Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Ευτυχισμένος Λάζαρος!

Σιγά μην χάσω ευκαιρία να συνδυάσω την επικαιρότητα με αυτά που γίνονται στο φεστιβάλ Καννών. Μια από τις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος λέγεται «Lazzaro felice», μας έρχεται από την Ιταλία, η σκηνοθεσία είναι της Alice Rohrwacher (θα μιλήσουμε αναλυτικά για την ταινία παρακάτω στη σημερινή ανταπόκριση) και η ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά είναι «Ευτυχισμένος Λάζαρος»! Ε, μια χαρά δεν ταιριάζει με την μεταγραφή του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου (του επονομαζόμενου και ως «μπετατζή») από την ΑΕΚ στον Ολυμπιακό; Σήμερα ανακοινώθηκε. Βέβαια, η ΑΕΚ ισχυρίζεται ότι ο ποδοσφαιριστής είχε υπογράψει συμβόλαιο για ακόμα έναν χρόνο. Οπότε θα έχουμε σίριαλ καλοκαιριάτικα. Μια χαρά, να περνάει η ώρα...

Στο φεστιβάλ επιτέλους εμφανίστηκαν ταινίες που συζητιούνται, που δημιούργησαν αίσθηση, που μπορείς να τις πεις από καλές έως πολύ καλές. Τυχαίνει λοιπόν σ' αυτήν την ανταπόκριση να αναφερθούμε σε ταινίες από το Διαγωνιστικό Τμήμα.

BlacKkKlansman Cannes 2018

Ο Spike Lee είναι παλιός γνώριμος του φεστιβάλ των Καννών. Ήδη, με την πρώτη του ταινία, το «She's Gotta Have It» (1986) βρέθηκε στην Κρουαζέτ. Πρώτη φορά πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα το 1989 με το «Do the Right Thing». Συνολικά, έχει παραβρεθεί στο παρελθόν πέντε φορές στις Κάννες, τις δύο στο διαγωνιστικό τμήμα. Η δεύτερη φορά λοιπόν ήταν το 1991 όταν διαγωνίσθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα με το «Jungle Fever». 27 ολόκληρα χρόνια μετά, ο σπουδαίος αν και άνισος Αφροαμερικάνος σκηνοθέτης είναι και πάλι στις Κάννες, για έκτη φορά συνολικά, με την 23η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της καριέρας του. Τίτλος της: BlacKkKlansman. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αφροαμερικανού αστυνομικού Ron Stallworth, που περιγράφει την εμπειρία του και την επαφή του με την Κού Κλουξ Κλαν του Κολοράντο. Ο Jordan Peele εκτελεί χρέη παραγωγού. Και ο Spike Lee επιτέλους μετά από πολλά πολλά χρόνια, κάνει μια όχι απλά καλή ταινία – κάνει μια σπουδαία ταινία.

Η υπόθεση: ΗΠΑ, αρχές της δεκαετίας του '70. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαίνεται και ο αγώνας για να κερδίσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα οι μαύροι είναι συνεχής, με καθημερινές, μικρές κατακτήσεις. Ο Ron Stallworth είναι ένας Αφροαμερικάνος που θέλει να γίνει αστυνομικός. Και γίνεται ο πρώτος Αφροαμερικάνος αστυνομικός στην ιστορία του Κολοράντο Σπρινγκς. Αφού περάσει από διάφορα τμήματα, στα οποία βαριέται και δέχεται προσβολές, τον μεταφέρουν τελικά στο τμήμα πληροφοριών. Μια μέρα ο Ron εντελώς αυθόρμητα τηλεφωνεί σε έναν αριθμό που βρίσκει σε εφημερίδα: είναι μια διαφήμιση της Κου Κλουξ Κλαν, που αναζητά νέα μέλη. Απαντά αυτόματος τηλεφωνητής.

Προς μεγάλη του έκπληξη, λίγο μετά, ένας από τους πιο σημαντικούς ρατσιστές της πόλης, του τηλεφωνεί. Αγνοεί ότι είναι μαύρος. Και τον καλεί να περάσει από τα γραφεία της Οργάνωσης, όπως χαρακτηρίζει την ΚΚΚ! Ο Ron εννοείται ότι δεν μπορεί να εμφανιστεί. Τη θέση του παίρνει ο Flip Zimmerman, λευκός Εβραίος, που εισχωρεί στα άδυτα της Οργάνωσης. Αστυνομικός κι αυτός, κατορθώνει να προσεγγίσει τα ανώτερα στρώματα των ρατσιστών, που θέλουν μια Λευκή Αμερική, απαλλαγμένη από μαύρους και Εβραίους. Η αστυνομική επιχείρηση έχει ως στόχο να εξαρθρωθεί η τοπική οργάνωση και να γίνει πρόληψη πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Ron ερωτεύεται μια παθιασμένη συντρόφισσα – μέλος των «Μαύρων Πάνθηρων».

Η άποψή μας: Αυτή ναι, είναι μεγάλη ταινία. Κι αυτό επειδή πετυχαίνει όλους τους στόχους τους οποίους θέτει. Αρχικά, αφηγείται μια αληθινή ιστορία, που αν δεν ήξερες ότι είναι αληθινή, θα έλεγες ότι αυτά τα πράγματα γίνονται μόνο στις ταινίες! Κατά δεύτερον, το ύφος της ταινίας κατορθώνει να συνδυάσει τη σοβαρότητα του θέματος με το οποίο καταπιάνεται, με έναν πολύ ευχάριστο και καλοδεχούμενο, κωμικό τόνο. Η ταινία λοιπόν είναι διασκεδαστική. Ο κόσμος τη βλέπει και περνάει καλά. Δεν κρεμάει σε ρυθμό. Δεν σε πετάει έξω. Τρίτον, οι ερμηνείες είναι απολαυστικές. Από τον πρωταγωνιστή John David Washington, γιο του Denzel (ο οποίος έχει παίξει σε μπόλικες ταινίες του Lee) μέχρι τους φοβερούς και τρομερούς Adam Driver, στο ρόλο του Flip, Michael Buscemi (αδελφό του Steve) και Topher Grace, που είναι σπουδαίος ως David Duke, έναν υψηλά ιστάμενο ΚΚΚ, που συνεχίζει να λύνει και να δένει, αποτελώντας την πολιτική φωνή των White Supremasists.

Τέταρτον, γίνονται πάρα πολλές αναφορές στην μαζική κουλτούρα της εποχής, από τις ταινίες τύπου Shaft και τα blaxploitation μέχρι τι σήμαινε για έναν μαύρο να βλέπει τον... Ταρζάν. Τα τραγούδια, τα ρούχα, τα μαλλιά (ω, ναι, τα μαλλιά), τα αυτοκίνητα δίνουν ένα απολαυστικά ζωντανό και ταιριαστό μπαγκράουντ. Αλλά μας δείχνει και ταινίες που επηρέασαν το πως βλέπει ο κόσμος τους μαύρους. Η ταινία ανοίγει χαρακτηριστικά με σκηνή από το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και στο μέσον της περίπου κάνει αναφορά στη «Γέννηση του έθνους» του D.W. Griffith, ταινία που αποθεώνει την Κου Κλουξ Κλαν και περιγράφει με μελανά χρώματα τους μαύρους, Το κυριότερο επίτευγμα της ταινίας, όμως, είναι το γεγονός ότι αυτή είναι μια ταινία που σου δίνει την αίσθηση του επείγοντος. Αναφέρεται στο παρελθόν αλλά μιλάει για το τώρα. Ο Harry Belafonte, σε μια λυρικά αφηγηματική σκηνή, περιγράφει στο παρόν της ταινίας ένα περιστατικό λιντσαρίσματος σε φίλο του, από το οποίο γλύτωσε ο ίδιος κατά το παρελθόν.

Ο Spike Lee κατ' αναλογία μιλάει για κάτι που συνέβη στο παρελθόν αλλά – δυστυχώς – είναι τρομερά επίκαιρο. Ο Donald Trump, πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν καταδικάζει τη δράση της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ. Διάβολε, έχει φιλικές σχέσεις με μέλη της. Σε πολλά σημεία της ταινίας η ρητορική των μελών της ΚΚΚ είναι απολύτως όμοια με εκείνη του Trump, 50 χρόνια μετά! Λες και τίποτε δεν άλλαξε! Ακόμα δολοφονούνται μαύροι στους δρόμους των γκέτο. Ακόμα ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει. Η ομιλία που δίνει ένας από τους ηγέτες των «Μαύρων Πάνθηρων» σε μια αδελφότητα μαύρων φοιτητών αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το πρόβλημα των σχέσεων με τους λευκούς φασίστες. Και ακούγεται τόσο μα τόσο επίκαιρο.

Η συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Spike Lee εδώ στις Κάννες, με αφορμή την προβολή της ταινίας, ήταν η πιο πολιτική που έχει ακουστεί σε αυτά τα μέρη της Γαλλίας εδώ και πολύ καιρό. Αρνήθηκε να πει το όνομα του Trump και τον αποκάλεσε «that motherfucker»! Και η ταινία απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα μετά τα γεγονότα του Αυγούστου του 2017, όπου στο Charlottesville ακροδεξιός έπεσε με το αμάξι του πάνω σε διαδηλωτές που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην ΚΚΚ και σκότωσε μια κοπέλα! Τα γυρίσματα της ταινίας του είχαν ολοκληρωθεί, ο Lee όμως δεν έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το πραγματικό υλικό από αυτήν την δολοφονική επίθεση! Ζήτησε την άδεια από την οικογένεια της κοπέλας να δείξει το υλικό και το μόνταρε στο φινάλε.

Πείτε τον προβοκάτορα, πείτε τον λαοπλάνο, πείτε τον στρατευμένο, πείτε ότι μανιπουλάρει τους θεατές, πείτε τον όπως θέλετε, αλλά ο Spike Lee και αυτή η ταινία χρειάζονται σήμερα. Συμβαίνει τώρα και απαιτείται επαγρύπνηση και αντίσταση. Διαφορετικά, η ανάποδη αστερόεσσα θα δηλώνει την αμετάκλητη παράδοση της μεγαλύτερης υπερδύναμης του κόσμου στα πιο συντηρητικά μίσθερνα όργανα του καπιταλισμού και των νεοφιλελέ ever. Άξιος και μπράβο του.

En guerre Cannes 2018

Ο Stéphane Brizé εμφανίστηκε στο φεστιβάλ των Καννών με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Le bleu des villes» (1999). Επανεμφανίστηκε στις Κάννες 16 χρόνια μετά. Το 2015 λοιπόν λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ο νόμος της αγοράς», μια ταινία που τιμήθηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, αλλά κέρδισε και το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον συγκλονιστικό Vincent Lindon. Και φέτος, μετά από ένα διάλειμμα στο οποίο η προηγούμενη ταινία του παίχτηκε στη Βενετία, επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών με την ταινία En guerre (αγγλικά: At War). Μια ταινία που σφραγίζει την τέταρτη συνεργασία των δύο ανδρών.

Η υπόθεση: Αφού υποσχέθηκαν σε 1100 εργαζόμενους ότι θα προστατεύσουν τη δουλειά τους για τα επόμενα πέντε χρόνια, αρκεί να δουλεύουν υπερωρίες σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και χωρίς να παίρνουν τα μπόνους που δικαιούνται βάση νόμου, οι διαχειριστές ενός εργοστασίου και συγκεκριμένα της Perrin Industrie, αποφασίζουν να το κλείσουν μετά από μόλις δύο χρόνια και να το μεταφέρουν αλλού, αθετώντας τις υποσχέσεις τους. Δεν τους νοιάζει ότι θα αφήσουν 1100 ανθρώπους στο δρόμο και μάλιστα μετά από οικονομικά έτη στα οποία καταγράφουν κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Ο συνδικαλιστής Λοράν Αμεντεό ηγείται των εργατών στις δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια σε αυτήν την απόφαση. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός και οι συνάδελφοί του προκειμένου να μην χάσουν τις δουλειές τους;

Η άποψή μας: Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό. Μπορεί να χλευάζεται ως αναχρονιστικό, μπορεί η ταξική πάλη να ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο στην εποχή των social media αλλά τώρα, την ώρα της μεγάλης απαξίωσης είναι περισσότερο από ποτέ έκδηλη η ανάγκη για αγώνα, για μάχη, για πόλεμο. Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. «Σε πόλεμο».

Μιας ταινίας που ανοίγει με ένα απόφθεγμα του Μπρεχτ: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει». Κι επειδή η φάση στην εποχή μας είναι «τι αγώνας και μαλακίες, ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί», κάθε συζήτηση για διεκδίκηση κατακτήσεων αιώνων (τις οποίες απεμπολίζουμε με χαρακτηριστική ευκολία) σε κατατάσσει αυτόματα στους γραφικούς αυτού του κόσμου, κάθε προσπάθεια για συλλογικότητες είναι χαμένη από χέρι, μιας που ζούμε στην εποχή του εγώ και του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;», τις χρειαζόμαστε αυτές τις ταινίες περισσότερο από ποτέ. Εντάξει, κατασκευαστικά, δεν κάνει κάτι πρωτοποριακό ο Brizé. Η κάμερά του επικεντρώνεται στα πρόσωπα και σε αυτά που λένε. Στις διαβουλεύσεις. Στις συζητήσεις. Στις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Στους έντονους διαξιφισμούς μέσα στις τάξεις των απεργών. Ναι, γιατί το κεφάλαιο κερδίζει πάντα την ταξική μάχη επειδή ξέρει καλά το παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε».

Πώς μπορώ να κερδίσω σε έναν μαζικό αγώνα όταν αυτοί που υποτίθεται πως αγωνίζονται μαζί μου ξεπουλιούνται με την πρώτη ευκαιρία; Οι... ρεαλιστές; Οι πουθενάδες; Οι νεοφιλελέ; Για ένα κομμάτι ψωμί ρε φίλε. Ξεπουλιούνται. Και φέρνουν σε δύσκολη θέση τους μέχρι πρότινος συναγωνιστές τους. Συζητήσεις επί συζητήσεων και ως ένα σημείο η ταινία που θύμισε κατασκευαστικά και ως ύφος το περσινό «120 χτύποι το λεπτό». Κι εκεί είχαμε συνεχόμενες συζητήσεις για το πρόβλημα του Aids και την αναζήτηση των τρόπων για να ευαισθητοποιηθεί μια αναίσθητη κεντρική εξουσία.

Εδώ απλά ο Brizé είναι πιο άμεσος, πιο νευρικός, πιο γρήγορος. Αυτό που κάνει μοιάζει αρκετά με ντοκιμαντέρ. Το να ακούς τις κουβέντες από τα τσιράκια των αφεντικών ή και των ίδιων των αφεντικών στην ταινία είναι σαν να ακούς αυτά που τόσα χρόνια μας ταΐζουν από τα κατευθυνόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και δεν δουλεύουν πολύ. Για να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία πρέπει να μειωθούν οι θέσεις εργασίας, να μειωθούν οι μισθοί, να παρθούν μια σειρά από αντεργατικά μέτρα. Και η ανεργία να θερίζει! Κι έχεις τους άλλους να σπάζουν την απεργία για να πάρουν κάτι παραπάνω, πέρα από την αποζημίωση. Δεν καταλαβαίνουν πως με το κλείσιμο του εργοστασίου δεν θα δουλέψουν ποτέ ξανά. Η αντίδρασή τους είναι κοντόφθαλμη, λούμπεν, οπορτουνιστική. Έτσι όμως δεν γίνονται θαύματα. Κι όταν τα αφεντικά σπείρουν τη διχόνοια και στρέψουν τους πιο αδύναμους από τους εργαζόμενους εναντίον των ηγετών τους, που το μόνο που θέλουν είναι να βοηθήσουν εαυτούς και αλλήλους, εκείνοι οι ηγέτες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Η ταινία είναι σπουδαία με όλα όσα λέει καθαρά και ξάστερα. Χρειάζεται όμως να φτάσει στο φινάλε για να απογειωθεί. Αρκετοί θα είναι εκείνοι που θα κλοτσήσουν. Ας είναι.

Βρήκα τη λύση που προκρίνει ο σκηνοθέτης ως την πιο ενδεδειγμένη. Γιατί η εργατική τάξη τρώει τα παιδιά της. Αλλά... είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε, πώς να το κάνουμε; Όλη η ταινία είναι μια καταγραφή ενός αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο. Αν ο σκηνοθέτης επιλέξει ως φινάλε της ταινίας να κερδίσουν οι εργάτες στον αγώνα τους, θα κατηγορηθεί για αφέλεια, για καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, για ψεύτικο μελοδραματισμό, για ακαδημαϊσμό και συντηρητικότητα. Αν επιλέξει να δείξει τους εργάτες απλά να χάνουν, θα είναι μια ηττοπαθής επιλογή. Θα είναι σαν να λέει: «παιδιά, μην αγωνίζεστε, γιατί είναι μάταιο όλο αυτό, θα χάσετε». Υπάρχει και η λύση που προκρίνει τελικά. Που μπορεί να φαίνεται υπερβολική από μερικούς ή δημαγωγική ή ψεύτικη. Αλλά ισχύει ακριβώς ότι και με την ταινία του Lee. Το μήνυμα εδώ έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Μια ταινία που θυμίζει το σινεμά του Ken Loach. Μια ταινία στην οποία οι περισσότεροι που εμφανίζονται είναι πραγματικά εργάτες και όχι ηθοποιοί. Μια ταινία στην οποία η μουσική που έγραψε ο πρωτοεμφανιζόμενος Bertrand Blessing είναι απλά συγκλονιστική. Μια ταινία την οποία χειροκροτούσε επί τέταρτο, όρθιο, το κοινό στην επίσημη προβολή της ταινίας, με τους συντελεστές να είναι όλοι πολύ συγκινημένοι. Μια ταινία που, για μένα, είναι η καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ ως τώρα.


Lazzaro felice Cannes 2018

Η Alice Rohrwacher είναι η μικρή αδελφή της ηθοποιού Alba Rohrwacher – έχουν τρία χρόνια διαφορά. Τρεις είναι και οι ταινίες που έχει σκηνοθετήσει η Alice. Η πρώτη ήταν το «Corpo celeste» (2011), με το οποίο συμμετείχε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» εκείνη τη χρονιά στις Κάννες. Η δεύτερη ήταν η ταινία «Τα θαύματα» (Le meraviglie, 2014), που συμμετείχε επίσης στο φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς και μάλιστα στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο της Επιτροπής. Η τρίτη της ταινίας είναι το Lazzaro felice (ή αγγλιστί «Happy as Lazzaro» και συμμετέχει επίσης στο διαγωνιστικό. Για να δούμε αν θα έχει κάποιου είδους ανταμοιβή η ανοδική πορεία της Ιταλίδας σκηνοθέτιδας...

Η υπόθεση: Ο Λάζαρο είναι ένας νεαρός αγρότης τόσο καλός κι έτοιμος να βοηθήσει τους πάντες, που πολλοί είναι εκείνοι που τον θεωρούν χαζούλη, ότι δεν κόβει το μυαλό του, ότι είναι αργόστροφος. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο Λάζαρο ζει στο απομονωμένο χωριό Ινβιολάτα, μαζί με τους συγχωριανούς του, που όλοι δουλεύουν για την μαρκησία Αλφονσίνα ντε Λούνα, την επονομαζόμενη και βασίλισσα των τσιγάρων, η οποία τους εκμεταλλεύεται. Όπως κάθε καλοκαίρι, η μαρκησία πηγαίνει στην έπαυλή της, κουβαλώντας μαζί της και τον έφηβο γιο της, τον Τανκρέντι.

Ο Τανκρέντι βαριέται απίστευτα στην εξοχή. Το κινητό του δεν έχει σήμα και δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει. Και καθώς θέλει να πικάρει τη μητέρα του, ζητάει από τον Λάζαρο να τον βοηθήσει να στήσει την απαγωγή του! Αυτή η περίεργη και απίθανη συμμαχία είναι μια αποκάλυψη για τον Λάζαρο. Πρόκειται για μια φιλία τόσο πολύτιμη που θα ταξιδέψει μέσα στον χρόνο...

Η άποψή μας: Η Alice Rohrwacher είναι πολύ σπουδαίο ταλέντο. Είναι ολοφάνερο αυτό στην εικόνα τούτης της ταινίας, στο πως χρησιμοποιεί την κάμερα, στο πως στήνει τον μύθο της. Κινηματογραφώντας με φιλμ 16mm, περιγράφει μια ιστορία που μοιάζει αληθινή αλλά είναι και παραμύθι. Ναι, θαρρείς πως όλο το σπουδαίο, παλιό, ιταλικό σινεμά βρίσκεται συμπυκνωμένο σε κάθε εικόνα τούτης της ταινίας, με πιο προφανή αναφορά στο σινεμά των αδελφών Taviani. Κάνει και λαογραφία, καταθέτει έναν ύμνο στην ύπαιθρο της χώρας της, δίνει μια ελεγεία για την ανθρώπινη καλοσύνη και στηρίζει σθεναρά τη δύναμη της φιλίας, την τόσο απαραίτητη και εντέλει τόσο λειτουργική, όταν είναι εφικτό να παραβλεφθούν τάξεις, χρήματα, κοινωνικές και διαφορές ανατροφής και γνωστικές. Δεν είναι προγονόπληκτη (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες παλιών Ελλήνων σκηνοθετών) ούτε απορρίπτει το παρελθόν (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες νέων Ελλήνων σκηνοθετών).

Κοιτάει με νοσταλγία αυτό που υπήρχε και με μελαγχολία αυτό που υπάρχει. Την Ιταλία της κρίσης, της φτώχειας, της μιζέριας. Ο μαγικός της ρεαλισμός είναι πιο μαγικός όταν επικεντρώνεται στο παρελθόν και πιο ρεαλισμός όταν αναφέρεται πλέον στο παρόν. Και στο μέσον όλο αυτού, ο Λάζαρο. Ένα αγόρι χωρίς ίχνος κακίας μέσα του, που κάνει αγόγγυστα ότι του πούνε, που βρίσκει τρόπο να απολαμβάνει τα μικρά πράγματα στη ζωή, που έχει τα καταφύγια και τις κρυψώνες του, που λάμπει αλλιώς όταν κάποιος δεν του ζητάει απλά να κάνει μια δουλειά αλλά του ζητάει τη φιλία του. Ο Adriano Tardiolo που τον υποδύεται, δεν είναι ηθοποιός και φαίνεται αυτό. Είναι η πρώτη του κινηματογραφική παρουσία, έχει όμως το βλέμμα και το κατάλληλο πρόσωπο για το ρόλο. Είναι ο Λάζαρος, ο πρώτος άνθρωπος που αναστήθηκε, και είναι ευγνώμων για το δώρο της ζωής.

Στο πρώτο μέρος η επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Nicoletta Braschi. Στο δεύτερο μέρος (ναι, η ταινία μπορεί εύκολα να χωριστεί σε δύο εντελώς διακριτά μέρη) βλέπουμε την Alba Rohrwacher και τον Sergi López να είναι οι βασικοί επαγγελματίες ηθοποιοί. Εδώ, το κλίμα παραπέμπει περισσότερο στο σινεμά του Ettore Scola. O Λάζαρο βρίσκεται σε έναν κόσμο που τον έχει ξεπεράσει. Τον έχει αφήσει πίσω. Τον έχει αφήσει στον εαυτό που είχε παλιά, στο χωριό του. Ο αναγεννημένος Λάζαρο μένει ο ίδιος όταν όλοι οι υπόλοιποι έχουν προχωρήσει μπροστά. Πού μπροστά, όμως; Στον σκληρό κόσμο της πόλης. Σε έναν κόσμο όπου η καλοσύνη δεν λογίζεται πλέον ως αφέλεια αλλά ως κάτι το επικίνδυνο, κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί.

Παίζοντας λίγο με ιδέες από ταινίες όπως ο «Λευκός θεός» του Kornél Mundruczó και o «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού μας δίνει ένα φινάλε όμορφο να το βλέπεις, αμήχανο όμως και κάπως φορσέ, κάπως επιβεβλημένο από την ανάγκη να κλείσει δυνατά αλλά όχι σε συνάφεια με ότι είδαμε προηγουμένως. Ας είναι. Το πρόσημο για την ταινία της είναι σαφέστατα θετικό. Και ναι, θα δούμε πολύ καλύτερα πράγματα από αυτήν στο μέλλον.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »

Το κουκλόσπιτο του τρόμου (Ghostland) Poster ΠόστερΤο κουκλόσπιτο του τρόμου
του Pascal Laugier. Με τους Crystal Reed, Emilia Jones, Anastasia Phillips, Taylor Hickson, Mylène Farmer, Rob Archer, Kevin Power


Μαρτύριο!
του zerVo (@moviesltd)

Παίρνοντας αφορμή από την εξαιρετικά επιτυχημένη απόπειρα πάνω στο είδος, που επιχείρησαν οι γείτονες τους Ισπανοί, εκεί κάπου στην αρχές του αιώνα, γνωρίζοντας πως διαθέτουν την κυρίαρχη φιλμική βιομηχανία της Γηραιάς Ηπείρου, οι φίλοι μας οι Γάλλοι, πραγματοποίησαν την δική τους προσπάθεια στον δύσκολο, είναι η αλήθεια, τομέα του horror. Με πενιχρό σκορ δημιουργιών, απόλυτα δυσανάλογο σε σχέση με τις εκατοντάδες φραντσέζικες ταινίες που κυκλοφορούν συνολικά ετησίως, θα έλεγε κανείς πως δεν τα πήγαν και άσχημα. Στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στην κινηματογραφική μετάλλαξη της κοινωνικής βίας που ζει ο τόπος και λιγότερο στο μεταφυσικό κομμάτι του τρόμου, μέσα από φιλμς όπως τα Inside, Mutants, Them και Haute Tension, επέδειξαν μια ιδιαίτερη δυναμική στο genre που ξεθύμανε τάχιστα με την εκπνοή της δεκαετίας των 00s. Ίσως αυτός να είναι και ο βασικός λόγος που σκηνοθέτες, όπως ο Pascal Laugier, δημιουργός της πλέον ονομαστής στιγμής αυτού του βραχύβιου κινήματος, πήραν των ομματιών τους και τράβηξαν για άλλες πολιτείες, προκειμένου να κάνουν πραγματικότητα τις ιδέες τους...

Το κουκλόσπιτο του τρόμου (Ghostland) Quad Poster Πόστερ
Κατόπιν του θανάτου της εύπορης θείας της, η σαραντάχρονη Πολίν, μαζί με τις δύο ανήλικες θυγατέρες της, την Μπεθ και την Βέρα, θα αναζητήσουν ένα καινούργιο ξεκίνημα στο απομακρυσμένο από την βουή της πόλης, σπίτι στην ύπαιθρο, που εκείνη τους κληροδότησε. Από τις πρώτες στιγμές κιόλας, στο ξύλινο δίπατο, με το σκοτεινό κελάρι και τις δεκάδες πορσελάνινες κούκλες για ντεκόρ, οι τρεις γυναίκες θα αντιληφθούν τον κίνδυνο που υπέχει αυτή τους η απομόνωση, φόβος που πολύ σύντομα θα εξελιχθεί σε πραγματικότητα, καθώς δυο παράξενης όψης άγνωστοι θα εισβάλλουν στην οικία και θα απειλήσουν τις ζωές τους.

Δεκαέξι χρόνια μετά από το τρομακτικό αυτό περιστατικό, που μετέτρεψε τα όνειρα τους σε εφιάλτες, οι δύο κοπέλες, γυναίκες πλέον, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να ξεπεράσουν εκείνη την βασανιστική βραδιά. Κι αν η μικρότερη από τις δύο, η Μπεθ, έχει κατορθώσει να εξελιχθεί σε μια διάσημη συγγραφέα μυθιστορημάτων τρόμου, ουσιαστικά αναπλάθωντας στην γραφή της όλα όσα βίωσε εκείνη την μοιραία νύχτα στο αιματοβαμμένο σπίτι, η μεγαλύτερη, η Βέρα, ζει και αναβιώνει καθημερινά μέσα σε παράνοια τον πόνο της δολοφονικής επίθεσης. Ανησυχώντας για την κατάσταση της υγείας της, η Μπεθ θα επιστρέψει στον τόπο του μαρτυρίου, για να συναντήσει ξανά την μητέρα και την αδελφή της. που δεν το εγκατέλειψαν ποτέ. Και οι μνήμες που θα ξυπνήσουν, αυτή την φορά, θα είναι ακόμη πιο άγριες και εχθρικές, από όσα βίωσαν στα χέρια των σαδιστών...

Deja Vu λοιπόν? Βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανάληψη των όσων τραγικών έζησαν τα δυο εφηβάκια και η ζορισμένη, μα γεμάτη δύναμη και σθένος να πολεμήσει αυτούς που απειλούν τα παιδιά της, προστάτιδα ή μήπως απλά και μόνο με το πέρασμα από το κατώφλι της βιλίτσας, το παρελθόν ξυπνά από μόνο του και επιστρέφει μέσα στα πονεμένα μυαλά των γυναικών, ακόμη πιο επιθετικό και φονικό? Είναι η στιγμή που ο ευφάνταστος Laugier παίρνει την απόφαση να τσουλήσει την έμπνευση του πάνω σε δύο χρονικές τροχιές, στο σήμερα και το χθες, χρησιμοποιώντας θολές τεχνικές, ονείρου και συννεφιασμένης φαντασίας, που ταράζουν τον θεατή και τον καθιστούν πιο ευάλωτο στις διαρκείς επιθέσεις των κλισεδιάρικων "Μπου", που λογικά παίρνουν θέση στο μενού ξεσηκωμού της ανατριχίλας.

Και το κολπάκι πιάνει, από την μια μεριά για τον λόγο του ότι η πλατεία έχει μείνει εκκρεμής και δεν γνωρίζει πλήρως τι συνέβη εκείνα τα φοβερά μεσάνυχτα, αλλά και διότι οι χαρακτήρες όλο αυτό τον τρόμο τον έχουν ακόμη ζωγραφισμένο στα μάτια τους και κάθε τους στιγμή, έκτοτε, ισοδυναμεί με κόλαση. Η ανατροπή, για τους λιγότερο εξασκημένους στην πρόβλεψη της, πιάνει τόπο, οι αινιγματικές μόστρες των επιτιθέμενων τεράτων σιγοντάρουν κι εκείνες στην εκτόξευση της αγωνίας, την ώρα που στην ανακατωσούρα του "τι τρέχει" σιγοβράζει μια πλοκή που δεν είναι και η πιο πρωτότυπη. Δεν είναι όμως και αμιγώς Χολιγουντιανή, με ότι θετικό ή αρνητικό κρύβει μια τέτοια διαπίστωση. Για να σταθούμε στα πλην, μιας παραγωγής καναδέζικης και σχετικά οικονομικής σε παράδες, τόσο τα ντεκόρ που μοιάζουν πάμφθηνα, όσο κυρίως το μακιγιάζ που δείχνει ερασιτεχνικό στερούν πόντους από το τελικό αποτέλεσμα.

Που το τρέχουν όμορφα στο υποκριτικό τους κομμάτι τα δύο ντουέτα που επέλεξε ο Laugier για να αποδώσουν τις κορασίδες νέες και ενήλικες - η γνωστότερη της τετράδας είναι η αληθινά όμορφη, αν και πειραγμένη εμφανώς σε χείλη και ζυγωματικά Crystal Reed των τηλεοπτικών Gotham και Teen Wolf. Έκπληξη ορίζει σιμά τους, η Κεμπεκουά ντίβα του γαλλόφωνου σανσόν και ουχί ηθοποιός Mylene Farmer, που αποδίδει με ελάχιστες ατάκες αλλά εκφραστικώς πειθήνια την μάνα - χαρακτήρα κλειδί για την εξέλιξη μιας φοβιστικής ιστορίας, που μοιάζει με ατμοσφαιρικό κομφούζιο, με προκαλεί όμως γοητευτικά, κάποια στιγμή να ξαναδιαβάσω το Ghostland, μπας και την αποπλέξω...

Το κουκλόσπιτο του τρόμου (Ghostland) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαΐου 2018 από την Seven Films!
Περισσότερα... »

Βηρυτός (Beirut) Poster ΠόστερΒηρυτός
του Brad Anderson. Με τους Jon Hamm, Rosamund Pike, Dean Norris, Shea Whigham, Larry Pine, Mark Pellegrino, Idir Chender, Ben Affan, Leïla Bekhti


From The Lebanon!
του zerVo (@moviesltd)

Διόλου τυχαία αποκλήθηκε ως το Παρίσι της Μέσης Ανατολής, χάρη στην πρωτόγνωρη άνθηση που γνώρισε εκεί στα μέσα του 20ου αιώνα, λίγο μετά το πέρας του δευτέρου μεγάλου πολέμου, καθώς αποτέλεσε έναν από τους πλέον διάσημους τουριστικούς προορισμούς, επιδεικνύοντας ένα εκπληκτικής ομορφιάς κοσμοπολίτικο πρόσωπο. Χάρη στις φραντσέζικες καταβολές της, η λαμπερή Βηρυτός, έφτασε στο απόγειο της δόξας της στις αρχές της δεκαετίας του 70, καθώς βρέθηκε στο μέσον των πυρών εμφύλιων και εχθρικών με τους γείτονες Ισραηλινούς. Παλιά μου τέχνη κόσκινο για την ηλιόλουστη αυτή παραλιακή μητρόπολη της Μεσογείου, που σε ιστορική πορεία μεγαλύτερη των πέντε χιλιετιών, πάντοτε είχε σαν γνώρισμα να έλκει τους ξένους κατακτητές, Αιγύπτιους, Έλληνες, Ρωμαίους, Μουσουλμάνους, Οθωμανούς...

Βηρυτός (Beirut) Quad Poster Πόστερ
1982. Δέκα χρόνια έχουν διαβεί από την στιγμή που του κατέστρεψε ολοκληρωτικά την ζωή, από εκείνο το μοιραίο βράδυ στην πολυτελή οικία του στην Βηρυτό, όταν κατά την διάρκεια δεξίωσης με εκείνον, ως διπλωματικό εκπρόσωπο των ΗΠΑ, για οικοδεσπότη, από τις σφαίρες άγνωστου τρομοκράτη εισβολέα, έπεσε νεκρή η λατρεμένη του σύζυγος. Ξεσπώντας την θλίψη του στο ποτό, ο φημισμένος κάποτε για τις διαπραγματευτικές του ικανότητες, Μέισον Σκάιλς, έχει εγκαταλείψει για πάντα την υπηρεσία του, βγάζοντας τα προς το ζην ως εκπρόσωπος ιδιωτικών, πλέον, επιχειρήσεων. Δϊχως ποτέ του να κατορθώνει να διώχνει από την μνήμη του την εικόνα της αιματοβαμμένης του γυναίκας, αλλά και την εξαφάνιση του μόλις 13χρονου ορφανού Λιβανέζου Σαμίρ, που είχε πάρει υπό την κηδεμονία του.

Και για τον οποίο όπως είχε πληροφορηθεί από τους έμπιστους φίλους του και πράκτορες της CIA, είχε οικογενειακές σχέσεις με τους εγκεφάλους της άνανδρης και πολύνεκρης επίθεσης εναντίον των Ισραηλινών αθλητών, κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων του Μονάχου το 1972. Έχοντας πέσει σε κατάθλιψη, προς μεγάλη του έκπληξη θα αντιληφθεί πως οι πρώην συνεργάτες του θα τον προσεγγίσουν και πάλι, αναθέτοντας του την αποστολή να ταξιδέψει και πάλι στην φλεγόμενη, πια, Βηρυτό, ώστε να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων της απελευθέρωσης του αξιωματούχου της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και καλού του φίλου, Καλ Ράιλι, που κρατείται εδώ και καιρό όμηρος από άραβες εξτρεμιστές. Και που έχουν απαιτήσει την δική του παρουσία, ούτως ώστε οι συζητήσεις να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο.

Πρόκληση, γυρισμού στον τόπο που μαράζωσε ολόκληρο το είναι του και ενδεχόμενα να ορίσει την λύτρωση που για παραπάνω από μια δεκαετία αναζητά, περιφερόμενος μακρυά από το πραγματικό του στοιχείο. Με το που προσγειωθεί και πάλι μετά από τόσο καιρό στον Λίβανο, θα αντιληφθεί πως τίποτα δεν είναι όπως στο παρελθόν, τα πάντα έχουν κατακερματιστεί, ερειπωθεί, ισοπεδωθεί, από την ακατάπαυστη οργή φίλιων ή εχθρικών πυρών, που ζήλεψαν την ομορφάδα των ανατολίτικων Παρισίων. Από τις πρώτες κιόλας ώρες στην Βηρυτό, ερχόμενος σε επαφή με όλους αυτούς τους κατασκόπους, επιτετραμμένους, ένοπλους παρτιζάνους και αποφασισμένους για τα πάντα καμικάζι, ο Σκάιλς θα καταλάβει πως η πόλη που αγάπησε όσο καμία άλλη, συμβαδίζει αρμονικά με την καταστροφή που γνωρίζει και η δική του ψυχή. Ερήμωση για την οποία δεν έχει κατορθώσει ακόμη να αποδώσει σε κάποιον την ευθύνη...

Με μια πραγματική ιστορία, που συντάραξε τις τάξεις της CIA αλλά και των περιφερειακών του Λιβάνου μυστικών υπηρεσιών, την απαγωγή από τζιχαντιστές της Χεζμπολάχ το 1984 του Αμερικάνου πράκτορα Γουίλιαμ Φράνσις Μπάκλευ, αλλά και την απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας του από τον διαμεσολαβητή και στενό του φίλο Τεντ Σάκλι, ασχολείται στην νέα του δημιουργία, ο τηλεοπτικών καταβολών δημιουργός Brad Anderson. Που έργο του στην μεγάλη οθόνη έχουμε γνωρίσει μέσα από ταινίες αξιοπρεπούς επιπέδου όπως τις The Machinist και The Call. Με σύμμαχο του ένα υπέροχα κοφτό μοντάζ, αλλά και τον προσεγμένο σχεδιασμό της παραγωγής, που αποδίδει το επίκεντρο των εξελίξεων, την Βηρυτό, τόσο από την παραδεισένια καλή, όσο και από την διαλυμένη ανάποδη, ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται στο έπακρο το εξαιρετικά δομημένο σενάριο του άριστου γνώστη του είδους, Tony Gilroy. Σκριπτ που είναι παραγεμισμένο από την απαράμιλλη δυναμική του Michael Clayton, σε μια κοψιά ιδιαίτερα αυθεντική πάντως, αν αναλογιστούμε πως ο εμπνευστής του σινέ-σίριαλ των Bourne, το συνέγραψε χρονικά το 1990, έχοντας τα τραγικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο καμίνι της Μέσης Ανατολής, ακόμη πολύ νωπά στην μνήμη του.

Το φιλμ στην πραγματικότητα βαδίζει με εντυπωσιακό τρόπο πάνω σε δύο διαφορετικές αφηγηματικές τροχιές. Εκείνη του ανθρώπινου δράματος, που στο επίκεντρο της βρίσκεται ένας συντετριμμένος άντρας, μέθυσος και παρατημένος, που βαδίζει προς το άγνωστο δίχως την παραμικρή ελπίδα στον ορίζοντα. Και αυτή του πολιτικού θρίλερ, που άξονας της είναι ένας δυναμικός έιτζεντ, που παλεύει για το σπουδαίο του come back, έχοντας πολλά πράγματα να αποδείξει για την αξία του, τόσο στον διεφθαρμένο και ιδιοτελή περίγυρο, μα κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό. Ετούτη ακριβώς την απαιτητική διπλή υπόσταση, πετυχαίνει να αποδώσει χωρίς κανένα ψεγάδι ο εκφραστικός Jon Hamm, απόφοιτος της σχολής του Mad Men, που καταφέρνει συνάμα να είναι και χωστός και ξεχωριστός και δραματικά άρτιος και όπου χρειάζεται επιβλητικός. Ίσως σε τέτοιο βαθμό, ώστε άπαντες οι αμέτρητοι σε σημείο χασίματος, περιφερειακοί ρόλοι να υποβαθμίζονται και σε σημασία και σε υποστηρικτικό βάθος.

Με οδηγό το προοδευτικά αυξανόμενο σασπένς, ειδικά για όσους δεν γνωρίζουν την εξέλιξη της υπόθεσης Μπάκλευ και με δυνατό του χαρακτηριστικό τις απρόβλεπτες ανατροπές, το Beirut, στέκεται με άνεση ανάμεσα στην λίστα με τις πιο ποιοτικές στιγμές του genre στην δύσκολη, ελλείψει των αβανταδόρικων ψυχροπολεμικών καταστάσεων, μετα-μιλένιουμ εποχή. Δίχως να έχει τον παραμικρό στόχο να πάρει θέση, προβάλλοντας κάποιον από τους αμέτρητους παίκτες στην σκακιέρα των πολλών, ως αγαπητό και φαβορί, το θρίλερ φωτογραφίζει εξαιρετικά το άρρωστο συμφεροντολογικό κλίμα που μετέτρεψε μια παραμυθένια όαση σε φλογισμένη κόλαση και που παρότι εκτυλίσσεται 35 και βάλε χρόνια πριν, διαθέτει τέτοια διαχρονικότητα, ώστε να μην απέχει και πολύ από ανάλογα δραματικά περιστατικά, που συμβαίνουν στον εσαεί διακεκαυμένο τόπο.

Βηρυτός (Beirut) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαΐου 2018 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Μια βροχή θα μας σώσει!

Τόσες μέρες περιμέναμε βροχή και δεν έβρεχε. Σήμερα, Κυριακή και 13, όμως, του έδωσε και κατάλαβε. Μούσκεμα γίναμε! Αυτό δεν ήταν βροχή, ήταν βροχάρα. Με μπουμπουνητά και όλα τα σχετικά. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, δεν μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Να στέκομαι υπό καταρρακτώδη βροχή σε ουρά για να μπω σε σινεμά να δω μία ταινία. Ο τέλειος μαζοχισμός ρε φίλε. Καταβράχηκα.

Με όλα όσα έγιναν χθες με τον τελικό κυπέλλου και τα σχετικά, ξέχασα να αναφερθώ σε δύο ζητήματα. Το ένα έχει να κάνει με την πολύ έντονη – για άλλη μια χρονιά – αστυνομική παρουσία. Είδατε τι έγινε στο Παρίσι, έτσι; Επίθεση με μαχαίρι και νεκρός. Εδώ κυκλοφορούν ακόμα και μέσα στο Παλέ του φεστιβάλ ένστολοι με όπλα που δεν ξέρω και πως να τα ονοματίσω. Τρομακτικό και κάπως όλο αυτό...

Επίσης, έγινε ακόμα μια εκδήλωση γυναικείας ενδυνάμωσης. 82 γυναίκες ανέβηκαν τα σκαλιά του Παλέ αντιπροσωπεύοντας τις 82 όλες κι όλες γυναίκες σκηνοθέτιδες που έχουν βρεθεί στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ από τότε που δημιουργήθηκε. Θέλετε αντίστοιχο αριθμό ανδρών; 1688! Τρομακτική διαφορά. Όμως, ας προχωρήσουν οι μάστορες και σε άλλα στατιστικά στοιχεία. Πόσοι είναι οι λευκοί και πόσοι οι μαύροι, οι ασιάτες, οι λατινοαμερικάνοι; Πόσοι είναι οι γκέι και πόσοι οι στρέιτ; Πόσοι είναι δεξιοί και πόσοι αριστεροί; Οι θρήσκοι και οι άθεοι; Οι χρισιανοί, οι μουσουλμάνοι, οι ινδουιστές; Θα χαθεί η μπάλα...

Se rokh Cannes 2018

Πρώτη ταινία της σημερινής ανταπόκρισης, η νέα ταινία του Ιρανού Jafar Panahi Se rokh (αγγλιστί 3 Faces). Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του και η πρώτη του που παίρνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών. Έχει έρθει ξανά στις Κάννες με την πρώτη του ταινία «Το άσπρο μπαλόνι» (The White Balloon, 1995), που πήρε μέρος στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» και κέρδισε την Χρυσή Κάμερα (βραβείο για την καλύτερη πρώτη ταινία σκηνοθέτη από όλα τα τμήματα του φεστιβάλ). Και η δεύτερη φορά του ήταν όταν έλαβε μέρος στο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» με το «Κόκκινο χρυσάφι» (Grimson Gold, 2003), όπου και πάλι τιμήθηκε – με το βραβείο του τμήματος αυτήν τη φορά. Λέτε με την τρίτη του παρουσία (τρόπος του λέγειν, μιας που ο Panahi απαγορεύεται να ταξιδέψει εκτός Ιράν, όντας χαρακτηρισμένος αντικαθεστωτικός) να κάνει την έκπληξη και να πάρει τον Χρυσό Φοίνικα; Έχουμε δει και πιο κουλές βραβεύσεις η αλήθεια είναι...

Η υπόθεση: Ο σκηνοθέτης Jafar Panahi δέχεται στο κινητό του ένα παράξενο selfie-video, τραβηγμένο επίσης από κινητό. Μια κοπέλα, η Marziyeh Rezaie στο βίντεο αυτό, κατηγορεί τη διάσημη Ιρανή ηθοποιό, Behnaz Jafari, ότι έχει αγνοήσει τις προηγούμενες εκκλήσεις της για βοήθεια. Η κοπέλα ήθελε να γίνει ηθοποιός. Μάλιστα, είχε γίνει δεκτή σε μια διάσημη σχολή στην Τεχεράνη για να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Η οικογένειά της όμως αρνείται να την αφήσει να φύγει από το σπίτι για να πάει να σπουδάσει. Η κοπέλα νιώθει να ασφυκτιά και αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της. Αυτά λέει στο βίντεο. Και στο τέλος του, το οποίο έχει γυριστεί σε μια σπηλιά, φαίνεται να βάζει το λαιμό της γύρω από ένα σκοινί και να κρεμιέται!

Ο Panahi πηγαίνει από το σετ όπου η Jafari γυρίζει την επόμενη ταινία της, ουσιαστικά την αρπάζει από εκεί και με το αμάξι του πηγαίνουν στο χωριό της κοπέλας για να μάθουν τι ακριβώς έχει συμβεί. Το χωριό είναι στα βόρεια του Ιράν, εκεί κοντά στην Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν. Τελικά η κοπέλα όντως αυτοκτόνησε;

Η άποψή μας: Ο Panahi συνεχίζει να γυρίζει ταινίες υπό καθεστώς ημιπαρανομίας. Γι' αυτό και σε αυτήν την ταινία, το μεγαλύτερο μέρος των σκηνών έχει γυριστεί μέσα από το αυτοκίνητο – είτε αυτό βρίσκεται εν κινήσει είτε είναι σταματημένο. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν χρειάζεται να στήνει συνεργείο, να φαίνονται μεγάλες κάμερες, να γίνεται σούσουρο, όπερ, να δίνει στόχο. Επίσης, η αρχική σκηνή της αυτοκτονίας (;) έχει γυριστεί με κινητό. Με τέτοια κόλπα συνεχίζει να είναι παραγωγικός ο πολύ καλός αλλά όχι σπουδαίος Ιρανός σκηνοθέτης. Που κι εδώ κάνει εννοείται μια μυθοπλαστική ταινία, με έντονα στοιχεία ντοκιμαντέρ και σινεμά βεριτέ. Ο ίδιος παίζει τον εαυτό του, η Jafari είναι πολύ γνωστή ηθοποιός στην Περσία κι όλοι οι υπόλοιποι που συμμετέχουν είναι ερασιτέχνες που υποδύονται τον εαυτό τους.

Τα τρία πρόσωπα του τίτλου τώρα, είναι τρεις γυναίκες διαφορετικών γενεών στο σύγχρονο Ιράν. Τρεις ηθοποιοί, νυν, πρώην και επόμενες. Από τη μια είναι η Jafari, αποδεκτή από το καθεστώς και μεγάλη σταρ στη χώρα της. Από την άλλη είναι η πιτσιρίκα Rezaie, που θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά της το απαγορεύει η οικογένειά της, καθώς το να είσαι ηθοποιός δεν είναι καθόλου χρήσιμο κατά την άποψή τους, ενώ προσεγγίζει και τα όρια της ανηθικότητας. Και η τρίτη ηθοποιός δεν φαίνεται στην ταινία, η παρουσία της όμως είναι έντονη. Πρόκειται για τη Shahrazade, διάσημη ηθοποιό στη χώρα πριν την Επανάσταση του 1979, εξορισμένη ουσιαστικά στο χωριό και χωρίς δυνατότητα να παίζει σε ταινίες από τότε. Είναι εκεί και δεν είναι. Είναι αυτή που λείπει. Κι εδώ ο Panahi βρίσκει τρόπο να αναφερθεί στο δικό του θέμα.

Το λέει εξάλλου ξεκάθαρα στην ταινία, μέσω της Jafari: «Ο κύριος Panahi απαγορεύεται να ταξιδέψει στο εξωτερικό». Από εκεί και πέρα, όμως, απεγκλωβίζεται λίγο από τον... εαυτό του και τη συμπεριφορά του καθεστώτος απέναντί του, που ήταν ουσιαστικά στο επίκεντρο των δύο προηγούμενων ταινιών του. Εδώ, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο ενός τμήματος της χώρας που ζει αλλιώς. Δεν παίρνει θέση, δεν κρίνει, δεν προχωράει σε διδακτισμούς. Πετυχαίνει το καλύτερο που μπορεί με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτει. Δείχνει τη φιλοξενία και την αγνότητα των κατοίκων της περιοχής αλλά και τη στενομυαλιά και τον δικό τους εγκλωβισμό. Εννοείται πως οι συμβολισμοί είναι μπόλικοι και ενδιαφέροντες. Ένας τραυματισμένος ταύρος, που κλείνει το δρόμο φυγής αρχικά του σκηνοθέτη και της ηθοποιού (χωρίς την πιτσιρίκα) λέει πολλά. Και ο ιδιοκτήτης του περισσότερα. Για το πόσες γελάδες μπορεί να πηδήξει στην καθισιά του. Ένας ταύρος με κάκαλα από χρυσάφι! Επίσης, το πετσάκι από την περιτομή ενός παιδιού λαμβάνει θαυματουργά χαρακτηριστικά. Και ναι, οι ντόπιοι δεν θέλουν να έχουν σχέση με το σινεμά ως συμμετέχοντες, αλλά βλέπουν μπόλικο, έχουν άποψη και κάποιοι από αυτούς θέλουν να δουν την ιστορία του γιου τους να μεταφέρεται στον κινηματογράφο.

Ωραία όλα αυτά αλλά το σινεμά του Panahi δεν είναι ούτε τόσο δραματοποιημένο ώστε να υπάρχει συναισθηματική εμπλοκή του θεατή ούτε τόσο διανοουμενίστικο ώστε να πατήσουν αυτοί που θέλουν το κάτι παραπάνω για να ιντριγκαριστούν. Τίμιο σινεμά όμως, όπως και να έχει.

Gueule d'ange Cannes 2018

Η δεύτερη σημερινή ταινία μας έρχεται από το τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» και είναι γαλλική. Μιλάμε για το Gueule d'ange (αγγλικός τίτλος: Angel Face) της Vanessa Filho, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Έχει δουλέψει και ως second unit director στην ταινία «Το κόλπο της ζωής μας» (The Love Punch, 2013), με Pierce Brosnan και Emma Thompson. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει η ίδια η σκηνοθέτιδα μαζί με τον Diastème. Και είναι μια ταινία στην οποία για πρώτη φορά βλέπουμε την Marion Cotillard σε τόσο παρακμιακό ρόλο.

Η υπόθεση: Η οχτάχρονη Ελί ζει μαζί με τη μητέρα της, τη Μαρλέν, σε μια μικρή πόλη στη γαλλική Ριβιέρα. Η Ελί δεν έχει γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της: είναι το γέννημα ενός one night stand. Η Μαρλέν ετοιμάζεται να παντρευτεί, κάτι που δείχνει πως, επιτέλους, θα δώσει την απαραίτητη σταθερότητα στην Ελί και θα κλείσει μια για πάντα τις υποψίες των κοινωνικών λειτουργών, που ανησυχούν για τη σωστή ανατροφή της μικρής, μιας που η μητέρα της δείχνει σημάδια ανευθυνότητας. Το ίδιο κάνει με το γάμο. Ουσιαστικά, τον διαλύει, ανίκανη να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της. Ψάχνει καταφύγιο στο ποτό και στα ξενύχτια.

Κι ένα βράδυ ξενυχτιού απλώς αποφασίζει να μην γυρίσει πίσω στο σπίτι. Η Ελί μένει μόνη της. Παραπάνω από μία μέρες. Δέχεται τη χλεύη των συνομηλίκων της. Και δεν μπορεί να διαχειριστεί τη μοναξιά της. Θα προσκολληθεί στον γιο ενός γείτονά της, παλιό πρωταθλητή καταδύσεων, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα...

Η άποψή μας: Δεν είναι κακή ηθοποιός η Marion Cotillard. Καθόλου κακή. Αλλά, ρε παιδί μου, εντέλει, δεν μπορεί να παίξει τα πάντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτή η ταινία. Υποδύεται μιαν ανώριμη μητέρα με πρόβλημα αλκοολισμού, με πρόβλημα συναισθηματικής εμπλοκής, με πρόβλημα διαχείρησης των θέλω της, αποπροσανατολισμένη, φτωχή, ουσιαστικά αγράμματη, αυτό που οι Αμερικάνοι αποκαλούν white trash. Κολλάει στην τηλεόραση και βλέπει μαλακίες, στο γάμο της γαμιέται με έναν άγνωστο, πίνει και δίνει και στην ανήλικη κόρη της να πιεί, τέτοια. Καθόλου δεν πείθει όμως. Ούτε στο ελάχιστο. Η διαφορά με την Bria Vinaite, την μη ηθοποιό που υποδύθηκε εντελώς ανάλογο ρόλο στο περσινό «The Florida Project» είναι χαώδης! Και δεν φταίνε τα τατουάζ της δεύτερης (και η Cotillard έχει κάνει για την ταινία). Είναι ότι η μία είναι πειστική και η άλλη όχι.

Περισσότερο παρασυρόμαστε και προσέχουμε την εμφάνιση της ηθοποιού, τα ρούχα της, τα μαλλιά της, το επιτηδευμένο μακιγιάζ της, τα χρωματιστά σουτιέν που τονίζουν το υπέροχο στήθος της (δεν άντεξα, το είπα!) παρά τον χαρακτήρα που υποδύεται. Μεγάλη αποτυχία. Έτσι χάνεται το μισό στοίχημα της ταινίας. Από την άλλη, υπάρχει η πιτσιρίκα που υποδύεται την μικρή Ελί, η Ayline Aksoy-Etaix. Κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, αλλά και πάλι δεν φτάνει με την καμία τα επίπεδα φυσικότητας και ερμηνείας της Brooklynn Prince, υποδύονταν την υπέροχη πιτσιρίκα Μούνι στην ταινία του Sean Baker. Μέχρι και αναλογία στους δεύτερους ανδρικούς ρόλους έχουμε! Εκεί όπου ο Willem Dafoe έθελγε στην αμερικάνικη ταινία ως πατρική φιγούρα, ο Alban Lenoir, έτσι κι αλλιώς περιορισμένων δυνατοτήτων ηθοποιός, προσπαθεί, είναι καλύτερος από άλλες φορές, αλλά δεν...

Η σκηνοθέτιδα εκτός από το ότι έχει διαλέξει λάθος καστ, το οποίο δεν το διευθύνει και όσο πρέπει καλά για να διορθώσει τις αστοχίες, έχει κι άλλα προβλήματα, τα οποία δημιουργεί η ίδια και το σενάριό της. Ας πούμε, η παρουσίαση της Cotillard γίνεται με μόνον μελανά χρώματα. Δεν της δίνει κανένα ελαφρυντικό. Είναι ένας χαρακτήρας που χτίστηκε με αυτόν τον τρόπο έτσι ώστε οι θεατές να λένε: «Κοίτα να δεις τώρα την πουτάνα, μα μητέρα είναι αυτή; Κάποιοι δεν πρέπει να γίνονται γονείς». Ισχύει: κάποιοι δεν πρέπει να γίνονται γονείς. Εδώ οι πολλοί που θέλουν να γίνουν γονείς και έχουν τις καλύτερες προθέσεις πολλές φορές μόνον από τύχη δεν διαλύουν συναισθηματικά τα παιδιά τους, ανατρέφοντας παράλυτους και λειψούς ανθρώπους. Εδώ, λοιπόν, το μόνο «ελαφρυντικό» που δίνει στη μητέρα, είναι ότι κατά βάθος... αγαπάει το παιδί της. Κι ας είναι πολλές φορές το παιδί εκείνο που συμπεριφέρεται ως γονέας. Χαρακτηριστική είναι μια σκηνή από τις αρχικές του φιλμ, όπου η Μαρλέν έχει γυρίσει κομμάτια από νυχτερινή έξοδο και ζητάει από τη μικρή να της τραγουδήσει για να κοιμηθεί! Η οποία μικρή τη χαϊδεύει ακριβώς όπως ένας γονέας κάνει στο παιδί του.

Σε ότι αφορά κάποια έστω μικρή κοινωνική κριτική, αυτή εξαντλείται στο πως από μικροί καταδικάζουμε την διαφορετικότητα. Η Ελί βιώνει σχεδόν καθημερινό μπούλινγκ από τους συμμαθητές της επειδή η μητέρα της είναι χαλαρών ηθών. Κι ενώ για το ένα τρίτο της ταινίας (ίσως και παραπάνω) η κακή Cotillard εξαφανίζεται από το κάδρο, η απουσία της λειτουργεί ακόμα πιο αρνητικά για το φιλμ. Γιατί το back story με τον δύτη δεν μπορεί να ισορροπήσει ή ακόμα και να βελτιώσει την κατάσταση. Μέτρια πράγματα λοιπόν, στο σύνολό της η ταινία, που όμως, σε πιθανή εμπορική προβολή της στην Ελλάδα νομίζω πως θα κόψει πολύ περισσότερα εισιτήρια από το χιλιάδες φορές καλύτερο «Florida Project». Καταλαβαίνετε τι εννοώ..

Mandy Cannes 2018

Τελευταία ταινία της ημέρας, μία που είχε ελληνικό χρώμα. Μιλάω για το Mandy του γιου του Γιώργου Κοσμάτου, του Πάνου Κοσμάτου. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του υιού Κοσμάτου. Έκανε ντεμπούτο στο φεστιβάλ του Σάντανς και είναι η τελευταία ταινία για την οποία έγραψε μουσική ο πρόωρα χαμένος Jóhann Jóhannsson, ενώ ανάμεσα στους παραγωγούς βρίσκεται και ο Elija Wood. Προβλήθηκε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Και για μένα αποτέλεσε ακόμα μία τεράστια απογοήτευση...

Η υπόθεση: 1983, κάπου στην αμερικάνικη ενδοχώρα. Ο Ρεντ Μίλερ δουλεύει ως υλοτόμος και ζει μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, Μάντι, η οποία φοράει μπλουζάκια Black Sabbath και Motley Crew, ασχολείται πειστικά με το κόμικ και δουλεύει σε κάτι σαν ψιλικατζίδικο. Το σπίτι τους είναι απομονωμένο στη μέση του πουθενά. Είναι ερωτευμένοι, ακούνε ο ένας τον άλλο, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Μια μέρα, τυχαία, τη Μάντι θα δει ο Τζερεμάι Σαντ, ηγέτης μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης, και θα θελήσει να την κάνει δική του.

Όταν τα σχέδια συνεύρεσης μαζί της μετά την απαγωγή της δεν πηγαίνουν έτσι όπως θέλει, ο Τζερεμάι δολοφονεί την Μάντι, μπροστά στα μάτια του Ρεντ, με φρικτό τρόπο, ενώ τον βασανίζει και τόσο άσχημα αφήνοντάς τον πίσω για νεκρό. Ο Ρεντ, όμως, δεν πεθαίνει. Και θέλει να πάρει εκδίκηση. Μαζί του έχει μια βαλέστρα, ένα τσεκούρι αλλά θα χρησιμοποιήσει οτιδήποτε του φανεί χρήσιμο για να φέρει εις πέρας το στόχο του...

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ενοχλητική ταινία. Όχι ενοχλητική όπως πχ ενοχλητική ταινία ήταν το «Funny Games» του Haneke. Εκείνη ήταν ενοχλητική και σπουδαία. Τούτη εδώ είναι ενοχλητική σκέτο! Ξεκινάμε με την ηχητική μπάντα. Η μουσική του εκλιπόντος Jóhannsson είναι πανταχού παρούσα, δεν λείπει ούτε από μισό πλάνο της ταινίας, δεν έχει καμία μελωδικότητα, είναι παραμορφωμένη και με πολύ αυξημένη ένταση, συνεχώς στα κόκκινα, κι εντέλει σε αναγκάζει σε μια θέαση μιας ταινίας δύο ωρών σαν να τη συνοδεύει συνεχώς ο ήχος ενός γεωτρύπανου στο διπλανό σου κάθισμα! Πρώτο τσάκισμα νεύρων αυτό.

Δεύτερον, οπτικά. Ο Κοσμάτος χρησιμοποιεί τόσα φίλτρα, τόσο κόκκο, τόση παραμόρφωση κι εδώ, που η ταινία υπάρχουν στιγμές που – κυριολεκτικά – δεν βλέπεται! Και καλά φόρος τιμής στο σινεμά του Argento. Παπαριές! Κόκκινο φίλτρο, παραισθητικά πλάνα, πολλές σεκάνς σαν να βρίσκεσαι σε αργή κίνηση, κάτι σαν το «Twin Peaks» on acid! Προς τι το μίσος και ο αλληλλοσπαραγμός ρε πατριώτη; Για να μην μιλήσουμε για το αρχετυπικό θέμα, αυτό της εκδίκησης, που πάντα είναι ένα θέμα δύσκολο στη διαχείρισή του. Εδώ, λοιπόν, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο – το λέει και ο περισσότερο σεληνιασμένος από κάθε άλλη φορά Nicolas Cage. Ε, σε ποια ταινία θα βλέπατε σκηνή, τουλάχιστον τρίλεπτης διάρκειας, όπου ο πρωταγωνιστής, αφού έχει δει τον έρωτα της ζωής του να σβήνει (αφού έχει καεί) κι έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του, να μπαίνει ματωμένος, λερός, με το σώβρακο στην τουαλέτα (εδώ εννοείται ο Κοσμάτος επιλέγει να έχει «κανονική» κινηματογράφηση για να απολαύσουμε το κιτς της διακόσμησης), να βρίσκει ένα μπουκάλι βότκα (κι εγώ κρύβω αλκοόλ στην τουαλέτα – not) και να βγάζει από τη μία βρυχηθμούς σαν ζώο και από την άλλη να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο; Βρυχηθμοί σας λέω, όχι μαλακίες! Για λίγο, έχει πλάκα. Για πολύ, σου σπάει τα κάκαλα! Όπως όλη η ταινία!

Και μετά αρχίζουν τα ξεκοιλιάσματα, οι αποκεφαλισμοί, η λόγχη στο στόμα κι άλλα τέτοια ωραία. Και ο Cage να βάζει έναν τόνο κόκα στη λεπίδα του ευμεγέθους μαχαιριού του και να την πασαλείβει στη μύτη του. Και γενικώς, να έχει τη μούρη του γεμάτη με ξεραμένο αίμα (από προηγούμενη, τρυφερή σκηνή) και να γουρλώνει τα μάτια του ωσάν τρελαμένος! Είμαι σίγουρος πως η ταινία θα έχει επιτυχία σε ένα κοινό που διψάει για χίπστερ δημιουργίες, έτοιμο να ακολουθήσει μια ταινία με την προοπτική ή την φήμη του καλτ να την ακολουθεί. Παπαριές. Πολύ κακή ταινία, πραγματικά, που τα λίγα ψήγματα χιούμορ που διαθέτει δεν τη σώζουν. Θα χεστούν στο χρήμα οι της Universal που θα διανείμουν την ταινία. Ναι, αυτή η ταινία με έκανε να νοσταλγώ το «Neon Demon», το οποίο το έκραξαν πολλοί, αλλά προφανώς έκαναν λάθος. Εκεί ο δικός μας είχε κάτι να πει, είχε μια αισθητική, είχε μια φιλοσοφία, είχε έναν στόχο. Εδώ, ο πατριώτης απλά δεν είχε κάτι να δείξει – ήθελε να επιδείξει. Περιμένω με αγωνία το «Mandy 2» - ας τους καλέσει κάποιος να κάνουν γυρίσματα στην Ελλάδα, να μάθουν αυτοί του «Mamma Mia 2». Αίσχος!

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »

Κοκομπλόκο (Blockers) Poster ΠόστερΚοκομπλόκο
της Kay Cannon. Με τους Leslie Mann, Ike Barinholtz, John Cena as Mitchell, Kathryn Newton, Geraldine Viswanathan, Gideon Adlon


Ομάδα Πρόληψης Ανεπανόρθωτου
του zerVo (@moviesltd)

Πως περνάει έτσι ο ρημάδης ο χρόνος ε? Πότε έχεις εκείνη την ευχάριστη αγωνία, παρακολουθώντας το σπόρι σου στην ασπρόμαυρη οθόνη του υπέρηχου, πότε δέχεσαι τα συχαρίκια μέσα στην τρελή χαρά που το έφερες υγιές στον κόσμο, πότε το κρατάς από το τρεμάμενο χέρι, λίγο πριν διαβεί το κατώφλι του δημοτικού σχολειού, πότε - καλά νά'σαι - το συνοδεύεις αγκαζέ στην εκκλησιά, για να το παραδόσεις στην μοίρα του, κατά πως προστάζουν οι συνήθειες. Μια ανάσα είναι η ζωή, μια ξέχωρη σκέψη είναι τελικά το ντύμα του γονιού, φορεσιά που μόλις την ζωστείς, αλλάζει μονομιάς ο κόσμος σου ολάκερος. Και από εκεί που εσύ ως νέος, τα περνούσες φίνα, αδιαφορώντας, λογικά, για τα άγχη των δικών σου, μπαίνεις πλέον στην θέση τους, παίρνοντας συνάμα την σκυτάλη και ξενυχτώντας στα μπαλκόνια, καρτερώντας, πότε το βλαστάρι σου θα επιστρέψει από την νυχτερινή βόλτα του, μπας και κλείσεις και κανά μάτι, ήρεμος πια...

Κοκομπλόκο (Blockers) Quad Poster Πόστερ
Κολλητή συντροφιά τις πρώτες τους σχολικές ημέρες, κάνουν τα τρία γειτονόπουλα, η Τζούλι, η Κέιλα και Σαμ, που πλέον έχουν μεγαλώσει, έχουν γίνει δεσποινίδες σωστές και όπου νάναι ετοιμάζονται για την μεγαλύτερη βραδιά της εφηβικής τους πορείας: Τον χορό της αποφοίτησης από το κολέγιο, που αυτόματα θα σημάνει και την έναρξη της πανεπιστημιακής τους καριέρας μακριά από τα σπίτια τους. Μια βραδιά που, παραδοσιακά, σημαίνει πολλά, τόσο για τα αγόρια, όσο και για τα κορίτσια, καθώς για την πλειοψηφία των νεαρών μαθητών, είναι και η εκείνη που σηματοδοτεί το πέρασμα τους στην ενηλικίωση, που θα εξελιχθούν σε άντρες και γυναίκες, αντίστοιχα.

Κάτι που το γνωρίζουν πολύ καλά οι τρεις (υπέρ)προστατευτικοί τους γονείς, η τρομοκρατημένη για το τι περιμένει το κοριτσάκι της Λίζα, ο γεμάτος ευθύνες και φόβους για τον ίδιο λόγο Μίτσελ και ο για καιρό εξαφανισμένος, πιο προχώ, αν και εκείνος σχετικά ψυλλιασμένος, Χάντερ, που αντιλαμβανόμενοι τα πιπεράτα πλάνα των θυγατέρων τους, δεν θα αφήσουν την κατάσταση στην τύχη και θα αποφασίσουν να επέμβουν δραστικά. Στήνοντας, έτσι, χωρίς σχέδιο και με οδηγό το γονικό τους προαίσθημα, μια άτυπη ομάδα πρόληψης του ανεπανόρθωτου!

Διότι όπως πολύ σωστά έχουν καταλάβει, τα καμάρια τους, δεκαεπτάχρονα πλέον, έχουν βάλει σαν στόχο ετούτη την όμορφη ανοιξιάτικη νύχτα να χάσουν το πολυτιμότερο τους αγαθό, όπως μας το έμαθαν, μια φορά κι έναν καιρό, να το αποκαλούμε, οι νεανικού, παρόμοιου τύπου ταινιούλες που παρακολουθούσαμε κι εμείς ως τινέιτζερς. Με την διαφορά πως στις μέρες μας η παρακολούθηση των πιτσιρίκων, χάρη στα ηλεκτρονικά χνάρια που αφήνουν στις ονλάιν επικοινωνίες τους, καθίσταται σαφέστατα πιο ολοκληρωμένη, σε σύγκριση με το τότε που η "εξαφάνιση", απόντων τάμπλετς και κινητών, έμοιαζε με ολοκληρωτική! Εννοείται πως για να μπορέσει κάποιος θεατής να παρακολουθήσει το παρόν παρακλάδι του ενός και μοναδικού American Pie, θα πρέπει να εισαχθεί σε έναν πιο αμερικάνικο τρόπο σκέψης, μιας και ως γνωστόν, prom nights στον τόπο μας δεν παίζουν, εξόν και διαθέτει Βου Που καταγωγή, οπότε όλα όσα μας αφηγείται το φιλμ, όλο και σε κάποιο Ντιρί θα τα έχει ματαδεί.

Επί της αρχής πάντως, το Blockers, δεν είναι ιδωμένο μέσα από τα μάτια των παιδιών, που καλώ ή κακώς, θα πράξουν όπως προστάζει η φύση τους, όποιον μπαμπά - μπαμπούλα κι αν διαθέτουν. Αλλά παρουσιάζεται μέσα από την σκοπιά των γονέων, που περιέργως και ιδιόμορφα, δεν προβάλλονται από το σενάριο κατά ζεύγη, μα κατά μόνας. Και χωρίς να είναι άπαντες διαζευγμένοι, δηλαδή single parents επί το ελληνικότερον. Έχοντας καταφέρει να εισέλθουν στο chat room των κοριτσιών τους, οι τρεις ετερόκλητοι γονείς, θα κάνουν τα πάντα, προκειμένου να διώξουν μακρυά το "Κακό" (λέγε με δηλαδή ορεξάτα αγοράκια) και να κτίσουν την πιο αξέχαστη βραδιά της ζωής τους, κατά πως εκείνοι θα επιθυμούσαν. Αμ, δε! τα πάντα θα τσουλήσουν όπως ορίζουν οι κανόνες του ξέχωρου ετούτου μαθητικού σουαρέ, που αποτελεί παράδοση, τουλάχιστον στην φιλοσοφία των Γιάνκηδων...

Εννοείται πως το ιδιόρρυθμο χιουμοριστικό πνεύμα του Apatow, παρούσης μάλιστα της Κυράς του, Leslie Mann, ως κατόχου του βασικού μητρικού ρόλου, είναι διάχυτο, γεγονός που βεβαίως σημαίνει πως εδώ θα βρει κανείς τόσο κάποιες αρκετά αστείες στιγμές, όπως όμως και κάποια παρατραβηγμένα σούργελα, που μάλλον λειτουργούν αηδιαστικά. Με τις πιο αβανταδόρικες στιγμές να ανήκουν στο ντουέτο των ντάντηδων, του μπρατσαρά John Cena δηλαδή και του πιο λιμπεράλ Ike Barinholtz, το κωμωδιάκι με την πανηλίθια εγχώρια μαρκίζα Κοκομπλόκο (δεν είμαστε καλά) τσουλάει δίχως την παραμικρή έκπληξη ίσαμε το φινάλε του. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη, ούτε κάτι που δεν έχουμε ματαδεί, ούτε όμως και καμιά αισχρή και απορριπτέα σαχλαμάρα που θα μας χαλάσει την χαλαρούλα σινεφίλ μας έξοδο...

Κοκομπλόκο (Blockers) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαΐου 2018 από την UIP!
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Τίναφτορε;;;;;;;

Βλέπω την Παρασκευή το πρωί στο δρόμο, πηγαίνοντας από μία προβολή σε μια άλλη, τον πιο γνωστό Έλληνα διανομέα, Ζήνο Παναγιωτίδη. Τον μη ηθοποιό που πρέπει να έχει παίξει (άντε, εμφανιστεί) σε τουλάχιστον 10 ταινίες. Τον καλημερίζω και μου λέει: «εμείς θα τα πούμε το Σάββατο το βράδυ». Προχωράμε σε αντίθετη κατεύθυνση και δεν καταλαβαίνω. Τι να θέλει να μου πει; Αγόρασε η Rosebud.21 (η εταιρία του Ζήνου) κάποια ταινία από το διαγωνιστικό και δεν το πήρα χαμπάρι; Μετά, το πιάνω το υπονοούμενο. ΑΕΚτσής ο Ζήνος. Όπως οι άλλοι διανομείς, της AMA Films, οι αδελφοί Στεργιάκηδες. Όπως ο συνάδελφος, Χρήστος Μήτσης στο «Αθηνόραμα». Όπως ο Κωστής Θεοδοσόπουλος, από το cinemagazine. Και βρισκόμαστε τρεις ΠΑΟΚτσήδες εδώ: πέρα από την αφεντιά μου είναι η προεδράρα της ΠΕΚΚ, ο Ανδρέας Τύρος και ο συνάδελφος αλλά και διανομέας (της One From The Heart), Λευτέρης Αδαμίδης. Εννοείται ότι εμείς όπου βρούμε τους χάρτινους πρωταθλητές σήμερα, θα τους γλεντήσουμε! Γιατί η ΠΑΟΚάρα μας χθες τους συνέτριψε, άνετα, μέσα στο γήπεδό τους και κατέκτησε το κύπελλο! Καθαρά και ξάστερα. Χωρίς γελοίους διαιτητές να το παίζουν πρόεδροι του Λεβαδειακού: ναι, είναι γκολ αυτό του Βαρέλα, αλλά τελικά δεν είναι, όμως να που είναι. Τέτοια! Είμαστε για δεύτερη φορά κυπελλούχοι Ελλάδος! Οι Κάννες είναι ασπρόμαυρες. Δεν γίνεται αλλιώς. Μικρό στατιστικό: όποτε ο ΠΑΟΚ παίζει τελικό κυπέλλου κι εκείνες τις μέρες βρισκόμαστε στις Κάννες, το κατακτάει κιόλας! Συνέβη ξανά το 2003, όταν παίξαμε τελικό κυπέλλου με μια άλλη κιτρινόμαυρη ομάδα, τον Άρη μας. Τότε δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια και τέτοια. Με sms ο Δημοσθένης μου έστειλε τα χαρμόσυνα. Βρισκόμουνα στην αίθουσα Μπαζέν θυμάμαι. Δεν θυμόμουν την ταινία – μου τη θύμισε ο Λευτέρης: βλέπαμε τον «Ελέφαντα» του Gus Van Sant, ταινία που κέρδισε τελικά και τον Χρυσό Φοίνικα! Εννοείται πως πανηγύρισα έξαλλα μέσα στην αίθουσα, από μέσα μου! Την άλλη μέρα, υποδεχτήκαμε τον βαμμένο Αρειανό συνάδελφο Β.Κ. Ο οποίος, ο αθεόφοβος, είχε φύγει από το φεστιβάλ για να δει τον τελικό και ξαναγύρισε στο φεστιβάλ! Για τέτοια τρέλα μιλάμε! Χθες έβλεπα σε live feed την εξέλιξη του αγώνα. Και δεν βρισκόμουν σε αίθουσα. Δεν μπόρεσα να μπω όπου κι αν προσπάθησα. Τζίφος. Δεν πειράζει. Επέστρεψα στο διαμέρισμα, συνέχισα τα πανηγύρια, μετά είδαμε και λίγη γιουροβίζιον για το καλό, όχι τα τραγούδια, τη διαδικασία της ψηφοφορίας, δεύτερη η Φουρέιρα, αυτά είναι, του χρόνου πρωτάθλημα ο ΠΑΟΚ, άντε και έναν Χρυσό Φοίνικα για την Ελλάδα ρε παιδιά, ας πάμε τώρα και στις ταινίες. Που δεν θα έγραφα τόσο μεγάλη εισαγωγή αν έπαυαν να είναι τόσο μέτριες...

Another Day of Life Cannes 2018

Ξεκινάμε με την καλύτερη ταινία της ημέρας. Μιλάμε για το Another Day of Life των Raúl de la Fuente και Damian Nenow, που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ, στο πλαίσιο των Special Screenings. Είναι μια ταινία που χρειάστηκε οχτώ ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του διάσημου Πολωνού δημοσιογράφου, Ryszard Kapuscinski.

Η υπόθεση: Ο Ρισάρ Καπουσίνσκι είναι ένας λαμπρός, βετεράνος δημοσιογράφος, ιδεαλιστής και φίλος χαμένων σκοπών κι επαναστάσεων. Δουλεύοντας στην Πολωνική Υπηρεσία Τύπου, πείθει το αφεντικό του να τον στείλει στην Αγκόλα, όπου ξεσπάει ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος την παραμονή της ανεξαρτησίας της χώρας, καθώς οι Πορτογάλοι αποικιοκράτες φεύγουν κακήν κακώς. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του '70, στην ακμή του Ψυχρού Πολέμου, και οι δύο υπερδυνάμεις κάνουν ότι μπορούν για να βάλουν τη χώρα στη σφαίρα επιρροής τους.

Ο Καπουσίνσκι, που όλοι τον φωνάζουν Ρικάρντο, επιχειρεί ένα οδικό ταξίδι, που μοιάζει με αυτοκτονία, στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου. Εκεί, γίνεται μάρτυρας για άλλη μια φορά της βρόμικης πραγματικότητας του πολέμου και ανακαλύπτει μια αίσθηση ανικανότητας που ήταν μέχρι τότε άγνωστη σε αυτόν. Η Αγκόλα θα τον αλλάξει για πάντα: ήταν ρεπόρτερ όταν άφησε την Πολωνία, αλλά ήταν συγγραφέας όταν επέστρεψε πίσω...

Η άποψή μας: Αυτή λοιπόν ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία. Γιατί πέτυχε έναν δύσκολο στόχο: να ενημερώσει, να ψυχαγωγήσει και να προκαλέσει ενσυναίσθηση στον θεατή. Ως κατασκευή αποτελεί ένα ιδιαίτερο κράμα. Είναι ταινία κινουμένων σχεδίων. Ένα το κρατούμενο. Υπάρχουν όμως και συνεντεύξεις με επιζήσαντες, που μιλάνε για όσα διαπραγματεύεται η ταινία. Άρα, είναι και ντοκιμαντέρ. Δύο τα κρατούμενα. Είναι και βιογραφία. Είναι και μεταφορά βιβλίου στον κινηματογράφο. Και είναι μια απολύτως συναρπαστική εμπειρία θέασης. Ιδίως για όσους δεν γνωρίζουν την πρόσφατη ιστορία εκείνης της χώρας, το όλο θέαμα θα φανεί ανατριχιαστικό.

Υπάρχει όμως κι άλλη, μεγάλη κατηγορία θεατών, που θα αδιαφορήσει: τι μας νοιάζει τι έγινε στην Αγκόλα το 1975; Εκεί όπου πολέμησαν κομουνιστές αντάρτες, που είχαν την υποστήριξη του λαού, απέναντι σε κατάλοιπα των ιμπεριαλιστών, που είχαν την υποστήριξη της CIA. Μέχρι και εισβολή της Νότιας Αφρικής υπήρξε: κανονικός πόλεμος δηλαδή. Ο Καπουσίνσκι, ατρόμητος, προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά του. Ήταν ο μόνος δημοσιογράφος στον κόσμο που έβλεπε τι γινόταν από πρώτο χέρι. Ήταν μαχόμενος δημοσιογράφος, που υποστήριζε πάντα το δίκιο. Ήταν αντικειμενικός δημοσιογράφος. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν διάλεξε πλευρά. Απέκρυψε την βοήθεια της Κούβας, που εμφανίστηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, κι άλλαξε τον ρου του εμφυλίου. Σταμάτησε την πολεμική μηχανή της Νότιας Αφρικής, που αν κατακτούσε τη χώρα, αυτό απλά θα σήμαινε εξάπλωση του Απαρτχάιντ σε όλη την Αφρική.

Το κινούμενο σχέδιο είναι δυνατό. Οι συνεντεύξεις είναι εξαιρετικές. Υπάρχουν και επίκαιρα από την εποχή εκείνη. Κάποιοι χαρακτήρες σε συναρπάζουν. Όπως η Καρλότα. Μια φοβερή και τρομερή αντάρτισσα, που έχασε τη ζωή της πριν από τα 19 της χρόνια. Κι όμως, ήταν εκεί, γελαστή, υπέροχη, να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο για τη χώρα της. Άρτια κατασκευαστικά ταινία, με δυνατά συναισθήματα και υψηλή μεταδοτικότητα σε ότι αφορά την ιστορία, εννοείται ότι μπαίνει στην πλευρά των καλών ταινιών που είδαμε ως τώρα στο φεστιβάλ. Και μας σύστησε μερικούς εξαιρετικά ενδιαφέροντες ανθρώπους. Που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Όπως λέει σε κάποιο σημείο χαρακτηριστικά η ταινία μέσω του Καπουσίνσκι, από τον οποίο ένας ετοιμοθάνατος μαχητής ζητάει να του βγάλει φωτογραφία, κανείς δεν θέλει να ξεχαστεί. Πόσο μάλλον όταν αγωνίζεται για έναν σκοπό, που τον ξεπερνάει. Δυστυχώς, ξεχνάμε. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά...

Joueurs Cannes 2018

Δεύτερη ταινία της σημερινής ανταπόκρισης είναι το Joueurs της πρωτοεμφανιζόμενης Marie Monge. Κι επειδή γκρινιάζουμε συχνά και στην Ελλάδα για τις ότι να'ναι αποδόσεις των τίτλων στα ελληνικά, τούτη η ταινία έχει αγγλικό τίτλο «Treat Me Like Fire», όταν στην κυριολεξία, ο γαλλικός τίτλος σημαίνει «Παίκτες». Τρέχα γύρευε λοιπόν. Αυτή είναι μία ταινία από αυτές που συμμετέχουν στο επίσημο πρόγραμμα του τμήματος «Το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Και επιβεβαιώνει ένα ξεκάθαρο πάτερν στο φετινό φεστιβάλ. Οι εμπορικών δυνατοτήτων ταινίες, όπως τούτη εδώ, δεν ξεπερνούν τη μετριότητα. Και οι καλλιτεχνικές ταινίες, είναι τόσο αυτιστικές που καταλήγουν να μην αφορούν κανέναν...

Η υπόθεση: Η Έλα είναι μια νεαρή γυναίκα που ζει στο Παρίσι. Δουλεύει στο εστιατόριο του πατέρα της, ο οποίος τη βάφτισε έτσι προς τιμήν της Ella Fitzgerald, της διάσημης τραγουδίστριας της τζαζ. Η ζωή της είναι τακτοποιημένη, χωρίς ρίσκα. Ακολουθεί τη ρουτίνα της, είναι καλή στη δουλειά της, όλα καλά. Έως ότου στη ζωή της μπαίνει ως ανεμοστρόβιλος ο Άβελ. Αρχικά, σχεδόν επιβάλλει την παρουσία του στο μαγαζί. Εντέλει, όμως, αυτό που θέλει είναι χρήματα άμεσα.

Είναι τζογαδόρος. Θα μπάσει την Έλα στον κοσμοπολίτικο, υπόγειο κόσμο των παράνομων παιχνιδιών του Παρισιού, όπου η αδρεναλίνη και τα χρήματα ξεχειλίζουν. Η Έλα έλκεται από αυτόν τον κόσμο. Έλκεται και από τον Άβελ. Δεν αργούν να γίνουν εραστές. Αγαπιούνται πραγματικά. Όμως, όσοι ασχολούνται με τον τζόγο δεν κερδίζουν ποτέ. Και το προδιαγεγραμμένο τέλος καταφθάνει με ταχύτητα συντριπτική...

Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από τις σχετικά εμπορικές ταινίες που προβάλλονται στο φεστιβάλ των Καννών, σε κάποιο από τα επίσημα τμήματα κι όχι στο Marche, στην Αγορά δηλαδή, εκεί όπου προσπαθούν να πουληθούν ταινίες κάθε είδους, μεγέθους, διαμετρήματος, χώρας και... ποιότητας. Το θέμα είναι: ok, έχει προοπτικές να προσεγγίσει ένα μεγάλο κοινό. Τι έχει να προσφέρει; Η μαύρη αλήθεια είναι, όχι και πολλά. Το θέμα του τζόγου, το πόσο πολύ μπορεί να εξιτάρει όσους είναι εθισμένοι σε αυτόν, το πόσο πολύ σε γκαβλώνει η διαδικασία (όχι απαραίτητα τα κέρδη), το έχουμε δεν πάμπολλες φορές στο σινεμά και σε πολλές και διαφορετικές εκδοχές. Επίσης, έχουμε δει πόσο πολύ μπορεί να σε καταστρέψει. Να σε οδηγήσει στη μοναξιά, στα χρέη που δεν μπορείς να αποπληρώσεις ποτέ, στην καταστροφή τελικά.

Όλοι οι τζογαδόροι έχουν ιστορίες να διηγηθούν για εκείνη τη φορά που κέρδισαν ενώ όλα ήταν εναντίον τους. Όλοι τους έχουν κάποιο γούρι. Όλοι ακολουθούν κάποιους κανόνες. Κι όλοι τους, τους καταπατούν. Ε, αυτά πάνω κάτω μας λέει η ταινία, που διαθέτει δύο φωτογενείς πρωταγωνιστές, τον Tahar Rahim και τη Stacy Martin και μας πάει λίγο στον υπόγειο κόσμο του τζόγου, όχι τον επίσημο, όχι τα καζίνο, τις χαρτοπαικτικές λέσχες κτλ, αλλά χώρους που τους ξέρουν λίγοι, μπαίνουν με κωδικούς και γνωρίζουν ο ένας τον άλλον με τα καλά και τα κακά του. Δεν είναι λοιπόν ότι αυτή η ταινία είναι κακή. Κάθε άλλο. Είναι απλά μια ταινία που την έχουμε ξαναδεί. Ξέρεις σχεδόν με αυτόματο πιλότο τι θα γίνει αμέσως μετά. Οπότε, το παιχνίδι είναι στημένο. Και η ταινία δεν μπορεί να κερδίσει.

Mon tissu préféré Cannes 2018

Τελευταία ταινία για σήμερα, ένα φιλμ από το τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Τίτλος: Mon tissu préféré της Gaya Jiji, Εδώ, η αγγλική απόδοση του τίτλου είναι ακριβής: «My Favourite Fabric». Είναι η πρώτη ταινία που σκηνοθετεί η Jiji, σε σενάριο που συνυπογράφει, ενώ κρατάει κι έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο. Μια ταινία που μιλάει για τον πόλεμο στη Συρία, αλλά με έναν ιδιαίτερο, παράξενο τρόπο.

Η υπόθεση: Δαμασκός, Άνοιξη του 2011. Η πόλη βιώνει τα πρώτα γεγονότα του επερχόμενου εμφύλιου πολέμου. Η 25χρονη Νάλα νιώθει διχασμένη μεταξύ της επιθυμίας της για ελευθερία και της ελπίδας της να εγκαταλείψει τη χώρα, μέσω του γάμου της με προξενιό με τον Σαμίρ, Σύριο μετανάστη που ζει στις ΗΠΑ. Όταν όμως ο Σαμίρ επιλέγει να παντρευτεί την νεώτερη, πιο υπάκουη αδερφή της Νάλα, τη Μίριαμ, η Νάλα βρίσκει καταφύγιο στη μυστηριώδη γειτόνισσά της, την κυρία Τζιτζί, που πρόσφατα έχει μετακομίσει στο πιο πάνω διαμέρισμα της πολυκατοικίας...

Η άποψή μας: Αυτή, πάλι, είναι τυπική περίπτωση ταινίας για φεστιβάλ, στην οποία έχουν πέσει γαλλικά κεφάλαια. Προσπαθεί να πει πολλά και διαφορετικά πράγματα, πέφτει όμως στην παγίδα της περιπτωσιολογίας. Μπερδεύει τα νοήματα, ταιριάζει πράγματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι τμήματα της ίδιας αφήγησης, θέλει να δείξει κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί. Ουσιαστικά όλη η ταινία βασίζεται πάνω στην αινιγματικά Νάλα. Στην ψυχολογία της, την προσωπικότητά της, τις αντιδράσεις της, τα όνειρά της. Κατά μία έννοια, η Νάλα αντιπροσωπεύει τη Συρία. Μια χώρα εν βρασμώ, μια χώρα διχασμένη, στα όρια του εμφυλίου πολέμου.

Η Νάλα είναι μια όμορφη κοπέλα, που δεν χαμογελά ποτέ. Δεν κάνει πίσω στα θέλω της: όταν μέσα στο λεωφορείο της λένε να κλείσει το παράθυρο επειδή κάνει κρύο, εκείνη αρνείται επειδή με κλειστό παράθυρο, όπως λέει, δεν μπορεί να αναπνεύσει. Στη δουλειά της (εργάζεται υπάλληλος σε μαγαζί με γυναικεία ρούχα) όταν οι πελάτισσες πρήζουν ζητώντας το ένα φόρεμα μετά το άλλο, χωρίς να μπορούν να αποφασίσουν τι θέλουν, η Νάλα νευριάζει και δεν το κρύβει καθόλου. Η Νάλα συχνά πυκνά συναντά τον εραστή της. Τον αγαπά υπερβολικά. Θέλει να είναι συνέχεια μαζί του. Μόνο μαζί του νιώθει όμορφα και χαλαρά. Ναι, αλλά μιλάμε για... αόρατη εραστή, για να κλέψουμε τον τίτλο της γνωστής ταινίας «Ghost». Η Νάλα είναι παρθένα! Φαντασιώνεται την ύπαρξη εραστή καθώς η πραγματικότητα γύρω της την δυσκολεύει, την παιδεύει, δεν την αντέχει. Γι' αυτό πηγαίνει και στης κυρίας Τζίτζι, η οποία ουσιαστικά είναι τσατσά κι έχει μετατρέψει το διαμέρισμά της σε οίκο ανοχής και μασάζ (με όποια σειρά επιθυμείτε). Εκεί βρίσκει καταφύγιο. Εκεί ακούει ιστορίες.

Μπορεί ως πρόθεση πάντως ή στα χαρτιά το όλο πράγμα να ήταν φοβερά ενδιαφέρον, το τελικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα δεν λέει πολλά. Κρατάω μόνον την παρουσία της υπέροχης θλιμμένης Manal Issa στο ρόλο της Νάλα, μια κοπέλα που την ξεχωρίσαμε (χωρίς να είναι σπουδαία ηθοποιός, έχει όμως έναν μαγνητισμό) από την ταινία «Peur de rien» (2015) την οποία είχαμε δει σε ένα από τα φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, αν δεν κάνω λάθος. Εκείνη της ήταν η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, με τούτη έχει φτάσει στις τέσσερις. Να τις εκατοστήσει!

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

«Είχε και πίπες»

Για το clickbait ρε παιδιά. Γι' αυτό βάζουμε τέτοιους τίτλους. Γι' αυτό θα σας διηγηθώ και μια αληθινή ιστορία – το λες όλο αυτό και... βιωματικό ποστ. Πρέπει να πήγαινα δευτέρα ή τρίτη λυκείου στις Σέρρες. Στον κινηματογράφο «Χάρις» (θεός σχωρέστον...) προβαλλόταν ο αυστηρώς ακατάλληλος «Καλιγούλας». Εννοείται ότι έκανα κοπάνα για να τον δω. Κι εννοείται ότι με έβαλαν μέσα γιατί όσο να πεις από μικρός μεγαλοδείχνω. Βλέπω την ταινία λοιπόν, και την άλλη μέρα την αφηγούμαι στα φιλαράκια στην τάξη, τον Αντώνη και τον Μήτσο. Κρεμόταν από τα χείλη μου, κανονικά. Ε, κάποια στιγμή, πάνω στην αφήγηση, αφού τους λέω όλα τα σχετικά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, λέω και το εντελώς αυθόρμητο «είχε και πίπες».

Αυτό ήταν! Από τότε και μέχρι σήμερα, όποτε βρισκόμαστε με τα παιδιά (σπανιότατα πλέον) δεν υπάρχει φορά που να αναφερθεί αυτή η φράση. Συνήθως με ρωτάνε: «Θόδωρε, τι λέει η ταινία, είχε και πίπες;». Τέτοια. Ξέρετε καμιά φορά πως είναι αυτά. Πως φράσεις απλές, που δεν τις δίνεις σημασία αρχικά, μένουν εις τους αιώνες των αιώνων αμήν. Γιατί τώρα όλος αυτός ο πρόλογος; Μα γιατί, η αλήθεια είναι, πως οι περισσότερες ταινίες που βλέπω εδώ ΕΙΝΑΙ πίπες. Χάλια παιδιά, χάλια και δεν το λέω για να τραβήξω τον οίκτο σας (όσο εσείς διαβάζετε, τόσο καλύτερα βέβαια, έλα να πέφτουν τα clicks). Είναι η μαύρη αλήθεια. Καμιά φορά η αλήθεια είναι και μαύρη και τεράστια! Και προχωράω στο ψητό.

A genoux les gars Cannes 2018

Η ταινία που με έχει εκνευρίσει περισσότερο ως τώρα είναι το γαλλικό A genoux les gars με αγγλικό τίτλο «Sextape», από το τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί o Antoine Desrosières. Ήμουν στην επίσημη πρώτη, στην πρώτη σειρά (όπως κάνω κλασικά όταν μπορώ) και για κάποιον λόγο ο Τιερί Φερμό κατά την παρουσίαση της ταινίας, τα έβαλε μαζί μου. Κάτι έλεγε στα γαλλικά (δεν καταλαβαίνω γρι) και με κοιτούσε με νόημα. Τσαντίστηκε που δεν χειροκρότησα όταν ανέβηκε στη σκηνή; Πάντως, τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά. Του είπα «I don't understand a word you're saying». Η παρουσίαση συνεχίστηκε, όλο το cast and crew ανέβηκε στη σκηνή, και όλα λεγόταν στα γαλλικά, μιας που η ταινία είναι γαλλική. Μόνο γαλλικά. Στα αρχίδια τους για αυτούς που δεν ξέρουν γαλλικά ρε παιδί μου. Κανένας μεταφραστής στα αγγλικά. Ψιλομύτες Γάλλοι. Ουστ ρε! Στο τέλος, ο αλαζόνας Φρεμό είπε στα αγγλικά μόνο αυτό «They are very happy to be here». Του στιλ "μάγκες, εσείς που δεν ξέρετε γαλλικά, δεν είπαν τίποτα τα παιδιά, μόνο ότι χαίρονται που είναι εδώ." Το παιδί είναι χαζό, τέλος. Και μετά, ξεκίνησε η ταινία...

Η υπόθεση: Η Γιασμινά και η Ριμ είναι δύο πολύ αγαπημένες αδελφές. Είναι αραβικής καταγωγής Γαλλίδες. Η Γιασμινά είναι 17 ετών και η Ριμ 18. Η Ριμ είναι πιο περπατημένη. Έχει σχέση με τον Ματζίντ. Και ενημερώνει τη μικρή της αδελφή για τα πάντα γύρω από το σεξ. Την ψήνει μάλιστα να τα «φτιάξει» με τον Σαλίμ, τον κολλητό του Ματζίντ, ώστε να μπορούν να βγαίνουν οι τέσσερίς τους παρέα σε κοινές εξόδους. Έτσι και γίνεται. Όλα πηγαίνουν καλά έως ότου η Ριμ θα λείψει εκπαιδευτική εκδρομή στο Άουσβιτζ για μια βδομάδα. Η Γιασμινά υποκύπτει στις πιέσεις του Σαλίμ, του αγοριού της, να του κάνει στοματικό έρωτα.

Κι όχι μόνον αυτό. Ένα βράδυ που βγαίνουν οι τρεις του μαζί, την πείθει να κάνει στοματικό έρωτα και στον Ματζίντ! Για να μην πάει με άλλη και την κατηγορήσει η αδελφή της! Η Γιασμινά δέχεται. Ο Σαλίμ καταγράφει τη σκηνή στο κινητό του, χωρίς να το ξέρουν οι δύο άλλοι έφηβοι. Και εκβιάζει τη Γιασμινά. Η οποία δεν βλέπει τρόπο να γλυτώσει τον εξευτελισμό παρά με το να προσπαθήσει να αυτοκτονήσει...

Η άποψή μας: Παιδιά, όλο αυτό οι τύποι το πλασάρουν σαν κωμωδία! Είναι σαν κάποιος να αποφάσισε να γυρίσει κάτι σαν το «American Pie», με επίκεντρο την πίπα, αλλά ως ανεξάρτητη αμερικάνικη κωμωδία, με την τυπική, εκνευριστική πολυλογία των Γάλλων! Δηλαδή, the horror! Απίστευτη μαλακία, θα το πω και αμαρτία δεν έχω. Τα παιδιά δεν κάνουν σεξ πριν το γάμο, καθώς είναι μουσουλμανάκια, αλλά η πίπα, το τσιμπούκι ρε παιδί μου, είναι κάτι επιτρεπτό. Μιλάμε, είναι μια ταινία για την πίπα! Συνέχεια αυτό. Και πάρε μου μια πίπα για να έρθουμε πιο κοντά, και κάντου μια πίπα για να μην πάει με άλλη και σιχασιά ρε γαμώτο.

Εννοείται ότι μέσα στην και καλά προκλητικότητά της η ταινία είναι απίστευτα συντηρητική. Οι κουβέντες που κάνουν τα παιδιά είναι του στυλ «τι είναι χειρότερο; ο βιασμός ή η ομοφυλοφιλία;». Έτσι όπως το ακούτε!!!!!! Του στυλ, τι είναι καλύτερο, να είσαι πούστης ή να σε βιάζουν; Και τα αγόρια απαντούν «να είσαι πούστης», εννοείται! Σενάριο εν έτη 2018! Και με τους Γάλλους μέσα στην αίθουσα να χασκογελάνε από καιρό σε καιρό. Και αστειάκια για το Άουσβιτζ, έτσι, γιατί μπορούμε. Μακριά από μένα κατηγόριες για πολιτική ορθότητα. Αλλά η ταινία δεν έχει γυριστεί ως σάτιρα. Έχει γυριστεί ως κωμωδία. Δεν έχει γυριστεί ως «Borat» για να σας δώσω να καταλάβετε. Χρειάζεται ένα συγκεκριμένο pretext, πως να το κάνουμε.

Α, δεν σας είπα και το άλλο. Εννοείται ότι κανένα κορίτσι δεν δείχνει έστω και λίγο βυζί. Το ίδιο ισχύει και για τα δύο αγόρια, τους Άραβες, που εννοείται ότι δεν εμφανίζονται γυμνά έστω στο ελάχιστο. Όταν όμως στην προσπάθειά της να αυτοκτονήσει η μικρή συναντιέται με ένα βαποράκι μαύρο, ε, ο μαύρος λοιπόν φαίνεται γυμνός σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια! Τρίποδος! Προχωρημενιά κι αυτό. Και το σενάριο να το έχει υπογράψει κατά βάση γυναίκα. Ντροπή, αίσχος, αθλιότης. Και μετά κατηγορούμε τις ελληνικές ταινίες. Άπαπαπαπαπαπα...

Diamantino Cannes 2018

Σήμερα Σάββατο, που θα βγει τούτο το κείμενο στη φόρα, είναι η μέρα του τελικού κυπέλλου στην Ελλάδα. Δεν θα προβώ σε προκλητικές δηλώσεις. Ελπίζω να μπορέσω να το κάνω αύριο. Πάντως, στην «Εβδομάδα της Κριτικής» είδαμε μια ταινία με επίκεντρο το ποδόσφαιρο – κατά μία έννοια. Μιλάμε για το Diamantino των Gabriel Abrantes, Daniel Schmidt. Ο ένας από τους δύο σκηνοθέτες έχει γυρίσει άπειρες μικρού μήκους κι αυτή είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους και ο άλλος έχει γυρίσει λιγότερες μεν, αλλά έχει γυρίσει και μια μεγάλου μήκους μαζί με άλλον σκηνοθέτη. Και ναι, το Diamantino, το όνομα του πρωταγωνιστή ήρωά μας, παραπέμπει κατευθείαν στον Ronaldo...

Η υπόθεση: Ο Πορτογάλος Diamantino είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος, είναι όμως ταλαντούχος και όταν βάζει γκολ, σκίζει τα δίχτυα! Ο πατέρας του, του δίδαξε την συμπόνια και την ταπεινότητα ενώ οι δίδυμες αδελφές του είναι μέγαιρες που τρώνε τα λεφτά του. Όταν μια μέρα πριν τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Ρωσία, όπου η Πορτογαλία παίζει με τη Σουηδία (!!!) ο Diamantino βλέπει σε μια βόλτα με το γιοτ του ένα φουσκωτό με πρόσφυγες, κάτι σπάζει μέσα του. Κι όταν στον τελικό, ενώ συνήθως τον πιάνει ευφορία παίζοντας και βλέπει στο γήπεδο τεράστια χνουδωτά κουταβάκια (!!!), στο κρίσιμο σημείο θυμάται μια γυναίκα πρόσφυγα και καταρρέει.

Το σκορ είναι 0-1 υπέρ της Σουηδίας, απομένουν ελάχιστα λεπτά για να τελειώσει ο αγώνας και ο διαιτητής βλέπει την κατάρρευση ως πέναλτι. Ο Diamantino το χάνει! Και γίνεται ο περίγελος των πάντων! Έτσι, τελειώνει τη σταδιοδρομία του μέσα στην ντροπή και αποτυχημένος. Αναζητώντας ένα νέο σκοπό, ο άνθρωπος που αποτελούσε ίνδαλμα για εκατομμύρια ανθρώπων, στρέφεται σε μια ντελιριακή οδύσσεια κατά τη διάρκεια της οποίας αντιμετωπίζει τον νεοφασισμό, την προσφυγική κρίση, τη γενετική τροποποίηση και το κυνήγι για την προέλευση της μεγαλοφυΐας.

Η άποψή μας: Τουλάχιστον σε αυτήν την ταινία διακρίνεις ψήγματα ενός ενδιαφέροντος μείγματος, με καλές ιδέες και μερικές τρομερές ατάκες. Η διαχείριση και η εκτέλεση είναι προβληματικές. Πχ, μετά το χαμένο πέναλτι, ο σπορτκάστερ λέει: «αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγωδία για την Πορτογαλία μετά την ήττα από την Ελλάδα»!!! Ο Diamantino από καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο γίνεται πρωταγωνιστής των ευφυέστερων memes. Τέτοια πράγματα. Οι σκηνές με τα τεράστια, χνουδωτά κουτάβια μέσα στο γήπεδο είναι απίστευτες. Και υπάρχει και πολύ πολιτική. Ο Diamantino γίνεται το πρόσωπο εκείνων που θέλουν η Πορτογαλία πρέπει να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η διαφήμιση στην οποία παίζει για να προμοτάρει αυτόν τον σκοπό, εννοείται ότι βγάζει γέλιο. Επίσης, για να εξιλεωθεί αλλά και συγκλονισμένος από τους «σφυγες» (δεν μπορεί να πει πρόσφυγες» αποφασίζει να... υιοθετήσει ένα προσφυγόπουλο. Και υιοθετεί μια μαύρη (από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες) λεσβία πράκτορα των πορτογαλικών μυστικών υπηρεσιών, η οποία το παίζει πρόσφυγας (και αγόρι) για να ξεσκεπάσει τον Diamantino, καθώς πιστεύουν όλοι ότι κάνει ξέπλυμα χρημάτων. Εντωμεταξύ, μια υπουργός για κάποιον παράξενο λόγο, θέλει να κλωνοποιήσει τον Diamantino για το ταλέντο του. Το μόνο που είχε ήταν ταλέντο και φοβερή συμπόνια για τον κόσμο. Από μυαλό, χάλια. Ναι, αλλά στη διαδικασία, ο Diamantino βγάζει... βυζιά! Α, και είναι παρθένος. Δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή του σεξ. Αυτός ο πάμπλουτος και διάσημος ποδοσφαιριστής.

Η ταινία που μου θύμισε τούτη εδώ ήταν, αν έχετε το θεό σας, «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά». Ο Κούτρας όμως είναι καλύτερος σκηνοθέτης. Εδώ, οι δύο δημιουργοί δεν χρησιμοποιούν κόλπα που θα μπορούσαν να κάνουν την ταινία τους περισσότερο θελκτική και προσβάσιμη στο μεγάλο κοινό. Επιλέγουν να κρατήσουν μια αποστασιοποίηση του ανεξάρτητου σινεμά, χωρίς όμως να πετυχαίνουν να κάνουν τον θεατή να έχει ενσυναίσθηση. Οπότε, στην τελική, αποτυγχάνουν. Κρίμα, γιατί θα μπορούσε αυτή να είναι μια εντελώς ΠΑΟΚ ταινία!

Plaire, aimer et courir vite Cannes 2018

Ο Christophe Honoré είναι ένας ανοιχτά γκέι Γάλλος δημιουργός. Οι ταινίες του συχνά μιλάνε για την ομοφυλοφιλία και για το Aids. Η ταινία του Plaire, aimer et courir vite με αγγλικό τίτλο «Sorry Angel» είναι η 10η μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί. Είναι η τέταρτη ταινία του που προβάλλεται στο φεστιβάλ των Καννών και η δεύτερή του που συμμετέχει στο Διαγωνιστικό Τμήμα, μετά το «Les chansons d'amour» του 2007. Μόλις τρεις από τις προηγούμενες ταινίες του έχουν προβληθεί εμπορικά στην Ελλάδα. Αυτή ίσως να είναι η τέταρτη...

Η υπόθεση: Αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ο 20χρονος Αρτούρ ζει και σπουδάζει στη Ρεν. Μόλις έχει βγάλει άκρη με τη σεξουαλική του ταυτότητα: του αρέσουν οι άνδρες. Λατρεύει να διαβάζει βιβλία και να ζει τη ζωή στην απόλυτη πληρότητά της. Είναι ταυτόχρονα ρομαντικός αλλά και ρεαλιστής. Ένα βράδυ, μέσα σε έναν κινηματογράφο που παίζει τα «Μαθήματα πιάνου», θα γνωρίσει τον Ζακ. Ο Ζακ είναι ένας συγγραφέας, με σχεδόν τη διπλάσια ηλικία από τον Αρτούρ, που βρέθηκε στη Ρεν καθώς ένα θεατρικό του ανεβαίνει στην πόλη. Κανονικά, ζει στο Παρίσι, μαζί με τον ανήλικο γιο του. Και ο Ζακ είναι γκέι. Και μάλιστα είναι θετικός στον ιό του Aids. Όλο το καλοκαίρι, ο Αρτούρ και ο Ζακ απολαμβάνουν και αγαπούν ο ένας τον άλλον. Όποτε μπορούν να το κάνουν δηλαδή. Έχουν μια σχέση δάσκαλου – μαθητή, πέρα όλων των άλλων. Όμως, ο Ζακ βλέπει αλλιώς τον έρωτα σε σχέση με τον Αρτούρ. Κι αυτό οδηγεί σε ασύμβατες καταστάσεις...

Η άποψή μας: Ο Honoré είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που ενώ δεν έχουν γυρίσει κανένα αριστούργημα ως τώρα, θεωρείται απολύτως συμπαθής από τη σινεφίλ κοινότητα. Την πολύ σινεφίλ. Γιατί το μεγάλο κοινό, ιδίως στην Ελλάδα, δεν τον γνωρίζει και δεν δείχνει και καμία διάθεση να τον μάθει. Σε τούτη την ταινία ο Honoré παρουσιάζει μια γλυκιά, ερωτική ιστορία. Δεν έχει σημασία που αφορά ουσιαστικά δύο άντρες. Και αυτή, όπως και όλες οι ερωτικές ιστορίες, κουβαλάει διάφορα προβλήματα. Υπάρχει η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δύο εραστές. Υπάρχει η διαφορά φιλοσοφίας. Υπάρχει η διαφορά ότι ο Ζακ έζησε έρωτες, ξαναέζησε έρωτες, είδε φίλους να πεθαίνουν από Aids, είδε εραστές κι αγαπημένους να πεθαίνουν από την αρρώστια. Μπορεί να έλκεται από τον Αρτούρ, το σφρίγος του, τη νεανικότητά του, την διάθεσή του να μάθει τα πάντα και να ζήσει τα πάντα, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι κυνικός.

Θαρρείς και ο Honoré έχει βάλει τον εαυτό του (μιας που υπογράφει μόνος του το σενάριο, όπως σε όλες του τις ταινίες) να χωριστεί ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Είναι η νεανική και η πιο ενήλικη έκδοχή του εαυτού του κατά μία έννοια. Το καστ που διαθέτει ο σκηνοθέτης για να υλοποιήσει το όραμά του είναι εξαιρετικοί. Ο Pierre Deladonchamps στο ρόλο του Ζακ είναι σπουδαίος ενώ ακόμα και ο γενικά αντιπαθής Vincent Lacoste, εδώ τα πηγαίνει μια χαρά. Σε δεύτερο ρόλο ο Denis Podalydès είναι απολαυστικός. Αυτό που περισσότερο μας άρεσε μέσα στην ταινία είναι οι αναφορές του σκηνοθέτη σε κάθετι που του αρέσει από άποψη τέχνης. Από τις ταινίες και τους σπουδαίους δημιουργούς της Έβδομης Τέχνης τους οποίους λατρεύει, (υπάρχει σκηνή όπου ο Αρτούρ επισκέπτεται τον τάφο του Φρανσουά Τριφό), την ποίηση και τους αγαπημένους του συγγραφείς (με ιδιαίτερη αγάπη στον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές) και κυρίως τη μουσική που αγαπά. Εδώ έχουμε τα πάντα: από «Pump up the volume» και Prefab Sprout μέχρι τους Ride! Αυτά είναι τα ωραία, που όμως είναι λίγο εξειδικευμένα.

Εκεί που ο Honoré χάνει το παιχνίδι είναι με το πιο ενοχλητικό χαρακτηριστικό των γαλλικών ταινιών. Την πολυλογία. Οι ήρωες μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, πολύ περισσότερο από όσο καπνίζουν τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο! Κάποιες φορές αυτά που λένε είναι πολύ ενδιαφέροντα. Όπως πχ ο μονόλογος του Αρτούρ που τάσσεται υπέρ του σεξ στις τουαλέτες κι ας μυρίζουν ολόγυρα τα ούρα. Έχει μια αλήθεια ο λόγος του εκεί, μια αλήθεια, μια δυναμική. Γενικά, όμως, αυτός ο μαξιμαλισμός στο μπουρμπούρ, οδηγεί και σε ξεχείλωμα των ρυθμών και σε μια ταινία, που εντέλει χρειάζεται να φτάσει στις δύο ώρες και 15 λεπτά για να μας πει αυτά που θα καταλαβαίναμε και στη μιάμιση ώρα. Τέλος πάντων, Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα την πιάσει τη μεγάλη επίδοση ο δικός μας.

Los silencios Cannes 2018

Τελευταία ταινία για σήμερα, ένα φιλμ που είδαμε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Τίτλος της Los silencios. Σαν να λέμε, «Οι σιωπηλοί». Η σκηνοθεσία είναι της Βραζιλιάνας Beatriz Seigner. Πριν από την προβολή της ταινίας μας μίλησε, όπως είθισται να κάνουν οι δημιουργοί όταν παρουσιάζουν την ταινία τους. Το παιδί τους. Η κοπέλα ήταν τρομερά συγκινημένη. Δέκα χρόνια από τη ζωή της, της πήρε για να πάρει η συγκεκριμένη ταινία σάρκα και οστά. Με φοβερές δυσκολίες. Ήθελε να μιλήσει για το θέμα της μετανάστευσης. Ήθελε να μιλήσει για την παγκόσμια ειρήνη. Ήθελε να πει πολλά. Μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυά της. Το θέμα είναι πως όλα αυτά που ήθελε να μας πει, δεν τα είπε με τέτοιο τρόπο ώστε να αφορούν το κοινό που βρέθηκε στην αίθουσα Croissette, προκειμένου να δει την ταινία...

Η υπόθεση: Η Νούρια, 12 χρονών, ο Φάμπιο, 9 χρονών, και η μητέρα τους Αμπάρο φτάνουν σε ένα μικρό νησί στη μέση της Αμαζονίας, στα σύνορα της Βραζιλίας, της Κολομβίας και του Περού. Βρίσκουν καταφύγιο εκεί φεύγοντας μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα τους, στον οποίο έχασε τη ζωή του ο πατέρας των παιδιών και σύζυγος της Αμπάρο. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Αν βρεθεί, θα μπορούσε η Αμπάρο να ζητήσει αποζημίωση και να ορθοποδήσουν λίγο οικονομικά, μιας που δεν έχουν καθόλου σχεδόν χρήματα. Μια μέρα, ο πατέρας επανεμφανίζεται στο νέο τους σπίτι. Η οικογένεια ταράσσεται από τη μια από αυτήν την επιστροφή κι ανακαλύπτει από την άλλη ότι το νησί κατοικείται από φαντάσματα...

Η άποψή μας: Αυτό που δεν επιτρέπει στη συγκεκριμένη ταινία να απογειωθεί είναι η έλλειψη δραματοποίησης. Οι ρυθμοί είναι αργοί και τελετουργικοί, οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες, το όλο πράγμα προσεγγίζει αισθητική ντοκιμαντέρ. Καμία σχέση με... «Έκτη αίσθηση» δηλαδή. Χρειάζεται μεγάλα αποθέματα κουράγιου και περιέργειας από μέρους του θεατή για να μπορέσει να φτάσει μέχρι το πέρας της ταινίας επιτυχώς. Στο φινάλε, υπάρχει μια κάποιου είδους ανταπόδοση για τους πιο υπομονετικούς από τους θεατές. Όμως, το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί στο δρόμο. Κρίμα, γιατί θα μπορούσε να προκύψει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ας είναι.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Υπάρχουν ταινίες, υπάρχουν και τα τρολ!!!

Καλά ρε, δεν μιλάτε; Γκοτζαμάν Κάρολος ήρθε στην Ελλάδα μαζί με την Καμίλα του κι εσείς ούτε ένα inbox, ένα sms, κάτι στο viber, τίποτα; Μόνοι μας πρέπει να τα βρίσκουμε και αυτά; Αυτά είναι συγκλονιστικά νέα, όχι χαζομάρες. Γιατί κατά τα άλλα, στις Κάννες ως τώρα... άστα. Ίσως να μεγαλώσαμε, ίσως δεν αντέχουμε άλλο, ίσως να μην είναι καλή χρονιά, ίσως να κάναμε κακές επιλογές του τι θα δούμε. Ποιος ξέρει; Και ποιος νοιάζεται; Αλλά ρε παιδί μου, πολύ μάπα το καρπούζι έως τώρα. Ευτυχώς παίχτηκε σήμερα ο Pawlikowski κι εχθές ο Serebrennikov (σημείωση: και οι δύο ασπρόμαυρες ταινίες, να το επισημάνουμε αυτό) γιατί διαφορετικά θα νομίζαμε πως το φεστιβάλ μας τρολάρει. Και δεν ξέρετε πόσο... ρεαλιστικά μιλάμε!

Zimna wojna (Cold War) Cannes 2018

Ξεκινάμε λοιπόν από τα καλά και πηγαίνουμε προς τα κάτω. Έχουμε πολλούς λόγους να αγαπάμε τον Pawel Pawlikowski. Ο αγγλοανα θρεμμένος Πολωνός σκηνοθέτης δεν είναι ακριβοθώρητος, δεν μας πρήζει όμως και συνέχεια με ταινίες. Κάνει κάτι μόνο αν έχει κάτι να πει. Για να καταλάβετε, το Zimna wojna (Cold War) είναι μόλις η έκτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί σε 20 χρόνια καριέρας! Πέντε χρόνια έχουν περάσει από το αριστούργημά του, την «Ida». Καμία από τις έξι του ταινίες δεν ξεπερνάει σε διάρκεια τα 90 λεπτά!!! Μας σύστησε την Emily Blunt στο «Καλοκαίρι του έρωτά μου» (My Summer of Love, 2004). Κι επιστρέφει στις Κάννες μετά την πρώτη του ταινία, το «The Stringer» (1998), που είχε προβληθεί στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» κι ομολογώ πως είναι η μοναδική του ταινία που δεν έχω δει. Τώρα λοιπόν, 20 χρόνια μετά από τότε, είναι πλέον στο Διαγωνιστικό Τμήμα για πρώτη φορά. Και θέτει από πολύ νωρίς σοβαρή υποψηφιότητα να κερδίσει κάποιο βραβείο, αν όχι το μεγαλύτερο: τον Χρυσό Φοίνικα.

Η υπόθεση: Πολωνία, 1949. Η χώρα προσπαθεί να γιατρέψει τα σημάδια που της άφησε η λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βίκτορ είναι ένας μουσικός που κάνει περιοδεία στην πολωνική ενδοχώρα, καταγράφοντας παραδοσιακά τραγούδια. Μαζί του είναι η συνεργάτης – ερωμένη του, η Ιρένα και ο οδηγός τους, ο Καζμάρεκ, σαν να λέμε, ο έμπιστος του Κόμματος, αυτός που ελέγχει τα πράγματα να γίνονται έτσι όπως πρέπει. Έχοντας μαζέψει μπόλικο υλικό, οι δύο ιθύνοντες νόες κάνουν κάστινγκ. Ψάχνουν νέους και νέες με ταλέντο στο χορό και το τραγούδι για να δημιουργήσουν ένα γκρουπ που συμμετέχοντας σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, θα αποδεικνύει την ανωτερότητα του κομουνιστικού μοντέλου, έχοντας ως βάση τα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς.

Έτσι δημιουργείται το Mazurek Ensemble. Στις ακροάσεις ο Βίκτορ θα ξεχωρίσει την Ζούλα, μια όμορφη ξανθιά με καλή φωνή αλλά ακόμα πιο δυνατό ταμπεραμέντο. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν εραστές. Ο Βίκτορ ψάχνει αφορμή να αυτομολήσει στη Δύση. Ζητάει από την Ζούλα να τον ακολουθήσει. Εκείνη δεν θα το κάνει. Οι δυο τους θα βρίσκονται και θα χωρίζουν. Κι αυτό θα συνεχιστεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60...

Η άποψή μας: Τι να πούμε, ο άνθρωπος ξέρει να κάνει καλό σινεμά. Για δεύτερη φορά σε άσπρο και μαύρο, για δεύτερη φορά στη μητρική του γλώσσα, για δεύτερη φορά στο φορμά της ακαδημίας. Ο Pawlikowski κάνει ένα σινεμά με βάση τον άνθρωπο, με τρομερή ευχέρεια στην αφήγηση της ιστορίας, με πάντα κάτι δυνατό για να αιφνιδιάσει τον θεατή του. Το ξεκίνημα της ταινίας, με την καταγραφή των τραγουδιών, είναι πολύ δυνατή. Πατώντας επάνω τους η ταινία έχει ρυθμό, μελωδία, σε αιφνιδιάζει ευχάριστα, σε γλυκαίνει. Στο πρώτο πρώτο τραγούδι: ακούγεται το πρώτο δίστιχο, ο φακός είναι πάνω στον έναν ερμηνευτή. Ακολουθεί το δεύτερο δίστιχο, ο φακός κεντράρει πάνω στον δεύτερο. Ακολουθεί άλλο δίστιχο, στο πλάνο κυριαρχεί ένα παιδάκι, βαριά ντυμένο, με τα χέρια στις τσέπες. Είναι χειμώνας, κάνει κρύο, χιόνια παντού, η μουσική όμως είναι ωραία. Ο θεατής χαλαρώνει. Καταλαβαίνει ήδη από τα πρώτα πλάνα. Αυτό που θα δει θα είναι καλό. Και όντως είναι!

Αν κάνεις την ανατομία της ταινίας εντέλει θα καταλήξεις πως μια ιστορία έρωτα αφηγείται, με μπαγκράουντ όμορφη μουσική, τραγούδια και χορούς αλλά και έχοντας ως σκηνικό μια εποχή αβεβαιότητας και τερματισμού των ψευδαισθήσεων. Η εποχή στην οποία εξελίσσεται η ταινία είναι η εποχή του «Ψυχρού Πολέμου». Ενός πολέμου όπου η Δύση συγκρούονταν με την Ανατολή, όπου ο Καπιταλισμός συγκρούονταν με τον Κομουνισμό, σε όλα τα πεδία μαχών, εκτός από εκείνο με όπλα. Ο πόλεμος γινόταν με επίκεντρο τον αθλητισμό, την τέχνη, την τεχνολογία, το διάστημα. Ναι, αλλά κι αυτός ο πόλεμος είχε απώλειες. Πολλές. Όπως οι δύο μας ήρωες. Ανήκουν σαφέστατα στις απώλειες. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, που μοιράζονται το ερωτικό πάθος αλλά δεν έχουν και πολλά κοινά να τους ενώνουν. Εκείνος θέλει να φύγει στη Δύση. Εκείνη είναι ευχαριστημένη στην Πολωνία. Εκείνος είναι άθεος. Εκείνη πιστεύει στο θεό. Εκείνος λατρεύει τη μουσική. Εκείνη θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε.

Ο έρωτας που βιώνουν έχει κι αυτός χαρακτηριστικά πολέμου. Ψυχρού Πολέμου. Οπότε ο τίτλος της ταινίας έχει πάνω από μία αναγνώσεις. Είναι από εκείνα τα ζευγάρια που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούνε. Είναι μια ιστορία όπως εκείνη όπου ο Άρθουρ Μίλερ αγάπησε και παντρεύτηκε τη Μέριλιν Μονρόε. Η Ζούλα έλκεται από τον Βίκτορ. Ο Βίκτορ έλκεται από τη Ζούλα. Η Ζούλα, όμως, ουσιαστικά λειτουργεί ως... πράκτορας! Αναφέρει στον Καζμάρεκ (ο οποίος ανεβαίνει διαρκώς την κομματική σκάλα) τα πάντα για τον Βίκτορ. Εκείνα, εννοείται, που δεν μπορούν να του κάνουν κακό. Γιατί, είπαμε, τον αγαπάει. Και νιώθει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο τον προστατεύει. Και ο Βίκτορ, όταν κάποια στιγμή το ζευγάρι ζει μαζί στο Παρίσι, για να τη σπρώξει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, λέει την ιστορία της ζωής της σε ανθρώπους με επιρροή και δύναμη. Λέει ακόμα και το περιστατικό εκείνο κατά το οποίο η Ζούλα μαχαίρωσε τον πατέρα της. Υπερβάλλει, αλλά είναι σαν να την δίνει στεγνά. Ναι, τέτοια έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο εραστές. Τέτοια κάνουν ο ένας στον άλλο.

Όλα αυτά ο Pawlikowski μας τα παρουσιάζει με τρομερή αφηγηματική οικονομία. Όχι όμως σε σημείο τέτοιας ελλειπτικότητας ώστε ο θεατής να μένει μαλάκας. Ναι, ζητάει από τους θεατές να ενώσουν τις κουκκίδες και να καλύψουν μέσα στο κεφάλι τους τα κενά. Οι συναντήσεις των δύο γίνονται κάθε φορά σε άλλη πόλη, σε άλλη χρονιά. Και μέσα σε πέντε λεπτά φιλμικού χρόνου, καταλαβαίνουμε που βρίσκονται, που βρισκόμαστε, τα πάντα. Καταλαβαίνουμε πως θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Καταλαβαίνουμε πως είναι ερωτευμένοι βαθιά, υπαρξιακά. Καταλαβαίνουμε, όμως, πως όλο αυτό είναι αδιέξοδο. Ματαιόδοξο. Και θνησιγενές. Απογοητευμένοι από τους εαυτούς τους, απογοητευμένοι από την κοινωνία στην οποία ζουν, απογοητευμένοι από όλους κι από όλα, δεν μπορούν παρά αναχωρήσουν. Γιατί, πάντα, η θέα από απέναντι είναι καλύτερη. Μεγάλη φενάκη αυτό. Έτσι ελπίζουμε. Και πάντα απογοητευόμαστε. Πολλοί κομουνιστές έβλεπαν στον καπιταλισμό την ελευθερία που τους έλειπε. Πολλοί καπιταλιστές έβλεπαν στον κομουνισμό την δικαιοσύνη που τους έλειπε. Και περνάς απέναντι και καταλαβαίνεις πως κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.

Πολύ δυνατή ταινία, μελαγχολική, γλυκιά, εντελώς προσβάσιμη, που έχει μικρά προβλήματα (πχ η σύντροφος του Βίκτορ εξαφανίζεται πολύ γρήγορα από την εικόνα και από τη συνέχεια της ταινίας από ένα σημείο και μετά) τα οποία όμως είναι αμελητέα μπροστά στη μεγάλη εικόνα. Το φινάλε είναι σπουδαίο (αν και όχι απολύτως δικαιολογημένο) και η Joanna Kulig είναι θεάρα. Και υπάρχει και μια πολύ ωραία φράση από ένα τραγούδι που λέει περίπου τα εξής: «έφτιαξα ένα ρούχο με όνειρα/ οι κλωστές όμως είναι αδύναμες και θα σπάσουν»... Πάντα τέτοια!

Leto (Summer) Cannes 2018

Το ασπρόμαυρο χρησιμοποιεί για να αφηγηθεί την ιστορία του και ο Kirill Serebrennikov. To Leto (Summer) είναι η έβδομη μεγάλου μήκους ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη, ο οποίος έρχεται στις Κάννες για δεύτερη φορά μετά την προηγούμενη ταινία του, «Ο πιστός» ((M)uchenik), που είχε λάβει μέρος στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» το 2016. Είναι και η μοναδική του ταινία που είδαμε στη χώρα μας. Ο Serebrennikov αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό καθώς κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε χρήματα από φιλανθρωπικό οργανισμό που διευθύνει, και καταδικάστηκε γι’ αυτό. Όλοι όμως γνωρίζουν πως πίσω από την κατηγορία βρίσκεται ο Putin, ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι στημένο για να τιμωρηθεί ο σκηνοθέτης, μιας που ποτέ δεν σταμάτησε να καταφέρεται εναντίον του Ρώσου ηγέτη. Υπάρχει λοιπόν εδώ στις Κάννες μια φάση Free Kirill…

Η υπόθεση: Λένινγκραντ, αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Λέονιντ Μπρέζνιεφ είναι ο ηγέτης της ΕΣΣΔ. Και κάποιες μικρές ελευθερίες έχουν κατακτηθεί. Πχ, στην πόλη υπάρχει ένα ροκ κλαμπ, στο οποίο παίζεται δυτική μουσική. Πες την πανκ, πες την ροκ, πες την new wave, ακούγεται τέτοια μουσική. Live. Στα ρώσικα. Από ρώσικα συγκροτήματα. Όπως αυτό όπου αρχηγός είναι ο Μάικ. Που είναι ένας ροκ αστέρας κατά μία έννοια. Το κλαμπ γεμίζει κάθε φορά που δίνεται συναυλία εκεί. Οι θεατές βέβαια πρέπει να μένουν καθιστοί, να μην σηκώνουν πλακάτ με συνθήματα (ακόμα κι αν είναι σχεδιασμένη μια καρδιά!) και οι στίχοι των τραγουδιών πρέπει να περνάνε πρώτα από έλεγχο και να εγκρίνονται.

Ο Μάικ λατρεύει να ακούει Led Zeppelin και T. Rex, Lou Reed και Velvet Underground, ακόμα ακόμα και Blondie! Πάντως, δεν κάνει τη ζωή ενός ροκ σταρ. Ζει με την κοπέλα του, την όμορφη Νατάσα, που είναι και μητέρα του παιδιού του. Είναι ήρεμος, χωρίς καταχρήσεις και λατρεύει να πίνει καφέ, όταν τον βρίσκει. Ένα καλοκαίρι θα εμφανιστεί μπροστά του ο Βίκτορ και το συγκρότημά του. Ο Βίκτορ είναι τρομερά ταλαντούχος και είναι πιο ξεκάθαρος στις ιδέες του, πιο δομημένος, πιο ουσιαστικός. Ο Μάικ θέλει να τον βοηθήσει. Και η Νατάσα δεν θα αργήσει να δείξει πόσο πολύ της αρέσει αυτό το όμορφο αγόρι...

Η άποψή μας: Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, ύφος και καλλιτεχνικές επιδιώξεις βρίσκεται εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης σε σχέση με την προηγούμενη, πολύ δυνατή του ταινία. Αυτή είναι μια εντελώς ροκ’ν’ρολ ταινία. Μια ταινία που δείχνει μια ολόκληρη μουσική σκηνή και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη γενιά, η οποία μπόρεσε να δημιουργήσει κάτω από συνθήκες δύσκολες. Να δημιουργήσει καλλιτεχνικά, να ονειρευτεί, να επικοινωνήσει με άλλους κώδικες από τους κρατικούς, από εκείνους του καθεστώτος. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, ότι στίχους και να της βάλεις. Κι όταν οι στίχοι ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα γνωστά περί έρωτος και τα τοιαύτα, μπορούν να γίνουν ένα υπέροχο μέσο έκφρασης αγωνιών, ιδεών, αγώνα. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται χαλαρά σε πραγματικά γεγονότα.

Ο Βίκτορ της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Viktor Tsoi, έναν φοβερά ταλαντούχο και εντελώς δημοφιλή μουσικό, ηγέτη του ροκ συγκροτήματος Kino, ο οποίος σκοτώθηκε το 1990 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 28 ετών! Εδώ τον βλέπουμε στα πρώτα του βήματα, να ωριμάζει μουσικά, να επηρεάζεται από το ίνδαλμα του και να γίνεται μέλος ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου. Η ερωτική ιστορία εξελίσσεται παράλληλα με τα γκιγκς, τις συναυλίες, τη δίψα για μουσική. Από μόνο του όλο αυτό θα αρκούσε για να έχουμε μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο ταινία, που θα κάνουν κρα οι μουσικόφιλοι για να την δουν και να την... ακούσουν. Όμως, υπάρχουν κι άλλα καλούδια. Όπως τρεις σκηνές, τις οποίες καταγούσταρα. Είναι τρεις σκηνές όπου σε συνθήκες καθημερινότητας ακούγονται τρία εμβληματικά ροκ τραγούδια.

Στη μία, μέσα σε ένα τρένο, έχουμε τη διένεξη ενός μέλους του συγκροτήματος του Μάικ με έναν πιστό σοσιαλιστή, κάτι που οδηγεί στην επέμβαση κρατικών οργάνων και σε ξυλοδαρμό. Κι όλα αυτά κάτω από τους στίχους του «Psycho Killer» των Talking Heads, το οποίο τραγουδούν... όλοι οι επιβάτες του τρένου! Κι όλο αυτό σε συνθήκες που παραπέμπουν σε βιντεοκλίπ (από τα καλά) με επέμβαση πάνω στην εικόνα, επιχρωματισμούς, κινούμενα σχέδια, τέτοια. Εντελώς ξεσηκωτικό. Κάτι ανάλογο γίνεται σε ένα τρόλεϊ, όταν οι πάντες τραγουδούν το «Passenger» του Iggy Pop! Και μια τρίτη και τελευταία φορά (ευτυχώς, δεν το ξεχειλώνει όλο αυτό ο σκηνοθέτης) έχουμε κάτι ανάλογο να συμβαίνει υπό βροχή, με το «Perfect Day» του Lou Reed να ερμηνεύεται από όσους... βρέχονται. Ο Lou Reed, που είναι πολύ καλός στιχουργός αλλά... αλαζόνας, όπως συμφωνούν ο Βίκτορ και η Νατάσα, προς μεγάλη απογοήτευση του Μάικ.

Το άλλο ωραίο είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή, χωρίς όνομα, με τον προσδιορισμό «Skeptic», που εμφανίζεται κυρίως σε σκηνές όπως οι τρεις που περιγράψαμε πιο πάνω και διατείνεται πως «αυτό δεν έγινε ποτέ». Κι όμως, συνέβη. Μελαγχολικά όμορφο και λυπητερά ευχάριστο, το φιλμ αυτό από τη Ρωσία δεν είναι ένα κιτσάτο υπερθέαμα τύπου Eurovision. Είναι μια τρυφερή μπαλάντα, ένα μελωδικό ροκ τραγούδι με εξαιρετική χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας, που παρά τα... (λίγα) φάλτσα του είναι υπέροχο να το ακούς, χαλαρά, το καλοκαιράκι, στην ακρογιαλιά...

Gräns Borders Cannes 2018

Πάμε τώρα στην τρίτη και τελευταία ταινία, εκείνη που μας έσπασε τα νεύρα, εκείνη που έδειχνε πολύ ενδιαφέρουσα στα χαρτιά αλλά τελικά αποδείχτηκε... τρολάρα ολκής! Μιλάμε για την ταινία Gräns, Borders στα αγγλικά, δηλαδή, σύνορα. Συμπαραγωγή Σουηδίας και Δανίας, το φιλμ αποτελεί το δεύτερο μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο παλαιστινιακής καταγωγής Ali Abbasi, μετά το «Shelley», μια ταινία που προβλήθηκε στην Berlinale του 2016. Και προβάλλεται εδώ στο πλαίσιο του τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα».

Η υπόθεση: Η Τίνα είναι ένας μοναχικός άνθρωπος αλλά και μία εξαιρετική τελωνειακός. Έχει την ικανότητα να εντοπίζει εύκολα τους λαθρεμπόρους. Τους... μυρίζεται. Κυριολεκτικά! Έχει τρομερή αίσθηση της όσφρησης και μπορεί να μυρίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στην προσωπική της ζωή, όμως, τα πράγματα δεν είναι καλά. Η 40χρονη Τίνα είναι κάτι παραπάνω από άσχημη. Ο πατέρας της ζει με Αλτσχάιμερ σε οίκο ευγηρίας. Η ίδια ζει με έναν άνδρα, ο οποίος ουσιαστικά την εκμεταλλεύεται κι έχει μεγαλύτερο πάθος για τα ροτβάιλερ που εκτρέφει και τα πηγαίνει σε διαγωνισμούς παρά για εκείνην. Καλύτερα, αδιαφορεί για εκείνην.

Μια μέρα, ένας ύποπτος άνδρας βγαίνει από το πορθμείο. Καθώς δεν μπορεί να εντοπίσει τι κρύβει, η Τίνα αποκτά εμμονή με αυτόν τον άνδρα και την ανησυχητική αύρα που αποπνέει. Η έρευνά της αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τα αναμενόμενα και σύντομα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τρομακτικές αποκαλύψεις για τον εαυτό της και την ανθρωπότητα. Γιατί είναι τόσο άσχημη; Γιατί έχει αυτό το σημάδι στο ύψος των γοφών της; Γιατί της αρέσουν τα έντομα; Γιατί νιώθει άνετα στη φύση και όχι με τους ανθρώπους; Γιατί τραβάει επάνω της κεραυνούς; Και γιατί ο ύποπτος άνδρας της μοιάζει τόσο πολύ;

Η άποψή μας: Δεν νομίζω πως θα υπάρξει Έλληνας διανομέας τόσο τρελός, που θα αγοράσει για να διανείμει την ταινία στη χώρα μας, οπότε προχωράω σε σπόιλερ, μιας που η ταινία μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις αλλά τελικά δεν υποφέρεται! Η Τίνα είναι... τρολ!!! Κανονικό τρολ, όχι τρολάκι. Τρολ από αυτά που έχουμε δει σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, όπως το «Frozen» και οι «Ευχούληδες»! Εννοείται, πως στις ταινίες κινουμένων σχεδίων τα τρολ ήταν άσχημα μεν, συμπαθητικά δε. Εδώ δεν υπάρχει καμία συμπάθεια για τα τρολ!!! Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα διήγημα του John Ajvide Lindqvist, του ανθρώπου που σε βιβλίο του βασίστηκε το υπέροχο «Άσε το κακό να μπει» (Let the Right One In, 2008). Ναι, αλλά ο Tomas Alfredson είναι εκατομμύρια φορές καλύτερος σκηνοθέτης από τον Ali Abbasi. Και τα βαμπίρ εκείνης της ταινίας λειτουργούν σε πολλά περισσότερα επίπεδα από τα τρολ τούτης της ταινίας.

Εδώ, ο σκηνοθέτης κάνει ότι μπορεί για να απωθήσει τον θεατή, να τον κάνει να σιχαθεί, να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα. Να τον πετάξει από την ταινία εντέλει. Μα τόσο καταγραφή ασχήμιας και σιχαμάρας πια; Εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Από την πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται η επανάληψη. Κουράζει. Και εκνευρίζει. Κι εντέλει, όλη αυτή η... συμβολική χρήση του γκροτέσκου λειτουργεί εναντίον της ταινίας και θολώνει το μήνυμά της. Ο τίτλος της ταινίας είναι σαφής ευτυχώς: σύνορα. Μιλάμε για τα σύνορα ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Τέρας, στο Ηθικό και το Ανίερο. Η Τίνα βρίσκεται σε αυτά τα σύνορα. Μη γνωρίζοντας την πραγματική της ταυτότητα είναι ανθρώπινη παρά το εξωτερικό παρουσιαστικό της. Την πιάσατε την αλληγορία, έτσι; Δεν θέλουμε εμείς οι άνθρωποι να βλέπουμε ασχήμια, μας χαλάει, μας τρομάζει, μας φοβίζει. Θέλουμε όλα γύρω μας να είναι όμορφα, μοσχομυριστά, υπέροχα, σαν να ζούμε σε ένα ροζ συννεφάκι. Ναι, αλλά οι όμορφοι άνθρωποι είναι ικανοί για άσχημα πράγματα. Όπως η παιδοφιλία. Και οι Άσχημοι, τα τέρατα, τα Freaks, είναι ικανοί για πράξεις εντελώς ανθρώπινες. Όπως το να εξαρθρώσουν ένα κύκλωμα παιδεραστίας. Να πολεμήσουν τη διαφθορά.

Εντάξει φίλε μου, το πιάσαμε. Υπάρχουν τα τρολ επαναστάτες, που θέλουν να ρίξουν τη διεφθαρμένη τυραννία των ανθρώπων. Και υπάρχει και η Τίνα, που εντέλει επιλέγει την... ανθρώπινη πλευρά. Μπορεί κάποιες στιγμές να γελάς, αλλά είναι από αμηχανία. Και υπάρχουν και σκηνές που φτάνουν σε επίπεδο θυμηδίας. Ένα θα σας πω: σύμφωνα με την ταινία, τα θηλυκά τρολς βγάζουν... πέος όταν διεγείρονται ερωτικά, ενώ τα αρσενικά τρολς έχουν αιδοίο, κυοφορούν και γεννάνε! Τέτοια πράγματα, ωραία, συμβαίνουν στην ταινία. Που χάνει το... δίκιο της από νωρίς. Α, και προσέξτε: αν πάτε ποτέ στη Φιλανδία, υπάρχει μια ολόκληρη αποικία από τρολς! Τι, δεν γελάτε; Δίκιο έχετε. Άσε μας κουκλίτσα μου...

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »