Βαγόνι αριθμός 6 (Hytti nro 6 / Compartment No. 6) Poster ΠόστερΒαγόνι αριθμός 6
του Juho Kuosmanen. Με τους Seidi Haarla, Yuriy Borisov, Dinara Drukarova, Julie Aug, Lidia Kostina, Tomi Alatalo, Viktor Chuprov, Denis Pyanov.


Το "Μαγνητικά πεδία" αλά φινλανδικά!.
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Πώς το έλεγε η Desireless; "Voyage Voyage"...

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία, που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 30 Σεπτεμβρίου του 1979 στην πόλη Κόκολα της Φινλανδίας, Juho Kuosmanen. Παράλληλα με τις σπουδές του, σκηνοθέτησε κι έπαιξε σε έργα για το θέατρο και συνεργάστηκε στενά με την ομάδα West Coast Kokkola Opera, που ανεβάζει πειραματικές όπερες. Οι προηγούμενες μικρού μήκους ταινίες του απέσπασαν πολλά βραβεία σε σημαντικά φεστιβάλ, όπως στη Cinefondation των Καννών και στο Λοκάρνο. Η προηγούμενη ταινία του ήταν το αγαπημένο, ασπρόμαυρο «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι» (Hymyilevä mies/ The Happiest Day in the Life of Olli Mäki, 2016), που είχε τιμηθεί με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς.

Βαγόνι αριθμός 6 (Hytti nro 6 / Compartment No. 6) Poster Πόστερ Wallpaper
Τούτη, η δεύτερη ταινία του Juho Kuosmanen γυρίστηκε με φιλμ, στη Ρωσία, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Rosa Liksom, η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό (καλοκαιρινό) φεστιβάλ των Καννών. Έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό του τμήμα και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Από εκεί και πέρα: ήταν υποψήφια για 3 βραβεία (καλύτερης ταινίας, γυναικείας και ανδρικής ερμηνείας) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, ήταν υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα διεθνούς ταινίας και υποψήφια για καλύτερη διεθνή ταινία στα Independent Spirit Awards. Ως επίσημη πρόταση της Φινλανδίας στα Όσκαρ, έφτασε στη βραχεία λίστα για το Όσκαρ διεθνούς ταινίας και κέρδισε βραβείο ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια Seidi Haarla και το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci στο φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ. Πρόσφατα απέσπασε οχτώ βραβεία Jussi, τα «φινλανδικά Όσκαρ», ανάμεσα τους κι αυτό της καλύτερης ταινίας της χρονιάς. Στην Ελλάδα, η ταινία έκανε πρεμιέρα στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού, με προβολές στο Μέγαρο Μουσικής.

Η υπόθεση: Τέλη δεκαετίας του ’90, Ρωσία. Η Λάουρα είναι μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αρχαιολογίας από τη Φινλανδία, που ζει στη Μόσχα, έχοντας συνάψη ερωτική σχέση με την ιδιοκτήτρια του σπιτιού που νοικιάζει, την Ιρίνα. Είναι χειμώνας και οι δυο τους έχουν αποφασίσει να πάνε μαζί, με τρένο, μέχρι τον αρκτικό κύκλο και συγκεκριμένα μέχρι το λιμάνι του Μουρμπάνσκ, προκειμένου η Λάουρα να δει από κοντά τα περίφημα πετρογλυφικά, που έχουν ανακαλυφθεί εκεί. Εντέλει, η Ιρίνα ακυρώνει τη συμμετοχή της και η Λάουρα – με βαριά καρδιά – αποφασίζει να κάνει το ταξίδι μόνη της. Στο τρένο, η Λάουρα θα αναγκαστεί να μοιραστεί το μακρύ ταξίδι και το μικρό κουπε με έναν νεαρό Ρώσο μεταλλωρύχο, τον Λιόχα. Καθώς το τρένο προχωράει προς τον αρκτικό κύκλο, οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι μοιράζονται ένα ταξίδι, που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή.

Η άποψή μας: Ρε, τι όμορφη ταινία είναι αυτή; Τι γλυκιά, τι ζεστή (ω, ναι, παρά τις παγωμένες περιοχές της Ρωσίας που διασχίζει σε αυτό το ιδιαίτερο ταξίδι), τι αγαπησιάρικη. Μετά από μια σύντομη εισαγωγή, όπου καταλαβαίνουμε πως η Λάουρα αντιμετωπίζεται υποτιμητικά τόσο από την εράστριά της και σπιτονοικοκυρά της, την Ιρίνα, όσο και από την – γεμάτη διανοούμενους, μη χέσω – παρέα της, μπαίνουμε στο... ψητό. Είναι απαραίτητη η εισαγωγή, για να καταλάβει ο θεατής το στάτους στο οποίο βρίσκεται η Λάουρα. Είναι μια νέα γυναίκα, ίσως λίγο ανασφαλής εξαιτίας των λίγων παραπάνω κιλών της, σίγουρα σε αναζήτηση ταυτότητας. «Η κατανόηση του παρελθόντος μας είναι σημαντική για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρόν μας». Το ακούει και το ενστερνίζεται. Και το επαναλαμβάνει. Αλλά εντελώς μηχανικά. 

Κι αυτό είναι το υπέροχο σε αυτό το ταξίδι, όπου είναι η βασική πρωταγωνίστρια. Ξεκινάει ετερόφωτη και στο τέλος λάμπει, αυτόφωτη, με μεγαλύτερη γνώση του εαυτού της και του κόσμου, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, χωρίς να χρειάζεται δεκανίκια, αλλά αντιλαμβανόμενη πως ναι, μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, ναι, μπορεί να βρεθούν πολλοί άνθρωποι στο διάβα της που θα την πληγώσουν αλλά σίγουρα ναι, θα υπάρξουν και άνθρωποι σε αυτό το μεγάλο ταξίδι της ζωής, που θα τους αγαπήσει, θα αγαπηθεί από αυτούς και θα γίνει καλύτερη. 

Πώς το έλεγε ο πιτσιρίκος στο «Όταν ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές»; «Κάθε μέρα, με κάθε τρόπο, θα γίνομαι λίγο καλύτερος». Το επαναλάμβανε ως μάντρα. Η Λάουρα το βιώνει. Και μάλιστα, εκεί που δεν το περιμένει. Γιατί η πρώτη της επαφή με τον Λιόχα κάθε άλλο παρά ευχάριστη θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε. Φωνακλάς, μέθυσος, αδιάκριτος, στην αρχή την περνάει για πόρνη – και της το πετάει στα μούτρα, έτσι, χωρίς καμία αιδώ. Δεν καταλαβαίνει Χριστό, οπότε και η δικιά μας (που μιλάει σχεδόν άπταιστα ρώσικα) όταν πλέον νιώθει πιεσμένη και εκνευρισμένη, θα του ετοιμάσει μια κασκαρίκα. Όταν τη ρωτάει πώς λένε στα φινλανδικά το «σ’ αγαπώ», του απαντά «χάιστα βίτου», που απλά σημαίνει «άντε και γαμήσου»! Ναι, κατά μία έννοια, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει και «σ’ αγαπώ»... 

Η συνέχεια δεν είναι καλύτερη. Εκείνος δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει αυτά που νιώθει ή που αισθάνεται. Τα λέει όλα αφιλτράριστα. «Φαίνεσαι σοβαρή όλη την ώρα. Θα γεράσεις γρήγορα», της λέει. Δεν το λέει με κακία, εκείνη απαντά αμυντικά «το ξέρω» κι έτσι συνεχίζεται η κατάσταση. Η οποία θα επιδεινωθεί περισσότερο. Έως ότου μια κοινή έξοδος από το τρένο σε έναν από τους σταθμούς, θα αλλάξει τη δυναμική. Δεν γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Πάντως, η κατανάλωση άφθονης βότκας ίσως βοηθάει προς αυτήν την αλλαγή... Το δίδυμο όμως είναι δυναμικό. Εκεί που τσίγκλιζε ο Ρώσος και αμύνονταν η Φινλανδή, όταν η Φινλανδή, αφοπλισμένη, δεν κρύβει τα αισθήματά της, ο Ρώσος κάνει πίσω. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου... 

Αυτό που συμβαίνει μεταξύ της Λάουρα και το Λιόχα μου θύμισε περισσότερο τη σχέση ανάμεσα στην Έλενα και τον Αντώνη από τα «Μαγνητικά πεδία» παρά τη σχέση ανάμεσα στην Σελίν και τον Τζέσι από τη γνωστή τριλογία του Linklater – κι ας υπάρχει... τρένο στην πρώτη ταινία της τριλογίας, το «Πριν το ξημέρωμα». Ο Kuosmanen και το συνεργείο του κάνουν θαύματα σε ότι αφορά την κινηματογράφηση στους εκ προοιμίου στενούς και στενάχωρους χώρους ενός τρένου. Δεν μας δείχνει καθόλου την μηχανή του τρένου ή εξωτερικό του τρένου, που να δείχνει πέρα από ένα βαγόνι: όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης, ήθελε ο θεατής να ενδιαφέρεται μόνο για αυτά που συμβαίνουν στο συγκεκριμένο βαγόνι. Ή στο βαγόνι – εστιατόριο. Ή στο βαγόνι όπου κοιμούνται στριμωγμένοι οι πιο φτωχοί ταξιδιώτες. Ή στην τουαλέτα του τρένου: μπορεί να μην έχει τρεχούμενο νερό στη βρύση για να πλένεις τα δόντια σου, αλλά μπορεί να λειτουργήσει μια χαρά ως καταφύγιο. Ή στο διάδρομο, έξω από το χώρο όπου βρίσκεται η ελεγκτής, εκεί όπου υπάρχει πάντα τεράστια τσαγιέρα με βραστό νερό, για να φτιάχνεις τσάι. 

Ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει σε μια εποχή αναλογική, όπου τη μουσική την απολάμβανες από κασέτα στα γουόλκμαν, όπου δεν είχες κινητό για να καταγράψεις... τα πάντα, αλλά, στην καλύτερη, μια βιντεοκάμερα, η απώλεια της οποίας σου στοίχιζε πάρα, πάρα πολύ. Μια εποχή, την οποία ο δημιουργός δεν εξωραΐζει, δεν την γκλαμουροποιεί, αλλά ναι, η νοσταλγία είναι εκεί. Και ναι, τα πετρογλυφικά είναι η Ιθάκη. «Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Υπέροχο σενάριο, εξαιρετική κινηματογράφιση, τρομερές ατάκες («Απλά μου λείπει ο τρόπος που με κοιτούσε»), φοβερές ερμηνείες, κι όχι φίλε Λιόχα, ούτε η Λάουρα ούτε εμείς νομίζουμε πως είσαι κακός άνθρωπος. Κι ας «δανείζεσαι» ένα αυτοκίνητο, που δεν είναι δικό σου. Εκείνη η πρόχειρη, παιδική ζωγραφιά, που δεν ήθελες να δώσεις, τα λέει όλα. Ρε σεις, δείτε την ταινία. Είναι πραγματικά ότι καλύτερο για θερινό σινεμά.

Βαγόνι αριθμός 6 (Hytti nro 6 / Compartment No. 6) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »

Μαύρα Γυαλιά (Occhiali Neri / Dark Glasses) Poster ΠόστερΜαύρα Γυαλιά
του Dario Argento. Με τους Asia Argento, Ilenia Pastorelli, Guglielmo Favilla, Maria Rosaria Russo, Andrea Zhang, Fabrizio Eleuteri, Cristiano Simone Iannone.

Cartellino Giallo!
του zerVo (@moviesltd)

Μαζί σου κι εγώ Αρτεμάρα! Μέγας, τρανός, ιδιοφυής, ευρηματικός, σκαπανέας, ιδεαλιστής, πρωτοπόρος, μοναδικός, αξεπέραστος, Σουσπίριος, Τενέμπριος και Φαινόμενος! Σου αρκεί αυτή μου η έκρηξη οπαδισμού, για να σου αποδείξω πως κι εγώ ανήκω σε εκείνη την γενιά, που τη λέξη Argento μόνο αν άκουγε, η τρίχα χτύπαγε καγκέλια στο δέρμα, πόσο μάλλον να διένυε την απόσταση από τον γκισέ, μέχρι την άβολη ξύλινη καρέκλα της συνοικιακής, άρα και (δι)άβολης, ωσάν τα συμβάντα στο εκράν του, πλατείας. Εννοείται δεν είμαι εγώ αυτός που θα τον βάλω ζαφτι τον Ιταλιάνο, μπας και τερματίσει επιτέλους την τόσο ραγδαία παρηκμάζουσα πορεία. Δικαίωμα του και καπέλο του. Αλλά όχι ρε μεγάλε και να διαφημίζεται σαν καμ μπακ του Dario, ετούτη η κολοκυθιά. Σώνει!

Μαύρα Γυαλιά (Occhiali Neri / Dark Glasses) Quad Poster
Τον φόβο και τον τρόμο στους σκοτεινούς δρόμους της αιώνιας πόλης έχει σκορπίσει η παρουσία ενός μυστηριώδους ψυχοπαθή εγκληματία, που δολοφονεί στυγνά και αδιακρίτως ιερόδουλες. Σειρά στην μακρά λίστα των θυμάτων του θα πάρει και η συνοδός πολυτελείας Νταϊάνα, που στο πέρας μιας καλοπληρωμένης βίζιτας, θα δεχτεί την επίθεση του.

Η αγωνιώδης καταδίωξη στην νυχτερινή Ρώμη, θα έχει τραγική κατάληξη για εκείνη, αφού το αυτοκίνητο της θα καρφωθεί σε διερχόμενο όχημα. Κι αν τα τραύματα στο κορμί της επουλωθούν, δεν θα συμβεί το ίδιο με την όραση της, που θα την χάσει οριστικά. Τυφλή πλέον, χωρίς να μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα της, θα επιδιώξει να συναντηθεί με το νεαρό αγόρι, κινεζικής καταγωγής, που έχασε τους γονείς του στο δυστύχημα, παίρνοντας το, έστω και χωρίς τη θέληση της, υπό την προστασία της. Έχοντας συνάμα να αντιμετωπίσει την οργή του παρανοϊκού, που δεν σκοπεύει να την αφήσει ήσυχη.

Συνήθως έχει να κάνει και με το πως σου ξημερώνει η προκατάληψη, όταν είναι να δεις μια ταινία. Κι εδώ οι οιωνοί από νωρίς ήσαν ενάντιοι, για την ακρίβεια, από δεκαετίας, όταν πήρα την απόφαση να διαγράψω μονομερώς από την φιλμογραφία του Argento, τον ανεκδιήγητο Δράκουλα του. Γιατί τώρα δεν θα μιλούσαμε, απλά, για κίτρινη κάρτα στην μαρκίζα, αλλά για αποβολή και βουρ κερκίδα. Συνεπώς το πάμε από την αρχή, με τους βρικόλακες και τα βαμπίρια στην άκρη, αλλά και το προαίσθημα βασανισμένο. Τι μπορεί να προσφέρει στα 81 του, μετά από τόσο καιρό σκουριάς και ακαμψίας, ένας δημιουργός, έστω και ανήκοντας στην κατηγορία των γκραντ μάστερς? Περισσότερο από ακόμη πιότερο ξεπεσμό?

Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον τσελεμεντέ του Ρομάνου έχει να κάνει με το γεγονός πως η ματιά του, πολύ λογικά, έχει φορμολίσει στο πάρα πολύ μακρινό χθες, στην εποχή που τα αφηγήματα ενός Profondo Rosso είχαν κάτι να πουν και να διδάξουν. Με εμμονή στην ανάπλαση εκείνου του μυθικού, μα παλιοκαιρισμένου σπλάτερ και επιμονή στην απεικόνιση της ακραίας αγριάδας και της ανείπωτης βίας, μόνον ένα στοιχείο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σωσίβιο για τον ηλικιωμένο καπετάνιο: Το σενάριο. Που εδώ, αν δεν το αποκαλέσει κανείς από κακό έως αστείο, δεδομένα δεν μπορεί να το αξιολογήσει σε κάτι περισσότερο από κλισεδιάρικο, επαναλήψιμο και ανακυκλωτικό. Παρμένο από δεκάδες άλλες, αναλόγου ύφους κινηματογραφικές στιγμές, που ήδη τα κάλαντα μας τα έχουν ματαπεί.

Καμία καινοτομία, τίποτα απολύτως το καινούργιο, μια έτσι για πλάκα, παρωδία των προϊστορικών καλών ημερών, που δεν την νιώθεις ούτε καν στις πιο αβανταδόρικες σκηνές του Occhiali Neri. Που απίστευτα υπερβολικές, ριλουπάρουν το ίδιο και το ίδιο φονικό, χωρίς σκοπό και στόχο, με θύματα προβλέψιμα από ώρα, καθώς οι χαρακτήρες τους σουλατσάρουν στο εκράν καρτερώντας απλά να περαστεί από το λαιμό τους το σύρμα ή να σκάσει πάνω τους το λευκό βανάκι. Καμία έμπνευση, καμία αξιοπιστία. Ούτε βρε μπαγάσηδες στο πόστερ, κόπια / πάστη κι εκείνο από το They Live του Carpenter. Φόρος τιμής θα το δικαιολογήσουν οι γκρούπις. Ναι καλά...

Δεν υπάρχει κάποια απογοήτευση, ούτε αποδοχή του γνωμικού με τα στερνά που τιμούν τα πρώτα. Ο Argento είναι αυτός που είναι και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, ούτε κι αν σερβίρει τέτοιου είδους σαχλαμάρες, που μπερδεύουν το φυλετικό με το μιτού και το σοσιολογικό με τις...εκλείψεις, ίσαμε τα εκατό του. Σούπερ γκόμενα η Ilenia Pastorelli, σου δίνει μια ελπίδα απόδρασης από το μπαγιάτη, όταν μοστράρει μονάχα με τα (τάχαμου αλληγορικής έννοιας και άλλες τέτοιες αρλούμπες) οκιάλι Βογκ της, είναι όμως τόσο ανεκδοτικά μη αποδεκτή (sic) ερμηνευτικά, ώστε τσακισμένος να τρίβεις τα δικά σου μάτια, γι αυτή την τραγωδία που παρακολουθείς. Και δεν αντέχεις να συνεχίσεις να βλέπεις, ούτε με μάσκα ύπνου...

Μαύρα Γυαλιά (Occhiali Neri / Dark Glasses) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Ιουνίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

18 Poster Πόστερ18
του Βασίλη Δούβλη. Με τους Ιωσήφ Γαβριελάτο, Νικολάκη Ζεγκίνογλου, Αναστάση Λαουλάκο, Κλέλια Ανδριολάτου, Μαρίνα Ανυφαντή, Μαρίνα Ασλάνογλου, Νίκο Γεωργάκη, Δημήτρη Λάλο, Μαρία Σκουλά, Γιώργο Συμεωνίδη, Θεοδώρα Τζήμου.


"Η Αρχή της Ελπίδας"...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Το αυγό του φιδιού και τα... φιδάκια

Ο Βασίλης Δούβλης γεννήθηκε στα Ιωάννινα και σπούδασε Λογοτεχνία και Κινηματογράφο στην Αθήνα και το Παρίσι. Είναι προϊστάμενος του τομέα προγράμματος του Τηλεοπτικού Σταθμού της Βουλής των Ελλήνων. Έχει διδάξει σενάριο και σκηνοθεσία σε σχολές κινηματογράφου κι έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, που έχουν προβληθεί και βραβευτεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Τούτη είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί 14 χρόνια μετά το «Η επιστροφή» (2007). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον περασμένο Νοέμβριο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου τιμήθηκε (εξ ημισείας με την ταινία «Αγία Έμυ») με το βραβείο Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου.

18 Poster Πόστερ Wallpaper
Ο τίτλος της ταινίας, 18, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, είναι ηθελημένα αμφίσημος, παραπέμποντας τόσο στην ηλικία των πρωταγωνιστών και τη δύσκολη ενηλικίωσή τους, όσο και στο γνωστό ναζιστικό σύνθημα (1=A= Adolf, 8=H=Hitler). Στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας εντάσσεται οργανικά στη δράση η «Αρχή της Ελπίδας», η εμβληματική εγκατάσταση του Σκωτσέζου καλλιτέχνη Ρόμπερτ Μοντγκόμερι, που βρίσκεται πάνω από το πορθμείο στο Πέραμα.

Η υπόθεση: Ο Μιχάλης, μαθητής της Γ' Λυκείου από μια λαϊκή οικογένεια, ευαίσθητος και με καλλιτεχνικές ανησυχίες, συνηθίζει να φωτογραφίζει με το κινητό του πρόσωπα περαστικών στο δρόμο. Ζει στο Πέραμα, όπου η οικονομική κρίση και η πανδημία έχουν αφήσει έντονα τα σημάδια τους. Ένα από τα απότοκα αυτής της κρίσης είναι και η άνοδος του φασισμού. Στο Λύκειο του Μιχάλη δρα μια ρατσιστική ομάδα. Αρχηγός της είναι ο εξωσχολικός Ηλίας. Έχει μόλις απολυθεί από τις Ειδικές Δυνάμεις και μισεί οτιδήποτε είναι διαφορετικό από τον ίδιο: τους ξένους, τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους. 

Ο Ηλίας και οι κολλητοί του, ο Πάνος, ο Στάθης και ο Στέλιος, θα στοχοποιήσουν τον Μιχάλη, ιδίως από τη στιγμή που θα μάθουν ότι εκείνος διαθέτει ενοχοποιητικό βίντεο με τον Ηλία και μια συμμαθήτριά του, την Κατερίνα. Ο Μιχάλης δέχεται επιθέσεις και απειλές για τη ζωή του και είναι σε δίλημμα για το τι πρέπει να κάνει: να σιωπήσει, προστατεύοντας έτσι, συγχρόνως, τον φίλο του, γιο μεταναστών, Αντώνη, αλλά και τον μικρότερο αδερφό του, τον Νίκο ή να τολμήσει να μιλήσει και να αποκαλύψει τη δράση της ομάδας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες; Οι γονείς του, παρά τις καλές τους προθέσεις, αδυνατούν να σταθούν δίπλα του και να τον βοηθήσουν καθώς χαμένοι στο κυνήγι της επιβίωσης, είναι ουσιαστικά απόντες. Την ίδια ώρα, ο Στέλιος θα κάνει το δικό του ταξίδι αυτογνωσίας...

Η άποψή μας: Ακούμε ολοένα και συχνότερα τη φράση «βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», σαν καραμέλα, που προσπαθεί να δικαιολογήσει πολλές φορές τα αδικαιολόγητα, σε ότι αφορά παράλογες αποφάσεις της κυβερνησάρας μας. Τούτη η ταινία, αν μη τι άλλο, βρίσκεται όντως, ειλικρινά και ολοκληρωτικά, στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Αυτό βέβαια δεν την απαλλάσσει από τα προβλήματά της, που κατεβάζουν τις επιδόσεις της, παρά το γεγονός ότι ο πήχης των προσδοκιών είναι ανεβασμένος. Λακωνικά, θα λέγαμε πως το θέμα και η διαχείρησή του έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, το σενάριο, όμως (εννοείται, τι περιμένατε; ) σε ότι αφορά τη διάρθρωση της ιστορίας που αφηγείται, έχει κενά, σε κρίσιμα σημεία πλατειάζει, σε άλλα αποπροσανατολίζει (εδώ μπαίνει στην εικόνα και ο παράγοντας μοντάζ) και η ταινία κλείνει ουσιαστικά με ένα μη φινάλε. 

Το μείγμα επαγγελματιών ηθοποιών και ερασιτεχνών λειτουργεί καλά ως επί τω πλείστον – το ίδιο λειτουργεί και το μείγμα διαφορετικών ηλικιακών ομάδων: των 18άρηδων και των μεσηλίκων. Και παρά τα προβλήματά της, έχουμε την ταινία στην καρδιά μας. Γιατί τολμάει να μιλήσει με τρόπο σύγχρονο κι όχι αφ' υψηλού ή διδακτικά για μια πολύ πραγματική στρέβλωση της ελληνικής κοινωνίας. Ναι, το πρόβλημα της ανόδου της ακροδεξιάς είναι απότοκο της φτώχειας, της μιζέριας, της εξαθλίωσης. 

Βάζει όμως και μερικά άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα ο Δούβλης. Την ουσιαστικά απουσία των γονέων πχ ή την αδυναμία – μην πω, αδιαφορία – να προσεγγίσουν ή να ασχοληθούν πραγματικά με τα παιδιά τους. Την έλλειψη αγάπης ουσιαστικά. Τον ναρκισσισμό, που χτυπάει κόκκινο. Την αποθέωση της σωματικής ρώμης. Την αποθέωση της εικόνας. Τη γοητεία «καθοδηγητών» που με επεξεργασμένη ρητορική και πατώντας σε κρίσιμα «κουμπάκια» μπορούν να προσηλυτίσουν νέους, που ψάχνουν από κάπου να πιαστούν. Την αίσθηση του να ανήκεις κάπου. Αλλά και τον έρωτα, που μπορεί (στην περίπτωση του Ηλία) να αναπαράγει την αρρώστια, αλλά που μπορεί (στην περίπτωση του Στέλιου) να αναδείξει τον καλύτερο εαυτό μας. 

Κάποια πράγματα, όμως, επαναλαμβάνω, δεν λειτουργούν, δεν βγάζουν νόημα ή δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες για να τα ερμηνεύσουμε. Ας πούμε: γιατί ο Στέλιος (ο μόνος ουσιαστικά από τους ήρωες που αλλάζει με το πέρας της ταινίας) ενώ καταλαβαίνει ότι ένα από τα «φιλαράκια» του, τα φασιστόπουλα, του έχει κλέψει το πορτοφόλι, συνεχίζει να του(ς) κάνει παρέα και δεν τον ξεμπροστιάζει; Ο Μιχάλης γιατί πηγαίνει στην πιάτσα ταξί για να βρει τον πατέρα του, σε μια σκηνή μάλιστα η οποία ξεχειλώνει χωρίς λόγο; Η μεγάλη εικόνα της ταινίας είναι φανερή, την ασπαζόμαστε και την έχουμε στην καρδιά μας. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα θέλαμε να μην υπήρχαν οι μικρές αλλά βασικές ανορθογραφίες...

18 Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Ιουνίου 2022 από την Rosebud 21!
Περισσότερα... »

Το γεγονός (L' événement / Happening) Poster ΠόστερΤο γεγονός
της Audrey Diwan. Με τους Anamaria Vartolomei, Kacey Mottet-Klein, Sandrine Bonnaire, Louise Orry-Diquero, Louise Chevillotte, Pio Marmaï, Anna Mouglalis, Fabrizio Rongione.


Νέα γυναίκα, μόνη, ψάχνει...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Άννα μην κλαις...

Η Audrey Diwan είναι Γαλλίδα σκηνοθέτης με λιβανέζικη καταγωγή. Γεννήθηκε το 1980 στη Γαλλία. Πριν γίνει σκηνοθέτης, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Είναι μέλος της Collectif 50 / 50, μιας γαλλικής ΜΚΟ που προωθεί την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Η πρώτη ήταν η ταινία Mais vous êtes fous (Losing it, 2019), όπου πρωταγωνιστούσε ο Pio Marmaï (που υποδύεται τον καθηγητή στη δεύτερη ταινία της) – η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει προβληθεί στην Ελλάδα. Προσεχώς, μαζί με την Rebecca Zlotowski, θα υπογράψουν το σενάριο στην αναβίωση της θρυλικής Εμμανουέλας, όπου θα πρωταγωνιστεί η Léa Seydoux!

Το γεγονός (L' événement / Happening) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Το Γεγονός έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα και όπου τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα καλύτερης ταινίας. Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας έγινε τον περασμένο Νοέμβριο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου αποτέλεσε την ταινία που σήμανε την επίσημη πρεμιέρα του φεστιβάλ. Στη Γαλλία την ταινία είδαν στους κινηματογράφους γύρω στις 130 χιλιάδες θεατές.

Η υπόθεση: Γαλλία, 1963. Η Αν είναι μια νεαρή, έξυπνη και φέρελπις φοιτήτρια φιλολογίας από μια κωμόπολη κοντά στην Αγκουλέμ της δυτικής Γαλλίας, όπου οι γονείς της διατηρούν ένα μικρό καφέ. Δεν θέλει να γίνει καθηγήτρια: θέλει να γίνει συγγραφέας και να ξεφύγει από τα προβλεπόμενα που ορίζονται από την εργατική καταγωγή της. Η απρόσμενη εγκυμοσύνη της θα τη σοκάρει. Και θα τη θέσει μπροστά από ένα βασανιστικό δίλημμα: να κρατήσει το μωρό και να αποχαιρετίσει για πάντα τις όποιες πιθανότητες απόδρασης από την προδιαγεγραμμένη μοίρα της ή να προχωρήσει σε τερματισμό της εγκυμοσύνης. Διαλέγει την έκτρωση. 

Μόνο που η έκτρωση εκείνη την εποχή στη Γαλλία ήταν απαγορευμένη από τον νόμο. Όποιος γιατρός δεχόταν να τη βοηθήσει, κινδύνευε με φυλάκιση, όπως και η ίδια. Η Αν προσπαθεί να βρει μια λύση απεγνωσμένα. Βοήθεια δεν έχει από πουθενά. Οι εβδομάδες της εγκυμοσύνης περνούν δραματικά. Η Αν έρχεται αντιμέτωπη με τη ντροπή και τον πόνο, ενώ φτάνει να ρισκάρει την ίδια της τη ζωή...

Η άποψή μας: Δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία αρκετά χρόνια όπου μια ταινία ασχολείται με το θέμα των εκτρώσεων. Πρόχειρα θυμάμαι Το μυστικό της Βέρα Ντρέικ (2004) του Mike Leigh (του οποίου η δράση τοποθετείται στη Μεγάλη Βρετανία της δεκαετίας του '50), το 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες (2007) του Cristian Mungiu (του οποίου η δράση τοποθετείται στη Ρουμανία της δεκαετίας του '80) και το Never Rarely Sometimes Always (2020) της Eliza Hittman (του οποίου η δράση τοποθετείται στις ΗΠΑ του σήμερα). Όλες αυτές οι ταινίες είναι κάτι παραπάνω από πολύ καλές – βέβαια, αν έπρεπε να τις αξιολογήσω, εννοείται ότι θα ξεχώριζα ως πιο συγκλονιστική, πλήρη κι απαλλαγμένη έστω από ίχνος διδακτισμού, τη ρουμάνικη. 

Όπως και να έχει, όλες αυτές οι ταινίες έχουν το ιδιάζον ενδιαφέρον να διαθέτουν προβολές στο σήμερα. Και να επισημαίνουν με τρόπο τρανταχτό και τολμηρό πως ενώ υποτίθεται πως οι σύγχρονες κοινωνίες προχωράμε προς τα εμπρός, κάποιες, από αυτές που δεν το περιμένεις, μιας που καταχωρούνται ως προηγμένες και προοδευτικές, πηγαίνουν προς τα πίσω ολοταχώς. Υπάρχουν πολύ πρόσφατα τα παραδείγματα της Πολωνίας και του Τέξας, για να αναφέρουμε δυο πολύ προβεβλημένες περιπτώσεις. 

Τούτη η ταινία λοιπόν, παραδόξως και... απαράδεκτα, είναι απόλυτα επίκαιρη. Εννοώ, δεν θα έπρεπε να είναι επίκαιρη. Θα έπρεπε να λειτουργεί ως κάτι του τύπου «κοίτα ρε συ πόσο βάρβαρη ήταν η κοινωνία ενάντια στις γυναίκες κάποτε». Το θέμα της αυτοδιαχείρισης του σώματος των γυναικών θα έπρεπε να είναι λυμένο. Όπως και η εξαφάνιση της αντίληψης από πολλούς άντρες ότι οι γυναίκες είναι κτήματά τους – στο πλαίσιο αυτό εμπίπτουν και οι γυναικοκτονίες. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο, τεράστιο θέμα... 

Η Diwan αφηγείται την ιστορία της με την προσήλωση ενός ντοκιμαντερίστα. Η κάμερά της λειτουργεί ως αυτόπτης μάρτυρας, που μεταφέρει στο κοινό απλώς και μόνο τα γεγονότα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας αποφεύγει τον μελοδραματισμό, όπως αποφεύγει και να σοκάρει τους θεατές με φτηνά τρικ. Η ιστορία από μόνη της είναι αρκούντως σοκαριστική. Οπότε, κάποιες, λίγες σκηνές, όπως η επίμαχη προς το φινάλε, σοκάρουν μεν αλλά φαίνεται πως αυτό γίνεται υπολογιστικά, με τρόπο ώστε ο θεατής να χειραγωγηθεί για να αντιδράσει – με αποστροφή εννοείται. Ας πούμε ότι το «φθηναίνει» εδώ η συγκρατημένη κατά τα άλλα σκηνοθέτρια. 

Που επιλέγει το τετράγωνο κάδρο για να μεταφέρει πιο πετυχημένα την αίσθηση εγκλωβισμού της ηρωίδας της. Που επιλέγει να μην ξεκαθαρίσει απόλυτα για πολύ ώρα το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα, για να υπογραμμίσει πως – σε κάποιες χώρες – τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν σήμερα. Που επιλέγει με τον τρόπο της να δώσει μια αίσθηση θρίλερ με όσα τραβάει μόνη της η Αν. Που επιλέγει τολμηρά να αποσυνδέσει και να αποφετιχοποιήσει το σεξ σε σχέση με το συναίσθημα. Δεν βλέπουμε τη σκηνή όπου η Αν μένει έγκυος. Όταν τη βλέπουμε όμως να κάνει σεξ, είναι μια συνειδητή της απόφαση, επειδή είναι γκαβλωμένη κι όχι επειδή αγαπάει τον one-night-stand εραστή της. 

Η φεμινιστική ατζέντα της ταινίας χτυπάει όλες τις σωστές νότες και δεν υποπίπτει στο λάθος να τσουβαλιάσει συλλήβδην όλους τους άντρες ως γουρούνια: την υποκριτική κοινωνία του τότε (και του τώρα) προσπαθεί να στηλιτεύσει. Είναι η δεύτερη φορά σε μικρό χρονικό διάστημα που βλέπουμε μεταφορά (αυτοβιογραφικών εν πολλοίς) βιβλίων της Annie Ernaux στο σινεμά. Η προηγούμενη ήταν η ταινία «Το πάθος» (Passion simple) της επίσης Λιβανέζας, Danielle Arbid, που είδαμε στα τέλη Φεβρουαρίου στην Ελλάδα. 

Αυτήν τη φορά, όμως, η κινηματογραφική διασκευή ευτύχησε στην επιλογή της πρωταγωνίστριας. Η Ρουμάνα Anamaria Vartolomei είναι εξαιρετική. Σαγηνευτική εμφανισιακά και συναρπαστική ερμηνευτικά, κουβαλάει πραγματικά την ταινία στους ώμους της, καθώς δεν λείπει από κανένα πλάνο. Μια γενναία ερμηνεία, που την μπάζει για τα καλά στον κινηματογραφικό χάρτη. Την είχα προσέξει σε μικρούς ρόλους σε δύο ταινίες του 2017, το Ο θεριστής (Le semeur) και το Βασιλικοί γάμοι (L' échange des princesses). Προσεχώς, θα τη δούμε να υποδύεται την Maria Schneider (ναι, εκείνη από το Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι του Bertolucci) στο Maria ενώ πρωταγωνιστεί και στην επόμενη ταινία του Bruno Dumont, το L' Empire, όπου σε ένα μικρό χωριό της Γαλλίας υποτίθεται πως ζουν εξωγήινοι Ιππότες undercover! Μια χαρά της πάνε τα πράγματα της 23χρονης Anamaria. Και μόνο για να τη δείτε να διαπρέπει σε τούτη την ταινία αξίζει να επισκεφτείτε το θερινό της περιοχής σας.

Το γεγονός (L' événement / Happening) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Ιουνίου 2022 από την Rosebud 21!
Περισσότερα... »

Men Poster ΠόστερMen
του Alex Garland. Με τους Jessie Buckley, Rory Kinnear, Paapa Essiedu, Gayle Rankin.


Όλοι οι Άνδρες την Ίδια Μούρη Έχουνε
του gaRis (@takisgaris)

Πιάσαμε κοντά μια 2ετία όπου ο σινεμάς επλήγη καμπόσο, ασυζητητί. Χώρια που ήδη για μια καμιά 10ετία-και-βάλε στενάζουμε υπό τον ζυγό των κομικομπουκάδων, που έχουν μετατρέψει την κινηματογραφική εμπειρία σε χυλό, όμοιο με το τσένταρ που λούζει τα νάτσος σου στην κυριακάτικη απογευματινή προβολή στο σίνεπλεξ. Με τούτα τα δεδόμενα, λογικά όταν σκάει ένας νέος Alex Garland ανά 4ετία (Ex Machina, 2014 και Annihilation, 2018) θα πρέπει να χτυπάμε αναβολή από το αρτχαουζιανό sci fi gore ντελίριο (με την καλή έννοια). 

Men Quad Poster
Εννοώ ότι στον κυκεώνα της δισδιάστατης σαχλοπατικωσούρας, η άφοβη καλλιτεχνική ματιά, η αναμόχλευση των αιωνίων ερωτημάτων περί ελευθερίας, εξουσίας, πίστης και νοημοσύνης του βρετανού δημιουργού είναι μποναμάς από λίαν ευπρόσδεκτος έως σαφώς αναγκαίος για τον «νοήμονα» θεατή. Από την άλλη, αυτά επιτυγχάνονται όταν το σενάριο πραγματεύεται τις ιδέες του με ένα στιλπνό, ρυθμικά ελεγχόμενο σχεδιασμό, σε αρμονία με την παντοδύναμη χρωστική παλέτα του Rob Hardy και βίζουαλς και εφφέδες που δε γκελάρουν αλλά υπερθεματίζουν όπως στο οσκαροβραβευμένο Ex Machina.

Λάου λάου σε πάω γιατί το ίδιον με το Men εδωνά είναι πως αξίζει να το δεις anyway. Ναι, είναι πενιχρό σε χαρακτηρολογική ανάλυση και ως δραματουργική έκβαση. Ναι, πάσχει βαρέως από #MeToo-τίτιδα και θωπεύει απροκάλυπτα τον ούλτρα-φεμινισμό στο μαλακό του υπογάστριο. Ναι, πασαλείβει Wicked Man γκόθικ ατμόσφαιρες στη λασπουριά του Κρονεμβούργιου σωματικού τρόμου χωρίς να κοινωνεί πιστευτά την οργανική τους διασύνδεση. Και ναι-ναι-ναι-ναι-ναι (το παραδέχομαι) κηρύττει έμπλεο φανατισμού εναντίον της ανδρικής τοξικότητας στη λογική του «όλοι οι άνδρες την ίδια μούρη έχουνε», όμως: O Alex Garland έχει φαντασία (ΚΑΙ σεναριογράφος του 28 Days Later ειρήσθω εν παρόδω), αδιαπραγμάτευτο δημιουργικό όραμα και πλήρη άγνοια εισπρακτικού κινδύνου που μετά και το Men ενδέχεται να το πληρώσει από την τσέπη του κυριολεκτικά, όπως κατήντησε τα τελευταία χρόνια ο M.N. Shyamalan (κράτατο το όνομα αυτό για τον επίλογο). 

Μπήκα κατευθείαν στο ψαχνό, αλλά δε γίνεται να αποφύγω την υποτυπώδη πλοκή της ταινίας. Η Harper (Jessie Buckley) παραθερίζει μονάχη στην καταπράσινη, επιβλητικά υποβλητική βρετανική ύπαιθρο, ποθώντας να αναρρώσει από την τραυματική αυθωρί εμπειρία της αυτοκτονίας του κακοποιητικού συντρόφου της James (Paapa Essiedou). Στο χωριουδάκι όπου αρχίζει να κόβει βόλτες, τσουγκράει πάνω σε διαφόρους άνδρες, με την εξής...μία φάτσα (Rory Kinnear ο οποίος το διασκεδάζει αφάνταστα), μα σκατίπαιδο, μα κληρικός, μα θαμώνας πάμπ, μα γυμνός περιφερόμενος επιδειξίας - όλα γύρω σε θυμίζουν ένα πράμα. 

Εκεί που χάνεται η λογική κερδίζει η Τζεσάρα η οποία (I’m Thinking of Ending Things, The Lost Daughter) είναι η πιο φορμαρισμένη ηθοποιός σήμερα, με παροιμιώδη ευκολία να βγάζει σκασμένη ανησυχία με φυσικότατο κρεσέντο. Κι ευτυχώς που ο Alex...ευτύχησε με το καστ γιατί τούτη η εξεζητημένη αποκοτιά που διαλύεται στα εξών συνετέθη στην τρίτη πράξη, διαφορετικά θα κατέρρεε υπό το βάρος της απλοϊκά μανιχαϊστικής προσέγγισης της πάλης των φύλων και της καραγκαγκάν τελικής σεκάνς που σε στέλνει μεταξύ αποτροπιασμού και αχαλίνωτου βρωμογέλωτα. 

To Men είναι η άνιση εκ του αποτελέσματος απόπειρα του δημιουργού του να δέσει εντυπωσιακά τον νατουραλιστικό τρόμο με το αιώνιο δίπολο αρσενικό-θηλυκό. Μια Σιαμαλανίτιδα (βλ. Οίηση) την έχει ο Garland, καιρός λοιπόν είναι να απασφαλίσει τις ερμητικές πύλες της φαντασίας του ώστε να χαρίσει στον θεατή ότι δικαιωματικά του αναλογεί: Μια τίμια κινηματογραφική κάθαρση, μια πειστική απάντηση στα μυριάδες ερωτήματα που ο ίδιος σωρηδόν μας θέτει.

Men Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Ιουνίου 2022 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Top Gun: Maverick Poster ΠόστερTop Gun: Maverick
του Joseph Kosinski. Με τους Tom Cruise, Miles Teller, Jennifer Connelly, Jon Hamm, Glen Powell, Lewis Pullman, Ed Harris, Val Kilmer.

Highway to the Danger Zone
του zerVo (@moviesltd)

Ορόσημο! Καμία άλλη έννοια δεν μπορώ να βρω να ταιριάζει καλύτερα στον κινηματογραφικό μύθο του Top Gun. Αφού πέρα και εκτός της σαρωτικής του εμπορικής επιτυχίας πρόκειται για το φιλμ που: Γέννησε τον μεγαλύτερο χολιγουντιανό αστέρα των πρόσφατων σαράντα χρόνων, ανέδειξε το ταλέντο ενός τεράστιου action σκηνοθέτη όπως ο Tony Scott, εδραίωσε στον θρόνο του παραγωγικού Μίδα τον Jerry Bruckheimer, καθόρισε το πατρόν που πάνω του ζωγραφίστηκαν οι περισσότερες και καλύτερες περιπέτειες δράσης, άντε, έκανε και μόδα παγκόσμια, εκείνα τα γυαλιά ηλίου, που δεν κρατάνε σκελετό ίσιο, πάνω από δυο μέρες. Τέτοια ορόσημα, γνώμη μου είναι, δεν τα ακουμπάς. Ποτέ! Κι αν το κάνεις οφείλεις να είσαι τρομακτικά προσεκτικός. Ώστε να σεβαστείς, κυρίως, το γεγονός πως για κάποιους ο όρος Top Gun, είναι συνώνυμος με ένα τεράστιο κομμάτι των νιάτων τους.

Top Gun: Maverick Quad Poster
Ιεραρχικά μπορεί να μην έκανε την καριέρα που κάποτε οραματιζόταν, ο Σμηναγός Πιτ "Μάβερικ" Μίτσελ, ως ο κορυφαίος στην σειρά του πιλότος της Αμερικάνικης Αεροπορίας Ναυτικού, ποτέ του δεν μετάνιωσε όμως για την απώλεια των γαλονιών, έχοντας φροντίσει να τα ανταλλάξει με την δυνατότητα του να δοκιμάζει πρώτος, κάθε καινούργιο και υπερσύγχρονο, μαχητικό αεροσκάφος. Έχοντας διαρκώς την έμπρακτη συμπαράσταση του πάλαι ποτέ συμμαθητή του και νυν Διοικητή των Δυνάμεων του Ειρηνικού, Ναυάρχου Τομ "Άισμαν" Καζάνσκι, που γνωρίζοντας καλά τις κορυφαίες πτητικές του ικανότητες, έστω και σε προχωρημένη ηλικία, θα τον επιλέξει για μια ακόμη επικίνδυνη, έως και αδύνατη, μυστική αποστολή.

Αναθέτοντας του την εκπαίδευση της καινούργιας μοίρας των πιλότων Τοπ Γκαν, προκειμένου να σταλούν σε έδαφος εχθρικό για να καταστρέψουν τις στρατιωτικές βάσεις που είναι αποθηκευμένες τεράστιες ποσότητες απεμπλουτισμένου, που απειλούν την ασφάλεια της Αστερόεσσας. Υποχρέωση του Μάβερικ είναι να εκπονήσει το πλάνο της επίθεσης και να το καταστήσει σαφές στους ατίθασους διαδόχους του, συγκροτώντας τους ως μια ομάδα, ως σώμα ένα. Οι δυσκολίες για εκείνον θα κάνουν την εμφάνιση τους πολύ νωρίς, καθώς μεταξύ των νεαρών άσων, βρίσκεται και ο Υποσμηναγός Μπράντλει "Ρούστερ" Μπράντσο, γιος του πάλαι ποτέ καλύτερου του φίλου και συνεργάτη, "Γκουζ", που άδοξα χάθηκε στο πεδίο της μάχης. Πριν ακριβώς τριάντα έξι χρόνια...

Δεν μου χρειάστηκαν παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας για να κατανοήσω πως ο σινεμάς ξανά, με έβαλε μέσα σε εκείνη την μαγική κάψουλα, που θα με ταξιδέψει με την θέληση μου μέσα στον παρελθοντικό χρόνο. Ήταν αρκετό να νιώσω την χροιά της φωνής του Kenny Loggins, στο ίντρο τραγούδι σήμα κατατεθέν της μαρκίζας και να κόψω τον Πιτ να κοντράρει στα ίσα με την Καβάσω του, το αεριωθούμενο που απογειώνεται στο φόντο. Με κοστούμι σύγχρονο όμως κι όχι μπαγιατίλα. Το F14 Τόμκατ του χθες, τόσο καιρό μετά, έχει μετεξελιχθεί σε F18 Χόρνετ του απόψε. Κι αν για τον αδαή ή έστω τον ελάχιστα σχετικό αυτή η εξελικτική πορεία των πολεμικών α/φών δεν λέει και πολλά πράγματα, μιας και ενδεχόμενα όλα παρόμοια του μοιάζουν στην όψη, δεν συμβαίνει το ίδιο για τον κεντρικό ήρωα, που δεν χαμπαριάζει τίποτα, φτάνοντας τα μεταλλικά αυτά παιχνίδια στα άκρα τους. Δέκα μισό μαχ κι έχει ακόμη τζόγο να γράψει το κοντέρ! Με τέτοια συμπεριφορά και πολύ σου είναι που έφτασες τον βαθμό του κάπτεν...

Από την άλλη όμως και όχι! Αδικία! Ο ατίθασος Μάβερικ δεν υπήρξε απλά μια φορά κι έναν καιρό ο καλύτερος πιλότος της Naval Force. Ο ασύμμετρα, με την αληθινή αξία του, ονομαστός Μάβερικ, είναι ο καλύτερος πιλότος της Naval Force, ever! Και φυσικά δίχως εκείνον στην κορυφή του σμήνους, καμία αποστολή δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας, οι νέοι αστέρες των μονοθεσίων, οφείλουν να αρκεστούν σε ρόλο υποστηρικτικό. Δόξα και τιμή στην σειρά των 50φεύγα λοιπόν, από έναν τύπο που όσο μπόι του λείπει, άλλο τόσο στην καρδιά του κρύβει έναν δράκο, αρνούμενο να ηττηθεί στην ανοιχτή κόντρα με τον πανδαμάτορα.

Η αφήγηση από τη μεριά της, που πολύ προσεχτικά φροντίζει να μην ονοματίσει κανέναν οχτρό, άλλωστε η Αμέρικα έχει μπόλικους από δαύτους για να επιλέξουμε εμείς από μόνοι μας το ID του, δεν βιάζεται πόντο να αναδείξει την εικόνα του θρύλου της πιλοτικής. Αντίθετα, το γνωρίζει κι ίδιος, τον ξεκινά από χαμηλά, σχεδόν τον ισοπεδώνει στα μάτια των πάντων. Μισό σιρίτι στην στολή, ένεκα εκκεντρικής περσόνας, αυτόν διαλέγουν όμως οι Πεντάγωνοι όποτε δουν τα σκούρα. Παρίας και γεροντάκι που τον πετούν έξω σηκωτό από την παμπ οι νεοσσοί, μόνον αυτός όμως θα τους πει λόγια που δεν τα γράφει κανένα εγχειρίδιο πτήσης. Παρείσακτος και αναγκαίο δεινό για τους αξιωματούχους, που δεν μπορούν να ξεφορτωθούν την παρουσία του, εκείνος όμως θα αρπάξει το στελθ για να σκιτσάρει το μοναδικό σχέδιο δράσης, που θα οδηγήσει την αποστολή στην επιτυχία.

Θεματικά, με περιφερειακές εμβόλιμες παρενθέσεις, η ομάδα των σεναριογράφων, με ευρηματική μέθοδο καταφέρνει να παντρέψει επιτυχώς το χθες με το σήμερα. Ο γιος του K.I.A. κολλητού, που ξεχωρίζει από την φράξια των ρούκις, ζωντανεύει και πάλι την θύμηση της απώλειας. Να επιλεγεί για το μεγάλο ρίσκο ή να προστατευτεί μένοντας στον πίσω πάγκο του αεροπλανοφόρου, ως αναπληρωματικός? Υπέροχη, ξανά, η υποστηρικτική γραμμή, του ταλαντούχου Miles Teller, που σιγοντάρει σαν έτοιμος από καιρό τον Maverick. Από την άλλη μεριά, ο νεμεσιακός στις κόντρες των νιάτων, αλλά και κυματοθραύστης στην πορεία, κάθε φοράς που η υπηρεσία θα έβαζε στο στόχαστρο τον ιδιότροπο Μιτς, επιστρέφει με την ίδια μορφή του κάποτε. Και πόση συγκίνηση αναδύει η αδελφική συνάντηση του καριερίστα με τον ασυμβίβαστο, όταν στο πόστο του πρώτου, ο σπουδαίος Val Kilmer, παίζει τον ίδιο του τον εαυτό, προβάλλοντας τον δαίμονα που του κατατρώγει το κορμί εδώ και χρόνια. Πολύ δυνατή στιγμή αποχαιρετισμού. That Loving Feeling...

Με την McGillis αποσυρμένη στον οίκο ευγηρίας από πριν το μιλένιουμ, η παραγωγή έξυπνα τοποθέτησε ως αντικείμενο του πόθου στο πλευρό του πιλότου, την αειθαλούς ομορφάδας Jennifer Connelly, για να αποδώσει την ιδιοκτήτρια του μπαρ πλάι στην μονάδα. Όχι ασύνδετα και κουτουρού με το παρελθόν, αφού η ερωτική σπίθα μεταξύ τους προϋπάρχει, απόταν την πρωτογνώρισε ο Μιτς, θυγατέρα διοικητού σε μοίρα που υπηρετούσε. Πολύ καλό το δέσιμο, δίνει μια απαιτούμενη ζωντάνια στα συνδετικά, αναμεσίς των πτήσεων πλάνα, σπάζοντας με μια πιπεράτη και γλαφυρή ιδέα, την πιθανή μονοτονία των αερομαχιών.

Και λέω πιθανή, γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ πως μπορεί κάποιος θεατής να μην νιώσει την ανάσα του να κόβεται, θαρρώντας τα Χόρνετς να σκίζουν τους αιθέρες, επιχειρώντας επιδέξια ζιγκ ζαγκ στα γκρεμιλίκια και βουτιές προς το έδαφος με ταχύτητες ιλιγγιώδεις. Όταν δε εμφανιστούν τα...Μιγκ του αντιπάλου και το πανηγύρι ζωντανέψει, τότε το σασπένς χτυπάει κόκκινο, η αδρεναλίνη εκτοξεύεται μαζί με τα τσαφς του αντιπερισπασμού και μαζί της η λογική αγωνία: Λες να έχουμε κι εδώ παρόμοια απώλεια με εκείνη του Μπράντσο του πρεσβύτερου? Που πόσο νοσταλγικά μας τον θύμισε (λες και τον λησμονήσαμε...) το φλασμπάκ από το ορίτζιναλ, με την μορφή του Anthony Edwards, στην αγκάλη της Meg Ryan, κούκλα και κείνη, στα μικράτα της.

Εντέλει, εκεί που ένιωθα ανασφαλής, για το αχρείαστο της ύπαρξης αυτού του σίκουελ, βρέθηκα στην ακριβώς απέναντι όχθη, να ευχαριστώ τον ντιρέκτορα Kosinski και τους συν αυτώ, επειδή μας σέρβιραν την συνέχεια που τόσο είχαμε ανάγκη. Καλύπτοντας και το παραμικρό κενό εξιστόρησης τόσων χρόνων, εισάγοντας στην πλοκή πρόσωπα που έχουν να προσφέρουν πολλά, στήνοντας μια υπόθεση που δεν την λες και πρωτότυπη, αλλά ούτε και αντιγραφή. Προσέχοντας υπερβολικά το σύνολο να μην παρασυρθεί από την τελειότητα των υπερσύγχρονων ειδικών εφέ, αλλά να παραμείνει πιστό στην εντυπωσιακή, υπερβολική, πλην μελοδραματική κινηματογραφική συνταγή των 80s. Που τόσο πολύ την έχει υποθάλψει το Χόλιγουντ, για χάρη του χείμαρρου των ανά μήνα σινεκομικών, ανακυκλωτικών της ψευτίλας, εκδόσεων. 

Στήνοντας συνάμα έναν ύμνο στον αγέρωχο, αγέραστο, αιώνιο έφηβο Tom Cruise, που στα σιμά εξήντα του, δεν επιθυμεί απλά να δειχτεί ως ο κάποτε πρώτος, αλλά ο παντοτινός! Τον ζηλεύεις! Και τον θαυμάζεις ταυτόχρονα, καθώς σε πείθει και μάλιστα άνετα, όσο κι αν αυτό φαντάζει αφάνταστα ακραίο, πως τα Μαχ για την πάρτη του, μπορεί να φτάσουν μέχρι και...τριψήφια! Καπέλο ψηλά! Το Top Gun είναι ξανά εδώ. Κι ο Maverick αντάμα του, μαχητικότερος από ποτέ, πανέτοιμος να πάρει για ακόμη μια φορά, our breaths away!

Top Gun: Maverick Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Μαιου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Νύχτα της φωτιάς (Noche de fuego / Prayers for the Stolen) Poster ΠόστερΝύχτα της φωτιάς
της Tatiana Huezo. Με τους Ana Cristina Ordóñez González, Marya Membreño, Mayra Batalla, Norma Pablo, Eileen Yáñez, Memo Villegas.


"Βάλτε φωτιά, κάψτε καλά..."
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Βρες το φως στο σκοτάδι

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της έμπειρης ντοκιμαντερίστριας Tatiana Huezo. Η Huezo γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1972 στο Σαν Σαλβαδόρ του Ελ Σαλβαδόρ και οι ρίζες της – εκτός από το Ελ Σαλβαδόρ – κρατάνε και από το Μεξικό. Σπούδασε στο Κέντρο Κινηματογραφικής Εκπαίδευσης του Μεξικού και πήρε το μεταπτυχιακό της στην Βαρκελώνη. Εκτός από σκηνοθέτιδα, η Huezo έχει δουλέψει ως διευθύντρια φωτογραφίας σε μια σειρά από ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους.

Νύχτα της φωτιάς (Noche de fuego / Prayers for the Stolen) Poster Πόστερ Wallpaper
Η συγκεκριμένη ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο παράλληλο του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα», όπου τιμήθηκε με Ειδική Μνεία. Από εκεί και πέρα έλαβε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ ανά την υφήλιο, κερδίζοντας μπόλικα βραβεία. Στην Ελλάδα η ταινία έκανε την πρεμιέρα της λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου τιμήθηκε με το βραβείο Χρυσή Αθηνά καλύτερης ταινίας. Τέλος, αποτέλεσε την επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Η υπόθεση: Σε ένα μικρό, απομονωμένο χωριό χτισμένο μέσα στα καταπράσινα βουνά του κεντρικού Μεξικού, οι άντρες παραγωγικής ηλικίας είναι σχεδόν ολοκληρωτικά απόντες. Το χωριό κατοικείται από γυναίκες, μητέρες και τα νεαρά παιδιά τους. Η οχτάχρονη Άνα μεγαλώνει μαζί με τη μητέρα της, τη Ρίτα: ο μπαμπάς της έχει φύγει στις ΗΠΑ αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Υποτίθεται πως και η ζωή της Άνας και της Ρίτας θα βελτιωνόταν, αλλά τα χρήματα που περιμένουν από τον ξενιτεμένο δεν τα λαμβάνουν ποτέ. Η επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι πολύ δύσκολη, καθώς το σήμα της κινητής τηλεφωνίας δεν είναι καθόλου καλό στην περιοχή. Υπό... κανονικές συνθήκες, οι περισσότεροι εργάζονται στο ορυχείο της περιοχής. 

Οι συνθήκες, όμως, δεν είναι κανονικές εδώ και πολύ καιρό. Καρτέλ ναρκωτικών έχει φυτείες με παπαρούνες (Μήκων η υπνοφόρος) στις πλαγιές των βουνών, μέσω των οποίων μαζεύουν την πρώτη ύλη για να παράξουν ηρωίνη. Βία και διαφθορά είναι καθημερινότητα στην περιοχή. Όταν ραντίζουν με δηλητήριο μέσω ελικοπτέρων της πλαγιές, για να προστατέψουν τις φυτείες, οι υπάλληλοι των καρτέλ δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Γενικώς, δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους. Κι από καιρού εις καιρόν, μπαίνουν άνετοι στα σπίτια των χωρικών για να αρπάξουν νεαρά κορίτσια, των οποίων η «τύχη» μετά είναι προδιαγεγραμμένη... Η Ρίτα, όπως όλες οι μητέρες του χωριού, κουρεύουν τις κόρες τους αγορίστικα για να τις προστατέψουν, ενώ φτιάχνουν και αυτοσχέδιες κρυψώνες. Η Άνα, όπως και οι συνομήλικες φίλες της (με τις οποίες προσπαθούν να επικοινωνήσουν «με το μυαλό») δεν καταλαβαίνουν τον λόγο για τον οποίο γίνονται όλα αυτά. Στα 15 της χρόνια, όμως, η Άνα θα καταλάβει...

Η άποψή μας: Το Μεξικό είναι... κινηματογραφομάνα. Διαθέτει ανθρώπους με κινηματογραφική παιδεία και παράγει όλη την γκάμα των προϊόντων κινούμενης εικόνας. Οι Μεξικάνοι παράγουν από τηλενουβέλες μέχρι φεστιβαλικές ταινίες, πιάνοντας συνήθως υψηλές επιδόσεις. Η κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ μπολιάζεται ολοένα και συχνότερα με νέο αίμα, με ταλέντα από τη γείτονα χώρα, τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα. Τα μεγάλα ονόματα αναγνωρίζονται παγκοσμίως και από πίσω η δεξαμενή δεν στερεύει ποτέ. Για κάθε Iñárritu υπάρχει μια Fernanda Valadez (σκηνοθέτιδα του λατρεμένου «Χαρακτηριστικά γνωρίσματα») για κάθε Cuarón υπάρχει μια Tatiana Huezo. 

Η θητεία της Huezo στο ντοκιμαντέρ είναι εμφανής στη συγκεκριμένη ταινία – και για καλό αλλά και για... κακό. Πιάνει απίστευτες λεπτομέρειες και σπάει την αφήγησή της για να μας παρουσιάσει τη Φύση σε όλο της το μεγαλείο. Η αντίστιξη έχει αποτέλεσμα: μέσα στην υπέροχη και ευρισκόμενη σε ισορροπία φύση, υπάρχει ο άνθρωπος και... the evil than man do. Η σκηνοθέτιδα ξέρει να αφηγείται με εικόνες, δεν τα πάει όμως και τόσο καλά με την αφήγηση με τον λόγο. Οι μυθοπλαστικοί κανόνες δεν ακολουθούνται προς απογοήτευση του θεατή. Υπάρχουν μπόλικες σεναριακές τρύπες κι αρκετές σκηνές, που δεν βγάζουν ακριβώς νόημα. 

Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη νύχτα της φωτιάς (στην κυριολεξία) που δίνει και τον τίτλο της ταινίας. Φτάνουν οι χωρικοί στο αμήν, βάζουν φωτιές, αντιστέκονται θαρρείς στους ναρκεμπόρους και τα τσιράκια τους, για να... φύγουν την επομένη; Κι αφού είναι τόσο δύσκολο να μένουν στο μέρος που μένουν (που είναι δύσκολο) γιατί δεν φεύγουν νωρίτερα; Περιουσία δεν έχουν, μόνο πόνο και δυστυχία βιώνουν. Γιατί δεν φεύγουν; Όταν μάλιστα το κάνουν τόσο... εύκολα τελικά; Χμ, ας είναι. Στην τελική, τα προτερήματα της ταινίας είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματά της. 

Η Huezo έχει αυτοπεποίθηση και καταφέρνει να πλημμυρίσει την οθόνη με ρεαλισμό και αυθεντικότητα. Ναι, δεν σου είναι δύσκολο να πιστέψεις πως αυτοί οι άνθρωποι που παρακολουθείς στην ταινία ζουν πραγματικά εκεί, μέσα στο καταπράσινο δάσος κι ότι δεν είναι απλά ηθοποιοί, που κάνουν την δουλειά τους. Οι σκηνές του... τρύγου των παπαρούνων για το μάζεμα του οπίου είναι καθαρά ντοκιμαντερίστικες, προσδίδοντας ακόμα μεγαλύτερη αλήθεια στο φιλμ. Η βία του καρτέλ υπονοείται. Το «κακό» μένει εκτός κάδρου, κι αυτό το κάνει πολύ πιο απειλητικό από το αν παρουσιαζόταν in your face. 

Από την άλλη, αποφεύγεται ο φτηνός μελοδραματισμός και το misery porn, στο οποίο πολύ εύκολα θα μπορούσε να εξοκείλει το φιλμ. Τα πράγματα εντέλει θα ήταν πολύ καλύτερα αν δινόταν μεγαλύτερη σημασία στη δομή του σεναρίου, στα ανοιχτά του ζητήματα, στην κάλυψη των λογικών χασμάτων. Ας είναι. Υπάρχουν εξαιρετικές σκηνές. Εκείνη πχ της έκρηξης στο ορυχείο, που διαλύει (για λίγο) την ησυχία και την αρμονία του φορτίου. Η... επανάληψη της σκηνής με το πως στήνονται τα εκρηκτικά κτλ ας πούμε, περισσεύει – εκεί κυριαρχεί το ένστικτο της ντοκιμαντερίστριας. Η σκηνή με την προσπάθεια των κατοίκων του χωριού να πιάσουν σήμα στο κινητό της είναι αστεία και τραγική μαζί – σίγουρα σκηνή ανθολογίας. 

Η ενηλικίωση των κοριτσιών στις δύσκολες αυτές συνθήκες παρουσιάζεται με τρυφερότητα και αγαπησιάρικα. Θύματα επί δύο, αναγκάζονται να υπομείνουν τη φτώχεια και την ανέχεια από τη μια και την πατριαρχεία από την άλλη. Πρέπει να έχουν κοντά μαλλιά, να θυμίζουν αγόρια ή να έχουν μια σωματική παραμόρφωση (όπως το λαγόχειλο) για να... γλυτώσουν από την σωματεμπορία. Κι αναρωτιέσαι αν εντέλει η παραμόρφωση είναι εντέλει φοβερή ασπίδα προστασίας. Κι ότι ενδεχόμενη διόρθωσή της μπορεί να έχει μη επιθυμητές παρενέργειες. Όπως και να έχει, αυτή η προσευχή για όσες κοπέλες έχουν απαχθεί είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει κανείς. Μένει η συναδελφικότητα, το περίφημο solidarity. Και η Μνήμη. Και ο τρόπος που κάποιοι άνθρωποι δεν θα ξεχαστούν ποτέ, έτσι όπως μας δείχνει το υπέροχο φινάλε.

Νύχτα της φωτιάς (Noche de fuego / Prayers for the Stolen) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαΐου 2022 από την Mikrokosmos!
Περισσότερα... »

Τα Κορδόνια (Lacci / The Ties) Poster ΠόστερΤα Κορδόνια
του Daniele Luchetti. Με τους Alba Rohrwacher, Luigi Lo Cascio, Laura Morante, Silvio Orlando, Giovanna Mezzogiorno, Adriano Giannini, Linda Caridi, Francesca De Sapio.

Έχε το νου σου στα παιδιά!
του zerVo (@moviesltd)

Τρομερό δίλημμα, ε? Μακάρι κανείς και ποτέ να μην βρεθεί ξανά μπροστά σε αυτό το δύσκολο αδιέξοδο, μα έλα όμως που έτσι είναι ο άνθρωπος. Να επιλέξει λοιπόν το "μια ζωή την έχουμε" και να παρατήσει καταμόναχη πίσω του, την μέχρι τα χθες στεφανωμένη του με τα κουτσούβελα, κόβοντας μηνιάτικο διατροφής, τρέχοντας με μια βαλίτσα ρούχα στην αγκάλη της, μισών χρόνων του, συνήθως, μορφονιάς? Ή να σκεφτεί φρονιμότερα και να πράξει πιο υπεύθυνα, κάπως σαν "μια ζωή την είχαμε", λησμονώντας τις μπερμπαντοσύνες, πραγματοποιώντας το μεγάλο ριτόρνο στην εστία, εκεί που τον καρτερεί μια (τώρα θα δεις τι έχεις να πάθεις) σύζυγος, αλλά και δυο παιδιά που τον υπεραγαπούν? Άλυτα κορδόνια...

Τα Κορδόνια (Lacci / The Ties) Quad Poster
Φαινομενικά η μεσήλικη καθημερινότητα, στον ρυθμικό Ιταλιάνικο Νότο, του Άλντο και της Βάντα, μοιάζει ευτυχισμένη, καθώς αντρόγυνο από τα νεανικά τους χρόνια, ξοδεύουν τον χρόνο τους, φροντίζοντας τα λατρεμένα τους παιδιά. Κάτι οι συνεχείς νευρώσεις που οδηγούν σε ακραίες εκρήξεις από Εκείνη, κάτι που Εκείνος έχει ξεμυαλιστεί για τα μάτια της κούκλας υπαλλήλου του, θα οδηγήσουν την κατάσταση στο απροχώρητο. Ο Άλντο θα πάρει το ρίσκο να αφήσει πίσω το σπιτικό του, τραβώντας νέα ρότα για την πρωτεύουσα, όπου το ραδιοφωνικό πρόγραμμα που επιμελείται έχει μεγάλη απήχηση. Και συνάμα να συζήσει με το νέο του αμόρε, που νιώθει να τον ανανεώνει, εν αντιθέσει με τον πνιγμό που βιώνει στην ρουτίνα της Βάντα...

Κι έτσι ξεκινά το πέρα δώθε για τον όχι και τόσο αποφασισμένο σαραντάρη, που αναγκαστικά θα κάνει την διαδρομή Νάπολη - Ρόμα και πίσω, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, προκειμένου να είναι τυπικός στις υποχρεώσεις του, κυρίως προς τα ανήλικα τέκνα. Από την δική της μεριά, η Κυρά, θα σπάσει κάθε πιθανό όριο παρανοϊκής αντίδρασης, πλησιάζοντας ακόμη και στο απονενοημένο διάβημα, μην τυχόν και αποσπάσει την τελική ψήφο του στεφανιού της. Κι όσο το διαζύγιο δεν εκδίδεται, τόσο το σερνικό βαλτώνει στις σκέψεις του, όσο και το θήλυ βυθίζεται στην κατάθλιψη. Την ώρα που η σαν τα κρύα νερά εξωσυζυγική νεαρά, θα αποκτήσει τις συνήθειες της επίσημης και θα θέσει λογικά τους δικούς της όρους. Αλλά και τα παιδάκια θα νιώσουν πως παρασύρονται από την αβεβαιότητα των γονιών τους, που δεν βρίσκουν το σθένος να κάνουν τις τελεσίδικες επιλογές τους.

Φυσικά και μια τέτοια ιστορία είναι βγαλμένη μέσα από τις μυριάδες παρόμοιες περιπτώσεις που μπορεί κανείς να αντικρύσει οπουδήποτε στον κόσμο. Αυτή την φορά το πεδίο δράσης της πλοκής είναι η Ιταλία, με το μεγαλύτερο κομμάτι της εξιστόρησης, να λαμβάνει χώρα στις αρχές της δεκαετίας των 90s, περίπου τριάντα χρόνια πριν. Η αφήγηση σε καμία περίπτωση όμως δεν ακολουθεί μια γραμμικότητα, καθώς η δεύτερη πράξη, μεταθέτει τον δείκτη στο σήμερα, επιχειρώντας να αναδείξει, μέσω συνεχών ακόμη και στιγμιαίων φλασμπάκ, τα συναισθηματικά κοντράστ των "ηρώων" της, συγκριτικά με τον δρόμο που διάλεξαν εντέλει στο μακρινό χθες.

Ενδιαφέρουσα μοιάζει η εργασία του αγαπημένου παιδιού της φεστιβαλικής Μόστρας, Daniele Luchetti, που για ακόμη μια φορά στην θεματική τους, ασχολείται με τα ζόρια μιας σύγχρονης, δυτικής φαμίλιας. Μέσα από διαλόγους αιχμηρούς, γλαφυρούς καμιά φορά, αλλά κυρίως βίαια επιθετικούς, αναδύεται ο θυμός κι η αγωνία, οι τύψεις και οι πληγές, που γεννήθηκαν την στιγμή που το αντρόγυνο αντιλήφθηκε πως το γυαλί όχι απλά ράγισε, μα έγινε χίλια κομμάτια. Ξανακολλά είναι το ερώτημα? Φυσικά και ξανακολλά, δεν χωράει κουβέντα. Ποτέ του όμως δεν θα ξαναγίνει διάφανο και καθάριο, πάντα στο τριγύρω του, ακόμη και μια ολάκερη ζωή κατοπινά, θα πλανάται η μελαγχολία των αναπάντητων γιατί. Γιατί με άφησε, γιατί δεν με άφησε? Γιατί έφυγα, γιατί δεν έφυγα?

Οι Ατζούροι σε αυτό το κινηματογραφικό είδος, της φαμιλιάρικης μουντάδας, που δεν έχει πάντως και την πρώτη πέραση στο κοινό, έχουν κάνει δική τους, ξέχωρη σχολή, βασισμένοι σε δύο πόλους. Στα ευρηματικά σενάρια, που αφήνουν πάμπολλα στοιχεία στην διακριτική φαντασία του θεατή και στις ερμηνείες των αστέρων, που έχουν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο της παραδοσιακής φωτονοβέλας. Ξεχωρίζει ξανά και άνετα του συνόλου η Rohrwacher, ως η εύθραυστη παρατημένη γυναίκα που τσαλαπατιέται προκειμένου να κερδίσει την μάχη τους ανδρός, που τον αποδίδει ο Lo Cascio, χωρίς να πείθει κανέναν, ως ο διανοούμενος εραστής, που σφάζονται στην ποδιά του ολόφρεσκα κοριτσόπουλα. 

Στην αντιδιαστολή, οι ερμηνευτές που παίζουν τις δυο περσόνες σε προχωρημένη ηλικία (Morante και Orlando) άθελα τους μπερδεύουν τα πράγματα, αφού οι προσωπικότητες τους, ελάχιστα ομοιάζουν με εκείνες των νεότερων τους χρόνων. Ευτυχώς που ως από μηχανής Θεοί, σκάζουν τα ενήλικα πια τέκνα, ο Adriano Giannini και η (αγνώριστη, με διπλάσια κιλά από τα γνώριμα) Giovanna Mezzogiorno, που βάζουν κάπως τα πράγματα στην θέση τους, με μια έξυπνη στροφή, που οδηγεί στον επίλογο. Ενός ακόμη μακελειού, ίσως? Τα ερωτηματικά παραμένουν και η κουβέντα γύρω από το τι έπρεπε να γίνει, το τι συνέβη, το τι θα ήταν δίκαιο και τι ηθικό παίρνει μπροστά. Τα Κορδόνια, αν και όχι τόσο πρωτότυπα σε συλλογιστική, αυτό τον σκοπό τους τον πέτυχαν...

Τα Κορδόνια (Lacci / The Ties) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαιου 2022 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »