις Πάει στο Παρίσι (Mrs. Harris Goes to Paris) Poster ΠόστερΗ Κυρία Χάρις Πάει στο Παρίσι
του Anthony Fabian. Με τους Lesley Manville, Isabelle Huppert, Lambert Wilson, Alba Baptista, Lucas Bravo, Ellen Thomas, Rose Williams, Jason Isaacs.

Κι αν σου κάτσει?
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Για να κατανοήσουμε λιγάκι αυτό το κινηματογραφικό ταξίδι μέσα στον χρόνο και πόσο πίσω επιχειρεί να μας γυρίσει, αρκεί να σκεφτούμε πως χρονικά λαμβάνει χώρα μόλις πέντε έτη κατόπιν της στέψης της προσφάτως απελθούσης Βασιλίσσης Ελισάβετ της Τρίτης! Και για να εγκλιματιστούμε συνάμα στην πληθωριστική λογική, αφού οι πεντακόσιες στερλίνες που ονειρεύεται η ηρωίδα να κάνει στην άκρη ως οικονομίες, μπορεί να φαίνονται πόσο μικρό την σήμερον εποχή, η αναγωγή τους όμως στο τώρα, τις μετατρέπει ούτε λίγο ούτε πολύ σε κοντά ένα εξαχίλιαρο. Όχι και μικρό ποσό για να μαζέψει στον κουμπαρά της μια κυρία της εργατικής τάξης. Και το πιο σπουδαίο? Μπορεί και να της πάρει αιώνες να τις συγκεντρώσει τις λίρες η καημένη, αλλά θα τις ξοδέψει όλες μονομιάς. Αυτό κι αν λέγεται πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου!

Η Κυρία Χάρις Πάει στο Παρίσι (Mrs. Harris Goes to Paris) Quad Poster
Λόνδρα 1957. Δίχως ακόμη να έχει οριστικοποιήσει στο μυαλό της, πως ο καλός της σύζυγος, πιλότος της Βρετανικής Αεροπορίας, δεν θα επιστρέψει από το μέτωπο του πολέμου, που τελείωσε περίπου μια ντουζίνα χρόνους πριν, η καλοκάγαθη μεσήλικας Άντα Χάρρις, διασχίζει ολημερίς τους δρόμους της πρωτεύουσας, για να επισκεφτεί τα σπίτια των ευπόρων κυριών, που φροντίζει ως οικιακή βοηθός. Και πραγματικά στην δουλειά της είναι αξεπέραστη, βγάζοντας με τιμιότητα τα προς το ζην, αφού οι ιδιότροπες και εκκεντρικές της πελάτισσες, μένουν απόλυτα ικανοποιημένες από την υπηρεσία της.

Μοναδική διέξοδος της μοναχικής Άντα, η συντροφιά της καλής της φίλης Βάι και οι σχεδόν καθημερινές βόλτες τους για ένα ποτό στην γειτονική παμπ. Εκεί που μια βραδιά η σκληρά εργαζόμενη γυναίκα θα αποκαλύψει στην κολλητή της το μεγάλο της μυστικό: Πως μαζεύει πένα - πένα τα λιγοστά κέρδη της, μέχρι την στιγμή που θα φτάσει το ποσόν των πεντακοσίων στερλινών, ώστε να πραγματοποιήσει το ονειρικό της ταξίδι στο Παρίσι και να καταφέρει να επισκεφτεί τον αριστοκρατικό οίκο μόδας του Dior, για να αγοράσει για τον εαυτό της ένα λαμπερό φόρεμα, με την υπογραφή του κορυφαίου σχεδιαστή!

Χλεύη λες να βρει στο διάβα της? Ούτε στο ελάχιστο, αφού η κομπανιέρα όχι απλά θα συμφωνήσει με την επιθυμία της φιλενάδας, αλλά θα τη παρακινήσει κιόλας να μαζέψει παντί τρόπω το απαιτούμενο κομπόδεμα, για να εκδράμει το συντομότερο εις Παρισίους. Κάτι θες το Πάμε Στοίχημα, κάτι οι Κυνοδρομίες, κάτι η χρωστούμενη από το κράτος σύνταξη του, επιβεβαιωμένα πια Κ.Ι.Α., Σμηναγού, τα λεφτά θα μπουν στην άκρη ίσαμε να πεις κίμινο. Συνεπώς το μόνο που απομένει είναι να ετοιμάσει τις βαλίτσες της και βουρ, κατευθείαν για τα Ηλύσια Πεδία!

Τι πλάκα όμως για την φουκαριάρα, που μέσα στην αγωνία της νομίζει πως θα πάρει ένα ταξί, θα φτάσει στον Οίκο, θα αγοράσει όπως όπως την τουαλέτα και θα επιστρέψει άμεσα στο Λονδίνο και στο ξεσκονόπανο. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, αφού η υψηλή ραπτική ζητάει χρόνο, καθώς η φορεσιά επιβάλλεται να ραφτεί κυριολεκτικά πάνω στο σώμα της πελάτισσας κι αυτό για να συμβεί απαιτεί κανά δυο βδομάδες. Άσε που η προφανής, λόγω των φτηνόρουχων που φορά,  χαμηλού υπόβαθρου καταγωγή της, δεν μπορεί να της επιτρέψει να κινείται πέρα δώθε σε ένα περιβάλλον που ορίζει προνόμιο της υψηλής κοινωνίας. Το ρούχο που διάλεξα και γρήγορα μεσιέ! Έχω λεφτά και πλερώνω!

Γουστόζικο το παραμύθι που ξεπήδησε από την ευδιάθετη νουβέλα κοπής 1958, του συγγραφέα Paul Gallico και έχει ήδη μεταφερθεί σε κάποια οθόνη μερικές φορές, με πιο διάσημη την τηλεταινία του 1992, με βασική διανομή την Angela Lansbury και τον Omar Sharif. Και με προσεγμένη καλλιτεχνική διεύθυνση, που τονίζει την χρωματική αίσθηση, που χωρίζει τον μουντό και βροχερό Τάμεση, από τον ηλιόλουστο και παστέλ φωτεινό Σηκουάνα. Ειδικά από την στιγμή που η δράση μεταφέρεται στην Πόλη του Φωτός, το περιβάλλον μοιάζει σαν σκιτσαρισμένο στον καμβά στις εξωτερικές CGI λήψεις, του Άιφελ, της Κερ και της Νοτραντάμ, ομοίως με πιο κουφετί διάθεση, η κάμερα ταξιδεύει εντός του Οίκου Dior, σαν να έχει πάρει εντολές από τον Todd Haynes, σε αναπαραστάσεις των σκηνικών της Carol και του Far From Heaven.

Εδώ όμως δεν υπάρχει τέτοιος σπουδαίος μαέστρος για να κρατήσει σωστά τα γκέμια, αντιθέτως ο νεοσσός Anthony Fabian, Νιώθει όχι και λίγες φορές να του φεύγει ο έλεγχος από τα χέρια, καθώς το στόρι βαδίζει σε ακρότητες και υπερβολές που δεν κάθονται καλά στην ματιά του θεατή. Ασχολούμενο επιδερμικά και με διάφορα κοινωνικά ζητήματα, που τρέχουν από τότε μέχρι σήμερα, δίχως να έχει αλλάξει το παραμικρό (εξού και οι ακατάπαυστες ταραχές στους δρόμους της Γαλλικής πρωτεύουσας, προπομποί των κίτρινων γιαλέκων) το σενάριο φροντίζει σταδιακά να μετεξελίξει και τον χαρακτήρα της κεντρικής του ηρωίδας, από απλή νοικοκυρούλα, σε εκδηλωτική Πασιονάρια.

Κι η αλήθεια είναι πως η χαρισματική Lesley Manville, αντιμετωπίζοντας με την γνώριμη μη αγχωμένη χαλαρότητα της τον ρόλο, άνετα τον φέρει εις πέρας, αποδίδοντας αυτή την διπλή όψη της ίδιας περσόνας, μεθοδικά και ολόσωστα. Περιπλανώμενη από τα σπίτια των πλουσίων κυριών της υψηλής κοινωνίας (μια από αυτές η Anna Chancellor, η ντακφέις του 4 Weddings), στην πασαρέλα της οτ κουτίρ για να βοηθήσει να ενωθεί το συναδελφικό, συνειδητοποιημένο πολιτικά ζευγαράκι (Alba Baptista, Lucas Bravo) και από την συντροφιά του μοναχικού τζέντλεμαν (Lambert Wilson) ίσαμε το γραφείο κίνησης του μετρ Christian, που διοικεί η στρίγγλα προσωπάρχης (ανεκμετάλλευτη η παρουσία της La Huppert) η Άντα θα μεταλλαχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να φτάσει να εκστομίσει την ατάκα του φιλμ: Αυτός είναι ο Ντιορ? Αυτός μοιάζει σαν τον γαλατά της γειτονιάς μου...

Άρα με τέτοια αστειάκια και με Πιτερπανική εύθυμη πλοκή, αυτό το φιμικό δίωρο δεν κλείνει και άσχημα, ούτε όμως η Mrs Harris Goes To Paris θα είναι μια δημιουργία που θα μας μείνει αιώνια αξέχαστη. Γλυκούλα, αγαπησιάρα, έξω καρδιά, μετρημένη, αλλά και μονομιάς επαναστάτρια, δυναμική και αποφασιστική, η Κυριούλα ορίζει την μορφή εκείνη που θα έκανε τα πάντα για να πραγματοποιήσει ακόμη και την πιο ακραία της επιθυμία. Στο πλευρό της, λοιπόν, μαζί και όλοι εμείς οι αθεράπευτα ονειροπόλοι!

Η Κυρία Χάρις Πάει στο Παρίσι (Mrs. Harris Goes to Paris) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Οκτωβρίου 2022 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »

Drive My Car (Doraibu mai kâ) Poster ΠόστερDrive My Car
του Ryûsuke Hamaguchi. Με τους Hidetoshi Nishijima, Masaki Okada, Toko Miura, Reika Kirishima, Park Yurim, Jin Daeyeon.


Κλίνω το γόνυ
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (@PAOK1969)

"Beep beep'm beep beep yeah!"

Αυτή είναι η ένατη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γεννημένου στις 16 Δεκεμβρίου του 1978 στην πόλη Καβασάκι της Ιαπωνίας, σκηνοθέτη. Αφού αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο, δούλεψε για κάποια χρόνια στην κινηματογραφική βιομηχανία προτού παρακολουθήσει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο των Καλών Τεχνών, στο Τόκιο. Να σημειώσουμε πως δύο από αυτές τις ταινίες της φιλμογραφίας του (μιας που έχει γυρίσει επιπλέον και μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ) έχουν διάρκεια πάνω από 4 ώρες, ενώ έχει γυρίσει και γιαπωνέζικο ριμέικ στο «Solaris» του Andrei Tarkovsky! Αυτή είναι η δεύτερη ταινία του που προβάλλεται εμπορικά στη χώρα μας, μετά την προηγούμενή του, το «Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας» (Gûzen to sôzô/ Wheel of Fortune and Fantasy, 2021).

Drive My Car (Doraibu mai kâ) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Drive My Car έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών, τον Ιούλιο του 2021, συμμετέχοντας στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα. Τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου σεναρίου, με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής και με το βραβείο της FIPRESCI. Αποτέλεσε την επίσημη υποψηφιότητα της Ιαπωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, το οποίο και κέρδισε, ενώ είχε άλλες τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου. Η πανελλαδική πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο πλαίσιο του περσινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, ως μία από τις Ειδικές Προβολές.

Η υπόθεση: Ο Γιουσούκε Καφούκου είναι ένας θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, που ζει και εργάζεται στο Τόκιο και είναι γνωστός για το γεγονός ότι ανεβάζει παραστάσεις στις οποίες συμμετέχουν ηθοποιοί από διάφορες χώρες, οι οποίοι χρησιμοποιούν ο καθένας τη γλώσσα της χώρας του, με υποτίτλους να βοηθούν τους θεατές. Είναι παντρεμένος επί 20 χρόνια με την αγαπημένη του Ότο, μια πετυχημένη σεναριογράφο τηλεοπτικών σειρών. Μαζί ζούσαν μια ευτυχισμένη ζωή έως ότου μια απώλεια τους βύθισε στη βαθιά θλίψη. Με το πέρασμα του χρόνου μπόρεσαν να διαχειριστούν την απώλεια. Όταν όμως η Ότο πεθαίνει ξαφνικά και αναπάντεχα, ο Γιουσούκε βυθίζεται ξανά στα σκοτάδια του. Δυο χρόνια μετά τον θάνατό της, δέχεται (και αποδέχεται) μια πρόταση να σκηνοθετήσει μια παράσταση του «Θείου Βάνια» σε ένα φεστιβάλ, στη Χιροσίμα. 

Εκεί η καθημερινότητά του θα είναι γεμάτη πρόβες και ανθρώπους, όπως ο νεαρός διάσημος σταρ, Κότζι, που έπαιζε στο τελευταίο σίριαλ της Ότο ή όπως η Μισάκι, μια νεαρή, λιγομίλητη Κορεάτισσα, που το φεστιβάλ έχει προσλάβει ως σοφέρ του Γιουσούκε. Καθώς περνάει πολλές ώρες μέσα στο αγαπημένο του κατακόκκινο Saab 900 Turbo, ταξιδεύοντας και συνομιλώντας είτε με την Μισάκι είτε με τον Τακατσούκι, θα έρθει αντιμέτωπος με μυστικά, εξομολογήσεις και πληγές του παρελθόντος, που δυσκολεύονται να επουλωθούν...

Η άποψή μας: Το 1965 κυκλοφορεί ο δίσκος «Rubber Soul» των Beatles. Πρώτο κομμάτι του δίσκου, το «Drive My Car». Το 2014 κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων «Men Without Women» του Haruki Murakami. Ένα από τα διηγήματα της συλλογής ονομάζεται «Drive My Car». Και το 2021 ο Ιάπωνας Ryusuke Hamaguchi δανείζεται τον τίτλο του διηγήματος του Murakami, που βασίστηκε στο τραγούδι των Beatles, για να μας παρουσιάσει ένα ατόφιο αριστούργημα. Εντάξει, εμπνεύστηκε κι από άλλα δύο διηγήματα της ίδιας συλλογής, τα «Scheherazade» και «Kino», αλλά αυτά λίγη σημασία έχουν – ή μήπως όχι; 

Βλέποντας την ταινία την ίδια εποχή που είδα τα Μαγνητικά πεδία στο πλαίσιο του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δεν μπορώ παρά να επισημάνω τις εκλεκτικές συγγένειες των δύο ταινιών. Η βασική σχέση άνδρας – γυναίκα – αυτοκίνητο υπάρχει και στις δύο ταινίες. Είναι δύο υπέροχα road movies στη βάση τους, απλά ο Έλληνας σκηνοθέτης είναι πιο δωρικός και η ταινία του πολύ μικρότερης διάρκειας, την ίδια ώρα που ο Ιάπωνας απλώνει την ταινία του θαρρείς με την μορφή των ομόκεντρων κύκλων, που δημιουργούνται μετά την ρίψη πέτρας σε μια λίμνη. 

Εκλεκτικών συγγενειών, συνέχεια: δεν ξέρω αν η σκηνή όπου ο Γιουσούκε βλέπει την αγαπημένη του γυναίκα να κάνει σεξ με κάποιον άλλο υπάρχει στο διήγημα του Μουρακάμι, σίγουρα πάντως υπάρχει εντελώς ίδια σκηνή στο επίσης ελληνικό «Ο καλύτερός μου φίλος». Οπότε, να και οι επιρροές από τον Λάνθιμο, χα! Για να κλείσω το κεφάλαιο «εκλεκτικές συγγένειες» με μια υπόγεια σχέση τούτης της ταινίας με το συγκλονιστικό Burning του Lee Chang-dong. Να φταίει που και η ταινία του Κορεάτη βασίζεται σε διήγημα του Μουρακάμι; Πιθανότατα... 

Τούτη η υπέροχη ταινία θα ήταν θαυμαστό να διαθέτει μόνον θιασώτες που πίνουν νερό στο όνομά της. Προφανώς, δεν (θα) αρέσει στους πάντες, ξεκινώντας από τους κριτικούς και φτάνοντας στους τελικούς αποδέκτες, που είναι εννοείται οι θεατές. Κι αυτό είναι θεμιτό. Απλά, αν δώσετε μια ευκαιρία στον εαυτό σας να μπει σε αυτό το ανθρωποκεντρικό σύμπαν που χτίζει ο Hamaguchi, ίσως να νιώσετε ικανοποίηση σε παραπάνω από ένα επίπεδα. Όσο απλή, λιτή και απέριττη φαίνεται η ταινία εκ πρώτης όψεως τόσο υπέροχα περίπλοκη, βαθιά και πλούσια είναι. Στοχάζεται πάνω στην Τέχνη. Εντάσσει τον Τσέχωφ και τον «Θείο Βάνια» αρμονικά μέσα στη δραματουργία της, λειτουργώντας ως αντανάκλαση εν πολλοίς. 

Οι μικρές ήττες, οι μεγάλες απογοητεύσεις, οι συμβιβασμοί, η αξιοπρέπεια και η ελάχιστη χαραμάδα αισιοδοξίας για τα βάσανα που ζούμε, ότι κάποια μέρα θα μπορέσουν να θέσουν τις βάσεις για μια ζωή καλύτερη για τις επερχόμενες γενιές: ο Γιουσούκε είναι ο θείος Βάνιας και η Μισάκι είναι μια (παράδοξη) Σόνια. Μέσα στις τρεις ώρες της διάρκειάς της, όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία δεν παύουν να αιφνιδιάζουν τον Γιουσούκε και – μέσω αυτού – τους θεατές. Αν μιλάμε για μεστούς, ανεπτυγμένους, ανθρώπινους χαρακτήρες τριών διαστάσεων, δεν έχουμε παρά να δούμε τους βασικούς πρωταγωνιστές τούτης της ταινίας. 

Ο Γιουσούκε είναι εννοείται εκείνος που χτίζεται πληρέστερα από όλους. Ο άνθρωπος της τέχνης, που λατρεύει τη δουλειά του. Που μαθαίνει τους ρόλους του μέσα στο αυτοκίνητο, με τη γυναίκα του, την αγαπημένη του Ότο, να ηχογραφεί σε κασέτα τους υπόλοιπους ρόλους, για να βοηθήσει τον σύζυγό της να μάθει τον δικό του. Κι έχει μια αρμονία αυτό. Κι έναν συμβολισμό: η αρμονία είναι εφικτή αρκεί να βρεις τον ρυθμό (yes, my tempo). Ο Γιουσούκε, που γίνεται κατά λάθος αυτόπτης μάρτυρας της απιστίας της πολυαγαπημένης του συζύγου, αλλά δεν της το αποκαλύπτει ποτέ. 

Που παίρνει τις παράξενες ιστορίες της, εκείνες που του αφηγείται εκείνη θαρρείς και βρίσκεται in trance κάθε φορά που κάνουν έρωτα, και τις της θυμίζει την επόμενη μέρα, για να τις συμπληρώσουν μαζί. Που τραυματίζεται επειδή «δεν βλέπει καλά» λόγω γλαυκώματος: τι ωραία αναλογία για τη θολή εικόνα που έχει για τη ζωή του και για τη ζωή των άλλων; Που είναι και λίγο αλαζόνας (πώς αλλιώς; ) κι έχει συγκεκριμένη εικόνα για το ποιος είναι ο κάθε ένας άνθρωπος με τον οποίο συνδιαλέγεται. Που κουβαλάει ενοχές. Ανάλογες ενοχές κουβαλάει και η Μισάκι. Το δικό της πορτρέτο θα ολοκληρωθεί με την επίσκεψη των δυο τους στο εγκαταλελειμμένο χωριό της, εκεί, στην Κορέα, εκεί όπου στα γκρεμίσματα του σπιτιού της είχε αποκτήσει μια πληγή στο πρόσωπο, που δεν θέλει να «διορθώσει» ενώ μπορεί, και μια πληγή στην ψυχή, που δεν έχει το κουράγιο να επουλώσει. 

Υπάρχει και το πορτρέτο της Ότο, λιγότερο ολοκληρωμένο αυτό, που όμως αφήνει τη βαριά σκιά του τόσο στον Γιουσούκε όσο και στον Κότζι. Α, ναι, ο Κότζι. Αυτός ο νεαρός μορφονιός, που ο Γιουσούκε τον αντιμετωπίζει αφ' υψηλού, που του βάζει ταμπέλα με βάση τα πληγωμένα του συναισθήματα. Αλλά, εννοείται πως ο Κότζι δεν είναι αυτό ή μόνο αυτό. Η εξομολόγηση του Κότζι μέσα στο αυτοκίνητο είναι μία από τις πάμπολλες υπέροχες σεκάνς, που ξεδιπλώνουν την ανθρώπινη πολυπλοκότητα. Η κατακλείδα: μόνο αν γνωρίσεις πραγματικά τον εαυτό σου μπορείς να έχεις την ευκαιρία να γνωρίσεις σε βάθος και τους ανθρώπους γύρω σου. Ο χαρακτήρας του έχει μια ευγένεια και μια τραγικότητα απίστευτη. Μέσω αυτού υπάρχει και μια σαφής μπηχτή για τα social media, τη διαχείριση της διασημότητας και του μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς για να διαφυλάξει την ιδιωτικότητά του. 

Αλλά πέρα και πάνω από όλα, τούτη η ταινία αποτελεί την αποθέωση της μαγείας της αφήγησης. Της αφήγησης ιστοριών που ζούμε και ιστοριών που επινοούμε. Αλήθεια, πολύ θα ήθελα να δω σε ταινία την ιστορία που επινοεί και αφηγείται μετά το σεξ η Ότο, με την κοπέλα που μπαίνει κρυφά στο σπίτι του αγοριού με το οποίο είναι – κρυφά – ερωτευμένη. Ναι, το σενάριο είναι η μεγάλη, αφοπλιστική δύναμη τούτης της ταινίας. Της οποίας οι πρώτοι τίτλοι, τα ζενερίκ της, πέφτουν στο 40ο λεπτό. Ό,τι έχουμε δει ως τότε είναι η εισαγωγή: θα μπορούσε να είναι μια ολόκληρη, ολοκληρωμένη ταινία έτσι κι αλλιώς έως εκεί! Ο επίλογος θα βρει τους ήρωες να έχουν κάνει τη διαδρομή τους και να έχουν αλλάξει. Να έχουν πολεμήσει τους δαίμονές τους. Και ίσως να τους έχουν νικήσει... 

ΥΓ: Ως κατακλείδα, παραθέτω τον εμβληματικό μονόλογο της Σόνια από το φινάλε του «Θείου Βάνια». Αυτόν που τόσο υπέροχα ερμηνεύει στην παράσταση μέσα στην ταινία η άλλη Κορεάτισσα, η ηθοποιός, που μπορεί να ακούσει αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, και χρησιμοποιεί την νοηματική με τρόπο τόσο υπέροχο, τόσο λυρικό, τόσο συγκλονιστικό. «Τι να κάνουμε; Πρέπει να ζήσουμε! Θα ζήσουμε, θείε Βάνια! Θα ζήσουμε πολλές-πολλές μέρες αράδα κι ατέλειωτα βράδια. Θα υποφέρουμε υπομονετικά τις δοκιμασίες που μας στέλνει η μοίρα. Θα δουλεύουμε υπομονετικά τις δοκιμασίες που μας στέλνει η μοίρα. Θα δουλεύουμε για τους άλλους και τώρα και στα γερατειά μας - χωρίς ξεκούραση. Κι όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε ήσυχα-ήσυχα, χωρίς κανένα παράπονο. Κι εκεί, πέρα απ' τον τάφο μας, θα πούμε πως υποφέραμε, πως κλάψαμε, πως η ζωή μας πίκρανε, κι ο Θεός θα μας σπλαχνιστεί. Και τότε κι εγώ κι εσύ, θείε μου αγαπημένε, θα δούμε τη ζωή φωτεινή, χαρούμενη, ωραία. Θα χαιρόμαστε τότε και θα κοιτάζουμε πίσω τα τωρινά μας βάσανα και τις πίκρες με καλοσύνη, με χαμόγελο - και θ' αναπαυτούμε. Έχω πίστη, θείε μου. Πιστεύω θερμά, με πάθος! Θ' αναπαυτούμε!».

Drive My Car (Doraibu mai kâ) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Οκτωβρίου 2022 από την Ama Films!
Περισσότερα... »

Κοίτα τους πως τρέχουν (See How They Run) Poster ΠόστερΚοίτα τους πως τρέχουν
του Tom George. Με τους Sam Rockwell, Saoirse Ronan, Adrien Brody, David Oyelowo, Ruth Wilson, Reece Shearsmith, Harris Dickinson, Shirley Henderson, Sian Clifford.


Είναι ο μπάτλερ ο δολοφόνος; Χμ...
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (@PAOK1969)

Το τέλεια... σκηνοθετημένο έγκλημα!

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Tom George, ο οποίος στο παρελθόν έχει σκηνοθετήσει μικρού μήκους ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, με πιο αξιοσημείωτη δουλειά, αυτή που έκανε για το «This Country». Η ταινία βγήκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 9 Σεπτεμβρίου, στις ΗΠΑ στις 16 Σεπτεμβρίου και οι έως τώρα εισπράξεις της πλησιάζουν τα 18 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το μπάτζετ της έφτασε τα 40 εκατομμύρια δολάρια.

Κοίτα τους πως τρέχουν (See How They Run) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία See How They Run ήταν αρχικά να γυριστεί μεταξύ 2016 και 2017 από την 20th Century Fox, με πρωταγωνιστές τους Hugh Grant και Keira Knightley στους δύο βασικούς ρόλους. Τα πάντα σταμάτησαν όμως όταν στα τέλη του 2017 ξεκίνησε η διαδικασία πώλησης της 20th Century Fox στην Disney. Όταν το 2020 αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για την υλοποίηση της ταινίας, οι δύο ηθοποιοί δεν ήταν πλέον διαθέσιμοι. Έτσι διαμορφώθηκε και το καστ, στο οποίο συμμετέχουν δύο Αμερικάνοι ηθοποιοί (οι μόνοι από το καστ που έχουν πάρει Όσκαρ μάλιστα), ο Sam Rockwell (που υποδύεται έναν Άγγλο) και ο Adrien Brody (που υποδύεται έναν Αμερικάνο) και μια Ιρλανδέζα (η Saoirse Ronan). Όλα τα υπόλοιπα μέλη του καστ είναι Βρετανοί.

Η υπόθεση: 1953, Λονδίνο. Ο διάσημος (και ευρισκόμενος στη μαύρη λίστα του Μακάρθι) Αμερικανός σκηνοθέτης, Λίο Κοπέρνικ, επισκέπτεται τη βρετανική πρωτεύουσα. Τον έχει προσκαλέσει η εταιρία παραγωγής, που έχει αγοράσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, προκειμένου να γυρίσει την κινηματογραφική εκδοχή της θεατρικής επιτυχίας της Αγκάθα Κρίστι «Η ποντικοπαγίδα». Μόνο που οι απόψεις του δεν συμβαδίζουν με εκείνες του Μέρβιν Κόκερ-Νόρις, ο οποίος έχει αναλάβει τη σεναριακή προσαρμογή του θεατρικού. Ο Κοπέρνικ είναι πολύ προχώ για την εποχή του. Αλλά είναι και οπορτουνίστας, αλαζόνας, γενικώς αχώνευτος. Και θα δολοφονηθεί κατά τη διάρκεια του πάρτι εορτασμού των 100 παραστάσεων της «Ποντικοπαγίδας». 

Καθώς η αστυνομία, η περίφημη Scotland Yard, είναι απασχολημένη με τους λεγόμενους φόνους της Πλατείας Ρίλινγκτον, ο διοικητής της αναθέτει την υπόθεση σε ένα εντελώς αταίριαστο δίδυμο. Τον αλκοολικό, κουρασμένο, και ανόρεχτο μεσήλικα ντετέκτιβ Στόπαρντ, βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και την άβγαλτη, νεαρή, ψαρωμένη αλλά και ενθουσιώδη αστυφύλακα Στόκερ. Θα καταφέρει το παράξενο δίδυμο να βρει ποιος είναι ο δολοφόνος; Και πόσοι ακόμη θα...δολοφονηθούν πριν τα καταφέρουν;

Η άποψή μας: Στις 15 Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκαν 132 χρόνια από την ημέρα που γεννήθηκε η Agatha Christie (15 Σεπτεμβρίου του 1890). Η διάσημη Βρετανίδα συγγραφέας είναι εν πολλοίς η βασική (αλλά κυρίως ως αναφορά) πρωταγωνίστρια της νόστιμης τούτης ρετρό κωμωδίας μυστηρίου. Το κινητήριο δίδυμο πίσω από την ταινία, ο σεναριογράφος Mark Chappell κι ο σκηνοθέτης Tom George, διασκεδάζουν τα μάλα παίζοντας με όλα τα whodunnit στερεότυπα, τις «γνώσεις» των σύγχρονων θεατών, που η αλήθεια είναι πως έχουν εκπαιδευτεί αρκούντως στο να «ανακαλύπτουν» ποιος είναι ο δολοφόνος σε any given case και κυρίως την μυθική «Ποντικοπαγίδα» αλλά και την ίδια την Agatha Christie. 

Fun Fact: H Christie θεωρούσε πως το θεατρικό της δεν θα είχε μεγάλη επιτυχία και πως το πολύ να άντεχε για οχτώ μήνες από την στιγμή που ανέβηκε για πρώτη φορά - στις 6 Οκτωβρίου του 1952 - στο West End του Λονδίνου. 70 χρόνια μετά, συνεχίζει τις παραστάσεις του, ως η μακροβιότερη θεατρική παράσταση παγκοσμίως! Μάλιστα, οι θεατές της παράστασης καλούνται (ακόμη και σήμερα) να μην αποκαλύψουν το φινάλε της, ενώ δεν έχει γυριστεί ακόμα κινηματογραφική εκδοχή του συγκεκριμένου θεατρικού, μιας που υπάρχει ειδικός όρος που λέει πως ταινία μπορεί να γυριστεί μόνον έξι μήνες μετά το τελειωτικό πέρας της θεατρική παράσταση!!! Τρομερό; 

Είναι αυτό που λένε πως η ζωή ξεπερνάει τη φαντασία. Ε, οι δημιουργοί της ταινίας, ευελπιστούν πως με την ταινία τους η φαντασία θα ξεπεράσει τη ζωή, που ξεπερνάει τη φαντασία! Χα! Ο πρωτάρης σε μεγάλου μήκους ταινίες, Tom George, έχοντας ένα τόσο εξαιρετικό παρασκήνιο ως υλικό, φτιάχνει μια ταινία απολύτως διασκεδαστική και ψυχαγωγική. Χρησιμοποιεί στοιχεία της εποχής και δεδομένα της (όπως πχ το ότι ο σερ Richard Attenborough ήταν όντως πρωταγωνιστής της αρχικής διανομής της παράστασης και πως αποκαλούσε τους πάντες darling, μιας που συχνά ξεχνούσε τα πραγματικά ονόματα όσων γνώριζε) και τα μπερδεύει γλυκά με τα εντελώς φανταστικά, μυθοπλαστικά στοιχεία, φτιάχνοντας ένα γοητευτικότατο μείγμα στο οποίο δεν μπορείς να αντισταθείς. 

Γαμάτες ατάκες πέφτουν σε ρυθμό πολυβόλου, κλισέ που υποτίθεται απομυθοποιούνται, χρησιμοποιούνται απολύτως εύστοχα, υπάρχουν αναχρονισμοί που στοχεύουν στη woke κουλτούρα (πχ, ο διευθυντής της Scotland Yard δηλώνει περήφανα πόσο φεμινιστής είναι πριν στείλει την Στόκερ να ετοιμάσει τσάι!) και τα πάντα τίθενται στην υπηρεσία της καλοπέρασης του θεατή. Και ναι, ο θεατής περνάει πραγματικά καλά. 

Ο Sam Rockwell παίζει λίγο βαριεστημένα (είναι διασκεδαστικό, όμως, το γεγονός ότι θα μπορούσε να λογιστεί ως ένα ιδιαίτερο look-a-like του... Θοδωρή από το «Χαιρέτα μου τον πλάτανο» και πασίγνωστου κι αγαπημένου Έλληνα κριτικού κινηματογράφου), η Shirley Henderson κάνει cameo εμφάνιση ως η Agatha Christie, ο Adrien Brody είναι απόλυτα πειστικός ως ο «κακός» Αμερικάνος (και χαιρόμαστε διπλά, μιας και επιστρέφει σε φόρμα, μετά το «Blonde», όπου είναι από τους λίγους που διασώζονται – δίνει και το ευφυέστατο voice over της ταινίας ως... φάντασμα), εκείνη πάντως που κλέβει την παράσταση είναι η Saoirse Ronan, που δείχνει υπέροχο κωμικό timing. 

Εντάξει, η ταινία δεν φτάνει το «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο» (κλασικό, αγαπημένο, αξεπέραστο), αλλά παίζει σαν παλιομοδίτικο ξαδερφάκι του Knives Out, με στοιχεία του αγαπημένου τηλεοπτικού «The Offer» σε ότι αφορά την παροχή πληροφοριών για τα παρασκήνια και μια εσάνς από τη γεωμετρία και τη διεύθυνση των ηθοποιών του Wes Anderson και το ρυθμό του Edgar Wright. Ο ορισμός της feelgood ταινίας.

Κοίτα τους πως τρέχουν (See How They Run) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Οκτωβρίου 2022 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Moonage Daydream Poster ΠόστερMoonage Daydream
του Brett Morgen.


I'm an alligator, I'm a mama-papa comin' for you, I'm the space invader I'll be a rock 'n' rollin' bitch for you, Press your space face close to mine, love Freak out in a moonage daydream, oh yeah! 
(David Bowie, The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars – 1972)
γράφει ο gaRis (@takisgaris)

David Robert Jones ή κατά κόσμον David Bowie. O Ziggy Stardust αλλά και Thin White Duke. 69 ακριβώς κεράκια (8/1/1947-10/1/2016) γεμάτα μισόν αιώνα ατόφιου καλλιτεχνικού οίστρου. Ο χαρακτηρισμός «καλλιτεχνάρα» οφείλει να παραλείπεται από τα τραγουδιστικά τάλεντ σόουζ, μέχρις ότου φανερωθεί εκ νέου τέτοιο οργιαστικά σαγηνευτικό, μοναδικά πολυσήμαντο τάλαντο.

Moonage Daydream Quad Poster
Συνθέτης-στιχουργός-τραγουδιστής-ηθοποιός-ζωγράφος, ο χαμαιλέων Bowie παρέδωσε κληρονομιά καθοριστική για τους μουσικούς επιγόνους του, πράττοντας ό,τι κάθε ατόφια δημιουργική προσωπικότητα οφείλει στον εαυτό της: Να εξελίσσεται διαρκώς, να θέτει ερωτήματα με γνώμονα μια θεμελιωδώς παιδική και συνάμα αλλόκοσμα αιθέρια περιέργεια και να ανοίγει δρόμους, σε νου και αισθήσεις. Κι αν δεν τον ύμνησα ολοκληρωτικά ήδη, πάρε και αυτονά: Για το γυμνασμένο αυτί και το ορθάνοιχτο μάτι, ο David παραμένει ο επιδραστικότερος μουσικός καλλιτέχνης του 20ου αιώνα, των Beatles & Stones συνπεριλαμβανομένων. 

Με το Κατινάκι έχω 35 χρόνια διαφορά στην ηλικία. Όταν μπήκαμε στην αίθουσα, ένα Σαββάτο ματινέ στο Oakville, με έτρωγε η ανησυχία για το πως θα αντιμετωπίσει η Gen Z κοράκλα μου το φαινόμενο Bowie. Η μικρά μόλις είχε τσεκάρει προ ημερών το My Policeman με Harry Styles κατά τη διάρκεια του TIFF22, παρουσία του ιδίου και του υπόλοιπου καστ. Για να τη δελεάσω, της αντιτείνω, «κάτσε να δεις ποιόν κατ’ουσίαν μιμείται ο νεαρός ποπ σταρ και θα καταλάβεις περισσότερα για το πόσο ορίτζιναλ είναι αυτός ο τύπος». 

Το Moonage Daydream της φάνηκε πολύ φρέσκο και εντελώς συνυφασμένο με τα τωρινά κοινωνικά δεδομένα. Ο Ziggy, ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του, που πλέον μοιάζει σα να βρήκε επιτέλους τη δικαίωση όλων αυτών που στα επαναστατικά σίξτις και τα γκλάμ σέβεντις αντιμετωπίζονταν ως τύπου space oddity. Από τους διασημότερους bisexual, έφερε το crossdressing στη σκηνή πολύ πριχού πάρει αμπάριζα το drag queen show ως θέαμα ευρείας κατανάλωσης. Λατρεμένος ισόποσα από τον γυναικείο και τον gay πληθυσμό, ο Μπόουι (κι επουδενί «Μπάουι») παντρεύτηκε δυο φορές, απέκτησε και δυο παιδιά (το αγόρι, Duncan Jones ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία, βλ. Moon, 2009) ενώ παρέμεινε ως το τέλος της πάλης του με τον καρκίνο με τη μούσα του, σούπερμόντελ Iman. 

Από τα ανωτέρω ευκόλως συνάγεται πως ο Bowie, ως βίος κι πολιτεία αξίζει με το παραπάνω μια ταινία που θα ιχνηλατήσει το πρόσωπο πίσω από τον μύθο. Την αυθεντική πίσω από τη γυάλινη θωριά του. Το Moonage Day Dream προτείνει κάτι διαφορετικό. Ένα πρότζεκτ 4ετίας με τις ευλογίες του ιδρύματος Bowie που διαχειρίζεται τα πνευματικά του δικαιώματα, ένα μιξάρισμα 40 τραγουδιών του το οποίο δουλεύτηκε για ένα 18μηνο. Η υπογραφή ανήκει στον Brett Morgen, κυρίως γνωστό από άλλα δυο ντόκους, τα Kurt Cobain: Montage of Heck (2015) και Jane (2017). 

O Morgen έχει στο μυαλό του ένα τριπαρισμένο σόου με κοπτοραπτική δεκάδων συνεντεύξεων του Bowie με ψυχεδελικά εμβόλιμα από ανιμέητεντ ως Νοσφεράτου και 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος σε συναυλιακό μπητ που επανασυστήνει τα τραγούδια, ενδεχομένως ακόμη και στους ίδιους τους φανς. Η διάρκεια (2 ώρες και 15 λεπτά) είναι κυρίως αφιερωμένη σε μια αισθησιαρχική απόλαυση της οπτικοακουστικής εμπειρίας, χωρίς να μας κάνει σοφότερους ως προς τον γρίφο που ηθελημένα υπήρξε ο Ziggy. 

Η 10ετής περιπέτειά του με τα ντραγκς στην Καλιφόρνια των 70ς αποσιωπείται όπως και το τελικό στάδιο της ζωής του το οποίο απουσιάζει οδυνηρά αισθητά. To Moonage Daydream αξίζει τουλάχιστον μια θέαση μολονότι δεν αποτελεί την καθοριστική βιογραφία τους πολυσχιδούς ειδώλου. Είτε γιατί δεν το επιδιώκει, είτε απλά επειδή ο ίδιος ο Bowie θα επιθυμούσε να αφήσει τα μιλήσει για αυτόν μόνο το έργο του που αυτοτελώς διεκδικεί την αθανασία στα χρυσοποίκιλτα κιτάπια της ροκ.

Moonage Daydream Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Οκτωβρίου 2022 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »