64th BFI London Film Festival 2020 Poster
64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.4 - Το δόγμα του σοκ!

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Αυτή, λογικά, είναι η προτελευταία ανταπόκρισή μας από το φεστιβάλ του Λονδίνου, το οποίο ολοκληρώνεται αύριο, Κυριακή. Είδαμε, κι εξακολουθούμε να βλέπουμε, πολύ δυνατές ταινίες, ευτυχώς. Απλά, στη σημερινή ανταπόκριση, οι τρεις ταινίες που την απαρτίζουν είναι από κυνικές το λιγότερο έως σκληρά απαισιόδοξες. Για το μέλλον αυτού του κόσμου, που θαρρείς και γυρίζει με αφέλεια κάθε μέρα γύρω από τον άξονά του, χωρίς να βλέπει ότι οδεύει με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή. Οι σκηνοθέτες αυτών των συγκεκριμένων ταινιών είναι του δόγματος, σόκαρε όσο μπορείς περισσότερο για να ταράξεις τις βεβαιότητες και τις σιγουριές των θεατών σου. Τα κατάφεραν οι μπαγάσες!

Possessor 64th BFI London Film Festival 2020

Ξεκινάμε με πρώτη ταινία το «Possessor» του υιού Cronenberg, του Brandon. Μου αρέσει που στην Wikipedia λένε ότι γεννήθηκε ή το 1979 ή το 1980, οπότε είναι ή 40 ή 41 ετών! Anyway, αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Brandon, οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του, το «Antiviral», που είχε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Το «Possessor» από την άλλη έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Σάντανς. Και ακολουθεί λίγο αντίθετη πορεία από το «Antiviral»: στην πρώτη του ταινία, ο σκηνοθέτης ξαναμόνταρε το υλικό του μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της, κόβοντας περίπου έξι λεπτά, για να την κάνει πιο σφιχτή. Στο Possessor προσέθεσε υλικό με περισσότερο... ακατάλληλες σκηνές σεξ και βίας μετά την πρώτη της φεστιβαλική προβολή. Έτσι έφτασε στο Λονδίνο: Uncut.

Η υπόθεση: Η Τάσια Βος είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, που στην κανονική της ζωή είναι παντρεμένη και μητέρα ενός πιτσιρικά. Όμως, έχει κι άλλη μία, κρυφή ζωή, στην οποία είναι μία... πληρωμένη δολοφόνος. Εργάζεται σε μια μυστική εταιρία η οποία μέσω hitech τεχνολογίας «τηλεμεταφέρει» το πνεύμα της Τάσια στο σώμα ξενιστών, που επιλέγονται για να φέρουν εις πέρας εκτελέσεις υπεράνω κάθε υποψίας. Αφού ολοκληρώσουν το χτύπημά τους και η Τάσια «γυρίσει» πίσω στο σώμα της, οι ξενιστές αυτοκτονούν, αν δεν σκοτωθούν πρώτα από την αστυνομία. Όλα βαίνουν καλώς έως ότου σε μία της αποστολή η Τάσια συναντά τον ιδιαιτέρως ανθεκτικό Κόλιν, στου οποίου το σώμα εισβάλλει για να δολοφονήσει τον μεγιστάνα των μίντια πεθερό του. Ο Κόλιν αποδεικνύεται σκληρό καρύδι απέναντι στο μανιπουλάρισμα και η Τάσια Βος κινδυνεύει να μείνει για πάντα μέσα στο σώμα του, χωρίς ταυτότητα...

Η άποψή μας: Υπάρχουν και κάποιοι που υποστηρίζουν πως οι παροιμίες δεν λένε την αλήθεια. Πόσο λάθος! Τι ισχύει εδώ; Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει. Όταν έχεις πατέρα τον τιτανομέγιστο David Cronenberg όσο κι αν θέλεις να ξεφύγεις από την τροχιά του και να χαράξεις και καλά δικό σου δρόμο, δεν θα τα καταφέρεις. Οπότε, καλύτερα να το αποδεχτείς όσο το δυνατόν νωρίτερα και να το απολαύσεις. Για τούτη την ταινία του Brandon είμαι σίγουρος πως ο David θα είναι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Διαθέτει και τη βασική προβληματική του πατέρα αλλά και την αισθητική του, χωρίς να χάνει την επαφή με το σήμερα και γιατί όχι, με το αύριο. 

Το σώμα λοιπόν. Το ανθρώπινο σώμα. Πόσο περιορίζεται από το πνεύμα. Και το αντίστροφο. Πόσο μας καθορίζει. Πόσο προσδιορίζει την ταυτότητά μας. Πόσο όμορφο είναι. Και πόσο όμορφα στραπατσάρεται. Πόσο μεταλλάσσεται. Πως του ταιριάζει το μέταλλο. Ο Brandon, όπως και ο πατέρας του, δεν κωλώνει. Οι ερωτικές του σκηνές δεν έχουν τίποτε το «ρομαντικό». Είναι μπρουτάλ, είναι σκληρές, είναι άδειες από συναίσθημα. Οι ήρωές του δεν κάνουν έρωτα: γαμιούνται. Και η κεντρική ερωτική σκηνή εδώ είναι παροξυσμική: η Τάσια Βος μέσα στο σώμα του ξενιστή της γαμεί την κοπέλα του. Γουάου! 

Ας δούμε όμως και τον τίτλο της ταινίας: «Possessor». Ο κατέχων. Ο κυρίαρχος. Ο κατακτητής. Η Τάσια δεν κάνει απλά μια δουλειά. Τη γουστάρει. Τρελαίνεται, γκαβλώνει, πως το λένε! Την ερεθίζει η ιδέα της κατοχής. Του να μπαίνει σε ένα σώμα και να το κάνει δικό της. Κι όχι μόνον αυτό: η κατοχή της δίνει ελευθερία να κάνει ό,τι γουστάρει! Πράγματα που δεν μπορεί να κάνει με το δικό της σώμα, με τη σύμβαση στην οποία ζει, μέσα στην κανονικότητα (γκουχ). Σαν τους πλούσιους. Που κατέχουν. Που με τα χρήματά τους κάνουν ό,τι γουστάρουν, χωρίς κανένας νόμος και καμία ηθική να τους περιορίζει. Άμα έχεις, ελέγχεις. Possessor: μεγάλη μαγκιά ρε φίλε. 

Οπότε, ναι, όσο βρίσκεται μέσα σε άλλα σώματα η Τάσια εξερευνά την πιο σαδιστική πλευρά της, την αφήνει να βγει στην επιφάνεια, δεν την περιορίζει, δεν την ελέγχει. Και χάνοντας κάθε έλεγχο, έρχεται σε οργασμό. Ο παροξυσμός που λέγαμε. Θα μπορούσε να πυροβολήσει το πρώτο θύμα που βλέπουμε. Αντ' αυτού, χρησιμοποιεί κουζινομάχαιρο τεραστίων διαστάσεων και το μπήγει στο λαιμό και σε όλο το σώμα του άτυχου θύματος. Εννοείται ότι ο Cronenberg μας τα δείχνει όλα αυτά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες. Μιλάμε για αίμα. Για πολύ αίμα. Για πάρα πολύ αίμα! Στο δεύτερο θύμα, πάλι: αντί για τον απλό πυροβολισμό, παίρνει τη μασιά από το τζάκι και τι δόντια βγάζει, τι στο μάτι το μπήγει, ομορφιές! Για να καταλάβετε, έκλεινα τα μάτια μου στις συγκεκριμένες σκηνές. Δεν αντεχόταν αυτό! Κι αυτή φαντάζομαι πως ήταν η αντίδραση που επεδίωκε ο σκηνοθέτης. Στη δε τρίτη και πλέον σοκαριστική (για παραπάνω από έναν λόγους) σφαγή χρησιμοποιεί μπαλτά! Και τον χρησιμοποιεί ωσάν κρεοπώλης: ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτου! Σοκ σας λέω! 

Από εκεί και πέρα έχουμε τις παγωμένες επιφάνειες, την «ψυχρή» μουσική επένδυση, μια ολόκληρη σκηνή γυρισμένη σε φως μπλε ελεκτρίκ. Και σε ότι αφορά τις δευτερεύουσες ιδέες της ταινίας, πέρα από την κεντρική, του ελέγχου, είναι εκείνη που καταφέρεται εναντίον του θεσμού της οικογένειας! Οπότε, ναι, ετοιμαστείτε για ένα φινάλε δύσκολα διαχειρίσιμο, το οποίο θα σας μείνει αξέχαστο για την ωμότητά του, την take no prisoners τόλμη του στα όρια της απανθρωπιάς και τη σαρωτική εντύπωση που αφήνει στο μυαλό. Και τα αίματα από τα δύο σώματα θα ενωθούν. Εντυπωσιακό. Το αγόρι είναι τρελό κι αν συνεχίσει έτσι, θα γράψει ιστορία. 

Σε ότι αφορά το εύρημα της «μετάδοσης» της σκέψης με την ευρεία έννοια, στο νου έρχονται και το «Strange Days» της Bigelow, και η «Πόλη των χαμένων παιδιών» των Caro και Jeunet και βέβαια το «eXistenZ» του πατέρα Cronenberg. Να πούμε δυο λόγια και για τις ερμηνείες. Η Andrea Riseborough, που πρωταγωνιστεί, είναι από τις ελάχιστες ηθοποιούς που δεν χωνεύω. Συνεχίζω να μην τη χωνεύω, όσο καλή – αποδεδειγμένα – ηθοποιός κι αν είναι, κι εδώ είναι έως και εξαιρετική στο ρόλο της. Από την άλλη, χάρηκα πάρα πολύ που ξαναείδα την Jennifer Jason Leigh, στον δεύτερο ρόλο της προϊσταμένης της Τάσια. Τυχαίο που πρωταγωνιστούσε στο «eXistenZ»; Δεν νομίζω. Ο Sean Bean παραδόξως δεν πεθαίνει στην ταινία, τρώει όμως χοντρό ζόρι! Και ο συμπρωταγωνιστής της Riseborough, ο Christopher Abbott, που θα μπορούσε να υποδυθεί τον αδελφό του Kit Harington από το «Game of Thrones», έχει μια αδιαμφισβήτητη ποιότητα στο παίξιμό του. Μια ταινία – σοκ!

Bad Tales (Favolacce) 64th BFI London Film Festival 2020

Περνάμε στη γειτονική Ιταλία, που πάντα βρίσκει τρόπο να μας αιφνιδιάζει ως ανεξάντλητη δεξαμενή κινηματογραφικών ταλέντων. Οι αδελφοί D'Innocenzo (ο Νταμιάνο και ο Φάμπιο) μας είχαν εντυπωσιάσει πριν δύο χρόνια όταν στην Berlinale είχαμε δει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους, το «Αδέλφια εξ αίματος» (La terra dell'abbastanza). Και πάλι στο φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά πλέον στο διαγωνιστικό τμήμα (η πρώτη είχε λάβει μέρος στο τμήμα «Πανόραμα») παρουσίασαν τον περασμένο Φεβρουάριο τη δεύτερη ταινία τους, το Bad Tales (Favolacce), η οποία τελικά τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο καλύτερου σεναρίου. Η ταινία έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στις «Νύχτες Πρεμιέρας» πριν λίγο καιρό και ήρθε στο Λονδίνο γεμάτη υποσχέσεις.

Η υπόθεση: Καλοκαίρι σε μια γειτονιά στα προάστια της Ρώμης. Η Βιόλα είναι μια πανέμορφη δεσποινίδα, στα πρόθυρα της εφηβείας. Θα κολλήσει άθελά της ψείρες και οι γονείς της θα την κουρέψουν με την ψιλή. Από εκεί και πέρα θα κυκλοφορεί παντού με μια μαύρη περούκα. Η Βιόλα περνάει πολύ χρόνο στο σπίτι της οικογένειας Πλάσιντο. Είναι φίλη με τη συνομήλική της Αλέσια και τον αδελφό της, τον Ντένις, τα παιδιά της οικογένειας Πλάσιντο. Ένα βράδυ ο πατέρας τους, τους υποχρεώνει δημοσίως να διαβάσουν τους βαθμούς από τους ελέγχους τους. 

Με τη Βιόλα είναι ερωτευμένος ο μονίμως αμίλητος Τζερεμάια, ο οποίος ζει με τον πατέρα του (η μητέρα είναι εξαφανισμένη) σε ένα φτωχόσπιτο στη μέση του πουθενά. Τρέφεται με τα αποφάγια που φέρνει ο πατέρας του από το εστιατόριο όπου δουλεύει. Κανένα από τα παιδιά δεν λαμβάνει την πρέπουσα γονική φροντίδα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένας σαλεμένος καθηγητής θα τα επηρεάσει προκειμένου να λάβουν τραγικές αποφάσεις...

Η άποψή μας: Σαν το «Αυτόχειρες παρθένοι» αλά ιταλικά, χωρίς την εξαιρετική μουσική που είχαν γράψει οι Air για την ταινία της Coppola, ε; Χμ, και με λίγο μικρότερες ηλικίες στο επίκεντρο. Αλλά για να τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αν θέλαμε να μεταφράσουμε τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας στα ελληνικά, θα λέγαμε πως σημαίνει «Παραμύθι με κακό τέλος». Αλλά παραμύθι. Μας το λέει και ο αφηγητής της ταινίας: αυτό που θα παρακολουθήσουμε είναι μια ιστορία βασισμένη σε πραγματική ιστορία, που βασίστηκε σε ένα ψέμα. Σαν μπερδεμένα να μας τα λέει ο αφηγητής. Ο οποίος ποτέ δεν προσδιορίζεται. Ποιος είναι; Κάποιος από τους πρωταγωνιστές; Με την καμία. Ένας απλός παρατηρητής; Ίσως αλλά μάλλον όχι. 

Κάποτε τα λεγόμενά του έρχονται σε συνάφεια με τα τεκταινόμενα, τις πιο πολλές φορές πάλι, όχι. Είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής και πραγματικά δεν νομίζω να προσθέτει κάτι στην ταινία. Anyway, επιλογές είναι αυτές άλλοτε αισθητικές άλλοτε ουσιαστικές άλλοτε πετυχημένες άλλοτε όχι. Αυτό που μας αφορά είναι το κλίμα, ο τόνος της ταινίας. Αυτή είναι μια απαισιόδοξη ταινία – παραείναι απαισιόδοξη για να είναι... αληθινή. Ναι, εντάξει, οι γονείς, γενικώς οι ενήλικες, ακόμα κι αυτοί που ΘΑ γίνουν γονείς, παρουσιάζονται ως εγωκεντρικά και αντιπαθητικά άτομα. 

Ο ένας κοουτάρει Τζομπς και μετά, σε παιδικό πάρτι, περιγράφει, μαζί με τα... φιλαράκια του, τους χίλιους και έναν τρόπους με τους οποίους θα ξέσκιζε (σεξουαλικώς) μια καλεσμένη! Ο άλλος αυνανίζεται στην εξοχή, δημοσίως πάντως, εκστομίζοντας βρισιές με μπόλικη δόση βαρβατίλας. Ο τρίτος ζηλεύει. Η άλλη, μετέφηβη και έγκυος, σχεδόν παροτρύνει έναν πιτσιρίκο να την πηδήξει για λίγα φράγκα. Η ίδια, σε μια σκηνή ανθολογίας για όλους τους λάθος λόγους, θα μαλακώσει το γεμιστό μπισκότο που της δίνει ο ίδιος πιτσιρίκος, με λίγο γάλα από το στήθος της!!! Τέτοια. 

Τα παιδιά παρατηρούν. Βλέπουν στο κινητό το ιστορικό του πατέρα ενός από αυτά με τις επισκέψεις του σε πορνοσελίδες. Δεν βγάζουν μιλιά όταν ο γονέας τους ετοιμάζει τον σκύλο τους για ευθανασία. Δεν ξέρουν πώς να κρύψουν την ντροπή τους όταν ο πατέρας τους, τους λέει πού είναι τα προφυλακτικά σε περίπτωση που θέλουν να πηδήξουν μια συνομήλικη συμμαθήτρια! Μιλάμε για παιδιά 12, 13 ετών! Εδώ, ένα κοριτσάκι από αυτά, λέει στο φίλο της πως μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι πρέπει οπωσδήποτε να πηδηχτούν και όταν το αποφασίζουν, προφανώς και δεν ξέρουν πώς παίζεται! Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα εκνευρισμού, ανησυχίας, υπαρξιακής ακύρωσης, «ποιος είμαι και τι κάνω», «τρώγομαι με τα ρούχα μου» εις την νιοστή. 

Και τα παιδιά; Καθόλου αθώα, καθόλου αφελή, καθόλου ξέγνοιαστα. Στα δώδεκά τους χρόνια και να θέλουν να τελειώσουν με όλα αυτά. Εδώ είναι που χάνουν το παιχνίδι οι δύο σκηνοθέτες. Η μιζέρια και η σκοτεινή ματιά τους στον κόσμο, παρά το γεγονός ότι αισθητικά σε τραβάει να δεις την ταινία – όπως όταν περνάς με το αυτοκίνητο δίπλα από ένα τροχαίο – αλλά από ένα σημείο και μετά, κουράζει. Κι αφού γίνεται η πρώτη τρομακτική «αποκάλυψη» για το τι κάνουν τα παραμελημένη παιδιά τους όταν οι γονείς τρώγονται με τις σάρκες τους, αυτό που ακολουθεί δεν χωνεύεται. Είναι απίστευτο. Είναι τραβηγμένο. Γίνεται για να προκαλέσει σοκ στους θεατές. Η «αποκάλυψη» του ρόλου του περιθωριακού καθηγητή σε όλα αυτά προσπαθεί να μας πείσει, αλλά δεν. 

Πάντως, το σοκαριστικό (αν και μη πιστευτό, το ξαναλέω – τόσο πολύ υπαρξιακό angst, μαζικά, σε 12χρονα, δεν ταιριάζει) φινάλε δίνει στον Elio Germano, το πιο γνωστό όνομα του καστ, την ευκαιρία να συγκλονίσει με την αντίδρασή του: ακόμα και στον χαμό δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και λυγίζει από το βάρος της μεγάλης του ανεπάρκειας. Δεν είναι κακή ταινία. Παραείναι όμως πεσιμιστική, αδικαιολόγητα, είναι λίγο παραπάνω υπέρ του στιλ έναντι της ουσίας και θα μπορούσε να έχει καλύτερη στόχευση.

New Order (Nuevo orden) 64th BFI London Film Festival 2020

Ο Μεξικάνος Michel Franco είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση σκηνοθέτη. Στα 41 του χρόνια έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις γύρω από το όνομά του – κι όχι αδίκως. Συζητήσεις που άλλοτε είναι για καλό, όπως πχ για την περίπτωση της ταινίας «Μετά τη Λουτσία» η οποία το 2012 του χάρισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στο φεστιβάλ των Καννών, κι άλλοτε για... όχι και τόσο καλό, όπως πχ για την περίπτωση της ταινίας «Chronic», με την οποία συμμετείχε για πρώτη φορά στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, αλλά παρά το γεγονός ότι τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου (!!!) μάλλον είναι μια ταινία που και ο ίδιος θέλει να ξεχάσει! Το 2017 πήγε για τρίτη φορά στις Κάννες με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του «Η κόρη της Απρίλ» που συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» και τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής! Η έκτη του μεγάλου μήκους ταινία είναι η πιο προκλητική από όλες. Τίτλος της: New Order (Nuevo orden). Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου τιμήθηκε με Αργυρό Λέοντα – το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Κι αφού πέρασε από τα φεστιβάλ του Τορόντο, του Σαν Σεμπαστιάν, της Ζυρίχης και της Μόσχας, έφτασε και στο φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η υπόθεση: Ο γάμος της Μάριαν στην έπαυλη των γονέων της σε μια από τις πιο ακριβές περιοχές της Πόλης του Μεξικού μαζεύει εκεί όλη την καλή κοινωνία της χώρας. Από επιχειρηματίες μέχρι υπουργοί παρευρίσκονται στην έπαυλη για να παρακολουθήσουν από κοντά το ευτυχές γεγονός. Μόνο που μια σειρά από αναποδιές καθυστερούν τη γαμήλια τελετή. Η κυβερνητική αξιωματούχος που θα τελέσει τον γάμο είναι άφαντη και υψηλοί καλεσμένοι αργούν λόγω αναταραχών στην πόλη. Ένας παλιός υπάλληλος της οικογένειας της Μάριαν, πηγαίνει απρόσκλητος στο πάρτι ζητώντας οικονομική βοήθεια για τη γυναίκα του, που πρέπει να κάνει άμεσα μια κοστοβόρα εγχείρηση αντικατάστασης καρδιακής βαλβίδας. Η Μάριαν προσπαθεί να τον βοηθήσει. Εν τω μεταξύ, η αναταραχή στους δρόμους της πόλης φτάνει μέχρι την έπαυλη. Η εξέλιξη αυτής της εξέγερσης θα είναι βίαιη και η Μάριαν θα βρεθεί στο κέντρο της, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει...

Η άποψή μας: «Στη Νέα Τάξη πραγμάτων μην ξεχνάτε ότι τα πράγματα είμαστε εμείς». Το είχε πει ο τεράστιος Τζίμης Πανούσης. Στη «Νέα Τάξη» του Michel Franco τα πράγματα είναι... ζόρικα. Ο Μεξικάνος, καλύτερος μαθητής του Haneke παγκοσμίως, φτιάχνει μια ταινία με καταφανή στόχο να σοκάρει. Να σοκάρει με την ωμότητα, να σοκάρει με τη βία, να σοκάρει με την ψύχρα, να σοκάρει με τον νιχιλισμό του. Και τα καταφέρνει περίφημα. Σοκαριζόμαστε όταν αντικρίζουμε τη βία. Από ένστικτο. Κι ας λένε – και το έγραφαν παλιότερα και σε τοίχους – κάποιοι: «καμιά πράξη βίας δεν είναι αδικαιολόγητη σε έναν κόσμο τελείως αδικαιολόγητο». Μπάζει αυτή η θεωρία, μπάζει πολύ. Βέβαια, και το «καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται» είναι κωμικό, έτσι; 

Τίποτε κωμικό πάντως δεν υπάρχει στην ταινία του Franco. Μόνο βία, λεηλασία, κόκκινο αίμα και πράσινη μπογιά. Γιατί πράσινη; Εντάξει, εδώ ο συμβολισμός του Franco γίνεται πολύ εύκολα και κατανοητός και αναγνωρίσιμος: η σημαία του Μεξικού (που μας τη δείχνει σε δύο, τρεις, συγκεκριμένες σκηνές, να κυματίζει, σε αργή κίνηση, τεράστια) απαρτίζεται από τρία χρώματα, που δεν είναι άλλα από το λευκό, το κόκκινο και το πράσινο. Νομίζω όμως πως η σκοπιά του και η ματιά του και η ταινία του εντέλει απευθύνεται σε όλον τον κόσμο. Ο καπιταλισμός παγκοσμίως δεν τσουλάει. Αναταραχές παντού, φτώχεια παντού, βία παντού. 

Το timing της ταινίας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Τι παρουσιάζει ο Franco; Τον χειρότερο εφιάλτη των καπιταλιστών! Μια εξέγερση άναρχη (όχι αναρχική), στην οποία το προλεταριάτο θα πάρει πίσω με τη βία, όσα με βία του άρπαξαν οι κεφαλαιοκράτες στα τελευταία μερικές εκατοντάδες χρόνια. Στο σημείο αυτό ο Franco θολώνει τα νερά, κακώς αν με ρωτάτε. Γιατί υπάρχει γραμμένο μεν στους τοίχους το «Ricos putas» (που δηλώνει την απαρχή όλων των κακών σύμφωνα με τον σκηνοθέτη) αλλά οι εξεγερμένοι εντέλει στην πλειοψηφία τους περιγράφονται ως αναίσθητοι πλιατσικολόγοι. 

Αδιευκρίνιστα ή εν πάση περιπτώσει, χωρίς να μας δίνει ο σκηνοθέτης πληροφορίες (επίτηδες) για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, η χώρα (το Μεξικό) εντέλει βρίσκεται κάτω από στρατιωτική χούντα. Και μέσα στην αναμπουμπούλα χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί απαγάγουν πλούσιους για να βγάλουν φράγκα μέσω των λύτρων που ζητάνε. Το πως από την εξέγερση πήγαμε στη χούντα δεν ξεκαθαρίζεται. Οπότε, εδώ ο μηδενισμός. Η ιδεολογική στειρότητα. Ο τοίχος πάνω στον οποίο χτυπάει με φόρα ο σκηνοθέτης. Και μέσα στην αναμπουμπούλα, το Κεφάλαιο ανασυντάσσεται. Κι όχι μόνον αυτό: ξεκαθαρίζει τα πράγματα ακόμα και ανάμεσα στις τάξεις του! Δεν ορρωδεί προ ουδενός. 

Ο Βίκτορ, ο υπουργός (να κάνουμε λίγο πλάκα: με την μουστακάρα του ο ηθοποιός που τον υποδύεται παραπέμπει στο μισό υπουργικό συμβούλιο επί ΠΑ.ΣΟ.Κ.), που χρηματίζεται από επιχειρηματίες, την κατάλληλη στιγμή, τους γαμεί τα μπρέκια, χωρίς μάλιστα να τον πάρουν χαμπάρι!!! Ο καλύτερος καπιταλιστής έχει σκοτώσει τη μάνα του, δεν λένε; Ε, μπορεί να βάλει να σκοτώσουν την κόρη ενός από τους βασικότερους χρηματοδότες του σε μια «στημένη» δολοφονία. Δεν υπάρχει μισό θετικό συναίσθημα στην ταινία. Η Μάριαν είναι η μόνη που συγκινείται, που κινητοποιείται, που αντιδρά αλλά μην περιμένετε ότι ο Franco θα την... ανταμείψει για την στοιχειώδη ανθρωπιά που επιδεικνύει. Και η οικιακή βοηθός της οικογένειας και ο γιος της, που δουλεύει επίσης για την οικογένεια της Μαριάν, που θα θελήσουν να βοηθήσουν, θα βρουν τον μπελά τους. 

Οπότε, ναι, το να μας σοκάρει το καταφέρνει και με το παραπάνω ο σκηνοθέτης, στην πιο φιλόδοξη ταινία της καριέρας του ως τώρα. Αν όμως αυτός ήταν ο μοναδικός του στόχος τότε μαραμένα τα κρίνα και οι βιόλες...

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020
Περισσότερα... »

Γιοσέπ (Josep) Poster ΠόστερΓιοσέπ
του Aurel. Με τις φωνές των Sergi López, Emmanuel Vottero, Xavier Serrano, Valérie Lemercier, Sílvia Pérez Cruz.


Ένα σκίτσο θα τους θάψει!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Μια μέρα θα γυρίσω να φτύσω στον τάφο του Φράνκο»

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Aurel, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του γεννημένου στις 30 Μαΐου του 1980 Γάλλου σκιτσογράφου Aurélien Froment. Ο Aurel σκιτσάρει για την εφημερίδα Le Monde και για την εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα Le Canard Enchainé, στην οποία χρωστάει πολλά «Το Ποντίκι». Η ταινία έχει τη σφραγίδα του φεστιβάλ των Καννών, μιας που ήταν ανάμεσα στις επιλογές του επίσημου προγράμματος ενός φεστιβάλ που τελικά δεν διεξήχθη λόγω κορωναϊού. Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε την ίδια ημέρα, στις 27 Σεπτεμβρίου, ταυτόχρονα στο φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» και στο φεστιβάλ της Ζυρίχης, στην Ελβετία. Η πρώτη χώρα στην οποία «άνοιξε» εμπορικά η ταινία είναι η Γαλλία, όπου από τις 30 Σεπτεμβρίου οπότε και βγήκε στις αίθουσες, έκοψε ως τώρα πάνω από 100 χιλιάδες εισιτήρια – εν μέσω πανδημίας! Στις «Νύχτες Πρεμιέρας» η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα και τελικά κέρδισε τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και κοινού.

Γιοσέπ (Josep) Poster Πόστερ Wallpaper
Θεωρώ πως καλό είναι να αναφέρουμε εδώ το ποιος ήταν ο Γιοσέπ Μπαρτολί, ο ήρωας τούτης της ταινίας κινουμένων σχεδίων. Αντιγράφουμε από το δελτίο τύπου της εγχώριας εταιρίας διανομής της ταινίας: Ο Γιοσέπ γεννήθηκε το 1910, πέθανε το 1995 σε ηλικία 85 ετών και αποτέλεσε καλλιτέχνη μιας γενιάς καλλιτεχνών που έτυχε να γεννηθούν την ίδια χρονιά με εκείνον, όπως ο Algot Bergström, ο Albert Borer, ο John Deforest Stull, ο Arthur Sharland Boothroyd, και η Clarence E. Bates. Μεγαλωμένος σε μια οικογένεια με παράδοση στη μουσική και επηρεασμένος από τη δεκαετία του 1920 και περισσότερο από την πρώιμη εποχή του ’30 όπου πολλοί καλλιτέχνες ανθίζουν, ο Γιοσέπ θα δουλέψει από πολύ νωρίς ως σκιτσογράφος στον Τύπο και θα γίνει από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της Βαρκελώνης. Τον Φεβρουάριο του 1939, κοντά στο τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου, θα περάσει τα γαλλικά σύνορα και μέσα σε δυο χρόνια θα αλλάξει επτά στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τελευταίο αυτό του Μπραμ, απ’ όπου και θα δραπετεύσει. Ωστόσο, θα συλληφθεί από την Γκεστάπο και θα σταλεί στο στρατόπεδο του Νταχάου, απ’ όπου θα καταφέρει να ξεφύγει και να φτάσει, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι, στο Μεξικό. Αυτή την ταραγμένη περίοδο, ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που ταρακουνούν συθέμελα τον κόσμο, ο μαρξισμός θα φωλιάσει σαν ιδεολογία στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όπως και ο σουρεαλισμός σαν φιλοσοφία. Παράλληλα, το κίνημα του Bauhaus θα εμπνεύσει νέους καλλιτέχνες και οι πολιτικές συνθήκες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία θα το βοηθήσουν να εδραιωθεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έμπνευση του Γιοσέπ θα βρει χώρο και χρόνο να ορθωθεί και να στερεωθεί.

Η υπόθεση: Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος διήρκεσε από τις 17 Ιουλίου 1936 μέχρι την 1 Απριλίου 1939. Από τη μια μεριά ήταν οι φασίστες του Φράνκο, οι Ισπανοί Εθνικιστές και από την άλλη οι Δημοκρατικοί – αριστεροί, σοσιαλιστές, κομουνιστές και αναρχικοί. Λίγους μήνες πριν λήξει οριστικά ο Εμφύλιος, τον Φεβρουάριο του 1939, οι Εθνικιστές καταλαμβάνουν τη Βαρκελώνη. Μισό εκατομμύριο Δημοκρατικοί καταφεύγουν στη γειτονική Γαλλία. Ανάμεσά τους και ο Καταλανός Γιοσέπ. Μόνο που οι Γάλλοι δεν τους υποδέχονται με ανοιχτές τις αγκάλες. 

Αντ' αυτού τους στοιβάζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έχοντας να αντιμετωπίσει την κακομεταχείριση από τους Γάλλους αστυνομικούς, την κακουχία και την πείνα, ο Γιοσέπ προσπαθεί να επιβιώσει κουβαλώντας και την πίκρα ότι έχει αφήσει πίσω την έγκυο αρραβωνιαστικιά του. Συμπαραστάτης του, ένας Γάλλος χωροφύλακας, που τον βοηθάει όπως και όσο μπορεί. Ο Γιοσέπ θα καταφέρει να ξεφύγει, να βρει καταφύγιο στο Μεξικό, να γνωρίσει τη Φρίντα Κάλο και να ζήσει μια πλούσια και γεμάτη ζωή, την ιστορία της οποίας θα αφηγηθεί στον έφηβο εγγονό του όντας υπερήλικος, από το κρεβάτι του.

Η άποψή μας: Οι συγκρίσεις ήταν, είναι και θα είναι αδυσώπητες. Βλέπεις φωτογραφίες του Μπελογιάννη και των συντρόφων του από τη «δίκη» που τους οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα και γελάνε. Λεβεντιά, αγέρωχη στάση, αξιοπρέπεια. Βλέπεις – και ακούς – τις αντιδράσεις των σιχαμάτων της Χρυσής Αυγής μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου, που τους στέλνει στη μπουζού, και το μόνο που αισθάνεσαι, είναι αηδία ενώ γενικώς προκαλούν θυμηδία. Κωλώνουν οι σκληροί που περνούσαν τις γριές απέναντι στο δρόμο και ψελλίζουν δικαιολογίες, οι οποίες είναι κάτι παραπάνω από γελοίες, όταν δεν μυξοκλαίνε βεβαίως βεβαίως. 

Ο Γιοσέπ και οι σύντροφοί του πολέμησαν για έναν καλύτερο κόσμο, για μια πιο δίκαιη κοινωνία, για ένα ιδανικό. Και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ηττημένος, φυλακισμένος, πεινασμένος, με το κρύο να του περονιάζει τα σωθικά, με τάφους σκαμμένους με τα χέρια του για να θάψει συντρόφους του που δεν τα κατάφεραν, είναι εκεί και δεν το βάζει κάτω. Σε τέτοιες περιπτώσεις κάθε βοήθεια γίνεται δεκτή ως μάννα εξ ουρανού. Ο τρυφερός χωροφύλακας είναι φανταστικό πρόσωπο, δημιούργημα του σεναριογράφου της ταινίας, για να της δώσει μια ακόμη δραματουργική διάσταση. Ευτυχώς, μέσα στο ρημαδοσκόταδο υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις. Κεριά, που ανάβουν και φωτίζουν. Ο Γιοσέπ θα κρατήσει τη φλόγα αναμμένη. 

Ο Aurel παρουσιάζει την υπέροχη ιστορία του με μια ενήλικη ταινία κινουμένων σχεδίων, κάτι που πρώτον είναι πιο κοντά στην τέχνη που αγαπάει, την 9η και γεφυρώνει ομαλά την απόσταση από την 7η τέχνη και δεύτερον, του δίνει μεγαλύτερη καλλιτεχνική και εκφραστική ελευθερία. Με αφηγηματικό ιστό την εξιστόρηση της ιστορίας του Γιοσέπ από τον ίδιο, υπερήλικα, στον μη γνωρίζοντα τίποτε σχετικά εγγονό του, ο Aurel κινείται σε δύο timezone και νοστιμίζει με τα μπρος πίσω την όλη διαδικασία. Η προσωπική ιστορία αποκαλύπτει την Μεγάλη Ιστορία και ο νεαρός αδαής εγγονός ρουφάει τα λόγια του παππού του, που πέρα από συναρπαστικά λειτουργούν και αφυπνιστικά. Το ίδιο ρουφάνε και οι θεατές της ταινίας τον larger than life μύθο ενός σπουδαίου ανθρώπου, ενός εκπληκτικού καλλιτέχνη. 

Με σαφώς πιο «άτονα» χρώματα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και πολύ πιο έντονα στα χρόνια της ελευθερίας (εκείνη τη Φρίντα Κάλο την έχει σχεδιάσει ο Aurel ως ένα ερωτικότατο, φανταχτερό και γεμάτο χρώματα ουρί του παραδείσου) το μοντέρνο αυτό animation πετυχαίνει η φόρμα του να εξυπηρετεί την ουσία. Μια μικρή το δέμας αλλά τεράστια σε σημασία και δυναμική κινηματογραφική έκπληξη, που αξίζει να ανακαλύψετε.

Γιοσέπ (Josep) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Οκτωβρίου 2020 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) PosterΈκρηξη Θυμού
του Derrick Borte. Με τους Russell Crowe, Caren Pistorius, Gabriel Bateman, Jimmi Simpson, Austin P. McKenzie.

Όλα είναι δρόμος...
του zerVo (@moviesltd)

Είναι επιβεβαιωμένο, καμία μεγαλύτερη εκτόνωση από την οικιακή καταπίεση δεν υπάρχει, από το πιάνω το βολάν και βγαίνω στον δρόμο. Όλοι οι οδηγάρες γίνονται άλλοι άνθρωποι με το που βάλουν στην μίζα το κλειδί - οι κορυφαίοι, οι δίκαιοι, οι νόμιμοι, οι σωστοί, οι γρήγοροι, οι τυπικοί, οι Σουμάχερ... Σίγουρα όχι οι γλυκομίλητοι, αφού κάθε χτύπος του κλάξον, συνοδεύεται από το ευγενικότατο "άιντε κουνήσου ρε παλιομαλάκα", κουβέντα σε όχι και λίγες περιπτώσεις ορίζει την απαρχή της διένεξης στην άσφαλτο. Στιγμή που ουδείς μνημονεύει τον βασικότερο κανόνα του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, πριν αποσπάσει με την σφραγίδα του Νόμου την άδεια να κυκλοφορεί: τα μάτια σου δεκατέσσερα! Ποτέ δεν ξέρεις, ποιος είναι εκείνος που οδηγά το αυτοκίνητο σιμά σου. Unhinged!

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) Quad Poster
Ζορισμένη από την έλλειψη χρόνου, την καταπιεστική της εργασία, την δυσμενή οικονομική της κατάσταση, την έλλειψη συντρόφου, αλλά και την ευθύνη του να μεγαλώνει μόνη της ένα αγόρι στην εφηβεία, το κάθε πρωινό της μονίμως αναστατωμένης Ρέιτσελ, δεν μοιάζει και η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ημέρας. Αργοπορημένη ως συνήθως, στο διάβα για την δουλειά της, πρέπει να αφήσει και τον μοναχογιό της στο σχολείο, έχοντας να διανύσει μια διαδρομή πολλών χιλιομέτρων μποτιλιαρίσματος. Κι αν ο μπροστινός δεν ξεκινά, ως οφείλει, στο πράσινο φανάρι, μπορεί και να ξεσπάσει επάνω του, στιγμιαία, την οργή της.

Για πολύ κακή της τύχη, εκείνος δεν είναι κάποιος τυχαίος, αλλά ένας μεσήλικας, ονόματι, Τομ Κούπερ, παντελώς άγνωστος μέχρι εκείνο το μοιραίο δευτερόλεπτο, αλλά ικανός να αλλάξει ολάκερη την πορεία ζωής της. Αφού κι αυτός από την μεριά του, έχοντας οδηγηθεί στα προσωπικά όρια της ψυχικής αντοχής του, μόλις έχει δολοφονήσει εν ψυχρώ την πρώην σύζυγό και τον εραστή της. Συνεπώς η κόρνα και ο κακός λόγος της αργοπορημένης σοφερίνας, δεν είναι παρά μόνον η λαβή για να εκτονώσει τον θυμό του, για μια ακόμη φορά, ο παρανοϊκός εγκληματίας.

Τι μπορεί να σε βρει, αν μια βολά ανάψει ο Γρηγόρης και δείξεις κομματάκι παραπάνω ευέξαπτος με την αργοπορία του παραπλήσιου οδηγού ε? Η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι το έχουν διανοηθεί το ντόμινο που μπορεί να επακολουθήσει αυτής της - όχι λογικής, ούτε και φυσιολογικής - συνήθειας, άρα δεν είναι και προετοιμασμένη για την ανάλογη ή και πολλαπλάσια αντίδραση του άλλου. Στην περίπτωση μας εδώ, σε ένα συμπυκνωμένο χρονικά θρίλερ, η αλήθεια είναι, πως μας παρουσιάζεται η πιο ακραία των συνθηκών, εφόσον η κακότροπη κοπελιά τράβηξε κυριολεκτικά λαχνό, σημαδεύοντας με την χειρονομία της, τον ορισμό του σχιζοφρενή.

Πάντως δεν θα συμφωνήσω με το προωθητικό μοτό του φιλμ, αφού καλώς ή κακώς (μάλλον καλώς) ένας τέτοιος δολοφόνος, ε, δεν γίνεται να τύχει στον καθένα. Προφανώς και μοιάζει με τζακ ποτ η αντάμωση με τον ψυχοπαθή, που επί ενός ολόκληρου εικοσιτετραώρου, ελλείψει σοβαρής αστυνομικής (με την έννοια της αληθινής προστασίας του πολίτη) παρουσίας, ο Κούπερ αλωνίζει και απειλεί μια ανήμπορη γυναίκα, προκειμένου να την διδάξει το μάθημα που της πρέπει. Τι δηλαδή, να είναι πιο συνεσταλμένη και ευγενική πίσω από το τιμόνι. Διδαχή, που ασύμμετρα και αντιφατικά, πραγματοποιεί κάποιος που έχει ήδη βάψει τα χέρια του με αίμα, μη ανεχόμενος το οποιουδήποτε επιπέδου δεινό του προκάλεσε ο χωρισμός. Δεν μπορώ να το αποδεχτώ ως σοβαρό αυτό το ενδεχόμενο. 

Ούτε να βάλω πλάι πλάι, ως ίσο απέναντι σε ίση, έναν δίμετρο, ανισόρροπο χοντρομπαλά, όπως έχει εξελιχθεί στην μόστρα του ο Russell Crowe, με προφανή αδυναμία στην έκφραση, ελέω ακραίου πάχους, με ένα γυναικάκι ισχνό και αδύναμο, σαν την Pistorius των λιγοστών υποκριτικών δυνατοτήτων. Παρόλα αυτά και με όλες τις υπερβολές να χτυπούν κόκκινο, ενόσω εξελίσσεται το ράλι του paranoid να τσακίσει την νοικοκυρούλα και τους συν αυτής, το τέμπο της αφήγησης δεν είναι άσχημο, οι εντάσεις κορυφώνονται με μελετημένη δομή, ενώ και οι εκτελέσεις των αθώων θυμάτων, ειδικά στο ρεστοράν, πηγάζουν ρεαλισμό.

Σε καμία περίπτωση όμως το Unhinged δεν θα μείνει αξέχαστο σε όποιον το παρακολουθήσει, ακόμη κι αν οι πράξεις εχθρότητας είναι τόσο ωμές και κτηνώδεις, σε βαθμό που να εντυπώνονται στην μνήμη. Το παζλ της κοινωνικής μελέτης, με απαρχή το ίντρο του σοσιολογικού χάους, δεν ολοκληρώνεται απόλυτα, καθώς στην πορεία κάπου το πράγμα προσωποποιείται και αποφεύγεται η γενίκευση. Κάτι που δεν συνέβη δηλαδή στο κινηματογραφικό παρελθόν, ούτε στο συγκλονιστικό Duel ντεμπούτο του Spielberg, ούτε στο ειδικότερης διαφυλετικής ανάλυσης Changing Lanes, ούτε στο Falling Down του Schumacher, με την ερμηνεία υπόδειγμα του Douglas. 

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

64th BFI London Film Festival 2020 Poster
64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.3 - Μια ενδεκάδα που χτυπάει τίτλους

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Άτιμε κορωναϊέ! Το Τσέστερφιλντ έμεινε – προσωρινά; - χωρίς σινεμά, η Ουαλία απαγόρευσε την είσοδο στην επικράτειά της ανθρώπων από μέρη της Αγγλίας βεβαρημένα με πολλά κρούσματα, το σύστημα με τις τρεις βαθμίδες (tier) επικινδυνότητας δεν μπορεί να το εξηγήσει και να το καταλάβει κανείς (κάτι σαν το Nations League ένα πράμα), στο Μπέρμιγχαμ έδωσαν χρησιμοποιημένα kit κορωναϊού για κατ' οίκον τεστ (ευτυχώς, το πήραν γρήγορα χαμπάρι και δεν επαναχρησιμοποιήθηκαν), η Στάρτζεον της Σκοτίας λέει στους συμπατριώτες της «ρε σεις, μην πάτε στο Μπλάκπουλ, αμαρτία, κολλάτε τον ιό και μετά τον φέρνετε στην αγαπημένη μας Σκοτία», τα σχολεία στη Βόρεια Ιρλανδία θα κλείσουν και γενικώς, πολύ καλά περνάμε σύντροφοι! Ευτυχώς να λέμε που υπάρχουν κι αυτές οι διαδικτυακές προβολές του φεστιβάλ Λονδίνου και ξεχνάμε για λίγο τα προβλήματά μας. Και πέφτουμε και σε μερικές ταινιάρες, να τα λέμε κι αυτά. Σήμερα το μενού έχει 11 ταινίες προς παρουσίαση. Έτοιμοι; Φύγαμε!

The Salt in Our Waters (Nonajoler Kabbo) 64th BFI London Film Festival 2020

Η ανθρώπινη κατάσταση 

Το The Salt in Our Waters (Nonajoler Kabbo) του Rezwan Shahriar Sumit είναι μια ταινία από το Μπαγκλαντές. Δεν νομίζω να έχω ξαναδεί ταινία από τη χώρα που είναι η όγδοη πιο πολυπληθής στον κόσμο και είναι περισσότερο γνωστή για τα πάμφθηνα εργατικά χέρια, που κατασκευάζουν ως επί τω πλείστον τα ρούχα που φοράμε και τα παπούτσια μας εδώ, στην... πολιτισμένη Δύση. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, στην οποία υπογράφει και το σενάριό της, ταινία η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Λονδίνο (ιδιαίτερα τιμητικό αυτό). Ένας 30άρης καλλιτέχνης, με έφεση στην γλυπτική και το σχέδιο, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα προκειμένου να πάει σε μια περιοχή της χώρας, όπου δούλεψε παλιότερα ο πατέρας του. Πιστεύει πως εκεί θα βρει έμπνευση και θα μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως στο έργο του. Θα βρει μια κοινότητα πολύ φτωχών ψαράδων, στην οποία λύνει και δένει ο τοπικός θρησκευτικός ηγέτης (στο Μπαγκλαντές το 90% των ανθρώπων είναι μουσουλμάνοι). Η μικροκοινωνία είναι συντηρητικότατη και ο ηγέτης του χωριού βγάζει λεφτά εις βάρος των συγχωριανών του, φέρνοντας πάντα τον Αλλάχ σε πρώτο πλάνο. Ο γλύπτης πάντως θα βρει και μια όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία θα λειτουργήσει ως μούσα του, στα κρυφά. Όταν στα δίχτυα των ψαράδων πάψουν να πιάνονται ψάρια και το χωριό βρεθεί στα χείλη του λοιμού, ο ιερέας θα τους στρέψει εναντίον του άπιστου καλλιτέχνη, ο οποίος φτιάχνει «είδωλα» - κι επομένως, ο Αλλάχ τους εκδικείται. Είχε μερικές πολύ δυνατές εικόνες οι ταινίες – με την εναρκτήρια και την τελική σκηνή να κερδίζουν τις εντυπώσεις. Στο στόχαστρο, ο θρησκευτικός φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Η τέχνη είναι η απάντηση. Ευτυχώς, δεν ξεπέφτει στον διδακτισμό ο σκηνοθέτης. Η κοπέλα είναι όντως πανέμορφη, τα πολύχρωμα ρούχα των γυναικών κάνουν κοντράστ με τον σκοταδισμό και βλέπεις πως παντού ισχύει το «όπου φτωχός κι η μοίρα του». 

Η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο και στην ταινία Farewell Amor της Ekwa Msangi από την Τανζανία! Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με σκηνοθετικό ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία κι εδώ το σενάριο υπογράφεται από τη σκηνοθέτιδα. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, ενώ προβλήθηκε πρόσφατα και στην Αθήνα, στο πλαίσιο των «Νυχτών Πρεμιέρας». Ο Βάλτερ, εμιγκρές από την Αγκόλα, υποδέχεται στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης τη γυναίκα του, Έστερ, και την κόρη του, Σίλβια. Συναντιούνται όλοι μαζί ξανά μετά από 17 ολόκληρα χρόνια! Από τη μια ο εμφύλιος στη χώρα τους και από την άλλη προβλήματα σε ότι αφορά τη βίζα, τους κράτησαν χώρια. Ο Βάλτερ, ταξιτζής το επάγγελμα, συζούσε κάποια από αυτά τα χρόνια με άλλη γυναίκα, όμως θέλει να τιμήσει το στεφάνι του. Η Έστερ βρήκε αποκούμπι στον καθολικισμό – φανατικά. Και η Σίλβια αν μη τι άλλο, ξέρει να χορεύει. Θα δούμε το χρονικό της επανασύνδεσής τους από τη σκοπιά του καθενός από τους τρεις τους. Το σενάριο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, απλά στην περίπτωση του θείου της σκηνοθέτιδας, εκείνος δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρεθεί με τη γυναίκα του και το παιδί του! Η Msangi αγαπάει τους ήρωές τους, προσπαθεί να βρει ελαφρυντικά ακόμα και στην περίπτωση της Έστερ, που έχει φάει τόσο μεγάλη πετριά, ώστε στέλνει χρήματα (που δεν διαθέτει!) για την εκκλησία στην Τανζανία, όπου είχε βρει καταφύγιο μαζί με την κόρη της. Βασανισμένοι, φτωχοί άνθρωποι. Τουλάχιστον, πατέρας και κόρη έχουν τον χορό. Αυτήν τη διεθνή γλώσσα, για να εκφραστούν. Ταλεντάρα η κόρη. Όμορφο, χαμηλότονο, γλυκό φιλμ. 

Το Wildfire της Βορειοϊρλανδής Cathy Brady είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία. Στο Τορόντο έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της και εμμέσως η θρησκεία βρίσκεται πίσω από τα συμβάντα. Μην ξεχνάμε πως η Βόρεια Ιρλανδία είναι χωρισμένη από την υπόλοιπη Ιρλανδία επειδή στο βορρά ζει προτεσταντικός πληθυσμός ενώ στο νησί εκτός βορρά οι πιστοί είναι καθολικοί. Η Κέλι είναι μια νεαρή κοπέλα, που μετά από ένα διάστημα οικειοθελούς εξαφάνισης, κατά την οποία δεν έδωσε σημεία ζωής σε κανέναν, επιστρέφει στη μικρή της πόλη, στη Βόρεια Ιρλανδία, κοντά στα σύνορα. Επανενώνεται με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Λόρεν και αυτή η επανασύνδεση βγάζει στη φόρα πολλά τραύματα από το παρελθόν. Το ένα είναι ο θάνατος της μητέρας τους, η οποία αυτοκτόνησε. Το άλλο είναι η αιτία για την οποία αυτοκτόνησε η μητέρα τους, αιτία που έχει να κάνει με τον IRA και τις βομβιστικές του επιθέσεις. Νιώθοντας ολοένα και πιο εχθρικό τον περίγυρό τους, πώς θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν οι δύο γυναίκες; Δυνατό δράμα είναι αυτό, που κουβαλάει και το λυπητερό γεγονός πως η κοπέλα που υποδύεται την Κέλι, η ηθοποιός Nika McGuigan, πέθανε πέρυσι στα 33 της χρόνια μετά από πολύχρονη μάχη με την λευχαιμία. Η δύσκολη κατάσταση στο νησί αντανακλάται στη δύσκολη σχέση των αδελφών μεταξύ τους και με τον μικρόκοσμο της πόλης τους. Μιας πόλης όπου παντού βλέπεις συνθήματα για μία, ενωμένη Ιρλανδία, ενώ μέσα στην ταινία ακούγονται και προβληματισμοί για τις επιπτώσεις του Brexit και το πόσο δύσκολο θα είναι να υπάρχουν «σκληρά» σύνορα. Πολύ καλές οι ερμηνείες, ενδιαφέρουσα η λύση, αξιόλογο ντεμπούτο. 

Το Honeymood της Ισραηλινής Talya Lavie είναι μία από τις ελάχιστες κωμωδίες που έχουμε δει ως τώρα στο φεστιβάλ. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας κι έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Τραϊμπέκα. Η Έλενορ και ο Νόαμ μόλις έχουν παντρευτεί, το γλέντι του γάμου έχει τελειώσει, είναι εξαντλημένοι κι έτοιμοι για την πρώτη νύχτα του γάμου, σε δωμάτιο πανάκριβου ξενοδοχείου της Ιερουσαλήμ, που πλήρωσε ο πατέρας του Νόαμ. Η Έλενορ βρίσκει το δώρο της πρώην του Νόαμ και «κολλάει». Θέλει να της το επιστρέψουν, εκείνη τη στιγμή, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα! Ο Νόαμ προσπαθεί να αντισταθεί. Και τελικά οι δυο τους ζουν μια εντελώς σουρεαλιστική νύχτα. Στα χαρτιά, ωραίο ακούγεται όλο αυτό, έτσι; Έλα όμως που η ανοχή μου σε τέτοιου είδους συμπεριφορές, όπως αυτή της Έλενορ, είναι πολύ μικρή. Και η ταινία, αντί να με κάνει να γελάσω, με εκνεύρισε. Ακούς εκεί, να με κουβαλάει τώρα η τρελέγκω ξημερώματα στην πρώην μου, για να της επιστρέψω το δώρο της, επειδή της φάνηκε... κάπως! Κόλλημα. Θα με πεις, ταινία είναι, επιτρέπεται. Θα σε πω, μπααααα. Όσο όμορφη κι αν είναι η Έλενορ, όσο ενδιαφέρον είναι να βρίσκεσαι δίπλα σε άνθρωπο έξω από τα συνηθισμένα, με τον οποίο δεν θα βαρεθείς ποτέ, ο παραλογισμός με βγάζει έξω από το safety zone. Δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω στην πραγματική μου ζωή, δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω στο σινεμά. Οπότε, από εμένα όλο αυτό το χαριτωμένο, με την υστερία και την πληθώρα στερεοτύπων, είναι όχι. 

Το Λάγος είναι η πρωτεύουσα της Νιγηρίας. Είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας, η μεγαλύτερη πόλη της Αφρικής και μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου! Ο πληθυσμός της φτάνει τα 24 εκατομμύρια κατοίκους (!!!) στην μητροπολιτική της περιοχή, μαζί με όλα της τα περίχωρα! Στο Λάγος λοιπόν διαδραματίζονται τα γεγονότα της ταινίας This Is My Desire (Eyimofe) των (δίδυμων) αδελφών Arie και Chuko Esiri. Από τη μία βλέπουμε τον ηλεκτρολόγο Μόφε, που θέλει να φύγει και να πάει στην Ισπανία και από την άλλη την κομμώτρια Ρόσα, που θέλει να φύγει και να πάει στην Ιταλία. Μέσα στα 24 εκατομμύρια συμπολιτών τους, θα βρεθούν στιγμιαία σε ένα νοσοκομείο. Και οι δύο θέλουν να ξεφύγουν. Και οι δύο καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που τους ξεπερνάνε. Θα αντεπεξέλθουν; Το ξέρατε ότι γυρίζονται κάθε χρονιά περί τις 1000 ταινίες στη Νιγηρία; Φτηνές παραγωγές για άμεση κατανάλωση από το εγχώριο κοινό. Σπάνια ταινία από τη συγκεκριμένη αφρικανική χώρα προβάλλεται σε φεστιβάλ. Τούτη εδώ έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στην περασμένη Berlinale και αποτελεί ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους για τα δίδυμα. Η ταινία κυλάει παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτή σε ρυθμό και λιγότερο απλωμένη σε ήσσονος σημασίας γεγονότα. Οι δύο κεντρικοί ήρωες βιώνουν τρομερές καταστάσεις. Αλλά η ζωή συνεχίζεται! Μου άρεσε που στην ταινία απομυθοποιείται πλήρως ο θάνατος και αποδραματοποιείται η... άδικη μοίρα και το κακότυχο ριζικό. Και το φινάλε είναι θετικό και αισιόδοξο. Μια χαρά. 

Το χωριό Vitorazsko βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα στην Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία. Το χωριό «άλλαξε» χέρια μέσα στο διάβα της Ιστορίας. Πολλοί από τους κατοίκους του νιώθουν περισσότερο Αυστριακοί, παρά Τσέχοι ή Σλοβάκοι. Γενικώς, ένα πρόβλημα (εθνικής κι όχι μόνον) ταυτότητας, το έχουν. Στην ταινία Shadow Country (Krajina ve stínu) του Τσέχου Bohdan Sláma βλέπουμε τι συμβαίνει στο χωριό και τους κατοίκους του μέσα σε χρονικό διάστημα 15 χρόνων, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με τάση στην κτηνωδία, από ανθρώπους που είναι γείτονες, έτσι; Και μια ραπτομηχανή, εκεί, στο κέντρο, να αλλάζει ιδιοκτήτες και να γίνεται μήλον της έριδας. Με εντυπωσιακή, ασπρόμαυρη φωτογραφία θέτει το πολύ ενδιαφέρον ερώτημα «who are we and where do we belong?». Το θέμα είναι πως, κατά τη γνώμη μου εξισώνει τον φασισμό με τον κομουνισμό, ρίχνοντας νερό στο μύλο των θιασωτών της θεωρίας των δύο άκρων. Αυτά δεν είναι ωραία πράγματα.

The Intruder (El Prófugo) 64th BFI London Film Festival 2020

Argentina ole!

Από τις πιο ενδιαφέρουσες εθνικές κινηματογραφίες τα τελευταία χρόνια είναι εκείνη της Αργεντινής. Δύο ξεχωριστά δείγματα αργεντίνικου κινηματογράφου είδαμε στο LFF. Αρχικά, ας μιλήσουμε για το The Intruder (El Prófugo) της Natalia Meta. Δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα. Παρακολουθούμε την Ινές, μια νεαρή γυναίκα, η οποία δουλεύει δανείζοντας τη φωνή της σε μεταγλωττίσεις ταινιών, ενώ είναι και μέλος χορωδίας. Μετά από ένα τραυματικό γεγονός κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τον σύντροφό της, αρχίζει να μπερδεύει το αληθινό με το φανταστικό και δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε είναι ξύπνια και πότε ονειρεύεται. Μια γηραιότερη συνάδελφός της θα την προειδοποιήσει: αυτό που βιώνει είναι μια... εισβολή. Και είναι στο χέρι της να την αντιμετωπίσει. Θέλει όμως πίστη και κουράγιο. Πολύ ενδιαφέρουσα τούτη η ταινία, που έχει κάτι από το ντεπαλμανικό «Blow Out» και κάτι από το απρόβλητο εμπορικά στην Ελλάδα «Berberian Sound Studio». Έχοντας σε δυνατούς ρόλους τον Nahuel Pérez Biscayart (από το «120 χτύποι το λεπτό») και την αλμοδοβαρική Cecilia Roth, η ταινία συστήνεται ως μεταφυσικό θρίλερ. Σε κάνει να θυμάσαι το (πολύ καλύτερο) «Αόρατος βιαστής» του Sidney J. Furie, παίζει πανέξυπνα με την ηχητική μπάντα και στο τέλος σου κάνει μια θεϊκή γυριστή, κλείνοντας με έναν πολύ αισιόδοξο τρόπο μέσα στη μοιρολατρία του αλλά και σε κόντρα μαζί της. Παράξενο φιλμ, ωραία παράξενο. 

Η δεύτερη ταινία από την Αργεντινή είναι το A Common Crime (Un crimen común) του Francisco Márquez. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Η μεγάλη νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις», που είδαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2016 και ήταν να βγει και εμπορικά στις αίθουσες, αλλά αν θυμάμαι καλά, δεν βγήκε ποτέ – μπορεί όμως και να μην θυμάμαι καλά. Έκανε και αυτή την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου – στο τμήμα «Πανόραμα» αυτή. Η Σεσίλια είναι μια διαζευγμένη γυναίκα, που μεγαλώνει μόνη της τον πιτσιρικά γιο της. Διδάσκει Οικονομία και είναι να πάρει προαγωγή στα κοντά. Μιλάει με γνώση και σεβασμό για την μαρξιστική θεωρία, για τον Αλτουσέρ, για πράγματα σπουδαία και μεγάλα. Είναι μια αστή, που δεν είναι ξεκομμένη από την κοινωνία. Η Νέμπε είναι η οικιακή της βοηθός, που είναι και λίγο κάτι σαν παραμάνα για τον πιτσιρίκο γιο της Σεσίλια. Η Νέμπε είναι μητέρα του Κέβιν, ενός νεαρού ενήλικα, ο οποίος έχει τραβήγματα με την αστυνομία, για πολιτικούς λόγους. Μια νύχτα με καταιγίδα, ο Κέβιν χτυπάει την πόρτα της Σεσίλια. Εκείνη, όμως, δεν του ανοίγει. Όταν ο Κέβιν βρίσκεται την επόμενη ημέρα νεκρός, η Σεσίλια θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απόφασής της, να μην του ανοίξει την πόρτα. Και ναι, είναι σαν η Σεσίλια να είναι το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, του ήρωα από την «Πτώση» του Καμί, ενός μορφωμένου και «σωστού» ανθρώπου, που όταν μια νύχτα ακούει μια γυναίκα να πέφτει στα νερά ενός ποταμού, δεν κάνει τίποτε για να τη σώσει. Και βέβαια, καταρρέει κάτω από το βάρος της μη αντίδρασής του. Ο Márquez έχει την ευτυχία να διαθέτει ως πρωταγωνίστριά του την Elisa Carricajo, που δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία. Μια σπουδαία ταινία, που λογικά θα έχει τρομερή φεστιβαλική καριέρα.

Bloody Nose, Empty Pockets 64th BFI London Film Festival 2020

Και τα ντοκιμαντέρ

Είδαμε και αρκετά ντοκιμαντέρ αναλογικά. Η αλήθεια είναι πως σαν το «The Painter and the Thief» δεν ήταν κανένα. Ας πούμε το Stray της γεννημένης στο Χονγκ Κονγκ, Elizabeth Lo, μας παρουσιάζει τη ζωή κάποιων αδέσποτων σκύλων, που περιφέρονται στους δρόμους της Πόλης. «Οι γάτες της Κωνσταντινούπολης» έφτιαξαν μόδα φαίνεται. Πάντως, σε σχέση με το ανάλογο ελληνικό «Οι άγνωστοι Αθηναίοι», το «Stray» είναι σαφώς πιο καλογυρισμένο και πιο φωτογενές, νομίζω όμως πως η Αντωνίου έκανε πολύ πιο ουσιαστική δουλειά στο ντοκιμαντέρ της. Η Lo προσπαθεί πιεστικά να κάνει παραλληλισμό ανάμεσα στα αδέσποτα σκυλιά και μια σειρά από άστεγα παιδιά από τη Συρία. Πιεστικά, όχι πειστικά. 

Το One Man and His Shoes του Βρετανού Yemi Bamiro, που ζει στο Λονδίνο, είναι ένα ντοκιμαντέρ για τα... Air Jordan! Για τα εμβληματικά sneakers, που έμελλε να αποτελέσουν μέρος της ποπ κουλτούρας. Το ντοκιμαντέρ μας δείχνει την έμπνευση ενός μεσαίου στελέχους της Nike να ποντάρει στον άγνωστο εν πολλοίς και στα πρώτα βήματα της καριέρας του Michael Jordan, που ανέβασε την εταιρία στην κορυφή, καθώς ξεπέρασε το μονοπώλιο της Converse. Βλέπουμε τις μυθικές διαφημίσεις που γύρισε ο Spike Lee για τα παπούτσια. Και βλέπουμε και τις τραγικές συνέπειες της επιτυχίας των παπουτσιών αυτών, η απόκτηση των οποίων έχει οδηγήσει μέχρι και σε δολοφονίες! Βλέπεται με ενδιαφέρον και είναι από τα ντοκιμαντέρ που παίρνουν ένα θέμα και διαφωτίζουν τον θεατή σφαιρικά πάνω σε αυτό. 

Το πιο ενδιαφέρον από τα τρία φιλμ αυτού του τμήματος είναι εκείνο με τίτλο Bloody Nose, Empty Pockets των αδελφών Bill Ross IV και Turner Ross. Βλέπουμε τις 24 τελευταίες ώρες λειτουργίας ενός μικρού, παρακμιακού μπαρ στο Λας Βέγκας ονόματι «The Roaring 20s», με θαμώνες να εξομολογούνται πράγματα όπως «Οι πιο πολύ γίνονται αλκοολικοί και καταστρέφουν τη ζωή τους. Εγώ την κατέστρεψα πριν γίνω αλκοολικός». Τέτοια. Εντωμεταξύ, το μπαρ δεν υπάρχει, τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Ορλεάνη και οι θαμώνες είναι εν πολλοίς ηθοποιοί, οι οποίοι παίζουν τον... εαυτό τους, ενώ το (φτηνό) αλκοόλ ρέει (και πίνεται) άφθονο. Σαν να βλέπουμε στημένο τηλεοπτικό reality ένα πράγμα. Κι όμως, όλο αυτό βγάζει μιαν αυθεντικότητα και μιαν ανθρωπιά που σε συναρπάζει πραγματικά! Και μερικά πράγματα από αυτό που λέγονται, γουάου, σε στέλνουν. Ωραιότατον.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020
Περισσότερα... »

Η Εκλεκτή (Antebellum) PosterΗ Εκλεκτή
των Gerard Bush, Christopher Renz. Με τους Janelle Monáe, Eric Lange, Jena Malone, Jack Huston, Kiersey Clemons, Gabourey Sidibe.

We Shall Overcome... Και λοιπόν?
του zerVo (@moviesltd)

Εντέλει το Get Out! το σχημάτισε το δημιουργικό πατρόν, που πάνω του σχεδιάζονται πανομοιότυπου, θριλερικού ύφους, κινηματογραφικές κραυγές κοινωνικής ανησυχίας. Ευνοεί άλλωστε σε αυτό και η ρότα που έχει πάρει τον καιρό της διακυβέρνησης Trump η Αστερόεσσα, καθώς έχουν ενταθεί τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας και κυρίως η ατιμωρησία τους, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μια τάση εκδικητική, του τύπου we shall overcome και τότε θα δείτε τι έχετε να πάθετε. Ακόμη κι αν όλοι, έστω και χιλιάδες μίλια μακριά από τα συμβάντα, γνωρίζουμε ποια είναι η αλήθεια, η καλλιτεχνική απόδοση της επερχόμενης τιμωρίας δεν δείχνει και ότι το ελκυστικότερο. Τύπου Antebellum δηλαδής...

Η Εκλεκτή (Antebellum) Quad Poster
Οι συνθήκες διαβίωσης στην φυτεία βαμβακιού του αμερικάνικου Νότου, που έχει περάσει στα χέρια του σε άτακτη υποχώρηση, ακόμη κι αν δεν το δείχνει φανερά, στρατού της Συνομοσπονδίας, είναι οι πιο βάναυσες για τους έγχρωμους σκλάβους που εργάζονται νυχθημερόν σε αυτή. Βασικότερη καινοτομία σε σχέση με τις προσταγές των άλλων γαιοκτημόνων, όπως την έχουν θεσπίσει οι ανηλεείς διοικούντες, είναι η γενική απαγόρευση κάθε είδους ομιλίας των μαύρων φουκαράδων, συνεπώς και η οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους. Η παραμικρή καταπάτηση του κανόνα, θα σημάνει την εσχάτη των ποινών για τον παραβάτη.

Σε αυτό το δίχως προηγούμενο σκληρό περιβάλλον, καλείται να δουλέψει, μα το κυριότερο να επιβιώσει, η σκλάβα Ίντεν, που έχει επιλεγεί από τον διαβολικό διοικητή της μονάδας ως η προσωπική του υπηρέτρια και ερωμένη. Και γνωρίζοντας καλά πως οιαδήποτε απόπειρα απόδρασης από το στρατόπεδο, ισούται με αυτοκτονία, η νεαρή γυναίκα, οφείλει όπως οι αμίλητοι σύντροφοι της, να υποστεί τον εξευτελισμό και την ισοπέδωση των πάνοπλων αφεντικών της.

Ήχος κινητού. Αλλαγή τόπου, χρόνου, περιβάλλοντος.

Για την επιτυχημένη συγγραφέα Βερόνικα Χένλι, τα πάντα στην ζωή της κυλούν υπέροχα, καθώς διαθέτει την ιδανική φαμίλια, έναν σύζυγό που την λατρεύει, μια κορούλα που την υπεραγαπά, την ίδια στιγμή που το πρόσφατο πόνημα της, με θέμα την χειραφέτηση της γυναίκας, εξελίσσεται σε μπεστ σέλλερ. Το ταξίδι της στην Λουιζιάνα, προκειμένου να παραστεί σε μια διάλεξη, από την πρώτη κιόλας στιγμή θα δείξει μυστηριώδες και παράξενο. Με εξέλιξη τραγική, που ούτε καν θα την φανταζόταν...

Μέχρι αυτής της στιγμής, μόλις ένα στοιχείο έχει ο θεατής, που ενδεχόμενα μπορεί να συσχετίζει τις δύο γυναίκες. Είμαι όμοιες εμφανισιακά, φέρουσες αμφότερες την σπάνιας ομορφάδας μόστρα της (και) ποπ σταρ Janelle Monáe! Άρα, λαμβάνοντας υπόψιν τους δύο αιώνες που χρονικά χωρίζουν το χθες με το σήμερα, το πιθανότερο ορθολογικά, είναι να συνδέονται με μια μακρινή συγγένεια, ως η πολύ προγιαγιά και τρισεγγονή. Η πραγματικότητα θα σκάσει σαν βόμβα στο εκράν, ξανά με πυρ το κουδούνισμα ενός μομπάιλ, που θα βάλει μονομιάς τα πράγματα στην θέση τους, εκεί που δεν το καρτερεί κανείς. Εύρημα σπουδαίο σεναριακά. Αναντίρρητα. Μόνο που από μονάχο του δεν δύναται να διατηρήσει τις ισορροπίες σε μια γραμμή, καθώς όπως φαίνεται το πολυφυλετικό ντουέτο των σκηνοθετών, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πως να στείλουν τους φταίχτες στην αγχόνη. 

Κοινωνία ζούγκλας δηλαδή? Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και ούτε καν ξέρετε τις σας περιμένει μόλις τα κόζια έρθουν κατά δώθε? Ξεφεύγοντας από το πνεύμα τιμωρίας που κυριαρχεί παντού στον αέρα, αμιγώς φιλμικά εκτός του πανίσχυρου τουίστ, Η Εκλεκτή έχει να επιδείξει πάμπολλες αρετές ακόμη. Πέραν της εκπληκτικής σε σλόου μόσιον εισαγωγής εισαγωγής, που προβάλλει τους φονικούς κανόνες ισχύος στην φυτεία, το σκριπτ όπως επανατυλίγεται στον νου, κατόπιν της πτώσης των τελικών κρέντιτς, δεν εμφανίζει κενά και τρύπες. Οι σκληρές σε βαθμό ακραίας βίας σκηνές, φαντάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει μέσα από τα ερασιτεχνικά βίντεο, που απεικονίζουν τις εν ψυχρώ δολοφονίες ανήμπορων μαύρων πολιτών, εν καιρώ προεδρίας Ντόναλντ.

Παίζει όμως το τώρα στην "χώρα των ελεύθερων", να ισούται με εκείνη την σκοτεινή περίοδο της σύντομης ιστορίας της? Όταν οι ζωές εκατομμυρίων εγχρώμων ισοδυναμούσαν με το απόλυτο μηδέν και η χρηστικότητα τους ήταν αποκλειστικά και μόνο δουλική? Αναμφίβολα οι φασιστικές συμπεριφορές της περιόδου του εμφυλίου αντανακλούν και στην σύγχρονη εποχή, από μεγάλη μερίδα (κακών) ανθρώπων. Έχει υπάρξει όμως σοσιολογική πρόοδος και δεν ισχύει, σε ευρεία έκταση, κανένα πυγμαχικό ντέρμπι Whites versus Blacks. Φυσικά και στα αρρωστημένα μυαλά, αυτή η διαχρονική τάση παίζει. Από την άλλη δεν αποδέχομαι την απόφαση των ρηγμένων, να μην βάζουν τέλος με σοφία, αλλά να τραβούν το σκοινί σε έναν καινούργιο Civil War, που μόνο ατελείωτα καινούργια θύματα μπορεί να σημάνει.

Ανοίγοντας και μόνο, με την μπρουτάλ μέθοδο που επιθυμεί, την κουβέντα πάνω στην διάδραση του εμφυλιακού 1800 πάνω στο 2020, το σοκαριστικό Antebellum κρίνεται ως μια αξιοπρεπής εθνική μελέτη, που αποτελεί κλωνάρι των βάσεων που θέσπισε το Τρέξε και το Us. Τα προφανή μηνύματα, ενδεχόμενα θα εξοργίσουν ακόμη περισσότερο όσους δέχονται στην εποχή μας, το σαδιστικό κοινωνικοπολιτικό μπούλινγκ. Εκτοξεύοντας τα πάθη και ωθώντας άμεσα στην γενική ρήξη. Δεν είμαι σίγουρος όμως, πως αυτή την στιγμή, οι (όχι και τόσο Ηνωμένες) Πολιτείες έχουν ανάγκη μια τέτοια παρτιζάνικη έξαρση. Αναμένεται με ενδιαφέρον, πια, η επερχόμενη λαϊκή εντολή. 

Η Εκλεκτή (Antebellum) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

Ο παράδεισος έπεσε στη Γη (It Must Be Heaven) Poster ΠόστερΟ παράδεισος έπεσε στη Γη
του Elia Suleiman. Με τους Elia Suleiman, Tarik Copti, Kareem Ghneim, George Khleifi, Vincent Maraval, Claire Dumas, Antoine Cholet, Gael García Bernal.


«Όλα είναι ωραία στον Παράδεισο»!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Είναι και η εκκωφαντική σιωπή μια απάντηση

Αυτή είναι μόλις η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γεννημένου στις 28 Ιουλίου του 1960 στη Ναζαρέτ Παλαιστίνιου σκηνοθέτη. Οι προηγούμενες ταινίες του είναι οι εξής: «Το χρονικό μιας εξαφάνισης» (Chronicle of a Disappearance, 1996), «Cyber Palestine» (1999, με μοναδική προβολή σε ένα φεστιβάλ της Ιαπωνίας το 2005!!!), «Θεϊκή παρέμβαση» (Yadon ilaheyya/ Divine Intervention, 2002) και «Ο χρόνος που απομένει» (The Time That Remains, 2009). Και στις πέντε του ταινίες υπογράφει και το σενάριο ενώ είναι και ο πρωταγωνιστής.

Ο παράδεισος έπεσε στη Γη (It Must Be Heaven) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Ο παράδεισος έπεσε στη Γη (It Must Be Heaven) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα. Κέρδισε μάλιστα το βραβείο των κριτικών της FIPRESCI και μια Ειδική Μνεία. Είναι η τρίτη ταινία του Suleiman που προβάλλεται στις Κάννες. Η «Θεϊκή παρέμβαση» είχε κερδίσει επίσης το βραβείο της FIPRESCI συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα ενώ κέρδισε και το Βραβείο της Επιτροπής. Το «Ο χρόνος που απομένει» είχε συμμετάσχει επίσης στο διαγωνιστικό των Καννών. Τέλος, η πρώτη ταινία του Suleiman είχε λάβει μέρος στο φεστιβάλ της Βενετίας, κερδίζοντας το βραβείο Luigi De Laurentiis ως καλύτερο ντεμπούτο από όλες τις διαγωνιζόμενες ταινίες. Το «Ο παράδεισος έπεσε στη Γη» έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του πέρσι τον Νοέμβριο, λαμβάνοντας μέρος στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Και ήταν η επίσημη πρόταση της Παλαιστίνης για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας πέρυσι.

Η υπόθεση: Ο Ε.Σ. εγκαταλείπει την Παλαιστίνη σε αναζήτηση εναλλακτικής πατρίδας. Αλλά και σε αναζήτηση παραγωγού για τη νέα του ταινία. Ανακαλύπτει, όμως, ότι η Παλαιστίνη τον ακολουθεί όπου κι αν πάει. Μια εκκλησία στη Ναζαρέτ με μια πόρτα που δεν λέει να ανοίξει, ένα έρημο από κόσμο Παρίσι, ένα σουπερμάρκετ στη Νέα Υόρκη, όπου τα προϊόντα είναι όσα και τα όπλα που έχουν πάνω τους οι πελάτες: η υπόσχεση για μια νέα ζωή μετατρέπεται σε κωμωδία παρεξηγήσεων και ο Ε.Σ. θα καταλάβει ότι, όσο μακριά κι αν ταξιδέψει, από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, πάντα κάτι του θυμίζει την πατρίδα.

Η άποψή μας: Υπάρχουν σκηνοθέτες τους οποίους αναγνωρίζεις αρκεί να δεις μία και μόνο σκηνή μιας ταινίας, ίσως κι ένα πλάνο αρκεί. Πχ ο Roy Andersson. Πχ ο Jacques Tati. Πχ ο Pedro Almodóvar. Πχ ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Πχ ο Emir Kusturica. Στη μικρή παρέα μπορούμε να τοποθετήσουμε με άνεση και τον Elia Suleiman. Όλοι τους είναι αναγνωρίσιμοι από ελάχιστα πλάνα σκηνοθέτες. Κι όλοι τους θαρρείς πως πάντοτε γυρίζουν την ίδια ταινία (κάτι που λέγεται για όλους τους σκηνοθέτες βεβαίως, αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα. 

Πάντως, ο Suleiman πιο πολύ συγγενεύει με τον Tati. Όχι για κανέναν άλλο λόγο αισθητικής φύσεως αλλά επειδή και οι δυο τους έχουν γυρίσει πέντε ταινίες μυθοπλασίας στην καριέρα τους (ο Tati εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γυρίσει άλλη) και στις ταινίες αυτές υπέγραφαν το σενάριο και πρωταγωνιστούσαν. Οπότε, αναγνωρίσιμο το σινεμά του Suleiman για τους κριτικούς κινηματογράφου και τους φανατικούς κινηματογράφου. Είναι όμως προσβάσιμο; Χμ. 

Τούτη η ταινία του είναι η πιο... επεισοδιακή και η πιο αδύναμη από όσες δικές του έχω δει (ναι, δεν έχω δει τη δεύτερη). Η επιλογή του να μην διαθέτει πολύ λόγο στην ταινία (η περσόνα που ερμηνεύει, ο εαυτός του ουσιαστικά, είναι ένας ρόλος πρακτικά βουβός) δεν είναι απαραίτητα κακός οιωνός. Πόσο μάλλον όταν μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που διατέθηκαν για να γυριστεί η ταινία έχουν δοθεί από Γαλλία μεριά κι όλοι γνωρίζουμε πόσο πολύ αρέσει στους Γάλλους να μιλάνε ακατάπαυστα στις ταινίες τους! Αυτό που είναι... ανθρωποδιώκτης για το μεγάλο κοινό είναι η χαλαρή μετάβαση από ένα «επεισόδιο» σε ένα άλλο, χωρίς φανερή σύνδεση, χωρίς «λογική» εξήγηση, χωρίς δραματουργική εξέλιξη. 

Ξεκινάει πολύ δυνατά και όμορφα η ταινία με τη σκηνή με τους παπάδες. Από εκεί και πέρα, όμως, όντως, απορούσα με κάποιες σκηνές: γιατί να υπάρχουν σε οποιαδήποτε ταινία και γιατί να υπάρχουν στη συγκεκριμένη ταινία! Θέλω να πω, χαριτωμένο το σπουργίτι που δεν αφήνει τον Suleiman να γράψει στο λάπτοπ του, αλλά οι μπάτσοι με τα αυτοκινούμενα ρόλερς, τι φάση; Και γιατί τόσα λεπτά στο Παρίσι με τις γυναίκες και το «I put a spell on you»; Αμ ο τύπος με το τατουάζ στο μετρό; Και ο Gael García Bernal στον πολύ μικρό ρόλο του; Λειτουργεί ως κράχτης; 

Αυτή είναι από εκείνες τις ταινίες που, προ πανδημίας, σε προβολή τους σε κάποιο από τα μεγάλα εγχώρια φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, θα ήταν sold out και με κατάσταση λίγο πατείς με πατώ σε (όπως κι έγινε στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου), όταν όμως βγαίνουν στο εμπορικό κύκλωμα συναντούν μια χλιαρή προσέλευση. Πόσο μάλλον τώρα, με την πανδημία. Επ' ουδενί δεν μιλάμε για κακή ταινία. Υπάρχουν όμορφες σκηνές (τα λεμόνια). Υπάρχουν αστείες σκηνές (στο αεροπλάνο). Και υπάρχει και αυτή η αίσθηση του «όπου πάω, η Παλαιστίνη με πληγώνει». Καλή η παρατήρηση της ανθρώπινης κατάστασης, κόλλημα η μανιέρα και... προσεχώς καλύτερα.

Ο παράδεισος έπεσε στη Γη (It Must Be Heaven) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Οκτωβρίου 2020 από την Rosebud.21!
Περισσότερα... »

Γιακαρι Η Ταινία (Yakari, le film) PosterΟ Ινδιάνος και το Άλογο! Ένα κινούμενο σχέδιο υπογραφής των σχεδιαστών Toby Genkel, Xavier Giacometti είναι το φιλμ Γιακαρι Η Ταινία (Yakari, le film), μια παραγωγή Γαλλίας, Βελγίου και Γερμανίας. Ενώ η φυλή του ετοιμάζεται να ακολουθήσει τη μετανάστευση των βισώνων, ο Γιάκαρι, ένα νεαρό αγόρι των Σιου, ξεκινάει μόνος του να ακολουθήσει το μονοπάτι του Μικρού Κεραυνού, ενός άγριου αλόγου που φημολογείται ότι είναι αδάμαστο. Στο ταξίδι του, και καθώς για πρώτη φορά στη ζωή του θα βρεθεί εντελώς μόνος του, ο Γιάκαρι θα δεχθεί την επίσκεψη του Μεγάλου Αετού, του ζώου τοτέμ του. Ο Μεγάλος Αετός θα δώσει στον Γιάκαρι ένα υπέροχο φτερό καθώς και την απίστευτη ικανότητα να μιλάει με τα ζώα. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού τους και καθώς πια βρίσκονται βαθιά στο έδαφος των τρομερών και φοβερών κυνηγών, ο Γιάκαρι και ο Μικρός Κεραυνός θα ζήσουν μια μεγαλειώδη περιπέτεια μέχρι να βρουν το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Το ταξίδι τους, σε ένα συναρπαστικό αλλά συνάμα επικίνδυνο τοπίο, θα σφραγίσει για πάντα την παντοτινή φιλία μεταξύ του πιο γενναίου νεαρού αγοριού των Σιου και του αλόγου που τρέχει σαν τον άνεμο.

Γιακαρι Η Ταινία (Yakari, le film) Movie

Στην εγχώρια μεταγλώττιση ακούγονται οι φωνές των Χρυσούλα Παπαδοπούλου, Γιάννης Υφαντής, Ηδύλη Κυριακίδη, Γιώργος Σκουφής, Ντίνος Σούτης, Νεφέλη Κυριακίδη.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Neo Films!

Περισσότερα... »

Τα Σκυλιά δεν Φοράνε Παντελόνια (Koirat eivät käytä housuja) PosterΚαλώς ήλθατε στον κόσμο του BDSM Sex! Με παγκόσμια πρεμιέρα στο δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών 2019 και συμμετοχή στα ραντεβού του Τορόντο και του Κάρλοβι Βάρι, έρχεται η σκοτεινή ιστορία για την απώλεια της αγάπης, Τα Σκυλιά δεν Φοράνε Παντελόνια (Koirat eivät käytä housuja). Αφού η σύζυγός του πνίγηκε σε ένα τραγικό ατύχημα, ο Γιούχα μπαίνει σε μια μακρά περίοδο κατάθλιψης, αδυνατώντας να συνδεθεί με την κόρη του, την γυναικά του Έλλη και τα συναισθήματά του. Μια τυχαία συνάντηση με την dominatrix Mona τον θέτει σε ένα νέο δρόμο ανακάλυψης. Ένα ερωτικό, μαύρο κωμικό δράμα, που αφορά τόσο τη μετασχηματιστική δύναμη της θλίψης όσο και τη μαζοχιστική αυτοεκτίμησή του. Η χρήση του χρώματος είναι το κλειδί για το αφηγηματικό τόξο της ταινίας, ενώ τα μοτίβα νερού και υγρών επαναλαμβάνονται παντού. 

Τα Σκυλιά δεν Φοράνε Παντελόνια (Koirat eivät käytä housuja) Movie

Την σκηνοθεσία υπογράφει ο J.-P. Valkeapää, ενώ τους βασικούς ρόλους κρατούν οι Pekka Strang, Krista Kosonen, Ilona Huhta.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Ama Films!

Περισσότερα... »

Η Εκλεκτή (Antebellum) PosterΑν σε επιλέξει, τίποτα δεν μπορεί να σε σώσει! Μια ταινία τρόμου, από τους παραγωγούς του Get Out και του Us, είναι η περίπτωση του φιλμ Η Εκλεκτή (Antebellum), που την σκηνοθεσία που υπογράφει το δίδυμο των Gerard Bush & Christopher Renz, που εδώ πραγματοποιούν το δημιουργικό τους ντεμπούτο. Η πετυχημένη συγγραφέας Veronica Henley βρίσκει τον εαυτό της παγιδευμένο σε μία τρομαχτική πραγματικότητα που την αναγκάζει να αντιμετωπίσει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον πριν να είναι αργά. Πως είναι δυνατόν μια αφροαμερικανίδα του σήμερα, να βρεθεί δέσμια σε μια φυτεία σκλάβων, στον ρατσιστικό Νότο του 19ου αιώνα?

Η Εκλεκτή (Antebellum) Movie

Τον βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο κρατά η πανέμορφη Janelle Monáe, έχοντας πλάι της τους Eric Lange, Jena Malone, Jack Huston, Kiersey Clemons και Gabourey Sidibe.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Spentzos Films!

Περισσότερα... »

Ο Βασιλιάς Γάιδαρος (The Donkey King) PosterΝτέι βρε γαιδαράκο, Ντέι! Μία ξεκαρδιστική ταινία κινουμένων σχεδίων για μικρούς και μεγάλους, Ο Βασιλιάς Γάιδαρος (The Donkey King), μία εύστοχη αλληγορία που παρακολουθεί ένα επικό ταξίδι στα θολά νερά της σύγχρονης ζωής και μοντέρνας πολιτικής με πρωταγωνιστή έναν αισιόδοξο και ονειροπόλο γάιδαρο. Μία διασκεδαστική ταινία γεμάτη επίκαιρα μηνύματα για τις αξίες της σημερινής κοινωνίας, ένα διαφωτιστικό και απολαυστικό παραμύθι με αξέχαστους ήρωες που σχολιάζει θέματα ισότητας, δημοκρατίας και των μέσων που επιστρατεύουμε για να κατακτήσουμε τους στόχους μας. Ο Μανγκού, ένας χαρούμενος και ανέμελος γαϊδαράκος, κάνει τα δικά του όνειρα μέχρι που -από τύχη- καταλήγει να θεωρείται ο πιο δημοφιλής διάδοχος του θρόνου, με αφορμή την επικείμενη αποχώρηση του βασιλιά λιονταριού. Δεν του περνάει από το μυαλό ότι πρόκειται για πλεκτάνη της δολοπλόκου αλεπούς που έχει τα δικά της κίνητρα και θέλει να θολώσει τα νερά της διαδοχής του λιονταριού. Θα καταφέρει ο Μανγκού να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να γίνει ο επόμενος αντάξιος βασιλιάς ή θα καταλήξει να είναι σκέτο πιόνι; Θα εκπληρώσει η πονηρή αλεπού τα δαιμόνια σχέδια της; Θα συνέλθει ποτέ το βασίλειο από το χάος;

Ο Βασιλιάς Γάιδαρος (The Donkey King) Movie

Το animation από το Πακιστάν σκηνοθετεί ο Aziz Jindani. Στην ελληνική μεταγλώττιση συμμετέχουν οι Θοδωρής Σμέρος, Νίκος Παπαδόπουλος, Βασίλης Μήλιος, Γιάννης Στεφόπουλος, Μιχάλης Κοιλάκος, Μαρία Ζερβού, Αργύρης Παυλίδης, Ανδρέας Ευαγγελάτος, Κωνσταντίνος Λάγκος, Γιάννης Πανταγιάς, Μιχάλης Κοιλάκος.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Tanweer!

Περισσότερα... »

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) PosterΠρόσεχε που θα τον πετύχεις! Ο Derrick Borte (London Town, The Joneses) σκηνοθετεί την ταινία Έκρηξη Θυμού (Unhinged), μια εφιαλτική και αγωνιώδη ιστορία που πυροδοτείται, όταν ένας ακραία επιθετικός οδηγός αποφασίζει να εκδικηθεί με κάθε τίμημα μια άγνωστη σ’ αυτόν γυναίκα. Η Ρέιτσελ έχει καθυστερήσει να πάει στη δουλειά. Είναι ήδη εκνευρισμένη πίσω από το τιμόνι της, όταν πέφτει πάνω σε έναν άγνωστο οδηγό με ψυχολογικά προβλήματα. Πολύ σύντομα, η Ρέιτσελ και οι άνθρωποι που αγαπά γίνονται ο στόχος αυτού του άντρα, που αποφασίζει να αφήσει το σημάδι του σε έναν κόσμο που τον αγνοεί, μέσα από διάφορα τρομαχτικά μαθήματα. Έτσι ξεκινά ένα επικίνδυνο παιχνίδι γάτας και ποντικιού που αποδεικνύει ότι δεν ξέρεις ποτέ πόσο κοντά θα βρεθείς σε κάποιον που έχει χάσει κάθε έλεγχο.

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) Movie

Ο βραβευμένος με Όσκαρ Russell Crowe («Μονομάχος», «Ένας Υπέροχος Άνθρωπος») και η Caren Pistorius («Slow West») πρωταγωνιστούν σε ένα καθηλωτικό ψυχολογικό θρίλερ για την έκρηξη οργής πίσω από το τιμόνι, που κάποιοι έχουμε συναντήσει, αλλά όχι σε αυτόν τον έκρυθμο βαθμό και σε αυτή την τρομαχτική και αναπάντεχη διάσταση.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Tanweer!

Περισσότερα... »

64th BFI London Film Festival 2020 Poster
64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.2 - Αυτή η νύχτα μένει

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Το να παρακολουθείς ταινίες είναι έρωτας. Και όπως όλοι οι έρωτες έχει τα πάνω και τα κάτω του. Θέλω να πω, υπάρχουν περίοδοι όπου βλέπεις ταινίες από... υποχρέωση. Νιώθεις άτονος, δεν βγάζεις κέφια, δεν σου κάνει κούκου, πώς το λένε. Κι αυτό αποτυπώνεται και στα κείμενα – όταν το να βλέπεις ταινίες και το να γράφεις γι' αυτές είναι δίδυμο που δεν σπάει. Συνήθως σε τέτοιες περιόδους είσαι μέσα στην γκρίνια: πω πω, και τι βαρετές ταινίες και καμία πρωτοτυπία και τι βαλούτα είδα πάλι γμτ, και πω ρε τι θα γράψω. Και μετά σε πιάνουν και τα υπαρξιακά σου: και ποιον αφορά τώρα αυτό και σιγά τα κείμενα και έχασε η Βενετία βελόνι (ταιριάζει αυτή η φράση εδώ; έτσι νομίζω). Και μετά έρχονται στιγμές, που παίρνεις τα πάνω σου. Γιατί βλέπεις μια ταινιάρα – εκεί που το περιμένεις. Ακόμα καλύτερα: γιατί βλέπεις μια ταινιάρα – εκεί που δεν το περιμένεις. Βεβαίως, οι βαλούτες δεν παύουν να υφίστανται. Οπότε σε τούτη την τριάδα έχουμε μια εξαιρετική ταινία, που περιμέναμε να είναι τέτοια, ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ, που ούτε που φανταζόμασταν ότι θα κόβαμε φλέβα γι' αυτό, κι ένα θρίλερ, που δεν τρομάζει ούτε τον πιο κωλονιάρη θεατή. Για πάμε να τα δούμε όλα αναλυτικά.

One Night in Miami 64th BFI London Film Festival 2020

Πρώτη σκηνοθετική δουλειά για τη βραβευμένη με Όσκαρ ερμηνείας β' γυναικείου ρόλου, Regina King, το One Night in Miami, έρχεται με φόρα στο Λονδίνο μετά την προβολή του στο φεστιβάλ της Βενετίας (όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του, λαμβάνοντας μέρος στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός διαγωνισμού – η πρώτη ταινία στην ιστορία του φεστιβάλ σκηνοθετημένη από γυναίκα Αφροαμερικανίδα!) και μετά την προβολή του στο φεστιβάλ του Τορόντο, όπου στα People's Choise Awards, ήρθε δεύτερο πίσω από τον μεγάλο νικητή, το «Nomadland». Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο Kemp Powers, βασιζόμενος στο ομώνυμο θεατρικό του. Η ταινία έχει προγραμματιστεί – κορωναϊού επιτρέποντος – να βγει σε περιορισμένο release στις κινηματογραφικές αίθουσες των ΗΠΑ στις 25 Δεκεμβρίου, πριν αρχίσει να προβάλλεται στην πλατφόρμα της Amazon στις 15 Ιανουαρίου του νέου έτους.

Η υπόθεση: 25 Φεβρουαρίου 1964. Ο Cassius Clay, προς μεγάλη έκπληξη των πάντων, στέφεται παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας στην κατηγορία των βαρέων βαρών, απέναντι στο φαβορί, Sonny Liston. Ο κόσμος πανηγυρίζει στην παραλία του Μαϊάμι, της πόλης όπου διεξήχθη ο συγκεκριμένος αγώνας. Την ίδια ώρα, ο Cassius Clay γιορτάζει την επιτυχία του σε ένα δωμάτιο ενός μοτέλ μαζί με τρεις από τους στενότερους φίλους του. Είναι ένας από τους ηγέτες του Έθνους του Ισλάμ, ο Malcolm X, είναι ο τραγουδιστής Sam Cooke και είναι και ο πρωταθλητής του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, Jim Brown. Όλοι τους βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο της ζωής τους. Όλοι τους έχουν βιώσει στο πετσί τους το ρατσισμό της αμερικάνικης κοινωνίας απέναντί τους: είναι μαύροι και το χρώμα του δέρματός τους αποτελεί κόκκινο πανί για την πλειοψηφία των WASP συμπατριωτών τους. Ο καθένας τους έχει διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει η Αφροαμερικάνικη Κοινότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Θα χαριεντιστούν, θα διασκεδάσουν, θα πουν ιστορίες, θα διαφωνήσουν, θα μαλώσουν. Αυτά που τους ενώνουν, όμως, είναι περισσότερα από όσα τους χωρίζουν.

Η άποψή μας: «Based on true events...» μας πληροφορεί μια κάρτα κατά την έναρξη της ταινίας. Ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα λοιπόν. Αλλά και ταινία βασισμένη σε θεατρικό. Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν αρχικά πως οι τέσσερις βασικοί πρωταγωνιστές όντως συναντήθηκαν στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 στο Μαϊάμι μετά τη νίκη του Cassius Clay, που τον έστεψε παγκόσμιο πρωταθλητή πυγμαχίας. Το τι διαμείφθηκε μεταξύ τους, όμως, δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς, ούτε το αν ο Malcolm X πρόσφερε στα φιλαράκια του μόνον παγωτό βανίλια στο... πάρτι! Εκεί, ο Kemp Powers έβαλε το χεράκι του και με τη φαντασία του δημιούργησε τους εξαιρετικούς διαλόγους του. Δεν έχουμε δει το θεατρικό, οπότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν όσα βλέπουμε πριν οι τέσσερις συγκεντρωθούν στο δωμάτιο του μοτέλ, υπήρχαν στην παράσταση. 

Θεωρώ πως λογικά δεν υπήρχαν και προστέθηκαν ακριβώς για να «σπάσει» η θεατρίλα (sic). Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, η αλήθεια είναι πως οι εισαγωγικές σκηνές και δίνουν περισσότερο κινηματογραφικό τόνο στην ταινία και παρέχουν απαραίτητο υλικό στο χτίσιμο του καθενός από αυτούς τους χαρακτήρες. Ο Cassius Clay έχει χάσει δικό του αγώνα από επιπολαιότητα στο Γουέμπλεϊ. Ο Sam Cooke αντικρίζει την αδιαφορία παύλα αποδοκιμασία του αποκλειστικά λευκού κοινού στο περίφημο νεοϋορκέζικο nightclub Copacabana (πληροφοριακά, το κλαμπ έκλεισε τον περασμένο Μάιο εξαιτίας του κορωναϊού!!!). Ο Jim Brown διαπιστώνει πως όσο διάσημος κι αν είναι κι όσο καλές σχέσεις κι αν έχει με έναν προύχοντα λευκό του αμερικάνικου Νότου, εκείνος θα τον λέει νέγρο και δεν θα τον αφήνει να μπει μέσα στο σπίτι του – μόνο στο μπαλκόνι. 

Και ο Malcolm X καλείται να καθησυχάσει την γυναίκα του, η οποία φοβάται για το πού μπορεί να καταλήξει η πορεία του(ς). Αντιπροσωπευτικοί εκπρόσωποι της μαύρης κουλτούρας και φίλοι, όταν θα συναντηθούν θα βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο της ζωής τους. Στο μεταίχμιο κρίσιμων αποφάσεων. Ο Cassius Clay είναι έτοιμος να δηλώσει ότι ασπάζεται τον μουσουλμανισμό, να στηρίξει το Έθνος του Ισλάμ και να «βαφτιστεί» εκ νέου ως Muhammad Ali. Ο Malcolm X βρίσκεται αποφασισμένος να εγκαταλείψει το Έθνος του Ισλάμ, απογοητευμένος από την ηθική κατάπτωση των ηγετών της οργάνωσης. Ο Jim Brown σκέφτεται να εγκαταλείψει την ποδοσφαιρική του καριέρα και να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο, όπου κάνει τα πρώτα του βήματα. Και ο Sam Cooke προσπαθεί να βρει το κατάλληλο timing για κάτι πιο δημιουργικό στην καριέρα του, ενώ παράλληλα επεκτείνει τις μπίζνες του στη μουσική βιομηχανία. Ο Kemp Powers βάζει τον Malcolm X αριστερά της αριστεράς, τον Sam Cooke στα δεξιά της αριστεράς και τους δύο αθλητές στο κέντρο της αριστεράς και μέσω των διαξιφισμών τους φωτίζει όλη την προβληματική της Μαύρης Κοινότητας στις ΗΠΑ. Τότε. 

Και θα ήταν αστείο αν δεν είναι τραγικό πως πάνω κάτω αυτά που απασχολούσαν αυτές τις τρομερές ιστορικές προσωπικότητες τότε, απασχολούν τους Αφροαμερικάνους και σήμερα, 56 χρόνια μετά! Το timing της ταινίας είναι απίστευτο. Και λόγω της πανδημίας και λόγω του «I can't breathe» του George Floyd: «The Whole World Is Watching». Το κοινό παρακολουθεί αυτήν την τρομερή συνάντηση με τεταμένο ενδιαφέρον. Και πραγματικά, λίγο απασχολεί το γεγονός πως, αναγκαστικά, όταν τέσσερις άνδρες μιλάνε μέσα σε ένα δωμάτιο, ε, αυτό θα παραπέμπει περισσότερο σε θέατρο παρά σε κινηματογράφο. Η Regina King μάλιστα καθόλου δεν ενοχλείται από αυτό. Όχι ότι δεν προσπαθεί να βγάλει τους ήρωές της από το δωμάτιο. Και στην ταράτσα πηγαίνουν οι τέσσερίς τους και για ποτό και τσιγάρα πηγαίνουν οι δύο από αυτούς και μπαρότσαρκα προκύπτει και οι εμβόλιμες σκηνές αναμνήσεων, όπως η περίφημη συναυλία του Sam Cooke στη Βοστόνη, λειτουργούν για να φύγουμε μαζί με τους ήρωες από το δωμάτιο. 

Όπως και να έχει, πάντως, εδώ ένας είναι ο άρχοντας: ο Λόγος. Και η επιχειρηματολογία. Και η ανταλλαγή απόψεων. Όχι πάντοτε με ψυχραιμία. Κάποτε και με πείσμα, με πόνο, με στόχευση, με πίκρα, με σκοπό την δημιουργία έντασης, την πρόκληση αντίδρασης. Και λέγονται πραγματικά τρομερά πράγματα. Από τα «Παλεύουμε για τις ζωές μας» και «οι άνθρωποι της φυλής μας πεθαίνουν κυριολεκτικά κάθε μέρα στους δρόμους» του Malcolm X στο «δεν θέλω ένα κομμάτι από την πίτα – θέλω τη συνταγή» του Sam Cooke, υπάρχει ένα έξοχα οργανωμένο διαλογικό σύστημα στην ταινία, που δεν γίνεται να μην σε συναρπάσει. Πέρα και πάνω από όλα αυτή είναι μια ταινία μεγάλων Ιδεών. Προσέξτε όμως: η King δεν κάνει αγιογραφίες. Τους παρουσιάζει όλους με τα ελαττώματα και τις αδύναμες στιγμές τους. Μια αδελφότητα παρουσιάζει. Το δέσιμο μιας ομάδας τεσσάρων ανδρών, που όπως το είπε αργότερα και ο Clay (το γράφω αμετάφραστο) ήταν: «young, Black, righteous, famous, unapologetic». 

Να σημειώσουμε πως μετά από λίγους μήνες από τη νίκη του Casious Clay ο Malcolm X και ο Sam Cooke θα δολοφονηθούν ενώ σήμερα ο μόνος ζωντανός της παρέας είναι ο Jim Brown. Κορυφαία στιγμή της ταινίας, εκεί όπου ο Malcolm X πικάρει τον Sam Cooke για το πως ένας λευκός, προνομιούχος νέος, όπως ο Bob Dylan (που τότε κι εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική) έγραψε το υπέροχο τραγούδι διαμαρτυρίας «Blowin' in the Wind» όταν ο Sam αναλωνόταν σε σόουλ, κροσόβερ καψουροτράγουδα, στιγμή που θα μας οδηγήσει στην πιο συγκινητική στιγμή της ταινίας: τον Sam Cooke να τραγουδάει στο σόου του Κάρσον το συγκλονιστικό «A change is gonna come». Οι ερμηνείες από το άγνωστο ως επί τω πλείστον και με κυρίως τηλεοπτική παρουσία καστ είναι εξαιρετικές! 

Η τετράδα μπορεί να είναι άγνωστη – τώρα – (για να καταλάβετε, οι πιο γνωστοί ηθοποιοί από το καστ είναι οι λευκοί Beau Bridges, που έχει την ευκαιρία να παίξει με την κόρη του, Emily, η οποία υποδύεται την... κόρη του, και ο Michael Imperioli, που υποδύεται τον προπονητή του Clay), αλλά οι ερμηνείες τους και η εν γένει παρουσία τους θα τους βάλει για τα καλά στον χάρτη. Σπουδαία ταινία, που θα παίξει και στα Όσκαρ. Το θέμα είναι πως θα παίξει σημαντικό ρόλο μέσα σε όλους όσοι τη δουν.

The Painter and the Thief 64th BFI London Film Festival 2020

Καιρός να παρουσιάσουμε το πρώτο ντοκιμαντέρ που παρακολουθήσαμε στο φεστιβάλ. Και τι ντοκιμαντέρ! Ντοκιμαντεράρα! Μιλάω για το The Painter and the Thief του Νορβηγού Benjamin Ree. Αυτό είναι το τέταρτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που σκηνοθετεί ο Ree. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα Διεθνές Ντοκιμαντέρ. Και συμμετείχε και στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Η Μπάρμπορα Κουσίλκοβα είναι μια ζωγράφος από την Τσεχία. Δραπετεύοντας από το Βερολίνο - όπου ζούσε μέσα σε μια βίαιη σχέση - με τη συμπαράσταση του Νορβηγού συντρόφου της, εγκαθίσταται στο Όσλο. Η πρώτη της ατομική έκθεση στέφεται με επιτυχία. Όμως, δύο από τα καλύτερα και ακριβότερα έργα της, θα κλαπούν. Μέσω του κλειστού κυκλώματος ασφαλείας της γκαλερί, οι δράστες αναγνωρίζονται. Και συλλαμβάνονται. Στο δικαστήριο, η Μπάρμπορα προσεγγίζει τον έναν από τους δυο, τον Καρλ-Μπέρτιλ Νόρντλαντ. Ο Μπέρτιλ είναι συνομήλικός της, έχει ποινικό μητρώο και είναι τζάνκι. Μάλιστα, έκλεψε τους πίνακες μαζί με τον συνεργό του, όντας υπό την επήρεια ναρκωτικών. Και ισχυρίζεται πως δεν γνωρίζει πού τους έχει κρύψει. Η Μπάρμπορα, για αδιευκρίνιστους λόγους, του ζητάει να ποζάρει για εκείνην. Καθώς περνάνε ολοένα και περισσότερο χρόνο μαζί, μια φιλία θα ανθίσει. Ενάντια στις προσδοκίες όλων. Και με απρόσμενες διακυμάνσεις.

Η άποψή μας: Αν είναι να βλέπουμε τέτοια ντοκιμαντέρ, τύφλα να έχουν οι ταινίες μυθοπλασίας! Τι ταινιάρα ήταν αυτή ρε παιδιά! Πωπωπω, να την παρακολουθείς και να μην πιστεύεις τα μάτια σου. Ακόμα περισσότερο: να μην πιστεύεις πως όλο αυτό προέκυψε από τη... μοίρα εν πολλοίς. Σαφώς και υπήρξε μανιπουλάρισμα για να προκύψει αυτό το τελικό αποτέλεσμα – η ζωγράφος και ο κλέφτης είχαν δεχτεί να υπάρχει κάμερα σε πάρα πολλές συναντήσεις τους, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Τι σημαίνει αυτό; Ε, κάπως δεν είσαι σφιγμένος όταν ξέρεις ότι υπάρχει μια κάμερα που σε παρακολουθεί; Δεν υποδύεσαι λίγο, κι ας μην είσαι ηθοποιός; Δεν προσπαθείς να δείξεις καλύτερος από ότι είσαι στην πραγματικότητα; Ε, γι' αυτό το μανιπουλάρισμα μιλάω. Κυρίως, για το μανιπουλάρισμα του πως το μοντάρεις όλο αυτό. Πως παρουσιάζεις κάτι που είναι εξόχως ενδιαφέρον με έναν τρόπο που το κάνει απλά... εξοχότατο! 

Απίστευτο. Απίστευτο. Απίστευτο. Κι εντέλει, και με το μανιπουλάρισμα μέσα. Δεν σε νοιάζει από κάποια στιγμή και μετά. Παρακολουθείς και τσιμπιέσαι. Τι εναλλαγή συναισθημάτων. Τι επικοινωνία ανάμεσα σε δύο τσακισμένους ανθρώπους, που υπό καμία συνθήκη η κοινωνία δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσαν να συνυπάρξουν. Τι τέχνη, βιωματική. Τι αλήθεια, γυμνή, να σπαρταράει μπροστά σου. Τι... σασπένς: ούτε στο καλύτερο θρίλερ δεν κάθεσαι έτσι, αποσβολωμένος, με το στόμα και τα μάτια ορθάνοιχτα, να παρακολουθείς συντονισμένος στην ιδιοσυχνότητα της ταινίας. Και τι ανατροπή στο φινάλε! Τι μαγεία ρε παιδί μου. Μαγεία! 

Ο Ree αφιέρωσε τρία ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του για να μαζέψει το υλικό του και να παραδώσει το τελικό απόσταγμα. Δεν ήξερε πού θα πήγαινε όλο αυτό. Όταν ξεκίνησε αυτό το υπέροχο ταξίδι, το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ήθελε να γυρίσει μια ταινία σχετικά με τη ληστεία ενός έργου τέχνης. Φαντάζομαι ούτε ο ίδιος θα περίμενε ότι θα καταλήξει να έχει στα χέρια του τόσο υπέροχο υλικό. Η ταινία ξεκινά και αρχικά βλέπουμε τα πράγματα μέσα από την αφήγηση της ζωγράφου. Πως της στοιχίζει η ληστεία των πινάκων της. Πως παρορμητικά πλησιάζει τον έναν από τους κλέφτες και του ζητάει να γίνει η μούσα της (το πόσο... ύπουλο, έξυπνο, απίθανο είναι το γεγονός ότι για τον άλλο ληστή δεν βλέπουμε και δεν ακούμε τίποτε, έχει και αυτό το pay off του, που λέμε στο χωριό μου). 

Και βλέπουμε κι άλλα πολλά και ενδιαφέροντα, όλα στο πλαίσιο του να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για τον άνθρωπο και για τον καλλιτέχνη Μπάρμπορα. Για την προβληματική της σχέση με τον πρώην εραστή της. Για την τωρινή της σχέση με τον Μπέρτιλ: ο σύντροφός της λέει χαρακτηριστικά: «είναι σαν να αφήνεις παιδιά μόνα τους να παίζουν στο μέσο πολυσύχναστου δρόμου». Για το πως είναι μέσα στη σχέση της. Για την τεχνοτροπία της να ζωγραφίζει ταμπλό σαν να είναι φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας, έχοντας μια τάση να την ελκύει προς το ζοφερό, προς τον θάνατο. Για τη σχέση της με τα τατουάζ (κρατήστε το αυτό). Και για το πως ενστικτωδώς βλέπει στον Μπέρτιλ έναν άνθρωπο που χρειάζεται τη βοήθειά της – την οποία του την παρέχει ανιδιοτελώς – αλλά κι έναν άνθρωπο που την εμπνέει στην τέχνη της. 

Στη μέση της ταινίας η αφήγηση ξεκινάει από την αρχή. Μόνο που τώρα βλέπουμε τα πάντα από την πλευρά του Μπέρτιλ. Πόσο παράξενα νιώθει που τον πλησιάζει αυτή η γυναίκα. Πόσο επιφυλακτικός είναι αρχικά. Πόσο άσχημα παιδικά χρόνια είχε: η μάνα του τον παράτησε και μεγάλωσε μόνος του, χωρίς τα αδέλφια του, με τον πατέρα του. Πόσο προσπάθησε να ξεκόψει από τα ναρκωτικά. Πόσο κολλημένος είναι με την κοπέλα του. Με την κοπέλα του, που ποζάρει κι εκείνη μαζί του σε κάτι που λογικά θα αποτυπώσει τον έρωτά τους σε όλο του το μεγαλείο (κρατήστε το κι αυτό). Στο κάτι αναπάντεχο που συμβαίνει. Η αποκατάσταση. Η φυλακή. Η συνειδητοποίηση. Η ωρίμανση. Ο Μπέρτιλ έκλεψε δύο πίνακες και αυτό ήταν η αρχή για να σωθεί! Τρομερό; Γνώρισε έναν άνθρωπο που τον συντάραξε ολοκληρωτικά. Όταν βλέπει το πρώτο υπέροχο πορτρέτο του, που έχει ζωγραφίσει η Μπάρμπορα, κλαίει με λυγμούς. 

Είναι η πρώτη φορά που κάποιος τον έχει δει πραγματικά! Είναι η πρώτη φορά που νιώθει σημαντικός, όμορφος, δυνατός. Είναι η πρώτη φορά που καταλαβαίνει πως αξίζει να ζει. Η συνειδητοποίησή του δεν είναι εύκολη. Αυτή δεν είναι μια χολιγουντιανή ταινία. Δεν είναι ο δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Θα πρέπει να πέσει σε ακόμα πιο βαθιά σκοτάδια για να μπορέσει να φτάσει στο φως. Η πορεία όμως δεν είναι εύκολη ούτε για την Μπάρμπορα. Μιλάμε ότι κάποια στιγμή τίθεται θέμα αξιοπρεπούς διαβίωσής της: δεν φτάνουν τα λεφτά, καμία γκαλερί δεν δέχεται να κάνει ξανά έκθεση μαζί της, τελματώνει και οι επισκέψεις της μαζί με τον πάντα υποστηρικτικό σύντροφό της σε σύμβουλο σχέσεων, της φανερώνουν στοιχεία για τον εαυτό της, που καθόλου δεν γουστάρει. Όμως, αν ο σύντροφός της την έσωσε μία φορά από την βίαιη σχέση της στο Βερολίνο, ο Μπέρτιλ την έσωσε για πάντα ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. 

Πέρα όλων των άλλων, η ταινία έχει και στιγμές ατόφιου χιούμορ: το ότι η Μπάρμπορα αποφασίζει να βρει και να... κλέψει τον έναν από τους πίνακές της που είχαν κλαπεί είναι φανταστικό! Τίποτα όμως από όλα αυτά, πραγματικά τίποτα δεν θα είχε καμία σημασία αν το κλείσιμο της ταινίας δεν την απογείωνε σε δυσθεώρητα ύψη. Ναι, ο τίτλος της είναι «Ο κλέφτης και η ζωγράφος». Και το βιώνουμε αυτό με κάθε τρόπο. Και ο κύκλος, οι κύκλοι, κλείνουν έτσι όπως πρέπει. Και αυτή είναι μία από τις πιο ανθρώπινες, πιο συναισθηματικές, πιο έξυπνες και πιο σπουδαίες ταινίες της χρονιάς!

Relic 64th BFI London Film Festival 2020

Η πιο αδύναμη από τις ταινίες που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα είναι το Relic της Natalie Erika James, μιας Αυστραλο-ιαπωνέζας σκηνοθέτιδας, που γεννήθηκε στις ΗΠΑ κι έχει τη βάση της στη Μελβούρνη. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί, έχοντας στο ενεργητικό της και μερικές μικρού μήκους. Και αυτή η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Σάντανς, κάτι δηλωτικό για τη δυναμική του συγκεκριμένου φεστιβάλ, που πλέον μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός πυλώνας του ανεξάρτητου κινηματογράφου παγκοσμίως.

Η υπόθεση: Η Έντνα είναι μια 80χρονη γυναίκα, που ζει μόνη της στο σπίτι της, σε έναν οικισμό αρκετά μακριά από την Μελβούρνη. Έχοντας να επικοινωνήσει μαζί της επί εβδομάδες, η κόρη της, Κέι, μαζί με την δική της κόρη, τη Σαμ, πηγαίνουν στο σπίτι για να δουν τι ακριβώς συμβαίνει. Διαπιστώνουν πως η Έντνα έχει εξαφανιστεί. Δηλώνουν την εξαφάνισή της στην αστυνομία, και περιμένουν. Η Έντνα, όσο ξαφνικά εξαφανίστηκε, άλλο τόσο ξαφνικά κάνει την επανεμφάνισή της. Δεν μπορεί να εξηγήσει πού βρίσκονταν κατά το διάστημα της απουσίας της. Υπάρχουν στιγμές που δείχνει υγιέστατη και με σώας τας φρένας, υπάρχουν όμως και πολλές στιγμές όπου συμπεριφέρεται εντελώς παράξενα, με χαρακτηριστικό ότι ξεχνάει και ότι υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας σκοτεινής οντότητας στο σπίτι. Η Σαμ θέλει να μείνει με τη γιαγιά της και να τη φροντίσει, η Κέι δεν τρελαίνεται με την ιδέα και πρέπει να επιστρέψει στη Μελβούρνη. Και ξαφνικά μια νύχτα τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο.

Η άποψή μας: Τα τελευταία χρόνια, ευτυχώς, έχουμε δει μερικά πολύ αξιόλογα δείγματα ταινιών τρόμου, που έχουν κι ένα αρτ υπόβαθρο: δεν περιορίζονται δηλαδή σε εύκολα «μπου» προς τέρψιν των εφήβων θεατών τους αλλά ψάχνονται και σε ένα βαθύτερο, υπαρξιακό επίπεδο. Σταχυολογούμε μερικές τέτοιες ταινίες, που σας τις συστήνουμε ανεπιφύλακτα: «Οι σελίδες του τρόμου» (The Babadook, 2014) της Jennifer Kent, «Σε ακολουθεί» (It Follows, 2014) του David Robert Mitchell, «Η διαδοχή» (Hereditary, 2018) του Ari Aster (και όχι το επόμενό του, το «Μεσοκαλόκαιρο) και «Εμείς» (Us, 2019) του Jordan Peele (κι όχι το προηγούμενό του, το «Τρέξε!»). 

Εδώ, η πρωτοεμφανιζόμενη σε μεγάλου μήκους Natalie Erika James (σημείωση: και στις τέσσερις προτάσεις που κάνουμε πιο πάνω, μιλάμε για πρώτη ή δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους των σκηνοθετών τους) προσπαθεί επίσης να κάνει κάτι που να είναι μεν ταινία τρόμου, να αφορά δε κι ένα πιο σκεπτόμενο κοινό. Για να πω την αμαρτία μου, δεν τα καταφέρνει σε καμία από τις δύο συνιστώσες. Σε ότι αφορά το στοιχείο του τρόμου: όχι, η ταινία δεν σε τρομάζει σε καμία των περιπτώσεων. Χρησιμοποιεί ένα σωρό τεχνάσματα και κλισέ στο πλαίσιο μιας ατμόσφαιρας αλλά τρόμος δεν υπάρχει. 

Σε ότι αφορά τώρα το σκεπτόμενο κοινό: εντάξει, είναι ενδιαφέρον το πως η σκηνοθέτιδα παραλληλίζει ουσιαστικά το μυαλό της γηραιάς κυρίας, που πάσχει από άνοια, με ένα σπίτι. Ένα σπίτι του οποίου οι τοίχοι μετακινούνται, έχει απρόσμενες εισόδους, εξόδους, μυστικά περάσματα, κι ενώ είναι τόσο γνώριμο και συνδυασμένο με χιλιάδες βιωμένες αναμνήσεις, μπορεί να αποτελέσει κι ένα απειλητικό τοπίο, ικανό να σε βυθίσει για πάντα μέσα του, χωρίς καμία διέξοδο. Αλλά η κατάληξη του όλου πράγματος είναι... κουλή και χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις: ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Το δέρμα της γιαγιάς γίνεται σαν κορμός δέντρου σαπισμένου κι εκεί μέσα κρύβεται... τι; Αφού αποφλοιωθεί, έτσι; Στο τσακ ήμουν να μπήξω τα γέλια. Κρίμα. Περισσότερο για την Emily Mortimer, που υποδύεται την κόρη. Μια ταινία που πέρα όλων των άλλων προσπαθεί να μας γεμίσει και με ενοχές για το πως συμπεριφερόμαστε στους γηραιότερους. Λες και δεν είναι απότοκο του καπιταλισμού κι αυτός ο σύγχρονος αντεστραμμένος Καιάδας. Από μένα είναι όχι.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020
Περισσότερα... »