Sound of Metal Poster ΠόστερSound of Metal
του Darius Marder. Με τους Riz Ahmed, Olivia Cooke, Paul Raci, Mathieu Amalric, Lauren Ridloff.


Από πού να πιαστείς όταν καταρρέει όλος σου ο κόσμος;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Όλα συμβαίνουν μες στο κεφάλι μας...

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο Darius Marder. Στη φιλμογραφία του έχει credit σκηνοθέτη και για μια μεγάλου μήκους ταινία ντοκιμαντέρ, το «Loot» του 2008. Το σενάριο για τούτη την ταινία το υπογράφει ο σκηνοθέτης μαζί με τον αδελφό του, Abraham Marder, βασισμένος σε μια δική του ιστορία, στην οποία έβαλε το χεράκι του και ο Derek Cianfrance, με τον οποίο είναι φίλοι. Μάλιστα, ο Darius Marder συνυπογράφει το σενάριο της ταινίας του Cianfrance «Στο τέλος του δρόμου» (The Place Beyond the Pines, 2012), της προτελευταίας ταινίας στην οποία είδαμε επί της μεγάλης οθόνης την Eva Mendes!

Sound of Metal Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Sound Of Metal έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο, τον Σεπτέμβριο του 2019, προ κορωναϊού δηλαδή. Από εκεί και πέρα συμμετείχε σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους και στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας» τον περασμένο Σεπτέμβριο, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα. Στις 20 Νοεμβρίου του 2020 βγήκε σε limited release σε κάποιες αίθουσες των ΗΠΑ, κάτι που της δίνει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τις πιθανότητές της στα Όσκαρ. Ήδη ο πρωταγωνιστής Riz Ahmed προβάλλει ως μία από τις πιο δυνατές υποψηφιότητες για το Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου, έχοντας ήδη τσιμπήσει υποψηφιότητα α' ανδρικού ρόλου σε δράμα στις Χρυσές Σφαίρες. Και από τις 4 Δεκεμβρίου του 2020 σε πάρα πολλές χώρες η ταινία προβάλλεται μέσω της πλατφόρμας της Amazon Prime.

Η υπόθεση: Οι Blackgammon είναι ένα συγκρότημα αποτελούμενο από δύο μέλη: την Λου, που είναι η τραγουδίστρια και παίζει κιθάρα και τον Ρούμπεν, ο οποίος παίζει ντραμς. Η μουσική που υπηρετούν είναι κάτι μεταξύ heavy metal και punk. Το ιδιότυπο αυτό ντουέτο είναι ζευγάρι και πάνω στη σκηνή αλλά κι εκτός αυτής. Ζουν σαν τσιγγάνοι χρησιμοποιώντας ένα τροχόσπιτο ως τόπο διαμονής αλλά και μετακίνησης από πόλη σε πόλη των ΗΠΑ, είναι βίγκαν και αγαπιούνται – τρελά. Ο Ρούμπεν είναι καθαρός από ναρκωτικά εδώ και τέσσερα χρόνια και γεμάτος τατουάζ. Βασικά, είναι «γεμάτος» γενικώς γιατί από τότε που γνώρισε τη Λου κάνει αυτό που αγαπάει με τη γυναίκα που αγαπάει. 

Όμως, καλείται να αντιμετωπίσει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα: χάνει την ακοή του. Και το γεγονός ότι κάθε βράδυ που δίνουν συναυλία, τα ντεσιμπέλ που δέχονται χτυπάνε κόκκινο, δεν βοηθάει την κατάσταση. Αρνείται να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Κι όταν πλέον χάνει εντελώς την ακοή του, είναι απελπισμένος. Η Λου, για να τον βοηθήσει, τον παρακινεί να επισκεφτεί και να διαμείνει (σε) ένα παράξενο κοινόβιο για κωφούς, το οποίο διευθύνει ο Τζο, βετεράνος του πολέμου στο Βιετνάμ, που έχασε την ακοή του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πώς θα αντιδράσει ο Ρούμπεν; Θα μπορέσει να προσαρμοστεί; Θα μπορέσει να τα βρει με τη νέα κατάσταση και με τον εαυτό του; Πόσο «ίδια» θα είναι τα πράγματα μετά από τη μεγάλη του περιπέτεια;

Η άποψή μας: Άτιμο πράμα η ισορροπία. Όπου ισορροπία = αρμονία. Δύσκολο να την κατακτήσει κανείς. Σε προσωπικό αλλά και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ο φιλαράκος ο Darius Marder τα πάει καλά για πρωτάρης ουσιαστικά. Έχει στα χέρια του ένα υλικό που εύκολα (πάρα πολύ εύκολα) θα μπορούσε να ξεπέσει σε μελόδραμα αίσχιστου είδους. Το αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Αρκεί αυτό; Χμ, όχι. Θα μπορούσε να επιλέξει να πάει προς το ακριβώς αντίθετο άκρο. Στην πλήρη αποδραματοποίηση δηλαδή. Βαθιά χασμουρητά, ουδεμία ταύτιση από μέρους του θεατή, ανία, βαρεμάρα. Δεν πάει ούτε προς τα εκεί. Αλλά την ισορροπία δεν την πετυχαίνει απόλυτα. 

Γιατί ήθελε λίγο παραπάνω... δραματοποίηση. Λίγο πιο σφιχτό σενάριο. Λίγο πιο επιμελή επιλογή σε κρίσιμες σεναριακές καμπές – πχ η όλη φάση με τον Γάλλο πατέρα της Λου μεταφέρει – χωρίς λόγο – το επίκεντρο από τον Ρούμπεν σε εκείνην. Αλλά αυτό που θέλει να πει το λέει δυνατά και καθαρά. Τι είναι λοιπόν τούτη η ταινία; Μια μελέτη πάνω στις επιπτώσεις της κώφωσης; Ένα δράμα πάνω στις κάθε είδους εξαρτήσεις; Μια οδύσσεια αναζήτησης του εαυτού; Σωστή απάντηση είναι κυρίως η γάμα. Με ψήγματα αλήθειας να βρίσκονται και στις δύο άλλες απαντήσεις. Ο Ρούμπεν έχει την ανάγκη να τον αγαπούν. Κι όταν δεν βρίσκει αγάπη την αναζητά στα υποκατάστατα. Στα ναρκωτικά. Στη μουσική. Στον... βιγκανισμό (χα!). Στη Λου. 

Η απώλεια της ακοής (την οποία ειρήσθω εν παρόδω ουσιαστικά ο ίδιος προκάλεσε - τι έχουν να πουν άραγε όσοι θα προσπαθήσουν να αναλύσουν την ιδιαίτερη αυτή παράμετρο από ψυχαναλυτικής πλευράς;) είναι τρομακτική αυτή – καθαυτή ως γεγονός. Τον Ρούμπεν όμως τον τρομάζει περισσότερο γιατί χάνοντας την ακοή του νιώθει ότι θα χάσει όλα εκείνα τα σημαντικά που αγαπάει: τις live συναυλίες μέσω των οποίων εισπράττει αγάπη από το κοινό και τη Λου, την αδελφή ψυχή (όπως νομίζει). Η κρίση του είναι καθαρά υπαρξιακή. Έχει μπροστά του μια άβυσσο, μια απύθμενη θάλασσα πιθανοτήτων, όπου φοβάται ότι θα βουλιάξει. Γι' αυτό και η πεισματική του άρνηση. Άρνηση να αποδεχτεί το γεγονός. Άρνηση να συμφιλιωθεί με τα νέα δεδομένα. Επιμονή στο να συνεχίσει να «ακούει» κι ας είναι ο ήχος του μετάλλου. Αυτό που θα αντιληφθεί πάντως στο τέλος αυτής της ιδιαίτερης πορείας του είναι πως υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ. Και πώς θα πλησιάσει αυτό το φως; Μα μαθαίνοντας να αγαπάει αυτό που έχει παραμελήσει περισσότερο από όλους κι από όλα: τον εαυτό του. 

Ο σκηνοθέτης – προς τιμήν του – αποφεύγει όλες τις πιθανές παγίδες. Να πχ, με την παραμονή του Ρούμπεν με τους κωφούς, θα μπορούσε να τον αφήσει εκεί. Βλέπουμε πως ο Ρούμπεν αρχίζει να νιώθει καλά. Να νιώθει δυνατός. Είναι πολλές οι φορές που γελάει, που αισθάνεται όχι ως ανάπηρος αλλά ως πλήρης άνθρωπος, με την (κρυμμένη προφανώς μέχρι τότε) ικανότητα να μπορεί να επικοινωνεί με παιδιά και να τα κάνει να αισθάνονται καλά. Εκεί λοιπόν παραμονεύει η παγίδα: αποδέξου και αφήσου και όλα καλά. Αμ δε. Ο Ρούμπεν δεν είναι καλά. Απλά, αργεί να συνειδητοποιήσει πως δεν θα φτιάξουν όλα αν φτιάξει την ακοή του. Θα φτιάξουν όλα (ή έστω θα αρχίζουν να φτιάχνουν) αν τα βρει με τον εαυτό του. Το ωραίο με την ταινία είναι ότι μετά τη συνειδητοποίηση, δεν μας δείχνει έναν άνθρωπο ώριμο και δυνατό. Ο Ρούμπεν πηγαίνει πάλι στην αφετηρία. Τουλάχιστον, όμως, πλέον ξέρει λίγο καλύτερα τον εαυτό του. Μεγάλη μαγκιά αυτό. 

Και ναι, αυτή είναι μια ταινία που στηρίζεται αποκλειστικά στην ικανότητα του πρωταγωνιστή να μας δείξει αυτήν την πορεία συνειδητοποίησης. Ο Riz Ahmed τα πάει περίφημα και δικαίως συζητείται για Όσκαρ. Όχι επειδή έμαθε να παίζει ντραμς για τις ανάγκες της ταινίας ούτε επειδή έμαθε τη νοηματική γλώσσα. Αλλά επειδή σε κάθε στιγμή σε πείθει για την ανασφάλειά του, για την υπαρξιακή του κρίση, για τον αγώνα του να φτάσει εντέλει στην αυτογνωσία. Ο 38χρονος Άγγλος πακιστανικής καταγωγής είναι γνωστός ράπερ – είναι ο Riz MC – και πρόσφατα τον είδαμε σε μια άλλη ταινία, πιο κοντά στον εαυτό του. Στο «Mogul Mowgli» υποδύεται έναν MC που λίγο πριν την παγκόσμια καταξίωση χτυπιέται από μια παράξενη αρρώστια, εξαιτίας της οποίας κινδυνεύει να μείνει για πάντα παράλυτος! Και πάλι μουσική και πάλι αρρώστια και πάλι ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με προσπάθεια του βασικού ήρωα να τα βρει με τον εαυτό του, αλλά εκεί έχουμε και μια εμμονή στο θέμα της ταυτότητας, της πατρίδας, της παράδοσης. 

Τούτη η ταινία είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένη. Λίγο πιο σφιχτή και... δραματική να ήταν, να πετύχαινε την καταραμένη ισορροπία και θα μιλούσαμε για κανονικό αριστούργημα. Ας είναι.

Sound of Metal Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Το ταξίδι της φάλαινας (Kitoboy / The Whaler Boy) Poster ΠόστερΤο ταξίδι της φάλαινας
του Philipp Yuryev. Με τους Vladimir Onokhov, Kristina Asmus, Vladimir Lyubimtsev, Nikolay Tatato, Arieh Worthalter, Maria Chuprinskaia.


Ταξιδιάρα ψυχή!!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Πονάει πάντα η πρώτη φορά...

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στη Μόσχα στις 15 Ιανουαρίου του 1990 (είναι δηλαδή μόλις 31ος ετών!!!) Philipp Yuryev. Στη φιλμογραφία του έχει και μια μικρού μήκους ταινία, γυρισμένη το 2013, με τίτλο «The Song of the Mechanical Fish» (Pesnya mekhanicheskoy ryby), ταινία που προβλήθηκε μεταξύ άλλων και στο φεστιβάλ του Σάντανς!

Το ταξίδι της φάλαινας (Kitoboy / The Whaler Boy) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον περασμένο Σεπτέμβριο, λαμβάνοντας μέρος στο φεστιβάλ Βενετίας, στο τμήμα «Giornate degli Autori», όπου και τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας. Η ταινία έλαβε μέρος σε διάφορα ακόμα φεστιβάλ. Την πανελλήνια πρεμιέρα της την πραγματοποίησε στο περασμένο – διαδικτυακό – φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Υπό κανονικές συνθήκες – μη πανδημίας – η προβολή της ταινίας θα σηματοδοτούσε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ. Υπό τις δεδομένες συνθήκες, η ταινία θα προβάλλεται από 21 Ιανουαρίου online και χωρίς συνδρομή μέσω του ιστοτόπου της StraDa Films. Στους θεατές παρέχεται η δυνατότητα να προαγοράσουν virtual εισιτήρια (e-εισιτήρια) και να ενισχύσουν έτσι την κινηματογραφική αίθουσα της επιλογής τους. Όπως αναφέρει και στο δελτίο τύπου της η εταιρία διανομής: «Ένας νέος τρόπος να πηγαίνεις κινηματογράφο»!

Η υπόθεση: Ο Λιόσκα είναι ένας 15χρονος έφηβος. Ζει σε ένα χωριό φαλαινοθήρων στις εσχατιές της ρωσικής τούνδρας. Το χωριό του βρίσκεται στην «από εδώ» μεριά του Βερίγγειου Πορθμού. Στο σημείο όπου το πλέον βορειοανατολικό κομμάτι της Ρωσίας αγγίζει σχεδόν το πλέον βορειοδυτικό κομμάτι των ΗΠΑ, στην «από εκεί» μεριά του Πορθμού, την Αλάσκα. 86 χιλιόμετρα θάλασσας χωρίζουν δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Ο Λιόσκα μαζί με τον κολλητό του, τον Κόλια, κάνουν βόλτες με τις μηχανές τους, συζητάνε, χαζολογάνε και – όταν το ρεύμα και το ίντερνετ το επιτρέπουν – μπαίνουν σε ροζ σάιτ με τσατ, made in USA. Εκεί ο Λιόσκα συναντά την Hollysweet_999 και την ερωτεύεται. Παράφορα όμως. Για χάρη της προσπαθεί να μάθει αγγλικά. Για χάρη της δεν λογαριάζει συγγενείς και φίλους. Για χάρη της θα προσπαθήσει να πάει στο Ντιτρόιτ και να την γνωρίσει από κοντά. Σ' αυτήν την Οδύσσεια ο Λιόσκα θα μάθει πολλά πράγματα. Και θα μεγαλώσει. Απότομα. Και θα έρθει αντιμέτωπος με τις ίδιες του τις αυταπάτες...

Η άποψή μας: Εικόνες γνώριμες απ' τη δική σου κοντινή Αμερική, που έλεγαν κάποτε οι Τρύπες. Νέον φώτα, μπεργκεράδικα, μπαράκια και πάνω στις εικόνες πέφτει το «The story of a broken heart» του Johnny Cash. Να χαρώ εγώ. Ωραιότατη αρχή. Και μια πρώτη υποσημείωση πως αυτό που θα δούμε θα είναι κατά μία έννοια η ιστορία μιας ραγισμένης καρδιάς. Μπαίνουμε στα ενδότερα ενός κωλάδικου. Η κάμερα περιφέρεται με προσποιητή αδιαφορία (χα!) ανάμεσα σε κώλους, μπούτια, βυζιά καλλίπυγων κορασίδων, που ετοιμάζονται για τη δουλειά. Ποια δουλειά; Μα να στηθούν ημίγυμνες μπροστά σε κάμερες, να λικνίζονται, να κινούνται λάγνα και να μιλάνε ζωντανά «μόνο σε σένα», σε εκατομμύρια αρσενικά από όλον τον κόσμο, που θέλουν με αυτόν τον τρόπο να ξεχαρμανιάσουν. 

Με αυτό το υπέροχο τρικ ο σκηνοθέτης – μέσω της οθόνης – μας μεταφέρει από την «πλούσια» Αμερική στην «φτωχή» Ρωσία. Καμιά 15αριά άνδρες στο ρωσικό χωριό έχουν συνδεθεί με το εν λόγω ροζ σάιτ. Ανάμεσά τους ο Λιόσκα και ο Κόλια. Ένας ένας οι άνδρες φεύγουν από το δωμάτιο όπου βρίσκεται το λάπτοπ. Μένουν μόνο ο Λιόσκα και ο Κόλια. Και ο Λιόσκα παθαίνει ζημία. Ερωτεύεται! Τι πιο φυσιολογικό! Τι υπέροχος τρόπος για τον σκηνοθέτη να έχει ταυτόχρονα μια τρομακτική τοπικότητα και μια εντυπωσιακή παγκοσμιότητα σε αυτά που μας αφηγείται. 

Στο χωριό του Λιόσκα το μόνο συναρπαστικό πράγμα που συμβαίνει είναι το κυνήγι της φάλαινας. Κι ας μην κατακεραυνώσουμε τους έρημους ντόπιους για αντι-οικολογικές πρακτικές και βαρβαρότητα. Για εκείνους το κυνήγι της φάλαινας είναι θέμα επιβίωσης – κυριολεκτικά. Πρόκειται για μια συλλογική διαδικασία. Από την επιτυχία της εξαρτάται αν το χωριό θα έχει κρέας να φάει, κρέας που μοιράζεται σε όλους τους χωριανούς, έτσι; Κατά τα άλλα, η ζωή κυλάει πάνω κάτω όπως παντού στον κόσμο: παντού οι νεαροί που αφυπνίζονται σεξουαλικά μπαίνουν στο ίντερνετ σε τσοντοσελίδες (με τσατ ή άνευ) και τραβάνε μαλακία, λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα για να μην τους πιάσει κανείς στα πράσα (απολαυστική η σκηνή με τον παππού που πλένει τα πιάτα)! 

Στην εποχή μας, ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα κλικ μακριά! Πατάς αυτό που ψάχνεις στο ίντερνετ κι έχεις πχ το Ντιτρόιτ φάτσα κάρτα μπροστά σου! Και μιας που στο χωριό του δεν υπάρχουν γυναίκες σε... ποιότητα και σε ποσότητα τέτοια που να τον καλύπτουν (ιδίως ηλικιακά), ο Λιόσκα ερωτεύεται την ξανθιά, όμορφη, γαλανομάτα Αμερικάνα HollySweet999 που βλέπει στο τσατ όταν έχει ρεύμα, τόσο ώστε για χάρη της να προσπαθήσει να μάθει αγγλικά (άλλη καταπληκτική σκηνή αυτή). Τόσο ώστε για χάρη της να πλακωθεί με τον κολλητό του φίλο – φτάνοντας μέχρι τον φόνο (ή μήπως όχι;). Τόσο ώστε να αποφασίσει να πάρει λίγες κονσέρβες και να επιχειρήσει να πάει παράνομα, περνώντας τα στενά, στην Αλάσκα κι από εκεί στο Ντιτρόιτ, προκειμένου να συναντήσει το αντικείμενο του πόθου του. Και φτάνει σε ένα σημείο όπου από τη μια είναι η Ρωσία και από την άλλη η Αμερική. Στη μέση του πουθενά, σε ένα ιδιότυπο no man's land. 

Από την μια είναι το μέλλον και από την άλλη το παρελθόν. Ποιο όμως ακριβώς είναι το μέλλον και ποιο το παρελθόν; Εδώ σας θέλω. Ο νεαρός σκηνοθέτης στήνει εξαιρετικές σκηνές και σε πολλές περιπτώσεις κινείται μεταξύ ντοκιμαντέρ και παραίσθησης! Την ίδια στιγμή αυτό που βλέπουμε είναι πραγματικό αλλά και ονειρικό. Μεγάλο επίτευγμα. Τεράστιο. Ένα απλό τρέξιμο του Λιόσκα στην παραλία κινηματογραφείται ως το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο! Η δε συνάντησή του στην ξηρά ανάμεσα στους δύο κόσμους, με τα κουφάρια των φαλαινών, είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Σοκ και δέος! Ο Λιόσκα παρασύρεται από το Αμερικάνικο Όνειρο. Και το ζει. Για λίγο. Γιατί κάποια στιγμή, κι αφού φτύσει τα λιωμένα μαρσμέλοους του, θα «φτύσει» και το Όνειρο: «Αμερική, σε βαρέθηκα», θα πει. Στον εαυτό του. Και θα επιστρέψει. Στο παρελθόν. Ή στο μέλλον. Όπως το πάρει κανείς... 

Τούτη λοιπόν είναι μία από εκείνες τις αγαπησιάρικες ταινίες, που σε αφήνουν στο τέλος με ένα χαμόγελο στο στόμα. Ενηλικίωση, ξεπαρθένεμα («βλέπεις τι ζεστή που είμαι;»), βότκα, τουρσιά, παστά, κοντέινερς, ζωή, ζωή, ζωή στα πιο αφιλόξενα μέρη για ζωή, ζωή, ζωή, ζωή κι ένας παππούς που κάθε τρεις και λίγο «προβλέπει» περίπου όπως ο Kiefer Sutherland στο «Flatliners» (το πρώτο, το οριγκινάλε) πως «today is a good day to die». Ναι, αλλά πώς να... πεθάνεις με άδειο στομάχι; Να το αναβάλαμε εντέλει; Πολύ δυνατή ταινία, τραχιά και τρυφερή ταυτόχρονα, μελαγχολική όταν πρέπει, μεγαλειώδης, απλή και με χιούμορ, διαθέτει κι ένα σάουντρακ πολύ προσεγμένο, που εκτός από Johnny Cash διαθέτει Roy Orbinson, Beach Boys, Julee Cruise αλλά και κάτι παλιοροκάδες Ρώσους, ωσάν τους Leningrad Cowboys ένα πράμα, στο λιγότερο τεντιμπόικο. Να πω την αμαρτία μου, εμένα αυτές είναι οι ταινίες που μου αρέσουν.

Το ταξίδι της φάλαινας (Kitoboy / The Whaler Boy) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Online στις 21 Ιανουαρίου 2021 από την Strada Films!
Περισσότερα... »

Ο Αντιφρονούντας (The Dissident)Ο Αντιφρονούντας
του Bryan Fogel.

Γιαταγάνι Rulez
του zerVo (@moviesltd)

Πολύ θα ήθελα αυτή την ταινία να την παρακολουθήσω παρέα με έναν από αυτούς τους συστημικούς, ρεπόρτερς παπαγάλους, που ολημερίς από κανάλια και πολύστηλα λιβανίζουν την κυβέρνηση, μη καυτηριάζοντας ποτέ τους τα αρνητικά της, αντιθέτως δοξάζοντας ακόμη και την παραμικρή απόφαση, που ενδεχόμενα θα πάρει ο πράιμ μίνιστερ. Σίγουρα κάποια στιγμή, οι ψευτοηθοποιοί του πέιρολ, θα κουνούσαν το κεφάλι με πονοψυχία στο τι τράβηξε ο συνάδελφος τους, παίρνοντας το ρίσκο να αντιταχθεί στις βουλές των ηγετών του κράτους. Ρίχνοντας και κανένα εμετικό σχόλιο του τύπου "πραγματικός ήρωας, έδωσε και το αίμα του για τα ιδανικά του". Θα μου πεις από την άλλη, με τρεις δεκαετίες προσφοράς στην βασιλική φαμίλια του τόπου του, προτού αντιφρονήσει με πάθος ο πρωταγωνιστής, όλο και κάπου θα διασταύρωνε δρόμους με όλους αυτούς τους φερεφωνικούς λειτουργούς διασποράς της...αλήθειας.

Ο Αντιφρονούντας (The Dissident) Quad Poster
Κωνσταντινούπολη, 2 Οκτωβρίου 2018. Προκειμένου να πάρει στην κατοχή του τα απαιτούμενα έγγραφα που οριστικοποιούν το διαζύγιο του, ώστε να παντρευτεί τη εκλεκτή της καρδιάς του, Χατίσε Τσενκίζ, ο διακεκριμένος Σαουδάραβας δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζαμάλ Κασόγκι, θα διαβεί το κατώφλι του προξενείου της χώρας του στην τουρκική πρωτεύουσα. Έκτοτε τα ίχνη του θα χαθούν μονομιάς. Μια εξαφάνιση που θα προκαλέσει συναγερμό, τόσο στις τάξεις των τουρκικών αρχών ασφαλείας, στους συναδέλφους του αγνοούμενου στην εφημερίδα Ουάσιγκτον Ποστ, αλλά και στους ενάντιους στην πολιτική των βασιλέων της Ριγιάντ, συντρόφους του, που εκτιμούν πως ο Κασόγκι έχει πέσει θύμα της δολοφονικής μανίας τους, ώστε να του βουλώσουν μια για πάντα το στόμα.

Η δράση του δυτικοτραφούς βλέπεις διανοούμενου, που μπορεί για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του να υπηρέτησε πιστά τον Μονάρχη, πλέον έχει τραβήξει μια άλλη ρότα όμως, ανατρεπτική και ριζοσπαστική, φαντάζει σαν αγκάθι στα φιλόδοξα πλάνα των Σουλτάνων και ιδίως του ικανού να πατήσει επί πτωμάτων για να πραγματοποιήσει τα σχέδια του, διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Η αποστροφή του Κασόγκι στο μεγαλόπνοο πρότζεκτ της Μεσανατολικής Άνοιξης 2030, από την ώρα που οι ηγέτες του ζάπλουτου αραβικού κράτους, που παράγει περισσότερο από το μισό ετήσιο πετρέλαιο της γης, ακολουθούν αντιλαϊκές πολιτικές και οι σχέσεις του με εξτρεμιστικές φιλελεύθερες διεθνείς οργανώσεις, θα τον θέσουν αυτοστιγμεί ως τον υπ αριθμόν ένα εχθρό, που επιβάλλεται άμεσα να εξοντωθεί. Από εκείνον θα περίμεναν μόνο, ένα μοιραίο λάθος.

Η υπόθεση συγκλόνισε όπως είναι φυσικό την κοινή γνώμη, πιο πολύ στο άκουσμα της (μη αποδεδειγμένης, εφόσον ποτέ δεν βρέθηκε πτώμα) δολοφονίας, ενός κορυφαίου στελέχους της εγκυρότερης επιθεώρησης στην κάπιταλ σίτι της Υπερδύναμης. Η τεκμηρίωση The Dissident, στην προκειμένη περίπτωση επιχειρεί να ρίξει φως, πίσω από τα τραγικά περιστατικά, παρουσιάζοντας επακριβώς τους ρόλους των πρωταγωνιστών της υπόθεσης. Από την μια μεριά των ανωτέρων στελεχών της δια βίου κυβέρνησης της Σαουδικής Αραβίας, από την απέναντι, της συντριπτικής πλειοψηφίας του φτωχού πλήθους, που στενάζει κάτω από την δικτατορία της τζαλαμπίγια. Και που στα θερμά λόγια του αντιδραστικού Τζαμάλ, σε ιντερνάσιοναλ δέκτες και διαύλους, θα βρει το κουράγιο που του λείπει για να σηκώσει την δική του παντιέρα και να ξεσηκώσει την επανάσταση των Μελισσών.

Θα περίμενε κανείς πως η υπόθεση της δολοφονίας Κασόγκι, ιδιαίτερα όταν έρχονται στην επιφάνεια τα συγκλονιστικά όσο και ανατριχιαστικά ευρήματα των μυστικών υπηρεσιών της γείτονος, μοιάζει ως ταμάμ επιλογή για το κτίσιμο ενός σπουδαίου πολιτικού θρίλερ. Και πραγματικά έτσι είναι, εφόσον πίσω από την οργάνωση και την εκτέλεση του κρύβεται ο Οσκαρούχος Bryan Fogel, ο οποίος όμως δεν μένει στην επιδερμική ανάλυση της τραγωδίας, μα προχωρά πολλά βήματα παρακάτω. Προκειμένου να αναδείξει το πρόβλημα που ισχύει ακόμη σε έναν τόπο που κανείς δεν επιθυμεί να έρθει σε ρήξη. Αντιθέτως, αν μιλήσουμε πχ για τον κλοτσηδόν εκδιωγμένο POTUS, τα τεράστια κέρδη είναι ικανά να τον φέρουν σε ρήξη με την Γερουσία, ώστε να χρησιμοποιήσει το προεδρικό του βέτο και να συνεχίσει να τροφοδοτεί τον Κόλπο με βαρύ οπλισμό. 

Και εκεί αποκαλύπτει τον ρόλο που παίζουν την σημερινή εποχή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία δύναται να χρησιμοποιηθούν από βρώμικους μηχανορράφους, προς αναίμακτη (ψεκαστική θα την έλεγα) συμμόρφωση του κοιμισμένου πλήθους. Από τις εικόνες παρελαύνουν όπως είναι φυσικό όλα τα πρόσωπα της υπόθεσης, με βασικούς στάρινγκ, τον φύσει και θέσει αρχηγό της κίνησης υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Σαουδία, δεξί χέρι του Κασόγκι και (αυτο)εξόριστο στον Καναδά, Αμπντουλαζίζ, την μνηστή που είναι και η τελευταία που είδε ζωντανό τον φονευθέντα, τους αξιωματικούς της αστυνομίας της Πόλης, τους ιθύνοντες της σχετικές επιτροπής του ΟΗΕ. Ακόμη και Τζεφ Μπέζο έχει το πρόγραμμα, εκδότη να θυμίσω, μεταξύ άλλων, της Ποστ. Απουσιάζουν εννοείται οι απόψεις των βασιλιάδων...

Όπως από το σύνολο λείπει ένα μικρό παζλάκι, που θα έκανε το άθροισμα πολύ πιο ενδιαφέρον. Η απάντηση στο ερώτημα του τι έκανε πραγματικά τον Κασόγκι να αλλάξει πρόσωπο και από δεκανίκι επι τριακονταετίας των Σαούντ, να αλλαξοπιστήσει μονομιάς, λες και όλα επί διοίκησης Φαχντ ή Αμπντάλα ήσαν ρόδινα και δημοκρατικά στην χώρα. Και ποιος αλήθεια εμπνεύστηκε (έως και χρηματοδότησε) αυτή την μεταστροφή εκατόν ογδόντα μοιρών του - άτυχου στην πορεία - δημοσιογράφου. Εξηγήσεις δεν δίνονται ποτέ, το φιλοκυβερνητικό παρελθόν του προσπερνάται σε δευτερόλεπτα, συνεπώς το doc, που την παραγωγή του υπογράφει το Human Rights Foundation (με πρόεδρο τον Γκάρι Κασπάροβ) αν και πολύ προσεγμένο, σοβαρό, στιβαρό, ρυθμικό και γεμάτο υλικό, εντέλει να κρίνεται ανολοκλήρωτο, ίσως και μονόπλευρο.

Ο Αντιφρονούντας (The Dissident) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Απίθανο!
Περισσότερα... »

Τα Θραύσματα μιας Γυναίκας (Pieces of a Woman)Τα Θραύσματα μιας Γυναίκας
του Kornél Mundruczó. Με τους Vanessa Kirby, Shia LaBeouf, Molly Parker, Sarah Snook, Iliza Shlesinger, Benny Safdie, Jimmie Fails, Ellen Burstyn.

Τσακίστηκα! Γκρεμίστηκα!
του zerVo (@moviesltd)

Την κουβέντα την είχα ξεκινήσει χάρη στο θέμα της ταινίας Never Rarely Sometimes Always και ούτε ελάχιστες ημέρες μετά έρχεται αυτή εδώ η δημιουργία, για να μου δώσει μια λαβή συνέχειας στην επιχειρηματολογία μου. Πόσο μεγάλη ασέβεια προς την απέλπιδα προσπάθεια ενός αγαπημένου ζευγαριού να τεκνοποιήσει, μπορεί να υπάρξει η χωρίς δεύτερη σκέψη πορεία κάποιου άλλου, ανεύθυνου, προς την μάχαιρα - διακόπτη της κύησης? Κι εκεί η σκέψη και μόνο αυτής της αντιφατικής αλληλουχίας σε πειράζει, σε ενοχλεί, σε αγκαθώνει. Πρώτη αγγλόφωνη απόπειρα, από έναν χαρισματικό ευρωπαίο σκηνοθέτη, που είναι πασιφανές πως κατέχει επιδεξιότητες στον χειρισμό της κάμερας. Νομίζω πως οι υποσχέσεις που μας είχε δώσει, θα προϋπέθεταν κάτι περισσότερο.

Τα Θραύσματα μιας Γυναίκας (Pieces of a Woman) Quad Poster
Τα πάντα είναι πανέτοιμα στο Βοστονέζικο σπιτικό της εργασιομανούς Μάρθα Βάις και του εργοδηγού Σον Κάρσον, για να υποδεχτούν το κοριτσάκι τους, καρπό του έρωτα τους, που από στιγμή σε στιγμή θα έλθει στον κόσμο. Δωμάτιο στολισμένο με κούνιες και μωρουδιακά, τα πρώτα του ρουχαλάκια, ακόμη και φωτογραφική σύνθεση έχει στηθεί στην τοίχο, με εικόνες παρμένες από το υπερηχογράφημα. τα νερά της αποφασισμένης να γεννήσει κατ οίκον και όχι στο μαιευτήριο Μάρθα, σπάνε και η μαμή καταφτάνει για να βοηθήσει την εγκυμονούσα να γεννήσει, μια διαδικασία ρουτίνας καθώς φαίνεται για την έμπειρη νοσοκόμα.

Και πραγματικά μετά από αβάσταχτους πόνους και βογγητά, ο τοκετός θα ολοκληρωθεί, με το βρέφος να βγάζει τις πρώτες φωνούλες ζωής. Για ένα μόνο λεπτό. Αφού ξαφνικά θα μελανιάσει και με την καρδιά του να σταματά ακαριαία, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, ελάχιστες στιγμές μετά την γέννα. Ο αιφνίδιος, πρόωρος θάνατος του μωρού, θα σκορπίσει την θλίψη στο ζευγάρι, που πλέον θα κληθεί να συμμαζέψει τα συντρίμμια της ψυχής του, να αντέξει τον πόνο, να σταθεί και πάλι στα πόδια του.

Διότι δεν μιλάμε απλά για μια αποβολή ή για μια ατυχία που μπορεί να συνέβη σε κάποιον από τους μεσιανούς μήνες της κύησης. Εδώ το παιδί γεννήθηκε άνθρωπος, οι γονιοί το αγκάλιασαν, δάκρυσαν από συγκίνηση, βίωσαν την κορυφαία στιγμή της ύπαρξης τους. Και σαν να φάνηκε ένα μαγικό, ζηλόφθονο χέρι, τα πάντα χαθήκαν. Μονομιάς η απέραντη χαρά, μετατράπηκε σε ανείπωτο καημό, μοιρολόγι, θρήνο, δυστυχία. Και στο βασίλειο της εσωστρέφειας που θα κτιστεί αυτοστιγμεί, θα αναζητηθούν οι ευθύνες, για το ποιος φταίει που η ευτυχία, μεταλλάχτηκε σε τραγωδία.

Μισή ώρα ακριβώς! Αυτή είναι η διάρκεια της μονοπλανικής (μου είναι αδιάφορο αν επιτυγχάνεται με τρικ και εφέ, εγώ θαρρώ το αποτέλεσμα) εισαγωγικής σεκάνς, που περιγράφει με ακραίο ρεαλισμό τα περιστατικά, έως και την στιγμή που διαπιστώνεται ο θάνατος. Συγκλονισμός απερίγραπτος, για μια σκηνή αριστουργηματική, από εκείνες που σε υποχρεώνουν να σηκωθείς να χειροκροτήσεις με θαυμασμό το επίτευγμα του δημιουργού. Που δεν είναι όποιος και όποιος, αλλά ένα από τα πλέον αγαπημένα παιδιά των απανταχού κινηματογραφικών φεστιβάλ, αφού ο Μαγυάρος Kornél Mundruczó, χάρη κυρίως στον White God του, αποτελεί ένα από τα πιο ελπιδοφόρα ονόματα του ευρωπαϊκού σινεμά. Το ατάσθαλο είναι, που μετά από αυτό το ίντρο κομψοτέχνημα, η πτώση του τίτλου Pieces Of A Woman (στο 30') σου δίνει την εντύπωση πως το φιλμ μόλις τελείωσε.

Για τον πολύ απλό λόγο πως όσα συμβαίνουν στο εφεξής, ορίζουν μια απίθανη ανισότητα δυναμικής, σε σύγκριση με αυτά που εκτυλίχθηκαν στην αρχή. Πλέον το φιλμ, όπως αναμενόταν άλλωστε, παίρνει το διάβα του φορτισμένου δράματος, προβάλλοντας όλες τις δυσμενείς συνέπειες που θα μπολιάσει στα μέσα των γονιών η απώλεια. Δυστυχώς όμως το σενάριο δεν μένει μόνο σε αυτή την καταγραφή του τσακίσματος, αλλά επεκτείνεται σε χίλιες δυο ακόμη περιστάσεις, που χαμηλώνουν σημαντικά τον πανύψηλο πήχη που ύψωσε ο πρόλογος.

Αφού ούτε η δικαστική διαμάχη της οικογένειας με την απρόσεχτη μαία, ούτε η κακή σχέση της πεθεράς με τον ακαμάτη γαμπρό, ούτε κυρίως ο παράλληλος ερωτικός δεσμός του τελευταίου, ως υποιστορίες, αποτελούν συνθήκες συνέχειας, αντάξιας με όσα σπουδαία θεμελίωσε ο Ούγγρος στην πρώτη πράξη του. Με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται χάρη σε αυτό το ανακάτεμα, το αληθινό νόημα του έργου όπως το ορίζει η μαρκίζα του, ο εντοπισμός των θραυσμάτων μιας μάνας, που σκορπίστηκαν απανταχού στην αντίληψη του μοιραίου. Τι νόημα έχουν όλα τα άλλα? Τουλάχιστον αυτό διασαφηνίζεται στην εκπνοή και αφού έχουν διαβεί ενενήντα και βάλε λεπτά μερικού αποσυντονισμού.

Συνεπώς δεν καθίσταται ολοκληρωτικά εκμεταλλεύσιμη, μια από τις ποιοτικότερες γυναικείες ερμηνείες της χρονιάς, έτσι όπως την αποδίδει η έκπληξη του 2020, χάρη στην συμμετοχή της στο δημοφιλές τηλεοπτικό The Crown,  Vanessa Kirby. Η εντυπωσιακής όψης και αναστήματος Λονδρέζα, δεν διστάζει να τσαλακωθεί μοστρικά, προκειμένου να υποδυθεί μια έγκυο όπως είναι στην πραγματικότητα. Να βάλει κιλά, να αγριέψει τους μορφασμούς της, να φορέσει πάνες και ρούχα ριχτά και άκομψα. Κυρίως όμως να ορίσει την πραγματική όψη του πόνου, μιας γυναίκας που βυθίστηκε στο πιο αβάσταχτο τρισαλί, μόλις λίγα δευτερόλεπτα κατόπιν της απόλυτης αγαλλίασης. Γι αυτό και μόνο, το ένα πόστο στις οσκαρικές nods είναι ήδη καπαρωμένο. Κάτι που θα ισχύσει και για την σπουδαία Ellen Burstyn στα σαπόρτ, χωρίς όμως να μπορώ να το δικαιολογήσω απόλυτα. Αν αξίζει υποψηφιότητα υποκρινόμενη αυτήν την ηλικιωμένη, φαντασμένη αριστοκράτισσα, τότε η Τασσώ θα έπρεπε να έχει στο ράφι της τέσσερα χρυσά αγαλματάκια.

Εν ολίγοις η πρώτη δυτική απόπειρα του Kornél είναι επιτυχημένη, βασιζόμενη στις εξαιρετικές παρουσίες των αναγνωρισμένων ηθοποιών του, κυρίως όμως στο καθηλωτικό τριαντάλεπτο της έναρξης. Στην πορεία η προσπάθεια δεν έδειξε το ίδιο ευσταθής και προσηλωμένη στον στόχο, φαντάζοντας κομμάτι ανισόρροπη και άνιση. Μπορεί και άδικη, προς το έτερον αρσενικό ήμισυ, της εργατιάς και του μόχθου, που δεν ταιριάζει με την ανωτέρα τάξη της κεντρικής ηρωίδας. Όχι λεπτομέρειες, λέω εγώ.

Τα Θραύσματα μιας Γυναίκας (Pieces of a Woman) Rating
Πρεμιέρα στο κανάλι Netflix στις 7 Ιανουαρίου 2021!
Περισσότερα... »

Mangrove Poster ΠόστερMangrove
του Steve McQueen. Με τους Shaun Parkes, Letitia Wright, Malachi Kirby, Rochenda Sandall, Sam Spruell, Alex Jennings, Jack Lowden, Gershwyn Eustache Jnr, Gary Beadle, Llewella Gideon, Nathaniel Martello-White, Richie Campbell, Jumayn Hunter.


The Whole World Is Watching – Again!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

"If you are the big tree, we are the small axe"

Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει νόημα να σταθούμε και να πούμε δυο λόγια παραπάνω σχετικά με το πού πάει όλο αυτό το πράγμα με τον διαχωρισμό ανάμεσα στο «ταινία για την τηλεόραση» και «ταινία για τον κινηματογράφο». Και να δούμε κατά πόσο η συγκεκριμένη «ταινία» ή ταινία, μπορεί να είναι υποψήφια μετά Βαΐων και Κλάδων στην ανακοίνωση της Ακαδημίας Κινηματογράφου των ΗΠΑ στις 15 Μαρτίου. Μικρή παρένθεση: φέτος, λόγω της πανδημίας, οι ταινίες που θα μπορούν να είναι υποψήφιες για κάποιο Όσκαρ θα είναι εκείνες που θα έχουν προβληθεί από 1 Ιανουαρίου 2020 έως και τις 28 Φεβρουαρίου του 2021! Η Ακαδημία πρόσθεσε δύο μήνες παραπάνω λοιπόν από ότι συνήθως, με την ελπίδα ότι σε αυτό το διάστημα οι κινηματογράφοι θα πάρουν τα πάνω τους. Η ελπίδα αποδεικνύεται... φρούδα, but anyway. Οπότε, οι υποψηφιότητες θα ανακοινωθούν στις 15 Μαρτίου και η τελετή απονομής των βραβείων θα λάβει χώρα στις 25 Απριλίου! Κλείνει η παρένθεση. 

Πάμε στο παρασύνθημα. Το Mangrove είναι η μία από τις πέντε ταινίες που γύρισε ο Steve McQueen για την τηλεόραση και τη σειρά «Small Axes», με παραγωγούς τις εταιρίες Amazon και το BBC. Το έχει δηλώσει και ο ίδιος σε συνέντευξή του: οι ταινίες γυρίστηκαν για την τηλεόραση! Για να μπορεί να τις δει η μητέρα του στο BBC! Στην ίδια συνέντευξη πάντως ο ίδιος δήλωσε πως τα όρια πλέον ανάμεσα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο είναι πάρα πολύ θολά. Οπότε, ουσιαστικά είναι στο χέρι της Amazon το αν η ταινία θα είναι υποψήφια στα Όσκαρ – ως κινηματογραφική – ή στα Έμι – ως τηλεοπτική. Αν επιλέξει τα Όσκαρ, και πάλι τίθεται θέμα για το πως θα χειριστεί την κατάσταση η Amazon – προφανώς και με την συναίνεση του ίδιου του McQueen. Θα διαλέξει να υποβάλλει το «Mangrove» μόνο του; Θα υποβάλλει ως υποψήφιες και τις πέντε ταινίες της σειράς; Ή μήπως θα υποβάλλει την σειρά ως... μία (πολύ μεγάλη σε διάρκεια) ταινία; Όπως καταλαβαίνετε, η υπόθεση αρχίζει να έχει... θεολογικές προεκτάσεις: είναι μία αλλά είναι και πέντε!!! Πχ, η Ένωση Κριτικών του Λος Άντζελες – που σχεδόν πάντα πέφτει μέσα στις προβλέψεις της – επέλεξε το «Small Axe» ως μία ταινία σε πάμπολλες κατηγορίες, αλλά επέλεξε να... επιλέξει μόνο το «Lovers Rock», την μία από τις πέντε ταινίες της σειράς, στην κατηγορία «μουσική». Μύλος!

Mangrove Poster Πόστερ Wallpaper
Η παγκόσμια πρεμιέρα του Mangrove έγινε στις 25 Σεπτεμβρίου 2020 στο φεστιβάλ της Νέας Υόρκης! Σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ δηλαδή! Κι ενώ υπήρχε η δυνατότητα για virtual παρακολούθηση της ταινίας, αυτή προβλήθηκε τη συγκεκριμένη ημέρα σε drive-in! Οπότε, κανονική κινηματογραφική προβολή! Δύο βδομάδες αργότερα, το «Mangrove» έκανε την πανευρωπαϊκή του πρεμιέρα, ανοίγοντας το φεστιβάλ του Λονδίνου. Και πάλι υπήρχε η δυνατότητα για virtual παρακολούθηση (έτσι την παρακολούθησα προσωπικά) αλλά η ταινία προβλήθηκε κανονικά και σε κινηματογράφους του Λονδίνου αλλά και σε άλλα σινεμά στο UK! Και να τονίσουμε επίσης πως το «Mangrove» ήταν ανάμεσα στις επίσημες επιλογές του ακυρωμένου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Καννών! Για την ιστορία, να πούμε πως οι τίτλοι των άλλων τεσσάρων ταινιών – επεισοδίων της σειράς είναι: «Lovers Rock», «Red, White and Blue», «Alex Wheatle» και «Education». Όλα τα επεισόδια βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα που βίωσαν μέλη της κοινότητας των Δυτικών Ινδιών (Καραϊβική κατά βάση) στο Λονδίνο, στα έτη μεταξύ 1969 και 1982. Το «Mangrove» είναι το μόνο που έχει δίωρη διάρκεια – τα άλλα τέσσερα επεισόδια έχουν διάρκεια μιας ώρας (πάνω - κάτω). Άλλη λεπτομέρεια, που έχει τη σημασία της: η σειρά γυρίστηκε σε 35mm – εντελώς κινηματογραφικά δηλαδή... Στο Ηνωμένο Βασίλειο η σειρά άρχισε να προβάλλεται στις 15 Νοεμβρίου από το BBC ενώ στις ΗΠΑ είναι διαθέσιμο στο Amazon Prime από τις 20 Νοεμβρίου. O tempora o mores...

Η υπόθεση: Λονδίνο, τέλη της δεκαετίας του '60. Ο Φρανκ Κρίτσλοου, με καταγωγή από το Τρινιντάντ, αποφασίζει να ανοίξει ένα εστιατόριο στο Νότινγκ Χιλ. Το ονομάζει Mangrove και υπόσχεται στους επισκέπτες του κουζίνα, που θα θυμίζει σπιτικό φαγητό από την Καραϊβική. Το μαγαζί αργά αλλά σταθερά, αποκτά πελατεία και γίνεται στέκι για ανθρώπους της τοπικής κοινωνίας αλλά και για διανοούμενους και ακτιβιστές. Οι λευκοί ρατσιστές όμως, δεν βλέπουν με καλό μάτι την επιτυχία του Mangrove. Ιδίως ο αστυνομικός Φρανκ Πούλι κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να δείξει το βαθύ μίσος του για τους μη λευκούς εμιγκρέδες. Αφού επανειλημμένα εισβάλλει στο μαγαζί με συναδέλφους του - κάθε φορά δια ασήμαντον αφορμήν - προκαλώντας ζημιές και κάνοντας μπούλινγκ, η τοπική κοινότητα αποφασίζει να αντιδράσει. Στις 9 Αυγούστου του 1970, 150 άτομα διαδηλώνουν με πορεία προς το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Ακολουθούν συγκρούσεις με την αστυνομία οι οποίες οδηγούν στη σύλληψη του Κρίτσλοου κι άλλων οχτώ διαδηλωτών, που βαφτίστηκαν «The Mangrove 9» - κατά το «The Chicago 7». Στη δίκη που ακολούθησε πολλά πράγματα διακυβεύονταν – ανάμεσά τους, το μέλλον...

Η άποψή μας: Τι λέτε; Δεν μοιάζει πάρα πολύ όλο αυτό με τη «Δίκη των 7 του Σικάγου»; Ναι, μοιάζει απίστευτα. Από την εποχή που έλαβαν χώρα τα γεγονότα (ανάμεσα στις δύο δίκες παρεμβάλλονται σκάρτα δυο χρόνια) και τη σημασία που έχουν οι δύο ταινίες για τη σημερινή εποχή, μέχρι την κατασκευή και την αισθητική τους, τούτα τα δημιουργήματα θα μπορούσαν να είναι δυο ξαδέλφια, απλά το ένα είναι από τις ΗΠΑ και το άλλο από το Ηνωμένο Βασίλειο. Και είναι πολύ σημαντικές ταινίες για το παρόν και το μέλλον του κόσμου μας. «The whole world is watching». Ναι. «Black Lives Matter». Εννοείται. Ακόμη και η πρόσφατη καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης είναι δηλωτική της πάλης που γίνεται. Γιατί κάθε νίκη εναντίον του φασισμού, του ρατσισμού και της ανελευθερίας είναι σημαντικότατη για την ανθρωπότητα. 

Διαβάσατε τι πήγε να γίνει στο Μίτσιγκαν, στις ΗΠΑ; Ακροδεξιά οργάνωση σκόπευε να απαγάγει την Κυβερνήτη της Πολιτείας! Και είδατε τι έγινε με την εισβολή των γκάου Τραμπικών στο Καπιτώλιο! Θέλω να πω, η μάχη πρέπει να είναι συνεχής και η προσοχή τεταμένη. Σε αυτήν τη μάχη, τέτοιες ταινίες έχουν εξαιρετική σημασία. Κι ας μην είναι έτσι ακριβώς όπως τις ονειρευόμασταν. Ας πάρουμε το «Mangrove» λοιπόν. Μπορεί το «Small Axe» να είναι η πιο ενδιαφέρουσα δημιουργία του McQueen μετά το αριστουργηματικό πρώτο του μεγάλου μήκους φιλμ, το «Hunger», αλλά υπάρχουν πολλά «αλλά». Αρχικά, δεν είναι το καλύτερο επεισόδιο της σειράς. Το προσπερνάμε αυτό κι εστιάζουμε αποκλειστικά εδώ. 

Ο σκηνοθέτης λοιπόν σκέφτηκε κινηματογραφικά αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι απολύτως τηλεοπτικό ως αισθητική. Κι έχει τη λογική του αυτό έως ένα σημείο. Θέλω να πω, το «Mangrove» λογικά θα το δει πάρα πολύς κόσμος από την τηλεοπτική του συσκευή ή από κάποιο λάπτοπ. Πολύ περισσότερος σε σχέση με τον κόσμο που θα επέλεγε να το δει σε έναν κινηματογράφο. Και πολύ πιο... λούμπεν. Πιο νοικοκυραίος, πιο ουδέτερος, πιο «του κέντρου». Ε, αυτόν τον (τηλε)θεατή θα τον κερδίσει το «Mangrove». Ελπίζω δηλαδή. Κι αν καταφέρει να τον ευαισθητοποιήσει και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει τον βαθύ ρατσισμό λίγες μόλις δεκαετίες πριν, μιας κοινωνίας που διαφημίζει πλέον την ανοχή της στη διαφορετικότητα, μια μεγάλη μάχη θα έχει κερδηθεί. Όχι ο πόλεμος. Μια μάχη. Αν δε, τον κινητοποιήσει κιόλας, ε, αυτό είναι ακόμα καλύτερο, έτσι; 

Θέλω να πω: κι εδώ σημασία έχει το μήνυμα κι όχι ο τρόπος που αυτό μεταδίδεται. Οι συμβάσεις στις οποίες καταφεύγει ο σκηνοθέτης είναι αρκετές. Πρέπει να υπάρχει ένας ξεκάθαρα «κακός» (παγίδα που εν πολλοίς κατόρθωσε να αποφύγει ο Sorkin στο «The Trial of the Chicago 7»). Κάποιος που στο πρόσωπό του και τις πράξεις του να ενσωματώνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να αντανακλά τον πηχτό ρατσισμό πολλών λευκών Βρετανών της εποχής. Έτσι δημιουργήθηκε ο ΠιΣι Πούλι (κι εντάξει, στην σκηνή στο δικαστήριο, όπου τον εξετάζει ένας από τους κατηγορούμενος, ο οποίος υπερασπίστηκε μόνος του τον εαυτό του, χωρίς δικηγόρο, ο τρόπος που λέει συνέχεια το «ΠιΣι Πούλι» – όπου ΠιΣι, PC, ήτοι Police Constable – σε κάνει να γελάς, κι αυτό δεν είναι μάλλον στις προθέσεις του σκηνοθέτη). 

Η σκηνή της διαδήλωσης είναι «φτωχή» - εδώ μάλλον έπαιξε περισσότερο ρόλο το ελλιπές μπάτζετ. Υπάρχει το κλισέ ότι σε κάποια στιγμή υπάρχει κάμψη στον αγώνα: και οι ήρωες «σπάζουν». Υπάρχει ο δικαστής, ντάλε κουάλε ίδιας λογικής (αυτής της προστασίας του κατεστημένου) με εκείνον στην ταινία του Sorkin – απλά ο Βρετανός όπως είναι λογικό, είναι πιο... φλεγματικός. Στο πλαίσιο της αυθεντικότητας των όσων λέγονται, κάποιοι ηθοποιοί επιλέγουν να... τραβήξουν στα άκρα τις προφορές τους – το κάνει πιο πολύ η Letitia Wright, η πιο αναγνωρίσιμη από το καστ, με συμμετοχή σε «Black Panther» και «Avengers». 

Και η βία αποτυπώνεται σκληρή μεν αλλά διαχειρίσιμη: μίλια μακριά από την βία στο «Hunger» - μίλια μακριά τούτη η ταινία κι από την παράδοξη ποίηση εκείνης. Ο McQueen για να μην αγιοποιήσει τους ήρωές του αφήνει κάποιες νύξεις και για το τζογαδόρικο παρελθόν του Κρίτσλοου αλλά και για το γεγονός ότι οι συλληφθέντες ενώ πάλευαν εναντίον του ρατσισμού, είχαν ακόμα μεγάλη απόσταση να διανύσουν σε ότι αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Εν κατακλείδι, μια σημαντική ταινία για όσα λέει – και είναι ξεχωριστό το γεγονός ότι αναδεικνύει ένα ήσσονος σημασίας πραγματικό γεγονός για να δείξει ότι οι μάχες κερδίζονται σε όλα τα πεδία της μάχης, μεγάλα και μικρά – κι όχι απαραίτητα για τις υψηλές (καθαρά) κινηματογραφικές της επιδόσεις.

Mangrove Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

TOP 10
Μετά από μια τέτοια χρονιά- κάζο, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια περισυλλογής, παρά μονάχα ανάγκη για ταχεία και καθολική ανάνηψη. Ο σινεμάς πέθανε, τόσο ως φορμά προβολής και κινηματογραφικής μέθεξης, όσο κι ως προοπτική από καθαρά αισθητικής απόψεως. Προκαλώ τον οποιονδήποτε να ονοματίσει πέντε (5) ταινίες από εκείνες που λες, “αυτή μόνο στη μεγάλη οθόνη αξίζει να τη δεις”. Νιξ (και νυξ). Ακόμη και στα βραβευτικά, μονοπάτια, τα στρημάδια (Netflix, Amazon, Disney+) έχουν αγρίως μπινελικώσει τα παραδοσιακά big Studios που διαρκώς αναβάλλουν το αναπόφευκτο. Ο κορώνας είναι η νέα 9/11, μια αφετηρία για περαιτέρω παρέμβαση στα ατομικά δικαιώματα, περιορισμό των ελευθεριών και εντέλει χαλιναγώγησης του πολιτισμού ως βορά του μονήρους οικιακού καναπέως. Εστιάζοντας τώρα στο πόσο γεμάτο είναι το ποτήρι, είναι απολύτως αισθητή η κινητοποίηση της βιομηχανίας ώστε να ισοσκελίσει την αντιπροσωπευτικότητα των (παραπάνω από δυο) φύλων και όλων των φυλών στη δημιουργική διαδικασία, από συγγραφή και σκηνοθεσία εκκινώντας. Ποιος να αντιτεθεί σε κάτι τέτοιο, καθόσον αυτή η μεταλλαγή δεν είναι ένα pr βεγγαλικό παρά μια κατ' ουσίαν εναρμόνιση των κινημάτων ισότητας στην παγκόσμια κοινωνία.

Best Of 2020
Ελάχιστα τα αξιόλογα μεγέθη, ομολογώ ένδεια εφέτο σε documentary και international film (θα καλύψω εννοείται κενά μέχρι τα όσκαρς) ενώ παρατηρείς ότι εμφιλοχωρούν στη δεκάδα μου ταινίες ευρείας κατανάλωσης, εύκολα προσβάσιμες στους γνωστούς στρημώνες. Το τερπνόν μετά του ωφέλιμου λοιπόν και εις άλλα με υγείαν και για να ξεκινάμε με τρόπο: 

NOMADLAND – Η Κινέζα Chloe Zhao παραδίδει μαθήματα κατατρόπωσης αμερικανικού ονείρου με υβρίδιο road movie και documentary, δείχνοντας το σημείο στον κινηματογραφικό ορίζοντα που ενώνονται ο λυρισμός με τα καπιταλιστικά αποκαΐδια. 

DA 5 BLOODS – Σε δυνατή φόρμα ο Spike Lee ξαναγράφει την αμερικανική ιστορία στο Βιετνάμ μέσα από ένα heist movie το οποίο θα σκότωνε να γυρίσει ο Tarantino. 

THE TRIAL OF THE CHICAGO 7 – Όσο κι αν μου τη δίδει η έπαρση του Aaron Sorkin, η αλήθεια είναι πως για άλλη μια φορά η πένα του είναι βαριά και η χειρουργική του άνεση στους διαλόγους αιχμαλωτίζει νου και καρδιά. Ορισμός ταινίας ensemble cast με δραματική έκπληξη τον Sacha Baron Cohen που πέτυχε και στην επαναφορά του ως Borat. 

MA RAINEY'S BLACK BOTTOM – Αρτιότατη μεταφορά από το Broadway δια του βετεράνου George C. Wolfe με τις φαβορί για όσκαρ ερμηνείες των Viola Davis και του πρόωρα χαμένου Chadwick Boseman. Fences καταστάσεις, διόλου τυχαία, αφού στην παραγωγή βρίσκεται ο Denzel Washington. 

YOUNG PROMISING WOMAN – Η πρωτοεμφανιζόμενη βρεττανίδα δημιουργός Emerald Fennell το είχε μαρτυρήσει στα 7 (επτά) της χρόνια στους γονείς της πως θέλει να γράφει ιστορίες για φόνους και να ζει στην Αμερική. Στο μεταίχμιο κωμωδίας και ταινίας-καταγγελίας, quirky romance και σαφέστατα thriller, η ταινία, πέρα από καθολική δικαίωση της Curey Mulligan ως ερμηνευτικού χαμαιλέοντος απογειώνεται κάθε λεπτό που περνά στο φακό. 

MANK – Ο εμβληματικός David Fincher εικονοποιεί το Hollywood vintage σενάριο του πατέρα του στα γνωστά υψίπεδα κατασκευής του, αποσπώντας οσκαρικές εμφανίσεις από Gary Oldman και Amanda Seyfrid. Δεν αγαπάς αλλά σέβεσαι τη μαεστρική δεινότητα του εγχειρήματος απόλυτα. 

MULAN – Ασιατικό, Ντισνεϊκό, αξιοπρεπέστατο, χάρμα ιδέσθαι, με οικογενειακά θεμελειώδη διδάγματα. Χρειάζεται κι αυτό το σινεμά, λαμπερό, ιστοσταθμισμένο και προσπελάσιμο. 

REBECCA – Δεν έχω λόγο να του χαριστώ του Ben Wheatley, παρότι παραμένω υποστηρικτής από το αριστουργηματικό Kill List και τη sui generis πορεία του έκτοτε. Δεν επιχείρησε (ορθότατα) να αναμετρηθεί με το αριστούργημα του Hitch, αλλά αντίθετα να προσδώσει χρώμα, υπέροχα κοστούμια και μια εσάνς νοσταλγίας για τη χρυσή εποχή του Hollywood όπου μια χαρά τα κατάφερε. Η 13χρονη κορούλα μου μαγεύτηκε. 

PALM SPRINGS – Δαύτο το ύπουλο, σαρκαστικό, νιχιλιστικό, τόσο 2020 μπάσταρδο της Groundhog Day συνομοταξίας, έχει τρυφερή καρδιά σα το μαρούλι ενώ η δικιά μας Χριστίνα Μηλιώτη είναι αποκάλυψη. 

SOUL – Το πάνω ράφι της μεγάλης Pete Docter σχολής, αυτό που έχει χαρίσει στην Pixar τα διαχρονικά Up, Wall-E, Ratatouille και τελευταία το Inside Out, έχει χώρο και για το Soul, εκεί όπου αγαστά συνδέονται ο προορισμός της ζήσης με τα απραγματοποίητα όνειρα. Μικροί-μεγάλοι, όλοι μέσα. 

Χρόνια Καλά, Ελευθερία, Ωριμότητα και Αξιοποίηση του Χρόνου εύχομαι de profundis για το επαναστατικό έτος 2021. 

gaRis
Περισσότερα... »

Ποτέ σπάνια μερικές φορές πάντα (Never Rarely Sometimes Always Poster)Ποτέ σπάνια μερικές φορές πάντα
της Eliza Hittman. Με τους Sidney Flanigan, Talia Ryder, Théodore Pellerin, Ryan Eggold, Sharon Van Etten.

Με πνίγει τούτη η σιωπή
του zerVo (@moviesltd)

Πριν πάμε παρακάτω. Δηλώνω, με φανατισμό κιόλας, ενάντιος στην διαδικασία της άμβλωσης. Για την πάρτη μου. Κάτι που σημαίνει πως δεν πρόκειται ποτέ μου να ψέξω, να κατηγορήσω ή να ονοματίσω κάποιον που έχει οδηγηθεί σε αυτή την απόφαση, ως φονιά ή εγκληματία. Αντίθετα έχω το δικαίωμα να τον χαρακτηρίσω ως ηλίθια ανεύθυνο, μιας και με την χρήση μίας μόνον από τις χιλιάδες υπαρκτές μεθόδους αντισύλληψης, θα μπορούσε μετά ευκολίας να μην βρεθεί μπροστά στο αδιέξοδο. Όπως θα μπορούσα με την ίδια άνεση - και γνώση - να του δώσω ένα εκατομμύριο λόγους να μην προβεί στην μοιραία κίνηση, δίχως να παίρνω βοήθειες από θρησκευτικές, πολιτικές, ιδεολογικές καθοδηγήσεις. Μία και μόνο επεξήγηση θα με κομπλάρει και δεν θα καταφέρω να επιχειρηματολογήσω κατά της. Αυτή που σε πλήρες εύρος ξεδιπλώνεται στο Never Rarely Sometimes Always...

Ποτέ σπάνια μερικές φορές πάντα (Never Rarely Sometimes Always) Quad Poster
Η δεκαεπτάχρονη Ότομν έχει λησμονήσει εδώ και καιρό, πως είναι να νιώθει ένας έφηβος, λίγο πριν την ενηλικίωση του ευτυχισμένος. Ελάχιστα δημοφιλής στην τάξη της, περιφέρεται μόνιμα σκυθρωπή και με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα, διαισθανόμενη ντροπή για όσα η ίδια περνά. Οι χαρές της στο σπίτι, εκεί που νιώθει παραμελημένη από την ίδια της την μητέρα και τον αδιάφορο πατριό, για χάρη των μικρότερων ετεροθαλών αδελφών της, λιγοστές. Ακόμη πιο πενιχρές οι συγκινήσεις που βιώνει στην εργασία της, ως ταμίας στο τοπικό μίνι μάρκετ, δεχόμενη αραιά και που την παρενόχληση του προϊστάμενου. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η καθυστέρηση στην περίοδο της, θα την φορτώσει με ακόμη πιότερο τρόμο, στην πιθανότητα να είναι έγκυος.

Υποψία που θα αποδειχθεί δυστυχώς αληθινή, κατόπιν της επίσκεψης της για τεστ κύησης στο κέντρο υγείας. Αδυνατώντας να μεταφέρει το βαρύ μαντάτο στην φαμίλια και γνωρίζοντας πως στην Πολιτεία της Πενσιλβάνια η έκτρωση ανηλίκου προϋποθέτει την συναίνεση κηδεμόνα, θα εμπιστευτεί της εξαδέλφη και καλύτερη της φίλη, Σκάιλαρ, ζητώντας της να την συνοδεύσει μέχρι την Νέα Υόρκη, όπου οι νόμοι είναι κατά πολύ χαλαρότεροι σε ότι αφορά στην επέμβαση.

Μια χούφτα χαρτονομίσματα αρπαγμένα από το ταμείο του μπακάλικου, μια βαλίτσα με δυο αλλαξιές ρούχα και τα κοριτσόπουλα, αντί κανονικά να απολαμβάνουν την γλυκιά γεύση της νιότης τους, θα βρεθούν στον δρόμο, αλλάζοντας το ένα λεωφορείο μετά το άλλο, ωσότου να βρεθούν στην πρωτεύουσα της γης. Οι αμφιβολίες στο μυαλό της πιτσιρίκας, που έχουν γεννηθεί από τα φυλλάδια κυρίως που απλόχερα της χάρισε το γεμάτο ελλείψεις, κυρίως σε προσωπικό, περιφερειακό ιατρείο, πολλές. Οι ανεπούλωτες γρατζουνιές στην ψυχή της όμως, από το πέρα για πέρα μανιασμένο μπούλινγκ που έχει υποστεί, υπερτερούν κατά πολύ. Είναι ετούτος κόσμος άξιος για να του χαρίσω το παιδί μου? Υψώνω χέρια, δυστυχώς δεν δύναμαι να απαντήσω.

Με ένα σωρό βραβεία στην προθήκη, σύσσωμο το Σάντανς να υποκλίνεται, την Focus Features να τρέχει πρώτη να προλάβει την διανομή και το έγκυρο BBC να βάζει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του (σε μια ταινία που δεν έχει καμία σχέση με το νησί), το πόνημα της Νεουορκέζας Eliza Hittman, αν μην τι άλλο σε προκαλεί να το παρακολουθήσεις. Και εντέλει αυτό αποδεικνύεται υπέρ σου, ως σκεπτόμενου θεατή, καθώς μέσα από την αληθινότητα των σκληρών, χωρίς καν να το προσπαθήσουν, εικόνων του, το φιλμ ξεδιπλώνει την υπαρκτή απανθρωπιά που ζει και βασιλεύει σε κοινωνίες μάλιστα δυτικές, πολιτισμένες, αξιοπρεπείς.

Από το πρώτο κιόλας "slut" που ο αόρατος όχλος εκτοξεύει στον αέρα, δευτερόλεπτα μετά την έναρξη του έργου, καταλαβαίνεις πως ότι πρόκειται να παρακολουθήσεις είναι η Οδύσσεια ενός κοριτσιού (το ότι ζυγώνει στην ενηλικίωση δεν του στερεί αυτή την ταυτότητα) για να ξεπεράσει όλους τους εφιάλτες που της γέννησε η καταπίεση, η περιθωριοποίηση, η έλλειψη της αληθινής αγάπης. Και η πόση μοναξιά. Ακόμη και στο κέντρο του πλανήτη, την διαβόητη Τάιμς Σκουέρ, που συρρέουν μυριάδες κόσμου πλάι στην εξουθενωμένη Ότομν, χωρίς ένας έστω να δύναται της προσφέρει χείρα βοηθείας. Συγκλονιστική αλληγορία.

Όπως καθηλωτικό κινηματογραφικά είναι το δεκάλεπτο των ερωτήσεων της ειδικού, με τις πολλαπλές απαντήσεις (που ορίζουν και τον τίτλο στην μαρκίζα) στιγμή που η ούτε είκοσι Μαΐων Sidney Flanigan, λοκάρει την ματιά σου, αδειάζοντας σε συναισθηματικά, αφαιρώντας ολοσχερώς τα μέσα σου. Καθιστώντας σε σκιάχτρο, που ούτε να αντιδράσεις μπορείς, ούτε να την φωνάξεις, να την προειδοποιήσεις, να την νουθετήσεις, να την αγκαλιάσεις. Θα την φοβίσεις, ότι κι αν πράξεις. Σιωπή και δάκρυα. Ποτέ, Σπανίως, Μερικές Φορές, Πάντα. Πάντα ρε φίλε? Οσκαρική υποψηφιότητα για πλάκα, γι αυτό το αστέρι που μόλις γεννήθηκε. Θα παρακαλούσα το ίδιο και για την υποστήριξη της φιλενάδας, ρόλος που με πανομοιότυπο σπαραγμό στήνεται από την πανέμορφη Talia Ryder.

Με όλα αυτά τα εχέγγυα ποιότητας, δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη πως αυτή η δραματική ελεγεία ορίζει μια από τις καλύτερες ανεξάρτητες φιλμικές στιγμές της χρονιάς. Το πενιχρό προμόσιον είναι ο φταίχτης που αυτού του είδους οι φτωχές σε μπάτζετ, μα ζάπλουτες σε έμπνευση δημιουργίες δεν φτάνουν μέχρι το ευρύ κοινό, ώστε να προβληματιστεί περισσότερο για τον κόσμο που συντηρεί και υποστηρίζει. Αφήνοντας ξεκρέμαστα τα παιδιά του, μόνα τους ακόμη και εφηβάκια, να τραβήξουν προς Γολγοθά μεριά, αηδιασμένα για τον κύκλο που τα μεγάλωσε. Απορρίπτοντας συνάμα, δικαίως, την πιθανότητα να γίνουν κι εκείνα κρίκοι της σαθρής αλυσίδας.

Ποτέ σπάνια μερικές φορές πάντα (Never Rarely Sometimes Always) Rating
Στις δικές αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Του Κόσμου τα Νέα (News Of The World) PosterΤου Κόσμου τα Νέα
του Paul Greengrass. Με τους Tom Hanks, Helena Zengel, Michael Covino, Fred Hechinger, Neil Sandilands, Thomas Francis Murphy, Mare Winningham, Elizabeth Marvel, Chukwudi Iwuji, Ray McKinnon, Bill Camp.

Η Διάσωση της Προσφυγοπούλας Τζοχάνα
του zerVo (@moviesltd)

Το ημερολόγιο δείχνει την χρονιά 1956. Σε μια εποχή έξαρσης του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους, οι δύο διασημότερες φιγούρες έκφρασης του, από την καρέκλα του ντιρέκτορα ο John Ford και μπροστά από την κάμερα ο μοναδικός John Wayne, συμπράττουν σε μια κλασική περιπέτεια της Άγριας Δύσης, που άφησε εποχή. Στην Αιχμάλωτο Της Ερήμου / The Searchers, ο λόνερ βετεράνος του Civil War, καλείται να τα βάλει με πέντε χωριά Κομάντσι, προκειμένου να διασώσει την ανήλικη ανηψούλα του (η Nathalie Wood παρακαλώ) από τα μανιασμένα τους νύχια. Μισό και βάλε αιώνα μετά, στον πλανήτη Χόλιγουντ, σε περιόδους που το genre τρεμοσβήνει, μπορεί οι φουκαράδες οι Ινδιάνοι να έχουν πάρει την θέση που τους αρμόζει και να μην είναι πια οι μοβώροι κακίστροι που ξέραμε παλιά, η γενική συνταγή πάντως δεν φαίνεται να αλλάζει ιδιαίτερα. Ίδιο μοτίβο, παρόμοια πλοκή, αλλά και εξίσου υψηλά στάνταρντς παραγωγής.

Του Κόσμου τα Νέα (News Of The World) Quad Poster
Ο Εμφύλιος Πόλεμος μόλις τερμάτισε, αφήνοντας πίσω του ορδές νεκρών και τραυματιών στρατιωτών, μα το κυριότερο έχοντας τσακίσει την Αμερική στα δύο, με τους κυρίαρχους θριαμβευτές Βορείους να έχουν θέσει σε καθεστώς κατοχικού ελέγχου τους χαμένους της Συνομοσπονδίας. Σε αυτό το αβέβαιο και ανάστατο περιβάλλον, ο πρώην Λοχαγός του στρατού των Νοτίων, Τζέφερσον Κάιλ Κιντ, βγάζει τα προς το ζην περιδιαβαίνοντας με ρίσκο από πόλη σε πόλη του Τέξας, διαβάζοντας έναντι μιας δεκάρας το κεφάλι, τα μαντάτα από τις εφημερίδες που δεν φτάνουν στην άλλη άκρη της Πολιτείας.

Κατά την διάρκεια του μοναχικού του, πάντοτε νοσταλγικού για την συμβία που άφησε πίσω στην εστία του Σαν Αντόνιο, ταξιδιού, ο μαντατοφόρος, θα εντοπίσει στην ερημιά ένα μικρό, τρομαγμένο κορίτσι ντυμένο τα ρούχα των ιθαγενών, την Τζοχάνα. Μια πιτσιρίκα που στα λιγοστά της λόγια μπερδεύει την γερμανική γλώσσα με την διάλεκτο των Καιόβα. Και που όπως σύντομα θα καταλάβει, έχει πέσει θύμα αρπαγής των ινδιάνων από πρώτη της φαμίλια, που ήρθε από την Ευρώπη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Και κατοπινά μάρτυρας επίθεσης λευκών εκδικητών, στο χωριό της φυλής.

Αδυνατώντας να βρει στο δυο φορές ορφανό και ταλαιπωρημένο παιδί το κατάλληλο σπιτικό να το φιλοξενήσει και χωρίς την παραμικρή βοήθεια από τις στρατιωτικές αρχές, ο Κιντ, θα πάρει το ρίσκο να το συνοδεύσει στην αγροικία των μοναδικών ζώντων συγγενών του, κάπου στα όρια του Λον Σταρ. Ένα ταξίδι που κρύβει αμέτρητους θανάσιμους κινδύνους, καθώς πίσω από κάθε βράχο της καυτής ερήμου, καραδοκούν ληστές, τυχοδιώκτες και καταζητούμενοι πιστολέρο, που θα απειλήσουν, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένο λόγο, τις ζωές τους.

Και κάπως έτσι ξετυλίγεται το κουβάρι της περιπλάνησης στις αχανείς Τεξανές εκτάσεις, του ετερόκλητου διδύμου, που ίσαμε τα χτες δεν είχε ανταμώσει ποτέ. Του πεπειραμένου στα πεδία της μάχης, αγγελιοφόρου, που στοργικά σαν πατέρας θα πάρει στην επίβλεψη του το δεκάχρονο αγρίμι, οδηγώντας το με ασφάλεια στα χέρια των θείων. Μια διαδρομή γεμάτη αντιξοότητες στο διάβα της, με τον τελικό προορισμό, να είναι άγνωστος, ασαφής και αδιόρατος.

Αυτή την φορά το δραματικό πατρόν του Malot, μεταλλάσσεται σε φόρμα γουέστερν, με φόντο τις πετρώδεις εκτάσεις στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Σαν σκοπό του ο πολυδιάστατος σκηνοθέτης Paul Greengrass, στην ενδέκατη στάση μιας καριέρας, που σαν κορώνα της δύσκολα θα απωλέσει το καθηλωτικό Bloody Sunday, έχει να προβάλλει την σχέση στοργής που αναπτύσσεται ανάμεσα στον εμφανώς ζορισμένο, μα ψυχικά πανίσχυρο άντρα και την τραυματισμένη ίσως και θανάσιμα στα μέσα της παιδούλα. Ο πόλεμος που έχει κυκλώσει και τους δύο, έχει τραβήξει βαθιές χαρακιές στις καρδιές τους. Σε βαθμό που καθένας τους να παλεύει να λησμονήσει, να διαγράψει μια τραγική περίοδο της ζωής του. Ο ομιλητικότατος και διαχυτικός αγγελιοφόρος, αυτή της δυναμικής ηλικίας που πέρασε στα χαρακώματα, η αμίλητη Τζοχάνα, εκείνη την κανονικά ξέγνοιαστη παιδική, που ως φαίνεται δεν την βίωσε ποτέ της.

Για το πετύχει το πλάνο του ο Βρετανός, χρησιμοποιεί πράξεις, τρεις, τέσσερις στον αριθμό, αυτοτελείς και αυτόνομες, με μοναδική συνέχεια το κάρο που μεταφέρει τους ταξιδιώτες στο λογικό τέρμα. Και για καθεμιά ρουμπρίκα που γίνεται παρελθόν, όχι πάντα αναίμακτα, ο δεσμός της σιωπηλής και ακατανόητης στα λεγόμενα της μικρής, με τον γερο-αφηγητή θα σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Σε βαθμό που ο χωρισμός, ο οποίος ζυγώνει μαζί με το φινάλε της περιπετειώδους road movie, να σχηματίζει έναν κόμπο στο στομάχι του θεατή, καθώς προετοιμάζεται να την αντιμετωπίσει στο εκράν.

Η αλήθεια είναι πως δεν καρτερείς από έναν Εγγλέζο, να φέρει εις πέρας ένα πόνημα που ανήκει σε αυτό το ιδιαίτερο κινηματογραφικό πλαίσιο. Οι συμμαχίες του, στην οργάνωση και την εκτέλεση του έργου του, είναι τόσο προσεγμένες όμως, που δεν θα επέτρεπαν εύκολα να αποτύχει. Η ηλιόλουστη και ξηρή φωτογράφηση του Φαρ Ουεστ από τον πεπειραμένο Dariusz Wolski και η πιασάρικη (έως και κολλητική) μουσική επένδυση του James Newton Howard, στήνουν τα θεμέλια που πάνω τους κτίζεται η όμορφα διασκευασμένη ιστορία που ξεπήδησε από τον νου της συγγραφέως Paulette Stiles.

Ας μην γελιόμαστε όμως. Παρόντος του σημαντικότερου ηθοποιού στην σύγχρονη φιλμική Μέκκα, που ακόμη και τέτοιους, σχετικά απαιτητικούς ρόλους τους έχει για πρωινό, τα πάντα περιττεύουν. Ο Tom Hanks, για πρώτη φορά τόσο γηρασμένος στο εκράν, στην δεύτερη συνεργασία του με τον Greengrass, μετά τον επιτυχημένο Captain Phillips, δίνει στην παραγωγή την σταρική ώθηση που ζητά, υποδυόμενος έναν εναλλακτικό Βιτάλι, που ντύνεται όμως το καμπόηκο καπέλο ενός εύθραυστου James Stewart, παρά εκείνο του ατρόμητου Wayne. Η πατρική χημεία του με το εκπληκτικής έκφρασης, Βερολινεζάκι, Helena Zengel, που αποδίδει με γαλάζια ματιά κοφτερή σαν λεπίδι, άριστα την ευάλωτη, αθώα, ισοπεδωμένη μικρή, είναι το αληθινό κατόρθωμα αυτού του φιλμ.

Που και βέβαια πίσω από τις γραμμές του, περνά κοινωνικοπολιτικές αλληγορίες για την έκρυθμη κατάσταση στο σημερινό Αμέρικα. Ανακατωσούρα, ανασφάλεια, φόβος, νόμος του Κολτ, περιστάσεις όχι μακρινές από εκείνες του περίπλοκου και θολού τότε, σε συγκρίσεις προφανείς με το νοσηρό σήμερα. Ευτυχώς, η ελπίδα παραμένει ζωντανή και ενδεχόμενα για κάθε κατατρεγμένο προσφυγόπουλο, θα υπάρχει πάντοτε ένας Κάπτεν Κιντ, σωτήρας, φύλακας άγγελος, ίσως γονιός καλύτερος και από τους βιολογικούς. Του Κόσμου τα Νέα, αυτή την φορά ήσαν εξαιρετικά!

Του Κόσμου τα Νέα (News Of The World) Rating
Στις δικές αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Μανκ (Mank) PosterΜανκ
του David Fincher. Με τους Gary Oldman, Amanda Seyfried, Lily Collins, Arliss Howard, Tom Pelphrey, Charles Dance.


Citizen Mankiewicz
του gaRis (@takisgaris)

Επειδή την τελευταία φορά που καταπιάστηκα με (ή ορθότερα, καταχέριασα) ταινία του Finch (ήταν το Zodiac, sorry fans) το άφησα λίγο στην άκρη το άθλημα, επιθυμώ να φανώ ευθυτενής και ακριβοδίκαιος με το χαίρετε, οκ; Δηλαδή, ο υπογράφων διαδηλώνει παλαβωμένος με τις εξής αθάνατες δύο (2) Fincher-ιές: 1.Seven, 2. Fight Club, εκεί, στο μεταίχμιο των δυο τελευταίων αιώνων και κατοπινά, από στενάχωρα μέχρι μπαϊλντισμένος με την μετέπειτα πορεία του αδιαμφισβήτητα ιδιοφυούς δημιουργού. Θες, τα υπερσκηνοθετημένα pulp σενάρια από τη μια, η ιδεολογικά μακρόθεν προσέγγιση, η εμμονή στην αισθητική της εικόνας εις βάρος του θεματολογικού πυρήνα, με έκαναν να κατέβω από το τρένο της Αλλαγής (πόσο ΠΑΣΟΚ ο David πια). Προσοχή όμως. Αντιρριέμαι μεν, παραδέχομαι δε. Φευ, το Mank δε δείχνει να ξεμακραίνει από τον κανόνα τουτονί, μολονότι στην προκειμένη περίπτωση διακρίνω για πρώτη φορά μετά από χρόνια ένα αίσθημα εκπλήρωσης χρέους που οπωσδήποτε με συγκινεί.

Μανκ (Mank) Quad Poster
Λίγοι γνωρίζουν ότι ο πατέρας του Dave, ο απόστρατος την δεκαετία του ‘50 Jack Fincher (αποβιώσας στα 2003), υπήρξε γερή πένα με πέρασμα από Readers Digest, Saturday Review και The Smithsonian. Κάπου εκεί μετά το The Game (1997), o υιός θέλησε να γυρίσει το σενάριο του πατρός σε ασπρόμαυρο αλλά δε βρήκε χρηματοδότη κάποιο μεγάλο στούντιο. Η ιδέα απλή μα γαργαλιστική. Το πιπεράτο παρασκήνιο που οδήγησε στη συγγραφή από τον Herman Mank(iewicz) του Πολίτη Κέην (1941) με το τέρας (διπλής) τον 25άρη Όρσον Ουέλς στο σκηνοθετικό (κι όχι μόνο) τιμόνι. 

Σαπιοϊστορία τη λες κιόλας, καθότι προφανέστατα η Τέχνη αντέγραψε τη Ζωή με τον Mank να αποκαθίσταται ως συν-δημιουργός οσκαρικά στο φινάλε. Ο τσαχπίνης μας ο Mank, με την κοφτερή γλώσσα και τη λατρεία του στο πιοτί, παρουσιάζεται ως ρέμπελος μιας συγγραφικής νομενκλατούρας, με πλήρως παραμελημένη σύζυγο και απίθανες διασυνδέσεις στο Hollywood. O Fincher είναι άσφαλτος και μπετόν αρμέ από ήχο (μονοκάναλο, όπως παλιακά) και ιλουστρασιόν κινηματογράφηση σε στιλπνό κιαροσκούρο. 

Το διδυμάκι - φετίχ των Trent Reznor / Atticus Ross πληκτρογραφεί μουσικά περάσματα, άκρως πειστικά, ενώ το μοντάζ του Kirk Baxter (μονιμάς κι αυτός από την εποχή του Benjie Button) δίνει γοργό ρυθμό αντιπαλεύοντας διαλόγους σπινθηροβόλους, πνευματοδεστάτους που μοιάζουν γραμμένοι κοντά στην εποχή των γυρισμάτων του Citizen Cane. 

Ερμηνευτικά, το πάντρεμα Dave Fincher / Gary Oldman είναι περιπετειώδες (ενώ αν ψαχτείς λίγο για το τι σημαίνει το όνομα Donya Fiorentino και για τους δύο και πως αυτό έδωσε έμπνευση στο Gone Girl, σου φεύγει κλαπέτο), με τυχαία πλάνα να γυρίζονται από εκατό ως διακόσιες φορές μέχρις ότου το αρχηγόπουλο πει «CUT!» O Oldman, πυροβολεί ακατάπαυστα, σε κέφια που κρατούν από τη νικητήρια προσωπογραφία του Ουίνστονα Τσέρτσιλ. Υπερατού σαφώς η Amanda Seyfried, απόλυτα στοχοπροσηλωμένη, έχει τσεκάρει με επιτυχία τον τομέα «έργο εποχής» (Lovelace) και καλπάζει ως Marion Davies προς τα βραβευτικά αστέρια. 

Ο Μανκ είναι ένας ακόμη (και για πάντα βάλε εσύ) Fincher που εκεί όπου οι άλλοι ζαχαρώνουν με βινύλιο αυτός σολάρει με το πιο βίντατζ γραμμόφωνο. Ουδείς παραπονούμενος από κατασκευαστικής επόψεως μένει. Χώρια που συγκινεί η πρωτοκαθεδρία που παραχωρεί στο Λόγο του πατρός Jack, διακριτικά χρωματίζοντας τις από αργκό μέχρι δειπνοσοφιστικές του αποχρώσεις, χωρίς να φείδεται ιστορικοπολιτικών αναδιφήσεων (βλέπε άνοδο Χίτλερ στην Ευρώπη). Δεν αγαπώ, απόλυτα σέβομαι, η ταινία ψιλοάπατη (κακώς) στο στρήμιν του Netflix, το ντηλ λέει για υπογραφή πακέτου τριών ακόμη, οπότε προβλέπεται επιστροφή στο pulp για τη cineχεια για να ρεφάρουμε. 

Μανκ (Mank) Rating


Στις 4 Δεκεμβρίου 2020 από το δίκτυο Netflix!
Περισσότερα... »

One Night in Miami... Poster ΠόστερOne Night in Miami...
της Regina King. Με τους Kinglsey Ben-Adir, Aldis Hodge, Leslie Odom Jr., Eli Goree, Lance Reddick, Joaquina Kalukango, Michael Imperioli, Jerome A. Wilson, Beau Bridges, Aaron D. Alexander.


(Four) Black Lives (that) Matter(ed)!!!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Μια νύχτα που θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 15 Ιανουαρίου του 1971 στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας Regina Rene King, όπως είναι το πλήρες της όνομα. Η βραβευμένη με Όσκαρ β' γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει» (If Beale Street Could Talk, 2018) ηθοποιός, έχει περάσει πολλές φορές πίσω από την κάμερα προκειμένου να σκηνοθετήσει τηλεοπτικά επεισόδια στην καριέρα της ως τώρα. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ της Βενετίας, όπου έλαβε μέρος στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός διαγωνισμού κι έγραψε ιστορία καθώς ήταν η πρώτη ταινία στην ιστορία του φεστιβάλ που είχε σκηνοθετηθεί από γυναίκα Αφροαμερικανίδα! Λίγο μετά προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο, όπου στα People's Choise Awards, ήρθε δεύτερη πίσω από τον μεγάλο νικητή, το Nomadland. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο Kemp Powers, βασιζόμενος στο ομώνυμο θεατρικό του.

One Night in Miami... Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την εμπορική της πρεμιέρα στις 25 Δεκεμβρίου στις ΗΠΑ και στις 26 Δεκεμβρίου στη Μεγάλη Βρετανία, σε όσους κινηματογράφους συνεχίζουν να παραμένουν ανοιχτοί εν μέσω πανδημίας, μεταλλάξεων του ιού κι άλλων τρομακτικών ανάλογων. Και την ημέρα των γενεθλίων της Regina King, στις 15 Ιανουαρίου του 2021, η ταινία θα αρχίσει να προβάλλεται στην πλατφόρμα της Amazon.

Η υπόθεση: 25 Φεβρουαρίου 1964. Ο Cassius Clay, προς μεγάλη έκπληξη των πάντων, στέφεται παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας στην κατηγορία των βαρέων βαρών, απέναντι στο φαβορί, Sonny Liston. Κόσμος πολύς πανηγυρίζει στην παραλία του Μαϊάμι, της πόλης όπου διεξήχθη ο συγκεκριμένος αγώνας. Την ίδια ώρα, ο Cassius Clay γιορτάζει την επιτυχία του σε ένα δωμάτιο ενός μοτέλ μαζί με τρεις από τους στενότερους φίλους του. Ποιοι είναι αυτοί; Ένας από τους ηγέτες του Έθνους του Ισλάμ, ο Malcolm X, ο τραγουδιστής Sam Cooke και ο πρωταθλητής του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, Jim Brown. Όλοι τους βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο της ζωής τους. Όλοι τους έχουν βιώσει στο πετσί τους το ρατσισμό της αμερικάνικης κοινωνίας απέναντί τους: είναι μαύροι και το χρώμα του δέρματός τους αποτελεί κόκκινο πανί για την πλειοψηφία των WASP συμπατριωτών τους. Ο καθένας τους έχει διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει η Αφροαμερικάνικη Κοινότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Θα αστειευτούν, θα διασκεδάσουν, θα πουν ιστορίες, θα διαφωνήσουν, θα μαλώσουν. Αυτά που τους ενώνουν, όμως, είναι περισσότερα από όσα τους χωρίζουν.

Η άποψή μας: «Based on true events...» μας πληροφορεί μια κάρτα κατά την έναρξη της ταινίας. Ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα λοιπόν. Αλλά και ταινία βασισμένη σε θεατρικό. Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν αρχικά πως οι τέσσερις βασικοί πρωταγωνιστές όντως συναντήθηκαν στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 στο Μαϊάμι μετά τη νίκη του Cassius Clay, που τον έστεψε παγκόσμιο πρωταθλητή πυγμαχίας. Το τι διαμείφθηκε μεταξύ τους, όμως, δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς, ούτε το αν ο Malcom X πρόσφερε στα φιλαράκια του μόνον παγωτό βανίλια στο... πάρτι! 

Εκεί, ο Kemp Powers έβαλε το χεράκι του και με τη φαντασία του δημιούργησε τους εξαιρετικούς διαλόγους του. Δεν έχουμε δει το θεατρικό, οπότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν όσα βλέπουμε πριν οι τέσσερις συγκεντρωθούν στο δωμάτιο του μοτέλ, υπήρχαν στην παράσταση. Θεωρώ πως λογικά δεν υπήρχαν και προστέθηκαν ακριβώς για να «σπάσει» η θεατρίλα (sic). Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, η αλήθεια είναι πως οι εισαγωγικές σκηνές και δίνουν περισσότερο κινηματογραφικό τόνο στην ταινία και παρέχουν απαραίτητες πληροφορίες και υλικό για το χτίσιμο του καθενός από αυτούς τους χαρακτήρες. 

Ο Cassius Clay έχει χάσει δικό του αγώνα από επιπολαιότητα στο Γουέμπλεϊ. Ο Sam Cooke αντικρίζει την αδιαφορία παύλα αποδοκιμασία του αποκλειστικά λευκού κοινού στο περίφημο νεοϋορκέζικο nightclub Copacabana (πληροφοριακά, το κλαμπ έκλεισε τον περασμένο Μάιο εξαιτίας του κορωναϊού!!!). Ο Jim Brown διαπιστώνει πως όσο διάσημος κι αν είναι κι όσο καλές σχέσεις κι αν έχει με έναν προύχοντα λευκό του αμερικάνικου Νότου, εκείνος θα τον λέει νέγρο και δεν θα τον αφήνει να μπει μέσα στο σπίτι του – μόνο μέχρι το μπαλκόνι επιτρέπεται. Και ο Malcolm X καλείται να καθησυχάσει την γυναίκα του, η οποία φοβάται για το πού μπορεί να καταλήξει η πορεία του(ς). 

Αντιπροσωπευτικοί εκπρόσωποι της μαύρης κουλτούρας και φίλοι, όταν θα συναντηθούν θα βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο της ζωής τους. Στο μεταίχμιο κρίσιμων αποφάσεων. Ο Cassius Clay είναι έτοιμος να δηλώσει ότι ασπάζεται τον μουσουλμανισμό, να στηρίξει το Έθνος του Ισλάμ και να «βαφτιστεί» εκ νέου ως Muhammad Ali. Ο Malcolm X είναι έτοιμος να αποφασίσει να εγκαταλείψει το Έθνος του Ισλάμ, απογοητευμένος από την ηθική κατάπτωση των ηγετών της οργάνωσης. Ο Jim Brown είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την ποδοσφαιρική του καριέρα και να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο, όπου κάνει τα πρώτα του βήματα. Και ο Sam Cooke είναι έτοιμος για κάτι πιο δημιουργικό στην καριέρα του, ενώ παράλληλα επεκτείνει τις μπίζνες του στη μουσική βιομηχανία. 

Ο Kemp Powers βάζει τον Malcolm X αριστερά της αριστεράς, τον Sam Cooke στα δεξιά της αριστεράς και τους δύο αθλητές στο κέντρο της αριστεράς και μέσω των διαξιφισμών τους φωτίζει όλη την προβληματική της Μαύρης Κοινότητας στις ΗΠΑ. Τότε. Και θα ήταν αστείο αν δεν είναι τραγικό πως πάνω κάτω αυτά που απασχολούσαν αυτές τις τρομερές ιστορικές προσωπικότητες τότε, απασχολούν τους Αφροαμερικάνους και σήμερα, 56 χρόνια μετά! Το timing της ταινίας είναι απίστευτο. Και λόγω της πανδημίας και λόγω του «I can't breathe» του George Floyd: «The Whole World Is Watching». 

Το κοινό παρακολουθεί αυτήν την τρομερή συνάντηση με τεταμένο ενδιαφέρον. Και πραγματικά, λίγο απασχολεί το γεγονός πως, αναγκαστικά, όταν τέσσερις άνδρες μιλάνε μέσα σε ένα δωμάτιο, ε, αυτό θα παραπέμπει περισσότερο σε θέατρο παρά σε κινηματογράφο. Η Regina King μάλιστα καθόλου δεν ενοχλείται από αυτό. Όχι ότι δεν προσπαθεί να βγάλει τους ήρωές της από το δωμάτιο. Και στην ταράτσα πηγαίνουν οι τέσσερίς τους και για ποτό και τσιγάρα πηγαίνουν οι δύο από αυτούς και μπαρότσαρκα προκύπτει και οι εμβόλιμες σκηνές αναμνήσεων, όπως η περίφημη συναυλία του Sam Cooke στη Βοστόνη, λειτουργούν ως διαφυγές, για να φύγουμε μαζί με τους ήρωες από το δωμάτιο. 

Όπως και να έχει, πάντως, εδώ ένας είναι ο άρχοντας: ο Λόγος. Και η επιχειρηματολογία. Και η ανταλλαγή απόψεων. Όχι πάντοτε με ψυχραιμία. Κάποτε και με πείσμα, με πόνο, με στόχευση, με πίκρα, με σκοπό την δημιουργία έντασης, την πρόκληση αντίδρασης. Και λέγονται πραγματικά τρομερά πράγματα. Από τα «Παλεύουμε για τις ζωές μας» και «οι άνθρωποι της φυλής μας πεθαίνουν κυριολεκτικά κάθε μέρα στους δρόμους» του Malcolm X στο «δεν θέλω ένα κομμάτι από την πίτα – θέλω τη συνταγή» του Sam Cooke, υπάρχει ένα έξοχα οργανωμένο διαλογικό σύστημα στην ταινία, που δεν γίνεται να μην σε συναρπάσει. Πέρα και πάνω από όλα αυτή είναι μια ταινία μεγάλων Ιδεών. 

Προσέξτε όμως: η King δεν κάνει αγιογραφίες. Τους παρουσιάζει όλους με τα ελαττώματα και τις αδύναμες στιγμές τους. Μια αδελφότητα παρουσιάζει. Το δέσιμο μιας ομάδας τεσσάρων ανδρών, που όπως το είπε αργότερα και ο Clay (το γράφω αμετάφραστο) ήταν: «young, Black, righteous, famous, unapologetic». Να σημειώσουμε πως μετά από λίγους μήνες από τη νίκη του Casious Clay, ο Malcolm X και ο Sam Cooke θα δολοφονηθούν ενώ σήμερα ο μόνος ζωντανός της παρέας είναι ο Jim Brown. Κορυφαία στιγμή της ταινίας, εκεί όπου ο Malcolm X πικάρει τον Sam Cooke για το πως ένας λευκός, προνομιούχος νέος, όπως ο Bob Dylan (που τότε κι εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική) έγραψε το υπέροχο τραγούδι διαμαρτυρίας «Blowin' in the Wind» όταν ο Sam αναλωνόταν σε σόουλ, κροσόβερ καψουροτράγουδα, στιγμή που θα μας οδηγήσει στην πιο συγκινητική στιγμή της ταινίας: τον Sam Cooke να τραγουδάει στο σόου του Κάρσον το συγκλονιστικό «A change is gonna come». 

Οι ερμηνείες από το άγνωστο ως επί τω πλείστον και με κυρίως τηλεοπτική παρουσία καστ είναι εξαιρετικές! Η τετράδα μπορεί να μην χτυπάει κόκκινο δημοφιλίας – τώρα – (για να καταλάβετε, οι πιο γνωστοί ηθοποιοί από το καστ είναι οι λευκοί Beau Bridges, που έχει την ευκαιρία να παίξει με την κόρη του, Emily, η οποία υποδύεται την... κόρη του, και ο Michael Imperioli, που υποδύεται τον προπονητή του Clay), αλλά οι ερμηνείες τους και η εν γένει παρουσία τους θα τους βάλει για τα καλά στον χάρτη. Σπουδαία ταινία, που θα παίξει και στα Όσκαρ. Το θέμα είναι πως θα παίξει σημαντικό ρόλο «μέσα» σε όλους όσοι τη δουν. Μια χαρά δίδυμο με το, επίσης θεατρικής προέλευσης, Ma Rainey's Black Bottom.

One Night in Miami... Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Αμμωνίτης (Ammonite) Poster ΠόστερΑμμωνίτης
του Francis Lee. Με τους Kate Winslet, Saoirse Ronan, Gemma Jones, Alec Secareanu, Fiona Shaw, James McArdle.


Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Έρωτας και άλλες εξουσίες...

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του γεννημένου το 1969 στην οικογενειακή φάρμα των γονέων του κάπου στο δυτικό Γιόρκσαϊρ του Ηνωμένου Βασιλείου, Francis Lee. Η πρώτη του ήταν το Του Θεού η χώρα (God's Own Country, 2017). Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ο Lee δεν έχει σπουδάσει κινηματογράφο – είναι αυτοδίδακτος.

Αμμωνίτης (Ammonite) Poster Πόστερ Wallpaper
Το Ammonite έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο. Η πανευρωπαϊκή πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο περασμένο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα! Στο φεστιβάλ του Λονδίνου αποτέλεσε την ταινία που σήμανε την επίσημη λήξη του φεστιβάλ. Σε κανονική διανομή, στους κινηματογράφους, η ταινία ως τώρα προβλήθηκε μόνον στην Ιρλανδία και στις ΗΠΑ.

Η υπόθεση: Αγγλία, κάπου στα 1840. Το παραθαλάσσιο μικρό χωριουδάκι Λάιμ Ρέτζις, στο νότο, κοντά στα στενά της Μάγχης, αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό της εποχής. Η Μαίρη Άνινγκ μαζεύει κοχύλια και κοινά απολιθώματα, τα οποία πουλάει στο μαγαζί της και με αυτόν τον τρόπο συντηρείται η ίδια και η άρρωστη μητέρα της. Οι μέρες της δόξας της έχουν παρέλθει. Παλιότερα είχε δημιουργήσει σχετικό σούσουρο γύρω από το όνομά της με αφορμή σημαντικές ανακαλύψεις που είχε κάνει, μεγάλου παλαιοντολογικού ενδιαφέροντος. Στο χωριό φτάνει ο Ρόντερικ Μάρτσισον, πλούσιος τουρίστας και θαυμαστής της Άνινγκ. Μαζί του είναι και η νεαρή σύζυγός του, Σάρλοτ, η οποία αναρρώνει και προσπαθεί να συνέλθει μετά από ένα τραγικό γεγονός που τους συνέβη. 

Ο Ρόντερικ ζητάει από την Μαίρη να φροντίζει την Σάρλοτ, καθώς ο ίδιος πρέπει να συνεχίσει την ευρωπαϊκή του περιοδεία κι επιθυμεί η γυναίκα του να συνέλθει όσο το δυνατόν συντομότερα. Η Μαίρη θέλει αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί, καθώς τα χρήματα του Ρόντερικ της είναι απαραίτητα. Περήφανη και παθιασμένη καθώς είναι με τη δουλειά της η Μαίρη αρχικά θα έρθει σε σύγκρουση με την απρόσκλητη καλεσμένη της. Σιγά σιγά, όμως, και παρά την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις δύο γυναίκες σε ότι αφορά την κοινωνική τάξη, την ηλικία και τις προσωπικότητές τους, ένας έντονος δεσμός αναπτύσσεται μεταξύ τους, αναγκάζοντάς τες να ξεκαθαρίσουν την αληθινή φύση της σχέσης τους.

Η άποψή μας: First things first, που λένε και οι Βρετανοί φίλοι μας. Η Μαίρη Άνινγκ είναι ιστορικό πρόσωπο. Όντως γεννήθηκε και έζησε στο Λάιμ Ρέτζις τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που αναφέρεται και στην ταινία. Όντως έκανε μεγάλες παλαιοντολογικές ανακαλύψεις. Όντως δεν μπόρεσε να αναγνωριστεί το έργο της στην εποχή της καθώς ήταν γυναίκα. Όντως γιατροπόρευε την άρρωστη μητέρα της και έβγαζαν τα προς το ζην μέσω ενός μαγαζιού όπου πουλούσε απολιθώματα β' κατηγορίας – μη επιστημονικού ενδιαφέροντος δηλαδή. Όντως υπήρξε και η Σάρλοτ Μάρτσισον. Στην πραγματικότητα, τις δύο γυναίκες ένωσε μια μακροχρόνια φιλία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις σεξουαλικής σχέσης. Και η Σάρλοτ ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία από την Μαίρη. Οπότε, τα υπόλοιπα στην ταινία είναι μυθοπλασία. 

Μια ταινία που διαθέτει έναν ιδιαίτερο τίτλο: Αμμωνίτης. Οι Αμμωνίτες ήταν μαλάκια, προϊόντα εξέλιξης των ναυτιλοειδών στην Ανώτερη Δεβόνια περίοδο. Αναπτύσσοντας χιλιάδες διαφορετικά είδη, κατέκλυσαν το θαλάσσιο περιβάλλον έως την Ύστερη Κρητιδική περίοδο και μετά εξαφανίστηκαν. Η μεγάλη διασπορά κατά την περίοδο εξάπλωσής τους καθιστά τους αμμωνίτες σημαντικά καθοδηγητικά απολιθώματα για τη χρονολόγηση πετρωμάτων. Στην ταινία, ο αμμωνίτης χρησιμοποιείται συμβολικά ποικιλοτρόπως. Κυρίως ως κάτι σπάνιο και πολύ όμορφο, που για να ανακαλυφθεί και να αποκαλυφθεί θέλει πολλή δουλειά αλλά και πολλή τύχη. 

Ο Lee αφηγείται τη γέννηση, το θέριεμα και το τέλος (;) μιας σχέσης. Μιας ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε δύο γυναίκες, εντελώς διαφορετικές σε πάνω από ένα επίπεδα. Η Μαίρη είναι φτωχή, η Σάρλοτ είναι πλούσια. Η Μαίρη είναι μεσήλικη, η Σάρλοτ είναι νέα. Η Μαίρη είναι ανύπαντρη, η Σάρλοτ είναι παντρεμένη. Και οι δύο είναι γυναίκες, θύματα της πατριαρχίας. Η Μαίρη δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως επιστήμονας, η Σάρλοτ ακολουθεί τις εντολές (για να το θέσουμε κομψά) του συζύγου της. Σε μια εποχή δύσκολη γενικώς, σκληρή, συντηρητική, η σχέση των δυο τους είναι κάτι το απαγορευμένο. Ο Lee δεν βιάζεται να μας πάει στο... παρασύνθημα. Παίρνει το χρόνο του για να μας δώσει τόσο το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι δύο γυναίκες όσο και για να μας τις παρουσιάσει ως ζωντανούς, τρισδιάστατους χαρακτήρες, με λεπτομέρειες. 

Το ωραίο είναι πως κατορθώνει να είναι ταυτόχρονα ποιητικός και απόλυτα ρεαλιστής. Πχ η σχέση των δύο γυναικών δεν έχει να κάνει καθόλου με ρομάντζο. Η προσέγγιση του σκηνοθέτη στην ερωτική ιστορία ανάμεσα στις δύο γυναίκες δεν είναι καθόλου ρομαντική. Κι αυτό είναι ένα πάρα πολύ καλό νέο. Κι ας υπάρχει μια αλά «Απομεινάρια μιας ημέρας» σκηνή όπου η Σάρλοτ προσπαθεί να αρπάξει ένα βιβλίο από τα χέρια της Μαίρης. Περισσότερο με το έξοχο γαλλικό «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» της Sciamma έχει εκλεκτικές συγγένειες τούτο το φιλμ. Ο Lee παρουσιάζει τη σχέση της Μαίρης και της Σάρλοτ ως απότοκο μιας δυναμικής σωματικής έλξης. Οι δύο ερωτικές σκηνές έρχονται αργά στην ταινία. Και ιδίως η δεύτερη είναι τρομερή! Καμία σχέση με την αμηχανία του Haynes στο «Carol» πχ. Περισσότερο κοντά στο «Η ζωή της Αντέλ», αποφεύγοντας μάλιστα την διάθεση του Kechiche να «γαργαλίσει» και να ερεθίσει. 

Είναι δυο γυναίκες που παθιάζονται, που ρουφιούνται, που γκαβλώνουν, που αφήνονται στην ηδονή που προσφέρει η μία στην άλλη. Εξαιρετικό! Κι ευτυχώς, οι συγκεκριμένες σκηνές δεν είναι σεμνότυφες και είναι αληθινές παρά το γεγονός πως – όπως δήλωσε η Winslet σε συνέντευξή της – τις χορογράφησε, άρα, είναι προετοιμασμένες σκηνές. Βγάζουν αυθορμητισμό: μεγάλη επιτυχία. Ακόμα σημαντικότερο: οι σκηνές αυτές δεν καπελώνουν την ταινία. Έρχονται για να την ολοκληρώσουν: χωρίς αυτές η ταινία θα ήταν λειψή. Χωρίς δε την απίστευτη ερμηνεία της Kate Winslet δεν θα μιλούσαμε για την ίδια ταινία. Η τύπισσα είναι απλά καταπληκτική. Τόση εσωτερικότητα, τόση φυσικότητα, τόσος δυναμισμός, τόση σημασία στη λεπτομέρεια, χωρίς να προσπαθεί με κόλπα να τραβήξει το ενδιαφέρον, απλά σε μαγεύει. Δεν χορταίνεις να τη βλέπεις. 

Και αφήνει δεύτερη και καταϊδρωμένη τη νεαρή, ταλαντούχα μεν αλλά έχει πολλά καρβέλια ακόμα για να τη φτάσει, Saoirse Ronan. Το παρατηρείς και στα σώματά τους: εκεί που η 26χρονη Saoirse είναι «άγουρη», η 45χρονη Kate είναι... γυναίκα! Αλλά, είπαμε, η ταινία δεν είναι μόνον οι ερωτικές της σκηνές. Μάλιστα, μετά τη δεύτερη, έχεις την αίσθηση πως κάπου εκεί η ταινία λογικά ολοκληρώνεται. Ευτυχώς, όμως, έχει κι άλλο. Κι αρκετό σε διάρκεια. Και σημαντικό! Γιατί οι κοινωνικές διαφορές μεγεθύνονται. Γιατί αλλιώς έχει η μία γυναίκα στο μυαλό της τη σχέση τους και αλλιώς η άλλη. Η νεαρή, με την οικονομική της άνεση, δείχνει διάθεση... πατριαρχίας. Χρυσό κλουβί. Η ώριμη όμως δεν αντιλαμβάνεται τον έρωτα με όρους πατριαρχίας. Και θα μείνουν να βλέπουν το ίδιο... απολίθωμα (χα!) από τις δύο πλευρές μιας γυάλινης προθήκης. 

Σούπερ ταινία, από αυτές τις σπάνιες όπου η γνώμη της κριτικής και η άποψη του κοινού συμβαδίζει. Και αποθεώνει. Όχι αδίκως.

Αμμωνίτης (Ammonite) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Ο Ουρανός του Μεσονυχτίου (The Midnight Sky) PosterΟ Ουρανός του Μεσονυχτίου
του George Clooney. Με τους George Clooney, Felicity Jones, David Oyelowo, Tiffany Boone, Demián Bichir, Kyle Chandler, Caoilinn Springall, Sophie Rundle.

Gravity Syndrome
του zerVo (@moviesltd)

Με την νουβέλα επιστημονικής φαντασίας Good Morning, Midnight, πραγματοποίησε το 2016, το δυναμικό της ντεμπούτο στην μυθοπλασία, η αμερικανίδα συγγραφέας Lily Brooks-Dalton, αποσπώντας θετικότατα σχόλια από αναγνώστες και κριτική. Σε τέτοιο βαθμό ώστε το βιβλίο της πολύ σύντομα να πέσει στα υπόψιν του πολύ προσεχτικού στις επιλογές του George Clooney, ο οποίος τάχιστα υπέγραψε συμβόλαιο παγκόσμιας διανομής του φιλμ που θα γύριζε για το ορίτζιναλ σαν βάση του, με τον κολοσσό της Netflix. Το μετατρεπόμενης μαρκίζας The Midnight Sky, εντέλει ορίζει ένα φιλμ από τα αποκαλούμενα υψίστης ανθρωπιστικής σημασίας. Αν και όσα βιώνει αυτή την ώρα η υφήλιος, δίχως πάντως να δείχνει τάσεις διόρθωσης της συμπεριφοράς της προς τον πλανήτη που την φιλοξενεί, ξεπερνούν ακόμη και το πλέον ευρηματικό sci fi σενάριο.

Ο Ουρανός του Μεσονυχτίου (The Midnight Sky) Quad Poster
Γη, 2049. Τα κατακλυσμιαία γεγονότα που οδήγησαν στην διάχυση στην ατμόσφαιρα γιγαντιαίων ποσοτήτων ραδιενέργειας, έχουν σαν αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό αφανισμό του ανθρωπίνου είδους. Οι ελάχιστοι επιζώντες σε περιοχές που δεν έχει φτάσει ακόμη ο φονικός αέρας, αναζητούν υπόγεια καταφύγια προκειμένου να προστατευτούν, με ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Απομονωμένος στο παρατηρητήριο Μπάρμπο του Αρκτικού Κύκλου, που μόλις έχει εκκενωθεί, ο ηλικιωμένος αστροφυσικός Όγκουστιν Λόφτχάουζ, έστω και με εξασθενημένο βαριά οργανισμό, θα αναζητήσει με όσες περιορισμένες δυνατότητες του δίνει η τεχνολογία, να επικοινωνήσει με διαστημικές αποστολές, που επιστρέφουν σπίτι, αγνοώντας την καταστροφή που έχει συντελεστεί.

Και πραγματικά ανάμεσα στους λησμονημένους ταξιδιώτες του σύμπαντος, θα εντοπίσει το αστρόπλοιο Αιθήρ, που γυρίζει από την γειτονιά του Δία, έχοντας πραγματοποιήσει μελέτες στο αστέρι Κ-23 που πληροί όλες τις προϋποθέσεις αποικισμού και αφετηρίας ενός καινούργιου κόσμου. Ενός σκάφους, που το πενταμελές του πλήρωμα, ούτε καν φαντάζεται τους λόγους της διακοπής επικοινωνίας με την βάση, εκτιμώντας πως τα πάντα οφείλονται σε ζημιά που ενδεχόμενα θα αποβεί μοιραία για τον γυρισμό. Και ο Λόφτχάουζ θα κάνει τα πάντα, ώστε να τους ενημερώσει για τον αρμαγεδδόνα που έπληξε την Γη.

Με το μέχρι πρότινος κατάμεστο παρατηρητήριο στο μέσον του πολικού χιονιά να έχει αδειάσει, ο γέρο επιστήμονας περιπλανώμενος στους κενούς του διαδρόμους, θα εντοπίσει ένα μικρό, τρομαγμένο κορίτσι, την αμίλητη Ίρις, που μέσα του θα γεννήσει μια επιπλέον ελπίδα να περισώσει ότι περισσότερο μπορεί. Σκεπτόμενος πως ο μερικές εκατοντάδες μίλια μακρύτερα Σταθμός, διαθέτει πιο προηγμένα συστήματα, που θα κάνουν την ύστατη αποστολή της καριέρας του, την επικοινωνιακή ζεύξη με τον Αιθέρα, εφικτή.

Φυσικά και δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογραφικός φακός, ακολουθεί έναν πεπειραμένο, ιδεαλιστή πάνω από όλα, ερευνητή, στην ατέρμονη διάσχιση της αβύσσου, μέσα στα θεόστενα όρια μιας φυλακής. Είτε αυτή ορίζεται κάπου στο μακρινό διάστημα όπως συνέβη στην Οδύσσεια, το Σολάρις ή το Moon, είτε εντοπίζεται κάπου επίγεια μεν, υπό αβάσταχτα αντίξοες συνθήκες δε. Και ο σχεδόν άπνοος ρυθμός που ξετυλίγεται η ιστορία στο πανί, αυτόν ακριβώς τον σκοπό έχει. Να αναδείξει την εξάντληση που προκαλεί η ερήμωση στον βασικό ήρωα, ειδικά όταν τα περιθώρια έχουν στενέψει και στον ορίζοντα δεν διακρίνεται η παραμικρή ηλιαχτίδα. Η εμφάνιση της πιτσιρίκας, θα γίνει ο καταλύτης, που θα ανατρέψει τα δυσμενή μέχρι ώρας δεδομένα, στο δεύτερο και ανίσως ποιοτικότερο και με περισσότερες κορυφώσεις μέρος.

Με την γνώση που του έχει δώσει η συμμετοχή του από κάθε πιθανό πόστο σε παρόμοιου ύφους δημιουργίες στο παρελθόν, τόσο στην άτυχη διασκευή του Tarkovsky, όσο και στον ανέλπιστο θρίαμβο του Gravity, ο Clooney, κάνει σαφείς τις προθέσεις του, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της αναμέτρησης. Ως άνθρωπος νιώθει αηδία για το είδος του. Εκείνο δηλαδή που ευθύνεται αποκλειστικά για τον όλεθρο και σε καμία περίπτωση δεν μοιάζει διατεθειμένος να το ακολουθήσει στα υπόγεια μπάνκερς της σωτηρίας. Ως επιστήμονας όμως και μάλιστα σκαπανέας των νέων διαγαλαξιακών δρόμων, οφείλει στον όρκο που έχει δώσει, να διασώσει ότι πιθανότατα μπορεί να κρατηθεί ζωντανό. Ο έγχρωμος κάπτεν του βόγιατζερ και η εγκυμονούσα συμβία του, ύπαρχος, ορίζουν τις εύκολες αλληγορίες του σεναρίου.

Που υπογεγραμμένο από τον Mark Smith (του The Revenant) ανακατώνει την γραμμική αφήγηση με την παρεμβολή φλασμπακ από το παρελθόν, που έχουν όμως άμεση συνάφεια με τα εξελισσόμενα. Και κλειδώνουν τον κύκλο των εξελίξεων στο φινάλε, ελαφρώς προβλέψιμα για εκείνον τον σινεφίλ που δεν θα νιώσει βυθισμένος στην πλήξη της πρώτης ώρας, παρά θα δείξει κουράγιο να ακολουθήσει την Οδύσσεια του ταλαίπωρου άντρα μέχρι τέλους.

Ένας υπέροχος Gorgeous George ηγείται με πειθώ σοφού του επιλεγμένου σχήματος, έχοντας απωλέσει κοντά στα δεκαπέντε κιλά για τις ανάγκες του ρόλου. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με την σε ενδιαφέρουσα Felicity Jones, που μοιάζει σαν να έχει γεράσει είκοσι και πλέον χρόνια από την τελευταία φορά που την είδαμε στο εκράν. Το καστ συμπληρώνουν ο καθένας αξιοπρεπής στο κομμάτι που του αναλογεί, ο David Oyelowo, ο Kyle Chandler και ο Damien Bichir. Αν και το περισσότερο χειροκρότημα θα κερδίσει με ευκολία η αγγελικής όψης, δεκάχρονη Caoilinn Springall, που μέσα από το ισοθερμικό της μπουφάν στο κέντρο της χιονοθύελλας, αποπνέει όλη εκείνη την αισιοδοξία που αναζητά ο άνθρωπος για να δείξει πάλι δυνατός, να ορθοποδήσει.

Ο Ουρανός του Μεσονυχτίου (The Midnight Sky) Rating
Στις 23 Δεκεμβρίου 2020 από το δίκτυο Netflix!
Περισσότερα... »