Lightyear Poster ΠόστερLightyear
του Angus MacLane. Με τις φωνές των Chris Evans, Keke Palmer, Peter Sohn, James Brolin, Taika Waititi, Dale Soules, Uzo Aduba, Mary McDonald-Lewis, Efren Ramirez, Isiah Whitlock Jr..


Η Λάθος Ταινία
του gaRis (@takisgaris)

Το Lightyear, τελευταία Pixarική προσθήκη στην Toy Story μυθολογία ξεκινά με μια meta αναφορά μιας προτασούλας που έχει ως εξής: “Στα 1995, ο Andy αγόρασε ένα παιχνίδι από την αγαπημένη του ταινία. Αυτή εδώ είναι εκείνη η ταινία”. Φίλος, ασυζητητί ζούμε εποχές που οι χάρτινοι υπερ-ήρωες, ζουν - βασιλεύουν - και τον κόσμο κυριεύουν. Δες τις είσπραξες και σιγουρέψου περί του λόγου το ασφαλές. Δεύτερο κρατούμενο, στουντιακώς το πράμα έχει γύρει απειλητικά μονόπαντα, καθότι Disney - Pixar - Marvel - Star Wars είναι μια οικογένεια, μια ομπρέλα, μια ιδιοκτησία (Disney) που όλα τα αλέθει κι όλα τα μαχαιρώνει. Σε σημείο που, παράδειγμα το τουτονί, το Λάιτγήαρ, πας χαρωπός για Πιξάρ μεγαλεία και καταλήγεις να ουριαίνεις από την πλήξη και την κίβδηλη επαναλητικότητα. Κι αν όχι επίπεδο - υπόγειο τύπου Cars 2, γιατί το σκίτσο εννοείται παραμένει αξεπεράστου, εύκολα έρχεται ξερωγώ στο μυαλό το Planes. Να μην ξεχάσω την πινελιά wokeness βέβαια, η οποία είναι αρκούντως ενοχλητική όταν το αληθινό τάργκετ γκρουπ είναι τα νήπια 5-8 χρονώ.

Lightyear Quad Poster
Το λοιπό ο Buzz Lighyear είναι το γνωστό και μη εξαιρετέο παιχνίδι -αστροναύτης του θρυλικού (ποτέ δε το αγάπησα) Toy Story. Ναι, του οσκαροστεφανωμένου, με την αχρείαστη 4η συνέχεια Toy Story. H γελάδα (μάντεψε ποιος θεατάκο μου) κατεβάζει άφθονο γάλα, οπόταν ρίξε να υπάρχει κι ένα σπίνοφ, που μάλλον πρήκουελ αλλά και κάπως multiverse, με δόσεις Στάργουρς, κουτουλού κουτουλού (δις). Σε αντίθεση με τον ορίτζιναλ ρόλο του (Tim Allen, αναντικατάστατος) ο αστρορέηντζερ εδώ (Chris Evans, από φωνή κορμάρα) δεν είναι ένα ηρωικό ντεμοντέ κόμικ ρηλίφ παρά πιότερο ένα εγωιστικό, ασυμπάθηστο κοκκόρι που φωνάζει έλλειψη αυτοεκτίμησης. 

Το υποτυπώδες στόρι τον φέρνει αντάμα με την εγγόνα της λεσβίας (να δουν τα μωρά - θεατές δυο γυναίκες να φιλιούνται φευγαλέα στο στόμα δεν το βλέπω μαγκιά, παρά μόνο τράβηγμα της κάρτας σεξουαλικού δικαιωματισμού, έτσι για το wink ασούμε) εκπαιδεύτριάς του, που λειτούργησε ως πατρική (;) εικόνα, καθώς εντωμεταξύ εγώ χαμπάρι δεν πήρα από που κρατά η σκούφια του Μπαζ, διότι το μόνο που σερβίρεται εδώ (σπόιλερ αλέρτ) είναι η αναμέτρησή του (οποία πρωτοτυπία) με τον γερασμένο-μελλοντικό του εαυτό. Τρέχα γυρευόπουλος δηλαδής. 

Στόχος της Lightyear παρέας (Chris Evans, Taika Waititi, Keke Palmer, Efren Ramirez) να σώσουν το μέλλον της αστρικής αποικίας από τον γνώριμο Zurg (James Brolin!) και να βιώσουν τη συνοχή, συναδελφικότητα, την κοινή επιδίωξη του να παλεύεις ως ομάδα, ώστε ο Buzz να ωριμάσει ως παιχνίδι και ως ρέηντζερ. 

Ο Angus MacLane, συνυπογράφων κάποτες τη σκηνοθεσία του Finding Dory και κάτι ψιλά toystoryκά, Andrew Stanton δεν είναι με την καμία, στάνταρ αυτό. Παρέλαση φράσεων κλισέ, μιας ρομποτικής ακρίβειας ανέπνευστη δομή, χορταστικό σχέδιο που γκελάρει σε μια ανυπόφορη κορεκτίλα, αυτή που παράγει αμέτρητες ενοχές σε όποιον λιγώνεται με την καμωμένη καλοκαγαθοσύνη της. Οι μεγαλύτεροι δε αν το αποφασίσουν (ενδεχομένως εξανάγκης) κάλλιο να πιάσουν στασίδι κοντά στην έξοδο, μιλάμε για το εγγυημένο ροχαλητό. Το Lightyear απέχει έτη φωτός από την καθαρή ματιά του μελαγχολικού Toy Story και γιαταμέ αδυνατεί να είναι η ταινία στην οποία της το χρωστάμε (το Toy Story ντε) όπως η ίδια βαυκαλίζεται. Η λάθος ταινία όμως, σίγουρα είναι.

Lightyear Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουνίου 2022 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Υψηλή Ραπτική (Haute Couture) Poster ΠόστερΥψηλή Ραπτική
της Sylvie Ohayon. Με τους Nathalie Baye, Lyna Khoudri, Pascale Arbillot, Claude Perron, Adam Bessa, Clotilde Courau.


Η χειρονομία είναι που μετράει ( ; )
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Όταν οι καλές προθέσεις δεν είναι αρκετές...

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινίας της γεννημένης το 1970 στο Παρίσι, Sylvie Ohayon, μετά το «Papa Was Not a Rolling Stone» (2014), που είναι απρόβλητο στη χώρα μας. Και στις δύο ταινίες συνυπογράφει και το σενάριο μαζί με την Sylvie Verheyde.

Υψηλή Ραπτική (Haute Couture) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Μπάρι, στην Ιταλία, τον Σεπτέμβριο του 2021. Στις 17 Νοεμβρίου του 2021 η ταινία βγήκε στις γαλλικές κινηματογραφικές αίθουσες, όπου την είδαν περίπου 180 χιλιάδες θεατές.

Η υπόθεση: Η Εσθέρ είναι μια μοναχική, μεσήλικη γυναίκα, που βρίσκεται λίγο πριν τη συνταξιοδότησή της ως βασική μοδίστρα στο εργαστήριο του Ντιόρ, στο Παρίσι, στην Avenue Montaigne. Μια μέρα, η Ζαντ, ένα 20χρονο κορίτσι από τα μπανλιού, τα υποβαθμισμένα προάστια της γαλλικής πρωτεύουσας, με τη βοήθεια της κολλητής της, θα της κλέψει την τσάντα στο μετρό. 

Όταν η Ζαντ, διαπιστώνοντας πως δεν υπάρχει κάτι πολύτιμο στην τσάντα, αποφασίζει να την επιστρέψει στην Εσθέρ, εκείνη, αντί να καλέσει την αστυνομία, αποφασίζει να της δώσει μια ευκαιρία να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη μοίρα της. Βλέπει σε εκείνη την πιθανότητα να της μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις της, την τέχνη της ραπτικής, τον μοναδικό της πλούτο. Στον τρελό κόσμο της Υψηλής Ραπτικής όπου ο υπέρμετρος ανταγωνισμός είναι καθημερινότητα, η Εσθέρ θα δείξει στην Ζαντ έναν δρόμο, που μπορεί να την βγάλει από τα αδιέξοδά της.

Η άποψή μας: «Αόρατο νήμα», «Η μοδίστρα», ακόμα ακόμα ο ελληνικός «Ράφτης»: αν νομίζετε πως τούτη η γαλλική ταινία έχει κάποια σχέση με τις τρεις που πρόχειρα προανέφερα, πλανάστε πλάνην οικτράν. Κι αν το όνομα Dior σας κάνει... κάτι, θαρρώ πως δεν είναι αυτό ικανός λόγος για να παρακολουθήσετε τούτη την ταινία. Γιατί, καλές οι προθέσεις, αλλά είναι τόσο... παιδιάστικα και αφελώς στημένο όλο αυτό, που προσωπικά, περίμενα κάποια στιγμή, οι δύο βασικές πρωταγωνίστριες να βγουν και να πουν κι ένα «and world peace», ωσάν διαγωνιζόμενες σε καλλιστεία! 

Εκεί πραγματικά θα το... τερμάτιζε η συμπαθής κατά τα άλλα σκηνοθέτρια. Και να φανταστείτε, μου αρέσει τρομερά η Nathalie Baye ως ηθοποιός. Να διευκρινίσω εδώ πως οι ερμηνείες δεν αποτελούν πρόβλημα για την ταινία. Κάθε άλλο. Μια χαρά είναι η Baye, μια χαρά τα πάει και η Khoudri, δυο γυναίκες ηθοποιοί διαφορετικών γενεών, διαφορετικών παραστάσεων, διαφορετικών προσεγγίσεων. Το μέγα πρόβλημα βρίσκεται στο σενάριο: στο πόσο απλοϊκό είναι, στο πόσο αχρείαστα φορτωμένο με υποπλοκές και στο πόσο επιλέγει να πατήσει σε δυο βάρκες, του ρεαλισμού και του παραμυθιού, χωρίς να τα καταφέρνει, βουλιάζοντας εντέλει στα αβαθή. 

Δεν μπορείς από τη μια να βάζεις τη μία από τις πρωταγωνίστριές σου να προέρχεται από το (βαθύ) λούμπεν προλεταριάτο, να κάνεις αναφορές για τα (ρατσιστικά) στερεότυπα (όσοι μεγαλώνουν στα προάστια είναι αγράμματοι, άσχετοι, κλεφτρόνια, χωρίς στον ήλιο μοίρα) και από την άλλη, να τη βάζεις σε ένα πλαίσιο... Σταχτοπούτας και να δείχνεις πόσο εύκολα μπορεί να δουλέψει σε έναν απαιτητικό οίκο μόδας όπως ο Dior! Δεν ξέρω πολλά (πες καθόλου) περί μόδας, αλλά μου φαίνεται λίγο σόνικο κάποια κοπέλα, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς άπειρες ώρες μαθητείας, να μπορέσει εν μία νυκτί να πάει σε εργαστήρι μόδας ενός οίκου όπως του Dior και να πιάσει δουλειά επειδή... έτσι. 

Επειδή, και καλά, η πεπειραμένη Εσθέρ είδε στη Ζαντ ταλέντο και... δάχτυλα, που πολύ γρήγορα μπορούν να μάθουν. Ναι, οκ, αλλά όχι τόσο γρήγορα ρε παιδιά. Και μάλιστα, η μικρή κάνει τσαλιμάκια. Μία έτσι, μία γιουβέτσι. Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. Ήξεις, αφήξεις. Τραβάτε με κι ας κλαίω. Ναι, έχει να αντιμετωπίσει και την ρατσίστρια «συνάδελφο» (τόσο σχηματικά γραμμένη ως ρόλος) και τις δυσκολίες της ζωής (πατέρας απών, μητέρα καταθλιπτικιά) και τη δικιά της κυκλοθυμία και τα νεύρα της και τη ζήλια της απέναντι στο αγόρι της (μα πόσο γρήγορα λέει κι αυτός το «σ' αγαπώ», δηλαδή, ήμαρτον – όλα γίνονται... ταχύρρυθμα σε τούτη την ταινία) αλλά ρε αδερφέ, πρώτον δεν γίνεται ποτέ πιστευτή ως χαρακτήρας και δεύτερον δεν γίνεται και αρεστή ως χαρακτήρας. 

Το γεγονός ότι η σκηνοθέτιδα επιλέγει το ρεαλιστικό πλαίσιο «κλωτσάει» το παραμυθένιον του πράγματος. Και η – εμμέσως – σχέση μητέρας με κόρη, που αναπτύσσουν η Εσθέρ με τη Ζαντ, θα άξιζε να διερευνηθεί περισσότερο, αλλά σε άλλο πλαίσιο. Anyway, πολύ κακό για το τίποτα. Και κρίμα. Γιατί αυτή δεν είναι μια κακή ταινία per se. Απλά, η ζαχαρόσκονη σκεπάζει την όποια αλήθεια της...

Υψηλή Ραπτική (Haute Couture) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουνίου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Μετρητής καρτών (The Card Counter) Poster ΠόστερΜετρητής καρτών
του Paul Schrader. Με τους Oscar Isaac, Tiffany Haddish, Tye Sheridan, Willem Dafoe, Alexander Babara, Bobby C. King, Kat Baker.


Η λύτρωση, που δεν έρχεται όταν την περιμένεις...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

"Ό,τι σπέρνεις, θερίζεις"

Αυτή είναι η 21η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 22 Ιουλίου του 1946 στην πόλη Γκραντ Ράπιτς του Μίσιγκαν (ΗΠΑ) Paul Schrader. Μεγαλωμένος από οικογένεια πιστών καλβινιστών, αυστηρών αρχών, δεν του επιτρεπόταν να βλέπει σινεμά! Την πρώτη του ταινία την είδε στα 17 του χρόνια και ήταν το «The Absent Minded Professor» του Robert Stevenson. Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το σινεμά ως κριτικός κινηματογράφου, έχοντας την υποστήριξη της μυθικής Pauline Kael. Να θυμίσουμε πως ως κριτικοί κινηματογράφου ξεκίνησαν την καριέρα τους σκηνοθέτες όπως οι François Truffaut, Peter Bogdanovich, Jean-Luc Godard, Wim Wenders και Olivier Assayas (σημείωση: η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει...). Το πρώτο του σενάριο που έγινε ταινία ήταν εκείνο για το «Μυστική οργάνωση Γιακούζα» (The Yakuza, 1974) του Sydney Pollack, το οποίο συνέγραψε μαζί με το αδελφό του, Leonard, και τον επίσης μυθικό σεναριογράφο Robert Towne. Δύο χρόνια μετά υπογράφει το απόλυτο αριστούργημά του: το σενάριο για την ταινία «Ο ταξιτζής» (Taxi Driver, 1976) του Martin Scorsese. Ακολούθησαν άλλες τρεις συνεργασίες με τον Scorsese: «Οργισμένο είδωλο» (Raging Bull, 1980), «Ο τελευταίος πειρασμός» (The Last Temptation of Christ, 1988) και «Σταυροδρόμια της ψυχής» (Bringing Out the Dead, 1999). Η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Schrader ήταν το εξαιρετικό «Θανάσιμη απειλή» (Blue Collar, 1978). Από τις υπόλοιπες ταινίες του ξεχωρίζουμε τις: «Επάγγελμα: Ζιγκολό» (American Gigolo, 1980), «Η αγριόγατα» (Cat People, 1982) και «Mishima» (1985). Η προτελευταία του ταινία που είδαμε στους κινηματογράφους στη χώρα μας ήταν το «Σκάνδαλο» (The Walker, 2007). Τις επόμενες τέσσερις δεν τις είδαμε στο σινεμά στην Ελλάδα – βγήκαν κατευθείαν σε dvd! Μεταξύ της τελευταίας του ταινίας (την οποία είδαμε και στη χώρα μας), του «Ακρότητες» (First Reformed) και τούτης εδώ, πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Μετρητής καρτών (The Card Counter) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα. Από εκεί και πέρα, έλαβε μέρος σε μια σειρά από άλλα φεστιβάλ (Τέλουραϊντ, Ντοβίλ, Ζυρίχης, Βιέννης) ενώ στο φεστιβάλ της Βαγιαδολίδ τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου σεναρίου. Τα Cahiers du Cinéma τοποθέτησαν την ταινία στο νούμερο 9 ανάμεσα στις 10 καλύτερες ταινίες του 2021. Το Sight & Sound κατέταξε την ταινία στο νούμερο 33 ανάμεσα στις 50 καλύτερες ταινίες του 2021. Η ταινία ήταν ανάμεσα στις 14 πιο αγαπημένες του Μπαράκ Ομπάμα για το 2021. Ο Martin Scorsese είναι ένας από τους 20 (!!!) executive producers της ταινίας – ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει καταγραφεί σε ταινία του Χόλιγουντ, σύμφωνα με το imdb. Και είναι η πρώτη φορά που οι δύο δημιουργοί συνεργάζονται από το 1999 και τα «Σταυροδρόμια της ψυχής».

Η υπόθεση: Ο Γουίλιαμ Τελ είναι ένας μοναχικός τζογαδόρος. Μετακινείται από καζίνο σε καζίνο προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να μην σκέφτεται το ταραγμένο στρατιωτικό παρελθόν του (και κάποιες αποφάσεις που πήρε και κάποιες πράξεις που έκανε), που τον στοιχειώνει. Το μόνο που θέλει είναι να παίζει χαρτιά, χωρίς να ξεχωρίζει ή να δίνει δικαιώματα. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν τον πλησιάσει ένας νεαρός, ονόματι Κερκ. Ο Κερκ του προτείνει να τον βοηθήσει να εκδικηθούν έναν άνθρωπο, υπεύθυνο για πολλά δεινά, που σημάδεψαν τις ζωές τους. Ο Τελ το βλέπει όλο αυτό ως μια ευκαιρία για λύτρωση. 

Χρηματοδοτούμενος από τη μυστηριώδη Λα Λίντα, ο Τελ παίρνει υπό την προστασία του τον Κερκ και μαζί επισκέπτονται διαδοχικά καζίνο από μια πόλη στην άλλη, ελπίζοντας πως με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρει να σταματήσει τα σκοτεινά σχέδια του νεαρού. Μέχρι που βάζουν στόχο να νικήσουν το World Series of Poker στο Λας Βέγκας. Ο Κερκ όμως δεν θα λειτουργήσει έτσι όπως ήλπιζε ο Τελ, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στο σκοτάδι του παρελθόντος του και να έρθει αντιμέτωπος με αυτό, προσπαθώντας πλέον να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μια και καλή.

Η άποψή μας: «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Και επίσης, είμαστε οι εμμονές μας. Ο Paul Schrader συνεχίζει τη μοναχική μα τόσο ενδιαφέρουσα πορεία του με μια ταινία, που έχει πάρα πολλά κοινά σημεία με την προηγούμενή του, το υπέροχο «Ακρότητες», ευρισκόμενη ένα τσικ πιο χαμηλά από εκείνη. Κι εκεί μοναχικός ήρωας, κι εδώ μοναχικός ήρωας. Κι εκεί λιτός βίος κι εδώ λιτός βίος. Κάντε σύγκριση στα δωμάτια του Ερνστ και του Τελ: δωρικότητα. Κάθε βράδυ ο Ερνστ έρχεται αντιμέτωπος με το αδυσώπητο σκοτάδι. Εκτός από το ποτό, μόνη του παρηγοριά είναι ένα ημερολόγιο που κρατάει. Χειρόγραφα. Για ένα χρόνο. Κάτι σαν εξομολόγηση. Κάτι για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του. Κάτι για να τον βοηθήσει να κρατηθεί όρθιος. Το ίδιο ακριβώς θα μπορούσαμε να πούμε και για τον Τελ, που επίσης κρατάει ημερολόγιο χειρόγραφα. Και οι δύο συναντούν ανθρώπους έτοιμους να πραγματοποιήσουν κάτι παράτολμο, κάτι δραστικό, κάτι που τους εκτρέπει από την πορεία τους. Και οι δύο ψάχνουν απεγνωσμένα την λύτρωση – μέσω τρίτου. 

Η διαφορά των δύο ταινιών – που είναι ολοφάνερο πως γυρίστηκαν με ελάχιστα μέσα και με όλους τους συντελεστές να είναι ταγμένοι σε αυτό που κάνουν – βρίσκεται στο φινάλε. Το φινάλε στις «Ακρότητες», εκεί που λες πως θα μπορούσε να είναι και happy, χωρίς αυτό απαραίτητα να σε χαλάει, κόβει με ένα cut σε μαύρο που σε αφήνει μαλάκα. Στη νέα του ταινία το φινάλε είναι... αναγκαστικό. Κι ίσως κομματάκι... μπερδεμένο πολιτικά. Σαν να μας λέει ο Schrader πως η φυλακή αρχικά λειτούργησε όντως... σωφρονιστικά για τον Τελ. Κι όχι μόνον αυτό: τον έκανε και... καλύτερο άνθρωπο! Κι όχι μόνον αυτό: λειτουργεί ως το... σπίτι στο οποίο νιώθει οικεία και άνετα. Κουλό; Τι να πω; Προσωπικά, πάντως, δεν μου έκατσε καλά, το ομολογώ. 

Από εκεί και πέρα, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Από το όνομα του βασικού αντιήρωα, που είναι ευθεία αναφορά στον Γουλιέλμο Τέλλο, τον φολκλόρ ήρωα της Ελβετίας, εκείνον ντε που κατάφερε να πετύχει με το βέλος του μήλο στηριγμένο στο κεφάλι ανθρώπου – ενώ παράλληλα παίζει με τον ποκερικό όρο «Tell», ήτοι, την κίνηση, την χειρονομία, το τικ, το οποίο χαρακτηρίζει εκείνον τον παίκτη, που δεν καταφέρνει το περίφημο poker face και προδίδεται είτε όταν έχει καλό φύλλο είτε όταν έχει κακό. Ο αριθμός του δωματίου του πρώτου μοτέλ στο οποίο πηγαίνει ο Τελ, είναι το 101, αριθμός που είχε και ο περίφημος θάλαμος βασανιστηρίων στο «1984» του Όργουελ. 

Το φινάλε παραπέμπει στο «American Gigolo» και το «Light Sleeper» του ίδιου του Schrader, που εννοείται πως σε όλες αυτές τις ταινίες αποτίνει φόρο τιμής στον αριστουργηματικό «Πορτοφολά» του Bresson. Κι άλλες αναφορές, κινηματογραφοφιλικές, inside jokes, τέτοια. Πολιτικά, έθεσα τη διαφωνία μου αλλά ο δημιουργός δεν ακολουθεί τον εύκολο δρόμο. Το Άμπου Γκράιμπ και τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν μουσουλμάνοι, και καλά στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, περιγράφονται ως μια μελανή σελίδα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, που, ειρωνικά, το όνομά τους – USA – ακούγεται συχνά πυκνά ως πανηγυρισμός ενός παίκτη πόκερ και των οπαδών του: η χώρα στην οποία εφαρμόζεται ο υπαρκτός καπιταλισμός, δεν μπορεί παρά να δοξάζει τον τζόγο και το εύκολο κέρδος. 

Σκηνοθετικά, ο Schrader ακολουθεί έναν μπασταρδεμένο νεονουάρ τόνο και είναι λιτός και δωρικός όσο και ο ήρωάς του: ψαχνό ρε παιδί μου, χωρίς εφέ και μαλακίες. Αφήνει χώρο και για λίγη μαγεία, λίγη ομορφιά: η νυχτερινή κινηματογράφηση του Austin Trail of Lights είναι απλά μαγική! Ο Oscar Isaac δίνει μια φαινομενικά εύκολη μα ουσιαστικά εξαιρετική ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο, που είναι και ο πιο προσεγμένος σεναριακά. Η Λα Λίντα της Tiffany Haddish δεν είναι καλογραμμένη, καλά σκιαγραφημένη ή σωστά ερμηνευμένη, ενώ τόσο ο Tye Sheridan όσο και ο Willem Dafoe δεν έχουν ακριβώς πού να πατήσουν. Όπως και να 'χει, αξίζει να δείτε μια ταινία, φτιαγμένη από έναν άνθρωπο που αν μη τι άλλο είναι συνεπής και πάντα βάζει τον θεατή σε διαδικασία σκέψης, μη δίνοντάς του να καταναλώσει fast food χυλό. Κι αυτό έχει τη σημασία του.

Μετρητής καρτών (The Card Counter) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Χαμένες Ψευδαισθήσεις (Illusions Perdues) Poster ΠόστερΧαμένες Ψευδαισθήσεις
του Xavier Giannoli. Με τους Benjamin Voisin, Xavier Dolan, Vincent Lacoste, Cécile de France, Gérard Depardieu, Jeanne Balibar, André Marcon, Jean-François Stévenin, Louis-Do de Lencquesaing, Salomé Dewaels.

Influencers Εποχής!
του zerVo (@moviesltd)

Ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της κλασικής Γαλλικής λογοτεχνίας, ο σπουδαίος Honore de Balzac, συνέγραψε το μυθιστόρημα του Χαμένες Ψευδαισθήσεις (Illusions Perdues), μεταξύ των ετών 1837 και 1843. Βασισμένος κατά κύριο λόγο σε προσωπικές εμπειρίες που αποκόμισε εργαζόμενος τόσο ως τυπογράφος, όσο και σαν εκδότης, στο χωρισμένο σε τρεις πράξεις πόνημα του, επιχειρεί να περιγράψει την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα του, αμέσως μετά τις πολιτικές ανακατατάξεις των αρχών του 19ου αιώνα. Το παράξενο στην περίπτωση των όσων περιγράφει το κείμενο του συγγραφέα, είναι πως αν και έχουν συνταχθεί περίπου διακόσια χρόνια πριν, φαντάζουν σαν να γράφτηκαν όχι χθες, αλλά σήμερα κιόλας. 

Χαμένες Ψευδαισθήσεις (Illusions Perdues) Quad Poster
Αποφασισμένος να πραγματοποιήσει τις ασυγκράτητες φιλοδοξίες του, που ξεπερνούν κατά πολύ τα στενά όρια της επαρχιακής κωμόπολης του Ανγκουλέμ, αλλά και να ακολουθήσει τον παθιασμένο, όσο και παράνομο, έρωτα του για την όμορφη αριστοκράτισσα Λουίζ Ντε Μπαρζετόν, ο νεαρός, εκκολαπτόμενος και ταλαντούχος ποιητής Λισιέν Ντε Ρουμπενπρέ, θα μεταβεί στο Παρίσι, εκεί που εκτιμά πως θα του δοθούν οι ευκαιρίες ανάδειξης που αποζητά. Ατυχώς για εκείνον, η ερωμένη του ακολουθώντας τις προσταγές της τάξης της, που απειλεί να την εξοστρακίσει, θα τον απαρνηθεί, ρίχνοντας τον, αδέκαρο, στον μαρασμό και την απελπισία.

Εργαζόμενος πλέον στα κακόφημα καπηλειά ως σερβιτόρος για να βγάλει τα λιγοστά προς το ζην, θα γνωρίσει τον δυναμικό και επιδραστικό αρχισυντάκτη της επιθεώρησης La Corsaire Satan, Ετιέν Λουστώ, ο οποίος μονομιάς θα τον πάρει υπό την προστασία του δασκαλεύοντας τον την μέθοδο, για να αναδειχθεί σε δημοσιογράφο περιοπής. Και πραγματικά ακολουθώντας τις κατευθύνσεις του μέντορα του, πολύ σύντομα ο Λισιέν, χάρη στην ικανότητα του στην γραφή, θα πάρει ένα σημαντικό πόστο στην φιλελεύθερων τάσεων εφημερίδα. Που όχι μόνο θα του αποφέρει έσοδα ώστε να διαβιώνει άνετα, αλλά θα του δώσει και την ισχύ εκείνη που χαρίζει η πένα, όταν χρησιμοποιείται επιθετικά και προς ίδιον όφελος.

Υπάρχουν ηθικές αρχές στην ψυχή του ερωτοκτυπημένου, εμφανίσιμου μεν, βλαχαδερού δε, εικοσάχρονου ποιητή. Αγαθός μέχρι τελικής πτώσης, ο Λισιέν, που όπως τον συμφέρει χρησιμοποιεί το επώνυμο της, κατά κάποιο τρόπο, βαθμοφόρας σοσιολογικά, μητέρας, αντί για εκείνο του μπατίρη και άνευ γαλονιών πατέρα, νομίζει πως αφήνοντας ξωπίσω του το ελαχίστων ευκαιριών χωριό, θα βρει μια μεγαλούπολη που θα τον καρτερεί με ανοιχτές αγκαλιές. Όπως του το είπε επακριβώς ο ευγενής, ηλικιωμένος και άσχημος, μα πλούσιος και αξιωματούχος, μνηστήρας, της αγκάλης της όμορφης, αν και σαρανταβάλε, Λουίζ: Ο Σηκουάνας αν τον τρέξεις προς τις εκβολές του, θα δεις πως είναι γεμάτος από πτώματα, όσων αυτοκτόνησαν στα νερά του, μη αντέχοντας να παίξουν στους κανόνες που θέτει το Παρίσι.

Ένα ρόλερ κόαστερ - πόσο άκομψη λέξη για μια ταινία εποχής, αλλά απόλυτα ταιριαστή με την φρενήρη πλοκή - που εισχωρεί με ταχύτητα ιλιγγιώδη στον μικρόκοσμο των πλουσίων και όσων άφραγκων τους περιβάλλουν, επιθυμώντας κάποια φορά να πάρουν την θέση τους, είναι το πανέμορφο παραμύθι που μας περιγράφει το Illusions Perdues. Ένα παιχνίδι δράσης και αγωνίας, που κανείς δεν βάζει στοίχημα για το ποιες είναι οι ισχύουσες συμμαχίες, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιες ατιμίες, προδοσίες, μηχανορραφίες, θα λάβουν χώρα στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο. Άλλωστε όταν κατέχεις θέση και πλούτη, είναι απολύτως βέβαιο πως υπερτερείς του φουκαρά, που το μυαλό του ενδεχόμενα ξεχειλίζει από τάλαντο.

Για να πιάσουμε και τον παλμό της μόδας, πέρα από την βασική κεντρική ιδέα, περί της κυρίαρχης απολυταρχίας, το φιλμ αναδεικνύει προσωπικότητες που συναντάμε διαρκώς στην καθημερινότητα μας. Μεγαλοεκδότες που αδιαφορούν για την ποιότητα, υπολογίζοντας μετά μανίας στο χρηματικό κέρδος, ινφλουένσερς που με το κούνημα ενός δακτύλου ανεβάζουν η κατακερματίζουν καριέρες, ρεπόρτερς φυλλάδων που με δυο μόνο τους λέξεις, έναντι φυσικά αδράς ανταμοιβής, πετυχαίνουν να καθοδηγήσουν την κοινή γνώμη. Και ο λαουτζίκος, άβουλος και μουτζούρης, ζητωκραυγάζει ή γιουχάρει κατά το δοκούν, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως ουσιαστικά, δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα πιόνι, μια μαριονέτα, που χειρίζονται για πλάκα οι ισχυροί.

Στο αντίκρυ, για να πω του στραβού το δίκαιο, των 160 λεπτών της χρονικής διάρκειας της ταινίας, αρχικά τα έχασα. Δεν περίμενα ποτέ πως ένα δράμα με στολές της μεταλουδοβίκων περιόδου, θα μπορούσε να με καθηλώσει έτσι, μεταβαλλόμενο σε αγωνιώδες θρίλερ, ανατροπών και απρόσμενων εξελίξεων. Στα 50 του χρόνια, ένας από τους πιο αγαπημένους ντιρέκτορες των μεγάλων μεσογειακών φεστιβάλ κινηματογράφου, στο όγδοο δημιουργικό, μεγάλου μήκους, βήμα του, κερδίζει το χειροκρότημα της πλατείας. Κανονικό, αυθόρμητο και από καρδιάς για τον Xavier Giannoli, ούτε κίβδηλο, ούτε μουσαντένιο, σαν κι εκείνα που στήνει ο σιχαμερά πληρωμένος κλακαδόρος - ο σπουδαίος ρολίστας και προσφάτως εκλιπόντας Jean Francois Stevenin, σε μια από τις ύστατες εμφανίσεις της ζωής του.

Υπέροχη καλλιτεχνική διεύθυνση, στα υψηλού επιπέδου πρότυπα της γαλλικής σχολής, ρυθμός που αβαντάρεται από το κοφτό μοντάζ και τις γοργές κινήσεις της κάμερας, με τους μακρύς νυσταλέους διαλόγους να περιορίζονται σημαντικά και μόνο κατ απαίτηση του σεναρίου, αφήγηση που τονίζεται από ένα στοιχειωμένο voice over, που μόνο στο τελικό πλάνο αντιλαμβανόμαστε της ταυτότητα του ομιλητή. Το κυριότερο όμως, ένα πολύ σπουδαίο, επιλεγμένο από το πάνω ράφι, καστ, που απαρτίζουν πασίγνωστες μορφές του τρικολόρ σινεμά, με πιο χαρακτηριστικές την De France, που επάξια κερδίζει την διαδοχή από την Scott Thomas στην μελαγχολικά σεξ απίλ έκφραση, ο φορμαρισμένος δαίμονας Dolan, αντάμα με τον καταπληκτικό Lacoste, ως προσωποποιήσεις της απορημένης άγνοιας του Friend or Enemy, φυσικά ο Depardieu, που άλλωστε και ο ίδιος κάποτε είχε υποδυθεί τον Μπαλζάκ, η μπουλούκα, κοψιάς συμπατριώτισσας Dequenne, Salome Dewaels, η κομμένη και ραμμένη σε πατρόν Τασώς Καββαδία, Jeanne Balibar, που ως σατανική μεγαλοαστή δεν αφήνει το παραμικρό να αγγίξει την ανωτέρα τάξη της.

Χορός πανάκριβος που περικλείει την αποκάλυψη των Χαμένων Ψευδαισθήσεων, τον όχι ανάλογης πρωταγωνιστικής εμπειρίας Benjamin Voisin, ένα στοίχημα που εύκολα θα μπορούσε να αποδειχθεί μπούμερανγκ για την παραγωγή κι όμως βγήκε λίρα εκατό! Πανέμορφος, λαμπερός, χωστός, με ένα αστέρι να τον ακολουθεί μόνιμα σε κάθε του εμφάνιση, ο ζεν πρεμιέ, δίνει παράσταση καριέρας, αποδίδοντας τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα του: Επαρχιώτης εραστής, αδέξιος βαλές, φλογερός ιδεαλιστής, καλοσιδερωμένος δανδής, τσακισμένος ονειροπόλος. Πανάξιο Cesar Πιο Ελπιδοφόρου Ηθοποιού, το ένα από τα επτά βαρύτιμα τρόπαια που κατάφερε το φιλμ, μεταξύ των οποίων και εκείνο του καλύτερου, της δεύτερης τη τάξει βιομηχανίας της Έβδομης Τέχνης στον κόσμο, για φέτος.

Χαμένες Ψευδαισθήσεις (Illusions Perdues) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

Jurassic World: Κυριαρχία (Jurassic World Dominion) Poster ΠόστερJurassic World: Κυριαρχία
του Colin Trevorrow. Με τους Chris Pratt, Bryce Dallas Howard, Laura Dern, Jeff Goldblum, Sam Neill, DeWanda Wise, Mamoudou Athie, BD Wong, Omar Sy, Campbell Scott.


Στο Χρονοντούλαπο της Ιουρασικής Περιόδου
του gaRis (@takisgaris)

Ήμανα νιος και γέρασα τότε, στα χρόνιατου καινοτόμου Jurassic Park (1993) δια χειρός Μούσια, από τις ελάχιστες διαχρονικά μπλοκμπαστεριές που εμπίπτουν στην κατηγορία «χάρμα ιδέσθαι». Ίσως η μόνη τερατοκατάσταση που θα έλεγες ότι θα χώραγε αξιοπρεπέστατα σε μια οσκαρική 10δα Καλύτερης Ταινίας. Σε τρελά κέφια βεβαίως τότενες ο Σπηλβέργιος, καθότι υπέγραψε την ίδια χρονιά την αριστουργηματική Λίστα του Σίντλερ. Μόνο αυτός θα μπορούσε να το διαπράξει τέτοιο κατόρθωμα. Είχαμε λοιπόν πρωτοπάρει μυρωδιά του τι σημαίνει ILM (βλ. το άλλο μέγα φιλμικό κεφάλαιο - George Lucas) ήδη από τα ζαμάνια της Star Wars Saga. Οι Δεινόσαυροι πάντως ήταν εκείνοι που άνοιξαν διάπλατα την πόρτα στους πρωτοπόρους εφφετζήδες της Industrial Light Magic στα εισπρακτικά μεγαθήρια της μετέπειτα εποχής (Harry Potter, Star Trek, Pirates of the Caribbean, Transformers, Mission Impossible, Marvel, μέχρι την κολεγιά με τη Weta στο (οσονούπω επιστρέφοντος) Avatar έφτασε η χάρη της.

Jurassic World: Κυριαρχία (Jurassic World Dominion) Quad Poster
Με την πρώτη παράγραφο σου χάραξα περίγραμμα: Εφφέδες και Δεινόσαυροι, αυτό πουλάει, αυτή είναι η ουσία (και ο μπακλαβάς γωνία) των έξι (6) συνολικά ταινιών της ιουρασικής περιόδου. Ποια πλοκή, ποια οικολογικά μηνύματα και ποιοί χαρακτήρες κι άλλες ανθρωπίλες τώρα. Μη γελιόμαστε. Να σου γράψω περί του πολιτισμικού φαινομένου Τζουράσικ για τα δώ τα μέρη, δειγματολειπτικά, ένα πράμα μόνο: Μια ομάδα έχουμε στην πόλη και ακούει στο όνομα Toronto Raptors, ιδρυθείσα στα 1995, ΝΒΑ champions μόλις πρόπερσι (τόζησα κι αυτό). 

Πίσω στη φιλμική εξάδα, ο Στηβ άφησε το τιμόνι (και καλά έκανε)στα 1997 μετά το Lost World που δε πολυβλεπότανε, όμως το franchise άντεξε και δεύτερη, ρημπουτιασμένη τριλογία που άνοιξε συμπαθητικά ο Colin Trevorrow στα 2015 (Jurassic World), για να επιστρέψει σχεδόν ανήμερα της επετείου των 29 χρόνων από την πρώτη με το κύκνειο (;) άσμα των δεινοσαύρων, επικά τιτλοφορούμενο World Dominion. Ε λοιπόν, δυο τινά δεν ισχύουν εδωνά. Πρώτον, σύμφωνα με την παραγωγάρα Frank Marshall, θα κάτσουν να το σκεφτούνε για επόμενο (λέει). 

Να σκεφτούνε τι, δηλαδή; Το Dominion, έχει βγάλει τα έξοδά του ήδη στο πρώτο 4ημερο προβολής αποδώθε και έχει γραπώσει αυθωρί και παραχρήμα το μισό μπιλιούνι παγκοσμίως. Τόμπολα. Το δεύτερο τινό που κάκιστα δεν ισχύει είναι το γεγονός ότι μόνο ντομίνιον των ντάινος δεν βλέπουμε στην οθόνη. Ειδικά στο πρώτο ημιχρόνιο των υπερβολικών σε διάρκεια 2 ½ ωρών, οι σαύρες είναι στο μπακγκράου, ενώ στο δεύτερο, μπηκόζ PG13, τα ζωντανά (εννιά στις δέκα φορές) μένουν από γκάζι με μαθηματική ακρίβεια μια σαγωνιά πριν το θανατηφόρο τους μπάιτ. 

Στα αποδέλοιπα, πάρε τζεημισμποντικά κυνηγητά στη Μάλτα, δώσε Ιντιάνα Τζοουνς σκοτεινές τρεχάλες στη ζουγκλα, γενικά μια έλλειψη ταυτότητας, χώρια που τοσάιντ στόρι περί αφανισμού των σπαρτών από μαμουθοακρίδες εργαστηρίου ή το περί ανθρώπινης κλωνοποίησης ανεκμετάλλευτο σεναριακό χαρτί, μούφεραν στο νου ένα ντεζαβύ από Downsizing του Alexander Payne. Ευτυχέστατα όμως, καθότι βρες μου θετική κριτική ταινίας με πρωταγωνιστή τον Chris Pratt (ενώ η συντρόφισσά του Bryce Dallas Howard προσπαθεί τουλάχιστον η κακομοίρα), υπάρχει η θρυλική επανένωση των οριζινάλ Laura Dern - Sam Neil - Jeff Goldblum, 

Για να χτυπήσει λιμιτάπια νοσταλγίας και να δώσει ανάσες από την αποπληκτική παρέλαση εικόνων και μηνυμάτων που τίποτις καινουργές δεν έχουν να προσθέσουν σε μια τελική αρπαχτή μιας ρομαντικής ιδέας που έχει οριστικά πιάσει στασίδι στο χρονοντούλαπο της ιουρασικής περιόδου.

Jurassic World: Κυριαρχία (Jurassic World Dominion) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ο Γάιδαρος, ο Εραστής μου κι Εγώ (Antoinette dans les Cévennes) Poster ΠόστερΟ Γάιδαρος, ο Εραστής μου κι Εγώ
της Caroline Vignal. Με τους Laure Calamy, Benjamin Lavernhe, Olivia Côte, Louise Vidal, Marc Fraize, Jean-Pierre Martins, Lucia Sanchez, Maxence Tual.

Τι, βρε γαϊδαράκο, τι, τι την θέλεις την τρεχάλα; Τρέχουν μόνο οι κουτοί...
του zerVo (@moviesltd)

Έναν εκπληκτικής ομορφιάς τουριστικό προορισμό, μόλις τρεις ώρες μακριά από την Λιόν, ορίζει η οροσειρά των Σεβεν, ένα εθνικό πάρκο έκτασης 900 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το προστατευόμενο από την Unesco φυσικό αξιοθέατο, που συνθέτουν γρανιτένια βουνά, ανεμοδαρμένα οροπέδια, καταπράσινες κοιλάδες και κοφτερά φαράγγια, ανέφερε πρώτος στα συγγράμματα του ο ταξιδιωτικός ανταποκριτής Robert Lewis Stevenson. Ο Σκοτσέζος συγγραφέας του Νησιού των Θησαυρών, διέσχισε την κακοτράχαλη ζώνη, πάνω σε ένα μουλάρι, δίνοντας έτσι το έναυσμα σε πάμπολλους επισκέπτες της περιοχής, να επιχειρήσουν ακριβώς το ίδιο, βαδίζοντας στα ίχνη του. Όπως το, σχεδόν μισού αιώνα Μαΐων, κορίτσι της ιστορίας που θα παρακολουθήσουμε...

Ο Γάιδαρος, ο Εραστής μου κι Εγώ (Antoinette dans les Cévennes) Quad Poster
Δασκάλα σε δημοτικό σχολείο είναι η Αντουανέτ, μεγαλοκοπέλα, που ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί, κάτι που ελπίζει να συμβεί πολύ σύντομα, αφού ο συνομήλικος της Βλαντιμίρ, πατέρας μαθήτριας της, της έχει υποσχεθεί πως δεν θα αργήσει να εγκαταλείψει την γυναίκα του για χάρη της. Με την μαθητική χρονιά να έχει φτάσει στο τέλος της, η άτακτη και αντισυμβατική εκπαιδευτικός, πιστεύει πως έφτασε η στιγμή να περάσει λίγες ανέμελες ημέρες διακοπών, αγκαλιά με τον - παντρεμένο - καλό της στην Κυανή Ακτή.

Η ανακοίνωση από εκείνον πως δεν θα είναι διαθέσιμος, αφού οικογενειακώς πρέπει εκδράμει στην οροσειρά Σεβεν για να περάσει το καλοκαίρι του, θα αναστατώσει την, έτσι κι αλλιώς, νευρωσική Αντουανέτ, που θα το βάλει πείσμα να τον ακολουθήσει όπου κι αν βρεθεί. Μόνο που, ούτε σωματικά, ούτε πνευματικά είναι έτοιμη για την πρόκληση που την περιμένει, να διασχίσει δηλαδή την αχανή και πετρώδη περιοχή, περπατώντας, έχοντας σαν μοναδική της συντροφιά ένα γαϊδουράκι. Τον Πατρίκ...

Μπρος στο να βρεθεί στα χνάρια του καλού της, τί είναι ο πόνος δηλαδή. Αφού ο ορισμός της ασούμπαλης, αδέξιας και ελάχιστα οργανωτικής κοπελιάς, επιβάλλεται να μπει σε τάξη και πειθαρχία για να βγάλει εις πέρας το βαρύτατο καθημερινό πρόγραμμα πεζοπορίας στην φύση. Και σαν να μην φτάνουν οι κακουχίες κι οι ταλαιπώριες, η φουκαριάρα έχει να αντιμετωπίσει τα κουτσομπολιά και την χλεύη των συνοδοιπόρων, που και βέβαια έχουν πληροφορηθεί τον, όχι και τόσο φυσιολατρικό, λόγο που την ώθησε να σκαρφαλώσει στα όρη και στ' άγρια βουνά. Απελπισμένη και μονάχη, η ωραιοπαθής Αντουανέτα, που νομίζει πως όλοι οι άντρες κάνουν κρα για την πάρτη της, μη έχοντας άλλον να πει τον καημό της, θα τον εκμυστηρευτεί στον τετράποδο κολλητό. Που πλέον θα της συμπαρασταθεί και σαν ψυχαναλυτής, στην πορεία αναζήτησης του τέλειου εαυτού της.

Είκοσι χρόνια μετά το δημιουργικό της ντεμπούτο η Caroline Vignal, παρακινούμενη προφανώς από την προσωπική της εμπειρία στις Cevennes, αλλά και συγκινημένη από την ρομαντική ιστορία του Στίβενσον και της ερωμένης του, παίρνει το ρίσκο να διασκευάσει το στόρι, πασπαλίζοντας το με μπόλικη γλαφυρότητα και φραντσέζικο χιούμορ. Κτίζοντας τα πάντα γύρω από ένα θηλυκό, που νομίζει πως όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω της και - εννοείται - μπαίνει στην διαδικασία του ανταγωνισμού κόντρα στην επίσημη, για τα όμορφα μάτια του λόβερ, που αυτός κι αν έχει χάσει αβγά και πασχάλια στο τι αληθινά επιθυμεί. Γυναικείο το φαινόμενο, από την μια, του "εγώ θα στον φάω και θα σκάσεις", σερνικό από την απέναντι το "δώσε μου λίγο χρόνο βρε αγάπη μου, να δω πως θα της το φέρω", καταστάσεις που έχουμε ματαδεί μυριάδες φορές, σίγουρα σχεδιασμένες, πάρα πολύ καλύτερα στο πανί.

Γιατί μπορεί το περιβάλλον που περιβάλλει την πλοκή, να μοιάζει αληθινά μαγευτικό, ειδικά για τους λάτρεις της πεζοπορίας που θα ανταμώσουν τον παράδεισο τους, ο συνδυασμός του άτσαλου χιούμορ και του σλάπστικ, με την μελαγχολία που βασιλεύει στην καρδιά της ανασφαλούς γεροντοκόρης, με το άστατο ερωτικό παρελθόν, δεν είναι καλομαγειρεμένος. Την ογδοηκοστή λούπα, δε, που ο Κυρ Μέντιος μουλαρώνει και δεν κουνάει ρούπι, αντιλαμβάνεται κανείς πως οι εμπνεύσεις στέρεψαν και η βόλτα εσωτερικής αναζήτησης στην εξοχή, μπορεί να περισωθεί μόνο αν αλλάξει με ψαχτήρι καινούργιου γκόμενου. Κι από τέτοιους, της μιας νύχτας, που εννοείται δεν θα υποσχεθούν το παραμικρό στην ψάχνουσα αποκατάσταση Αντουανέτ, να φαν κι οι κότες.

Μου έκαμε τρομερή εντύπωση η επιλογή της Φραντσέζικης Ακαδήμιας Σινεμά, να πριμοδοτήσει με το βαρύτιμο Cesar ερμηνείας, την πρωταγωνίστρια Laure Calamy, για την απόδοση της σε έναν ρόλο, τόσο επίπεδο, όχι τίποτα αβανταδόρικο και ούτε καν συμπαθητικό. Η 47χρονη, που δεν την λες και κούκλα, ούτε πρώτη κορμάρα, δεν φοβάται να τσαλακωθεί, φορώντας τζιν στενά σορτσάκια (φυσικά υπέρ της) δεν προσφέρει όμως απόδοση υψηλού κύρους, με δυναμικές και εντάσεις, έστω να την αποκαλέσεις αξιομνημόνευτη. Αυθόρμητη είναι η σωστή λέξη. Εν αντιθέσει, θα έλεγα, με τον ντεντένη, που χάρη στις ανθρωπινές του εκφράσεις και μορφασμούς που παίρνει, σίγουρα θα άξιζε ένα τρόπαιο ανταμοιβής, για την έξοχη υποστηρικτική του παρουσία. 

Ο Γάιδαρος, ο Εραστής μου κι Εγώ (Antoinette dans les Cévennes) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Παρίσι, 13ο διαμέρισμα (Les Olympiades, Paris 13e) Poster ΠόστερΠαρίσι, 13ο διαμέρισμα
του Jacques Audiard. Με τους Lucie Zhang, Makita Samba, Noémie Merlant, Jehnny Beth.

Parisienne walkways...
του zerVo (@moviesltd)

Στις νοτιοανατολικές παρυφές της Πόλης του Φωτός, πλάι στις προαστιακές όχθες του Σεν, εκτείνεται το 13ο (από τα είκοσι) καρτιέ της γαλλικής πρωτεύουσας. Βασικό χαρακτηριστικό της πυκνοκατοικημένης, κατά βάση από απωανατολίτες μετανάστες, ζώνης, είναι τα πανύψηλα, ουρανοξυστώδη κτίρια, που στα έγκατα τους στριμώχνονται δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές. Τα οκτώ υψηλότερα εξ αυτών, έχοντας βαφτιστεί με το όνομα πόλεων που φιλοξένησαν, στην μοντέρνα εκδοχή του, το σημαντικότερο αθλητικό γεγονός του πλανήτη, αποκαλούνται Ολυμπιάδες. Αθήνα, Αμβέρσα, Τόκιο, Κορτίνα, Μέξικο Σίτι, Λονδίνο, Σαπόρο, Ελσίνκι. Και συνάμα ορίζουν το φυσικό φόντο, της πιο πρόσφατης, όσο και εύκολα πιο αδύναμης, σκηνοθετικής στιγμής ενός αγαπημένου μου ευρωπαίου κινηματογραφιστή.

Παρίσι, 13ο διαμέρισμα (Les Olympiades, Paris 13e) Quad Poster
Τα πενιχρά έσοδα από την εργασία της ως οπερατέρ σε κέντρο τηλεφωνικών πωλήσεων, θα οδηγήσουν την, με καταγωγή από την μακρινή Ταιβάν, Εμιλί, να μοιραστεί το διαμέρισμα της, στο θηριώδες παρισινό μπλοκ, προκειμένου να τα βγάλει πέρα. Την πόρτα της θα κτυπήσει ο Καμίλ, ένας ευθυτενής και γοητευτικός άντρας με προέλευση από τις αφρικάνικες αποικίες, φιλόλογος σε γυμνάσιο της περιοχής. Μονομιάς με το που θα πάρει μπρος η συγκατοίκηση, ανάμεσα στους δύο άγνωστους μέχρι τα χθες νέους, θα εκκινήσει μια ταυτόχρονη σχέση, που μοναδικό της σκοπό έχει την σεξουαλική απόλαυση.

Ερχόμενη στα 32 της χρόνια από την επαρχία, η χαμηλών τόνων Νορά, θα επιχειρήσει ένα νέο ξεκίνημα, φοιτώντας στην Νομική. Μια ακραία εμφανισιακή παρεξήγηση, θα ξεκινήσει ένα ατέρμονο ντόμινο μπούλινγκ προς το πρόσωπο της, οδηγώντας την να εγκαταλείψει την Σχολή και να αποτραβηχτεί από τους κύκλους που είχε δημιουργήσει. Τότε θα γνωρίσει τον Καμίλ, που πλέον έχει αφήσει το καθηγητιλίκι, για να ακολουθήσει το πιο προσοδοφόρο μονοπάτι του ρίαλ εστέιτ. Μόνο που δεν ξέρει που παν τα τέσσερα. Σε αντίθεση με την Νορά, που μοιάζει να καταφέρνει να προσαρμοστεί σε κάθε επαγγελματική απαίτηση.

Η ενδιαφέρουσα πτυχή αυτού εδώ του κοινωνικού προβληματισμού δοκιμίου, έχει να κάνει με το πως χειρίζεται τον χρόνο, για να περάσει από την μια βινιέτα (του εισαγωγικού ερωτικού ντουέτου του στόρι) στην αμέσως επόμενη (του κατοπινού δηλαδή διδύμου). Είναι η στιγμή που λες μέσα σου, μετά από μια όχι και τόσο μπόλικα κατανοητή πρώτη πράξη, ώπα, εδώ κάτι έχουμε, το φιλμάκι πάει κάτι να μας πει. Η απογοήτευση έρχεται και φωλιάζει στην ματιά, όταν και το δεύτερο μέρος, δεν κάνει κάτι περισσότερο από το πρότερο. Σεξ φίλε, μέχρι να σκοτεινιάσει ο ήλιος. Η λύση, λέει, σε όλα τα ζητήματα, υπαρκτά και προφανή, από την μια, πιθανολογούμενα και φαντασιόπληκτα, από την άλλη.

Μια χαρά, σέβομαι τις βάσεις και τα γούστα στον τρόπο ζωής των μιλένιαλς (πόσο μαλακισμένη μαρκίζα...) δεν γίνεται όμως και να τις υιοθετήσω, ούτε να τις αποδεχτώ. Διότι για εμάς της χασματώδους παλιάς γενιάς, είναι βέβαιο πως των πάντων θα προηγούταν όλων το κτύπημα του κουδουνιού και η κραυγή Ζετέμ, αφού αυτή την ρότα μάθαμε, με αυτή πορευόμαστε. Συνεπώς μας είναι κομματάκι παράταιρο να την διαβάσουμε ύστατη των τελευταίων στην σεκάνς εκπνοής και αφού έχουν προηγηθεί ένα σωρό τζάτζαλα - μάτζαλα, ανάμεσα στο πολυφυλετικό τριολέ. Που προσοχή. Δεν το απαρτίζουν δεκαπεντάχρονα εφηβάκια, που οκ, έχουν και το δικαίωμα αρκετές από τις επιλογές τους να είναι στραβές, λοξές ή θολής λογικής βρε αδελφέ.

Οι τρεις στον γύρο της υπόθεσης, στην πραγματικότητα ορίζουν ένα σχήμα που κρίνεται, το λιγότερο, ως ανεύθυνο. Περιστρεφόμενοι σε ηλικία που κανονικά θα έπρεπε να έχουν ήδη ταξιδέψει χιλιόμετρα καριέρας, οι άτσαλα τραβηγμένοι από την βουταρία του σωρού, με την απενοχοποίηση που μπορεί να τους δίνει η αδιαφορία της Πολιτείας, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από του (ξερο)κεφαλιού τους. Η Ταϊβανέζα τηλεφωνήτρια παρακάμπτει διαρκώς τους κανόνες εργασιακής λειτουργίας (ναι, ξέρεις υπάρχουν και τέτοιοι), ο Μαυροηπειρώτης δεν βλέπει να έχει σπουδαίο μέλλον ως δασκαλάκος και παίρνει δρόμο αλλού γι αλλού (κι από σεβάσμιος, να αφετηριάσει αποξαρχής σαν ρούκης), η Μπορντλέζ από την μεριά της, θυμήθηκε μεγαλοκοπέλα να την κάνει προς Παρισίους για σπουδές (και άκουσον, άκουσον, να πέσει θύμα τρομερής ομοιότητας με πορνοστάρ - συμβουλεύτρα του διαδυκτίου). Σόρι, αλλά με αυτούς τους εκνευριστικά απαθείς και νοιαζόμενους μόνο για το χαβαλέ τους, χαρακτήρες, ούτε σατιρική παρωδία δεν στήνεις, όχι δράμα, που παλεύει να προβάλει τους προβληματισμούς της σιμά μεσηλικίωσης. Νεολαία δεν την αποκαλώ, ούτε που να με πυροβολούν.

Πειράχτηκα πολύ που το Les Olympiades φέρει την υπογραφή του Audiard. Όχι σκηνοθετικά, ο 70χρονος πια, Παριζιάνος, γνωρίζει άριστα, πως να χειριστεί ερμηνείες, ασπρόμαυρο καρέ και χρονικά άλματα στον λόγο του. Η αταξία, σε σχέση με το καθηλωτικό δημιουργικό χθες, σε Προφήτη και Rust And Bone, έχει να κάνει πιότερο με το βασισμένο σε γκράφικ νουβέλες Γιάνκη καρτουνίστα, σενάριο, που χρησιμοποιεί τις ευκολίες του παλπ για να αποδράσει προς την λύτρωση. Που δεν ξέρω αν αυτές οι προσωπικότητες, έτσι όπως παρουσιάζονται στο εκράν, αδιάφορες και με μηδενικό πάθος με οτιδήποτε κι αν καταπιαστούν, αξίζουν το κάτι παραπάνω. Γνώμη μου είναι πως από τις ψυχές τους απουσιάζει η αγάπη, κάποια βολά το αναγνωρίζει κι ο μεσιέ Jacques, αλλά πλέον η ώρα, μετά από μια ντουζίνα σκηνών ατέρμονου σεξ, έχει περάσει την δωδεκάτη μεσονυχτία. Κολοκύθα η άμαξα...

Και τουλάχιστον να τους έβλεπες άπαντες ικανοποιημένους, με χαμόγελο και λογικότατη ευφορία, μετά τους μαραθωνίους λιμπίντου, πάει στην ευχή. Η τρόικα εδώ σου δίνει την εντύπωση πως αυτού του είδους η (σημαντικότατη για κάθε ύπαρξη της πλάσης) πράξη, αποτελεί μέρος ενός κόσμου που τρέχει με ρυθμούς ιλιγγιώδεις να προλάβει τα πάντα. Και οι διέξοδοι της, είτε με τον ένα (σπιντάκια, σφηνάκια, ρουφάκια), είτε με τον άλλο (insert coin, tinder) τρόπο, θα εμφανιστούν να σώσουν έναν λαό, που νιώθει τα τρένα να περνούν, χωρίς εκείνον επιβάτη. Το φιλμικό νουβέλ βαγκ περιτύλιγμα, άλλη παντιέρα ρόζα με έχει μαθημένο να κρατούν οι πρωταγωνιστές του. Η διαφωνία μου είναι επί της αρχής. Θα το διορθώσεις Μετρ, στα εβδομήντα σου, νέος είσαι ακόμα...

Παρίσι, 13ο διαμέρισμα (Les Olympiades, Paris 13e) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Βαγόνι αριθμός 6 (Hytti nro 6 / Compartment No. 6) Poster ΠόστερΒαγόνι αριθμός 6
του Juho Kuosmanen. Με τους Seidi Haarla, Yuriy Borisov, Dinara Drukarova, Julie Aug, Lidia Kostina, Tomi Alatalo, Viktor Chuprov, Denis Pyanov.


Το "Μαγνητικά πεδία" αλά φινλανδικά!.
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Πώς το έλεγε η Desireless; "Voyage Voyage"...

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία, που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 30 Σεπτεμβρίου του 1979 στην πόλη Κόκολα της Φινλανδίας, Juho Kuosmanen. Παράλληλα με τις σπουδές του, σκηνοθέτησε κι έπαιξε σε έργα για το θέατρο και συνεργάστηκε στενά με την ομάδα West Coast Kokkola Opera, που ανεβάζει πειραματικές όπερες. Οι προηγούμενες μικρού μήκους ταινίες του απέσπασαν πολλά βραβεία σε σημαντικά φεστιβάλ, όπως στη Cinefondation των Καννών και στο Λοκάρνο. Η προηγούμενη ταινία του ήταν το αγαπημένο, ασπρόμαυρο «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι» (Hymyilevä mies/ The Happiest Day in the Life of Olli Mäki, 2016), που είχε τιμηθεί με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς.

Βαγόνι αριθμός 6 (Hytti nro 6 / Compartment No. 6) Poster Πόστερ Wallpaper
Τούτη, η δεύτερη ταινία του Juho Kuosmanen γυρίστηκε με φιλμ, στη Ρωσία, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Rosa Liksom, η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό (καλοκαιρινό) φεστιβάλ των Καννών. Έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό του τμήμα και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Από εκεί και πέρα: ήταν υποψήφια για 3 βραβεία (καλύτερης ταινίας, γυναικείας και ανδρικής ερμηνείας) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, ήταν υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα διεθνούς ταινίας και υποψήφια για καλύτερη διεθνή ταινία στα Independent Spirit Awards. Ως επίσημη πρόταση της Φινλανδίας στα Όσκαρ, έφτασε στη βραχεία λίστα για το Όσκαρ διεθνούς ταινίας και κέρδισε βραβείο ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια Seidi Haarla και το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci στο φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ. Πρόσφατα απέσπασε οχτώ βραβεία Jussi, τα «φινλανδικά Όσκαρ», ανάμεσα τους κι αυτό της καλύτερης ταινίας της χρονιάς. Στην Ελλάδα, η ταινία έκανε πρεμιέρα στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού, με προβολές στο Μέγαρο Μουσικής.

Η υπόθεση: Τέλη δεκαετίας του ’90, Ρωσία. Η Λάουρα είναι μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αρχαιολογίας από τη Φινλανδία, που ζει στη Μόσχα, έχοντας συνάψη ερωτική σχέση με την ιδιοκτήτρια του σπιτιού που νοικιάζει, την Ιρίνα. Είναι χειμώνας και οι δυο τους έχουν αποφασίσει να πάνε μαζί, με τρένο, μέχρι τον αρκτικό κύκλο και συγκεκριμένα μέχρι το λιμάνι του Μουρμπάνσκ, προκειμένου η Λάουρα να δει από κοντά τα περίφημα πετρογλυφικά, που έχουν ανακαλυφθεί εκεί. Εντέλει, η Ιρίνα ακυρώνει τη συμμετοχή της και η Λάουρα – με βαριά καρδιά – αποφασίζει να κάνει το ταξίδι μόνη της. Στο τρένο, η Λάουρα θα αναγκαστεί να μοιραστεί το μακρύ ταξίδι και το μικρό κουπε με έναν νεαρό Ρώσο μεταλλωρύχο, τον Λιόχα. Καθώς το τρένο προχωράει προς τον αρκτικό κύκλο, οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι μοιράζονται ένα ταξίδι, που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή.

Η άποψή μας: Ρε, τι όμορφη ταινία είναι αυτή; Τι γλυκιά, τι ζεστή (ω, ναι, παρά τις παγωμένες περιοχές της Ρωσίας που διασχίζει σε αυτό το ιδιαίτερο ταξίδι), τι αγαπησιάρικη. Μετά από μια σύντομη εισαγωγή, όπου καταλαβαίνουμε πως η Λάουρα αντιμετωπίζεται υποτιμητικά τόσο από την εράστριά της και σπιτονοικοκυρά της, την Ιρίνα, όσο και από την – γεμάτη διανοούμενους, μη χέσω – παρέα της, μπαίνουμε στο... ψητό. Είναι απαραίτητη η εισαγωγή, για να καταλάβει ο θεατής το στάτους στο οποίο βρίσκεται η Λάουρα. Είναι μια νέα γυναίκα, ίσως λίγο ανασφαλής εξαιτίας των λίγων παραπάνω κιλών της, σίγουρα σε αναζήτηση ταυτότητας. «Η κατανόηση του παρελθόντος μας είναι σημαντική για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρόν μας». Το ακούει και το ενστερνίζεται. Και το επαναλαμβάνει. Αλλά εντελώς μηχανικά. 

Κι αυτό είναι το υπέροχο σε αυτό το ταξίδι, όπου είναι η βασική πρωταγωνίστρια. Ξεκινάει ετερόφωτη και στο τέλος λάμπει, αυτόφωτη, με μεγαλύτερη γνώση του εαυτού της και του κόσμου, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, χωρίς να χρειάζεται δεκανίκια, αλλά αντιλαμβανόμενη πως ναι, μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, ναι, μπορεί να βρεθούν πολλοί άνθρωποι στο διάβα της που θα την πληγώσουν αλλά σίγουρα ναι, θα υπάρξουν και άνθρωποι σε αυτό το μεγάλο ταξίδι της ζωής, που θα τους αγαπήσει, θα αγαπηθεί από αυτούς και θα γίνει καλύτερη. 

Πώς το έλεγε ο πιτσιρίκος στο «Όταν ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές»; «Κάθε μέρα, με κάθε τρόπο, θα γίνομαι λίγο καλύτερος». Το επαναλάμβανε ως μάντρα. Η Λάουρα το βιώνει. Και μάλιστα, εκεί που δεν το περιμένει. Γιατί η πρώτη της επαφή με τον Λιόχα κάθε άλλο παρά ευχάριστη θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε. Φωνακλάς, μέθυσος, αδιάκριτος, στην αρχή την περνάει για πόρνη – και της το πετάει στα μούτρα, έτσι, χωρίς καμία αιδώ. Δεν καταλαβαίνει Χριστό, οπότε και η δικιά μας (που μιλάει σχεδόν άπταιστα ρώσικα) όταν πλέον νιώθει πιεσμένη και εκνευρισμένη, θα του ετοιμάσει μια κασκαρίκα. Όταν τη ρωτάει πώς λένε στα φινλανδικά το «σ’ αγαπώ», του απαντά «χάιστα βίτου», που απλά σημαίνει «άντε και γαμήσου»! Ναι, κατά μία έννοια, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει και «σ’ αγαπώ»... 

Η συνέχεια δεν είναι καλύτερη. Εκείνος δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει αυτά που νιώθει ή που αισθάνεται. Τα λέει όλα αφιλτράριστα. «Φαίνεσαι σοβαρή όλη την ώρα. Θα γεράσεις γρήγορα», της λέει. Δεν το λέει με κακία, εκείνη απαντά αμυντικά «το ξέρω» κι έτσι συνεχίζεται η κατάσταση. Η οποία θα επιδεινωθεί περισσότερο. Έως ότου μια κοινή έξοδος από το τρένο σε έναν από τους σταθμούς, θα αλλάξει τη δυναμική. Δεν γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Πάντως, η κατανάλωση άφθονης βότκας ίσως βοηθάει προς αυτήν την αλλαγή... Το δίδυμο όμως είναι δυναμικό. Εκεί που τσίγκλιζε ο Ρώσος και αμύνονταν η Φινλανδή, όταν η Φινλανδή, αφοπλισμένη, δεν κρύβει τα αισθήματά της, ο Ρώσος κάνει πίσω. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου... 

Αυτό που συμβαίνει μεταξύ της Λάουρα και το Λιόχα μου θύμισε περισσότερο τη σχέση ανάμεσα στην Έλενα και τον Αντώνη από τα «Μαγνητικά πεδία» παρά τη σχέση ανάμεσα στην Σελίν και τον Τζέσι από τη γνωστή τριλογία του Linklater – κι ας υπάρχει... τρένο στην πρώτη ταινία της τριλογίας, το «Πριν το ξημέρωμα». Ο Kuosmanen και το συνεργείο του κάνουν θαύματα σε ότι αφορά την κινηματογράφηση στους εκ προοιμίου στενούς και στενάχωρους χώρους ενός τρένου. Δεν μας δείχνει καθόλου την μηχανή του τρένου ή εξωτερικό του τρένου, που να δείχνει πέρα από ένα βαγόνι: όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης, ήθελε ο θεατής να ενδιαφέρεται μόνο για αυτά που συμβαίνουν στο συγκεκριμένο βαγόνι. Ή στο βαγόνι – εστιατόριο. Ή στο βαγόνι όπου κοιμούνται στριμωγμένοι οι πιο φτωχοί ταξιδιώτες. Ή στην τουαλέτα του τρένου: μπορεί να μην έχει τρεχούμενο νερό στη βρύση για να πλένεις τα δόντια σου, αλλά μπορεί να λειτουργήσει μια χαρά ως καταφύγιο. Ή στο διάδρομο, έξω από το χώρο όπου βρίσκεται η ελεγκτής, εκεί όπου υπάρχει πάντα τεράστια τσαγιέρα με βραστό νερό, για να φτιάχνεις τσάι. 

Ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει σε μια εποχή αναλογική, όπου τη μουσική την απολάμβανες από κασέτα στα γουόλκμαν, όπου δεν είχες κινητό για να καταγράψεις... τα πάντα, αλλά, στην καλύτερη, μια βιντεοκάμερα, η απώλεια της οποίας σου στοίχιζε πάρα, πάρα πολύ. Μια εποχή, την οποία ο δημιουργός δεν εξωραΐζει, δεν την γκλαμουροποιεί, αλλά ναι, η νοσταλγία είναι εκεί. Και ναι, τα πετρογλυφικά είναι η Ιθάκη. «Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Υπέροχο σενάριο, εξαιρετική κινηματογράφιση, τρομερές ατάκες («Απλά μου λείπει ο τρόπος που με κοιτούσε»), φοβερές ερμηνείες, κι όχι φίλε Λιόχα, ούτε η Λάουρα ούτε εμείς νομίζουμε πως είσαι κακός άνθρωπος. Κι ας «δανείζεσαι» ένα αυτοκίνητο, που δεν είναι δικό σου. Εκείνη η πρόχειρη, παιδική ζωγραφιά, που δεν ήθελες να δώσεις, τα λέει όλα. Ρε σεις, δείτε την ταινία. Είναι πραγματικά ότι καλύτερο για θερινό σινεμά.

Βαγόνι αριθμός 6 (Hytti nro 6 / Compartment No. 6) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »