Σε τέσσερις χρόνους (Orpheline) PosterΣε τέσσερις χρόνους
του Arnaud des Pallières. Με τους Adèle Haenel, Adèle Exarchopoulos, Solène Rigot, Vega Cuzytek, Gemma Arterton, Sergi López, Nicolas Duvauchelle, Robert Hunger-Bühler


Η ζωή είναι γυναίκα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Και αντίστροφα μετράει ο καιρός...»

Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Ανώτατων Κινηματογραφικών Σπουδών, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Arnaud des Pallières γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Drancy Avenir» το 1996. Λάτρης του ντοκιμαντέρ, το 2000 μπαίνει, για την τηλεόραση, στο πετσί της Γερτρούδης Στάιν με το μεσαίου μήκους «Is dead ou Portrait incomplet de Gertrud Stein». Το ντοκιμαντέρ του «Poussières d'Amérique», που γύρισε το 2011 χρησιμοποιώντας εικόνες αρχείου από ταινίες βωβού κινηματογράφου γυρισμένες στις ΗΠΑ, προβλήθηκε στην τελετή έναρξης του FID Marseille. Η προηγούμενη ταινία του, «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (Michael Kohlhaas, 2013) συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς και τιμήθηκε με δύο βραβεία César: καλύτερης μουσικής και ήχου.

Σε τέσσερις χρόνους (Orpheline) Quad Poster
Η Orpheline είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του. Έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν ενώ η παγκόσμια πρεμιέρα της έλαβε χώρα στο φεστιβάλ του Τορόντο. Το σενάριο το υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης μαζί με την Christelle Berthevas (συνσεναριογράφο του και στο «Michael Kohlhaas») και είναι ένα σενάριο βασισμένο χαλαρά στη ζωή της Berthevas, πριν αυτή γίνει η σύζυγος του σκηνοθέτη! Η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες μία μέρα πριν βγει στις ελληνικές αίθουσες, ήτοι στις 29 Μαρτίου εκεί, στις 30 Μαρτίου εδώ. Και τα... αστεράκια που έχει «τσιμπήσει» κυμαίνονται από τα πέντε αστεράκια του Première, μέχρι το ένα αστεράκι της Le Figaro, με το Cahiers du Cinéma να δίνει στην ταινία δύο αστεράκια. Την αξιολόγηση που δίνουμε κι εμείς εντέλει...

Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...

Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...».

Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και υποδύονται ουσιαστικά τον ίδιο ρόλο, την ίδια γυναίκα σε ηλικία 6, 13, 20 και 27 ετών (με απόσταση 7 χρόνια δηλαδή το ένα πορτρέτο από το άλλο) δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είσαι και θα χαθείς στην αφήγηση. Και θα εκνευριστείς. Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά και συνοπτικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία, που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση.

Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας ως βασικό όπλο τον ερωτισμό τους! Εδώ να κάνω μια επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση.

Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει (στην προσπάθειά της να βρει αγάπη, που δεν τη βρίσκει από τον βίαιο πατέρα της;), η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα στήθη της – στήθη μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Και τα τρίβει και μια ώρα, πάντα σε γκρο πλάνο – ποτέ μαζί με το πρόσωπο – η Adèle Haenel προφανώς και δεν δέχτηκε να δείξει τα δικά της στήθη (έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να είναι τα γεμάτα στήθη μιας εγκύου) κι αυτά που βλέπουμε είναι στήθη αντικαταστάτριας. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με... αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε πρόσφατα τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω τούτου του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και σωβινισμό/ σεξισμό - και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχονται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Δεν είναι πολύ... χριστιανικό όλο αυτό; Και κομμάτι συντηρητικό; Χμ, το σίγουρο είναι πως η ταινία με καταμπέρδεψε...

Σε τέσσερις χρόνους (Orpheline) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Weird Wave
Περισσότερα... »

Grave (Raw) PosterGrave
της Julia Ducournau. Με τους Garance Marillier, Ella Rumpf, Rabah Naït Oufella, Laurent Lucas, Joana Preiss


Μερικοί το προτιμούν... ωμό!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Μια ταινία για την εποχή της ανθρωποφαγίας

Η τεράστια αυτοπεποίθηση που δείχνει η Γαλλίδα Julia Ducournau στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία είναι το μεγάλο της ατού. Όπως και το γεγονός ότι δεν παίρνει και πολύ στα σοβαρά την ταινία της, παίρνοντάς την εντέλει... πολύ στα σοβαρά! Φαίνεται αντιφατικό αλλά δεν είναι: η ταινία θα λατρευτεί από τους φίλους των ταινιών τρόμου ακριβώς επειδή προσφέρει αυτό που θέλουν: αίμα, σάρκα, σεξ, πλάκα και καθόλου, μα καθόλου σοβαροφάνεια.

Grave (Raw) Quad Poster
Η ταινία Raw έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής». Τιμήθηκε με το βραβείο της FIPRESCI ως η καλύτερη ταινία από τα παράλληλα τμήματα του φεστιβάλ, την «Εβδομάδα της Κριτικής» δηλαδή και το «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Και ο μύθος λέει πως όταν η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία, 30 νοματαίοι έφυγαν από την αίθουσα πολύ πριν αυτή τελειώσει, πως κάποιοι λιποθύμησαν και κάποιοι άλλοι έτρεξαν στις τουαλέτες να κάνουν εμετό. Τα ίδια πάνω κάτω έγιναν και στο Τορόντο. Υπερβολές, που απλώς προσθέτουν στο hype της ταινίας. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, δεν το έχει ανάγκη! Εδώ να προσθέσω πως στην προβολή της ταινίας στις Κάννες η αίθουσα στο ξενοδοχείο Miramar που φιλοξενεί τις προβολές της «Εβδομάδας της Κριτικής» δονούνταν από τη γλυκιά εκείνη έξαψη του ενθουσιασμού!

Η υπόθεση: Η Ζιστίν είναι μια νεαρή έφηβη, πολύ έξυπνη για την ηλικία της. Έχει περάσει σε μια ονομαστή κτηνιατρική σχολή της Γαλλίας, όπου ήδη φοιτά η μεγαλύτερη αδελφή της, μια σχολή στην οποία την οδηγούν οι γονείς της προκειμένου να γραφτεί και να αρχίσει να σπουδάζει. Η Ζιστίν είναι βετζετέριαν: δεν τρώει κρέας. Έτσι της το επέβαλαν οι γονείς της, έτσι το συνήθισε, έτσι της αρέσει. Στη σχολή γίνονται διάφορες τελετές υποδοχής των πρωτοετών: ουσιαστικά οι παλιοί τους ξεφτιλίζουν και τους συμπεριφέρονται σαν πιονάκια. Αυτό επιτάσσει η παράδοση. Η Ζιστίν φαίνεται στοχοπροσηλωμένη. Δεν γουστάρει τα πάρτι και την περιρρέουσα ελευθεριότητα. Είναι παρθένα. Ο συγκάτοικός της είναι γκέι. Και η ίδια το μόνο που θέλει είναι να διαβάζει. Όταν στο πλαίσιο μιας τελετής μια μέρα αναγκαστεί να φάει κρέας, όμως, όλα θα αλλάξουν για την Ζιστίν. Και θα καταλάβει γιατί οι γονείς της επέμεναν τόσο πολύ στο να απέχει από το να καταναλώνει σάρκα...

Η άποψή μας: Μιλάμε για ταινιάρα, έτσι; Δεν θεωρώ τον εαυτό μου οπαδό των ταινιών τρόμου. Σπανίως γουστάρω τέτοιες ταινίες. Με αυτήν όμως την καταβρήκα! Το καταδιασκέδασα! Η Julia Ducournau ξεκινάει με φόρα την ταινία της από την πρώτη σκηνή και δεν σταματάει ούτε λεπτό να σε κρατάει με το βλέμμα καρφωμένο στα πλάνα της! Ξέρει πότε πρέπει να σπιντάρει και πότε να χαλαρώσει το ρυθμό. Ξέρει πότε πρέπει να μας αποκαλύψει πράγματα – και το τρελό είναι πως από την αρχή φανταζόμαστε τι περίπου θα συμβεί, αλλά το σενάριο και η σκηνοθεσία της Ducournau προσπερνούν τον σκόπελο της προβλεψιμότητας και ενθουσιάζουν! Με αναφορές από τη «Suspiria» του Argento (εκεί, αντί για κτηνιατρική σχολή είχαμε σχολή χορού) και το «Carrie» του De Palma (με τη σκηνή του αίματος που χύνεται πάνω στους πρωτοετείς), μέχρι τον... Μαρκήσιο Ντε Σαντ (hello, Ζιστίν, ήτοι, Justine τη λένε την κοπέλα) και κλέβοντας από παντού χωρίς αιδώ, αλλά με πάθος, η σκηνοθέτιδα προφανώς και δεν ανακαλύπτει την πυρίτιδα.

Αυτό που κατορθώνει, πάντως, είναι πολύ σπουδαίο, καθώς όλες τις οι αναφορές είναι χωνεμένες και το τελικό προϊόν έχει την ολόδική της προσωπική σφραγίδα. Μια ταινία ενηλικίωσης, μια ταινία ανακάλυψης της σεξουαλικής ταυτότητας, μια ταινία για την πάλη των τάξεων (!!!), μια ταινία ωμής απόλαυσης! Μεγάλη η τύχη της Ducournau να πέσει στα χέρια της κι ένα υποκριτικό πολυεργαλείο όπως η Garance Marillier, που υποδύεται την Ζιστίν. Η κοπέλα είναι θεά! Σε πείθει ότι είναι το πιο καλό, το πιο υπάκουο, το πιο πειθήνιο παιδί του κόσμου τη μια στιγμή και την άλλη γίνεται μαινάδα που γ@μ@ει δαιμονισμένα και δεν διστάζει, όταν πια δοκιμάζει κρέας και καταλαβαίνει πως τρελαίνεται γι' αυτό, να... φάει το κομμένο δάχτυλο της αδελφής της! Η οποία αδελφή (την υποδύεται η Ella Rumpf) είναι επίσης σπουδαία και μαζί συνθέτουν ένα πρώτης τάξεως δίδυμο. Από τη μουσική υπόκρουση μέχρι τη διεύθυνση φωτογραφίας όλα είναι εξαιρετικά.

Και νομίζω πως έχω και τον κατάλληλο ελληνικό τίτλο για την ταινία: «Το λιγουρεύεσαι;». Γιατί «grave» πέρα από τάφος στα αγγλικά σημαίνει και «λιγούρα». Και πόσο καλά ταιριάζει με την χαρακτηριστική φράση του Αδώνιδος, ε; Τρομερή ταινία, απίστευτο φαν, εννοείται πως δεν είναι για όλους – πολύ αίμα, πολλά σπλάχνα, χυμένα μυαλά, σπλατεριά που τα δείχνει όλα ρε παιδί μου, οπότε ας το πούμε έτσι, ο γενικός πληθυσμός δεν είναι για να δει το φιλμ. Όσοι όμως γουστάρουν απενοχοποιημένο τρόμο, κανιβαλισμό και αίμα με τη σέσουλα, απλά θα προσκυνήσουν!

Grave (Raw) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Seven Films
Περισσότερα... »

Παράνομες Ζωές (Trespass Against Us) PosterΠαράνομες Ζωές
του Adam Smith. Με τους Michael Fassbender, Brendan Gleeson, Sean Harris, Lyndsey Marshal, Rory Kinnear, Killian Scott, Tony Way, Kingsley Ben-Adir


Τι? Έτσι κρύβονται?
του zerVo (@moviesltd)

Για να πω την αλήθεια, εγώ στο μυαλό μου είχα τίποτα διαμερίσματα σε περίεργες και κακόφημες γειτονιές, με διπλά και τρίδιπλα πατώματα, μυστικές κρύπτες, τείχους ψεύτικους που μετακινούνται και μέσα τους μπορούν για μέρες να φυλάξουν τον κυνηγημένο φυγά, μακρυά από τα νύχια των διωκτικών αρχών που έχουν απλώσει παντού τα δίχτυα τους για να τον τσακώσουν. Περιέργως λοιπόν, στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του ο Adam Smith, μας δίνει μια εντελώς εναλλακτική ιδέα για το που μπορεί να έχει στήσει το λημέρι του κάποιος καταζητούμενος, που σύμφωνοι, βάσει των μοντέρνων εργαλείων καταδίωξης της αστυνομίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει πιστευτή, αλλά εδώ προς χάρη της μυθοπλασίας, κλείνουμε τα μάτια και την αποδεχόμαστε ως έχει, όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν υπάρχει κι άλλη διέξοδος για να γυρίσει η ανέμη και να αρχινίσει το παραμύθι...

Παράνομες Ζωές (Trespass Against Us) Quad Poster
Από τους πλέον καταζητούμενους κακοποιούς της Βρετανίας, ο Τσαντ Κάτλερ, σεσημασμένος διαρρήκτης και αδίστακτος κλέφτης, όχι μόνο διαφεύγει μόνιμα της σύλληψης, αλλά σε μια μόνιμη επίδειξη θράσους και ικανοτήτων ξεγλυστρίματος, παίζει διαρκώς παιχνίδια με τα περιπολικά, λοιδορώντας την βραδύτητα και την εντέλει ανικανότητα τους να τον τσακώσουν, στα αυτοσχέδια υπαίθρια ράλι. Και κάθε φορά μετά από οποιοδήποτε κόλπο γκρόσο κι αν λαμβάνει μέρος, επιστρέφει στην βάση του, στην κρυψώνα του, στο καλά κρυμμένο κοινόβιο κάπου στην μέση τους δάσους, που σε δυο τρία τροχόσπιτα, ζει ο ίδιος, η οικογένεια του, η γυναίκα με τα δυο παιδιά τους, ο επιβλητικός πατέρας που τον μύησε στην παρανομία, οι συμμορίτες που μαζί σχεδιάζουν τις επόμενες ληστείες τους.

Δίχως να έχει συμβιβαστεί με τον δεύτερο ρόλο στην οικογενειακή ληστρική επιχείρηση, από την στιγμή που η μορφή του γερο-Κόλμπι - που μονίμως και σε οποιαδήποτε πράξη του τον υποβιβάζει - κυριαρχεί, αλλά κι έχοντας διαρκώς στο μυαλό του να ξεφύγει από αυτόν τον νομαδικό τρόπο ζωής και να χαρίσει ποιοτικότερες συνθήκες διαβίωσης στην λατρεμένη του φαμίλια, ο ευαίσθητος Τσαντ οραματίζεται το κόλπο γκρόσο που θα του αποφέρει την πιο γερή μπάζα και θα τον απομακρύνει από την μιζέρια που τον καταστρέφει. Σε κάθε του βήμα όμως, εκτός από τον Νόμο που σφίγγει ολοένα γύρω του τον κλοιό, θα βρει την αντίδραση του, σεβάσμιου από ολόκληρη την παροικία του υποκόσμου, γονιού του.

Με βασική της αρχή, την επιμονή στις ηθικές αξίες, όσο κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει οξύμωρο,  που διέπουν την λειτουργία της συμμορίας των Κάτλερ, τον σεβασμό δηλαδή στην ιεραρχία και στην οντότητα των παλαιότερων, αλλά και στην ελπίδα πως κάθε καινούργιο πλάνο ληστείας θα είναι το τελευταίο, οπότε πλέον ξεκινά η νέα ηθική καθημερινότητα, το Tresspass Against Us, είναι ένα χαμηλού κόστους δράμα, που αποπειράται να ρίξει φως στις συνήθειες και τα ήθη των κακοποιών, μακρυά από τον χώρο της πραγματικής τους δράσης. Με βασικούς πυλώνες ανάπτυξης του στόρι, τον πατέρα, που κακόμαθε το σπλάχνο του να βγάζει τα προς το ζην παρανόμως και τον γιο που δεν καταφέρνει με τίποτα να διαφύγει των κυκλοθυμικών του ορέξεων, το ανεξάρτητης βρετανικής κοπής ετούτο φιλμ, προβάλλει τις ματαιόδοξες συνθήκες, σαν βγαλμένες από νουβέλα του Στάινμπεκ, που βιώνουν αγχωμένοι, τρομαγμένοι, φοβισμένοι, ανασφαλείς, μα (τι αντίφαση) απόλυτα ικανοποιημένοι που ορίζουν τους κορυφαίους Wanted της κεντρικής Αγγλίας, οι καταδιωκόμενοι φυγάδες.

Αν κάπου θα ήθελε πολύ να μοιάσει το πόνημα του Smith, είναι ίσως στο κορυφαίο στο είδος του, Animal Kingdom, που επίσης άριστα απεικόνισε προ ετών την εικόνα μιας οικογένειας εγκληματιών, με την μητρική φιγούρα, τότε, να στέκει κυρίαρχη κι απαγορευτική στις ορέξεις των σε ατυχή αποστασιοποίηση τέκνων της. Η δραματουργία όμως όπως την επεξεργάζεται το επίπεδης έμπνευσης σενάριο, χωλαίνει αισθητά στον τρόπο που επεξεργάζεται την σχέση του ντάντη Κολ (άνετος ο Gleeson, αν και ανεκμετάλλευτος) με τον θάθελε πολύ να πάρει δρόμο ενάρετο, αλλά τα εμπόδια είναι απροσπέλαστα, Τσαντ (γοητευτικότατος, σε μια από τις λιγότερο σημαντικές ερμηνευτικές του στιγμές ο Michael Fassbender). Αντιθέτως την στιγμή που επιτυγχάνεται το κτίσιμο της επερχόμενης και πιο δυναμικής υποιστορίας, που αφορά τον ριψοκίνδυνο λωποδύτη με τα δικά του τα ταλαιπωρημένα, αδικημένα, μεγαλωμένα με μια κάννη να τα σημαδεύει μόνιμα, φουκαριάρικα παιδιά, επέρχεται το αναμενόμενο φινάλε, για να αφήσει και αυτή την πτυχή, σαφώς την πιο ενδιαφέρουσα, του θέματος, ανολοκλήρωτη. Υποτίθεται τηρώντας τους κανόνες του ρεαλισμού? Μάλλον το αντίθετο. Ποτέ δεν πείστηκα. Και κανείς άλλος φαντάζομαι...

Παράνομες Ζωές (Trespass Against Us) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Feelgood Ent.
Περισσότερα... »

Le Ciel Attendra PosterLe Ciel Attendra
της Marie-Castille Mention-Schaar. Με τους Noémie Merlant, Naomi Amarger, Sandrine Bonnaire, Clotilde Courau, Zinedine Soualem, Dounia Bouzar, Ariane Ascaride, Yvan Attal


Δώσε μου λιγάκι ουρανό...
του zerVo (@moviesltd)

Μια από τις πιο όμορφα δομημένες και με έξοχα ιδεολογικά συμπεράσματα, ιδίως για τους νέους και πιο προβληματισμένους ανθρώπους των μοντέρνων κοινωνιών, ήταν η ταινία Les Heritiers, που προβλήθηκε και πάλι στα πλαίσια του Γαλλόφωνου φεστιβάλ πριν από μερικά χρόνια και είχε τέτοια διαχρονική ποιότητα στα μηνύματα της, ώστε μόλις φέτος να πάρει και επίσημα διανομή στις αίθουσες. Δείγμα της πραγματικής αξίας της, του πόσο θα έπρεπε να της δώσει σημασία κανείς. Κινούμενη ακριβώς στα ίδια μονοπάτια και με αφορμή και πάλι ένα πραγματικό δεδομένο (σε εκείνη την περίπτωση υπήρξε το Ολοκαύτωμα και κυρίως το πως αντιλαμβάνονται ως συμβάν οι νέοι, που γεννήθηκαν ακόμη και μισό αιώνα μετά την γενοκτονία) η καινούργια (τέταρτη μεγάλου μήκους) δημιουργία της ικανότατης αφηγηματικά Marie-Castille Mention-Schaar, παίρνει αφορμή από ένα ζήτημα που συγκλονίζει την καθημερινότητα Δυτικών χωρών όπως η Γαλλία, που παίζει διαρκώς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, που δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς: Την στρατολόγηση των γενίτσαρων, το παιδομάζωμα των απελπισμένων, ανασφαλών, φοβισμένων και άμαθων χριστιανόπουλων, που με μεγάλη επιτυχία έχει θέσει σε εφαρμογή το Ισλαμικό Κράτος.

Le Ciel Attendra Quad Poster
Στα 17 της μόλις χρόνια η Σόνια, παιδί πολυθρησκευτικής φαμίλιας, που δεν έχει δώσει την παραμικρή αφορμή με την συμπεριφορά της στους γονείς της, θα συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές κατηγορούμενη για απόπειρα παράνομης εξόδου από την χώρα και μετάβασης στην πρωτεύουσα του ISIS, όπου την περιμένουν για περαιτέρω στρατιωτική εκπαίδευση, οι Τζιχαντιστές που από μικρό παιδί την στρατολόγησαν. Ο νόμος, λειτουργώντας περισσότερο σωφρονιστικά για την ευαίσθητη και παρασυρμένη ανήλικη θα αρκεστεί στον περιορισμό και παραμονή της μέσα στα στενά όρια της οικίας της, στερώντας της τις ελεύθερες κινήσεις, τις συναναστροφές, τις σχέσεις, την επικοινωνία, πιστεύοντας πως με τον καιρό θα ισορροπήσει πνευματικά και θα επανέλθει στον πρότερο, Δυτικό τρόπο ζωής.

Ομοίως η Μελανί, μαθήτρια λυκείου, με εξαιρετικές επιδόσεις τόσο στο σχολείο όσο και στο ωδείο που ασκείται από πολύ μικρή στο βιολοντσέλο, θα νιώσει μια ιδιαίτερη έλξη για τα ανθρωπιστικά και σωτήρια μηνύματα που θα δεχτεί μέσω του διαδικτύου από τον Πρίγκηπα, έναν τζιχαντιστή που με τρόπο μαγευτικό καλείται να προσηλυτίσει παιδιά στην θρησκεία του και με τον καιρό να τους αρματώσει για να λάβουν μέρος στον Ιερό Πόλεμο. Με την μοναχική μάνα να μην έχει πάρει καν χαμπάρι για την ολοκληρωτική μεταμόρφωση της ψυχής και συνεπώς της συμπεριφοράς της κόρης της, που απομονωμένη στο δωμάτιο της ντύνεται, όπως επιβάλλει ο θρησκευτικός νόμος, την νιτζάμπ για να επιδοθεί στα μουσικά της ενδιαφέροντα, θα είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η οποιαδήποτε επόμενη κίνηση της, που ενδεχόμενα θα είναι η φυγή στα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ για να ενσωματωθεί στις μουσουλμανικές ορδές του φονταμενταλιστικού αγώνα.

Με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο να βρίσκεται πολυεπίπεδα (μιλιταριστικά, επεκτατικά, οικονομικά, καπιταλιστικά) σε διαρκή εξέλιξη, ένα από τα βασικά πεδία των μαχών, η Γαλλία, χάρη στην πολυσυλλεκτικότητα των προερχόμενων από τις πρώην αποικίες φυλών που απαρτίζουν την σοσιετέ της, αποτελεί το επίκεντρο συνεχόμενων γεγονότων, τρομοκρατικών και με δεκάδες θύματα, που έχουν διαταράξει ολοσχερώς την γαλήνη, την ηρεμία και την ασφάλεια των πολιτών της. Μεταξύ τους εννοείται πως βρίσκονται τα μέλη της πλέον ευαίσθητης κατηγορίας, εκείνης της εφηβικής ηλικίας, με τους τινέιτζερς να επιχειρούν διαρκώς την δική τους επανάσταση που θα οδηγήσει στην ενηλικίωση, ξεφεύγοντας εντέχνως από τον έλεγχο των γονιών, των παρεών, των δασκάλων, για να ακολουθήσουν πολλές φορές μονοπάτια απρόβλεπτα ακόμη και για τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Αυτό το κενό επικοινωνίας και αλληλοβοήθειας μεταξύ του άπειρου 17άρη και τους περίγυρου που τον τυλίγει (ίσαμε και τον πνίγει, όπως ενδεχόμενα εκείνος νιώθει) εκμεταλλεύεται η Τζιχάντ για να αποκτήσει νέα μέλη στους στρατούς της, που στην πορεία θα αποδειχτούν μάλιστα και τα πιο φανατικά και ικανά να δώσουν τις ζωές τους για να κερδίσουν θέση στο βασίλειο των ουρανών.

Βγαλμένη από περιστατικά που γεμίζουν κάθε μέρα τις στήλες των εφημερίδων είναι η νέα ταινία της Mention-Schaar, που παρουσιάζει δύο περιπτώσεις από τις αμέτρητες που λαμβάνουν χώρα συνεχώς στο Φραντσέζικο γίγνεσθαι. Δύο περιπτώσεις πανομοιότυπες σχεδόν, ίδιας αρχής, ίδιας πορείας, ίδιας εξέλιξης, ενδεχόμενα ίδιου τελειώματος, που κινούνται σε παράλληλες τροχιές και τα βασικά τους πρόσωπα δεν συναντώνται ποτέ. Δεν υπάρχει και λόγος άλλωστε, εύκολα η ιστορία της μιας θα μπορούσε να δανειστεί στοιχεία από της άλλης, για να αλλάξει το δικό της σενάριο, όχι όμως και την ουσία: Το παιδί χάθηκε, ανήκει πια αλλού, η πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί είναι μη αναστρέψιμη και για να επιστρέψει στο φυσιολογικό - απίθανο - θα χρειαστούν αμέτρητες και υπομονετικές θυσίες από όλους.

Οι "όλοι" ετούτοι που προβάλλονται σαν σε ντοκιμαντέρ, μεταξύ των εξελίξεων των δύο βινιετών, να κάθονται στα σκαμπό των θεραπευτικών κύκλων ατόμων που έχουν κοντινά πρόσωπα με τις ίδια ζόρια, υπό την διεύθυνση της (προφανώς μετρ ως έμπειρης ανθρωπολόγου) Dounia Bouzar, που αγωνίζεται, πρωτίστως, να διδάξει τους μεγάλους, τους γονείς, τρόπους σωστής συμπεριφοράς. Στην ανάπτυξη των μεθόδων που χρησιμοποιεί η Τζιχάντ, ενδεχόμενα να υπάρξουν εικόνες πολύ σκληρές για τους θεατές, ειδικά αν είναι γονείς παιδιού στην κρίσιμη αυτή ηλικία και δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τον τρόπο να το προσεγγίσουν για να μάθουν το πως σκέφτεται. Να αποκωδικοποιήσουν τις ανάγκες του και όχι να κηρύξουν έναν ακόμη εσωτερικό πόλεμο, εξίσου άγριο με τον θρησκευτικό, μέσα στο σπίτι, θέτοντας τον έφηβο απέναντι στους πάντες και στα πάντα, συνεπώς εύθραυστο να αποδεχθεί την φίλια εισβολή των (οποιονδήποτε, εδώ απλώς μαρκάρονται οι Isis) καλοθελητών.

Εξαιρετικές οι κατανομές των ρόλων των γονέων, στο Le Ciel Attendra, σε πεπειραμένους Γάλλους ερμηνευτές, όπως η Bonnaire και ο Attal, αν και την πιο πικρή εικόνα αφήνει η μορφή της Clotilde Courau, μάνα της μιας εκ των δύο πιτσιρίκων, που από τα πρωθύστερα εμβόλιμα πλάνα, αντιλαμβανόμαστε πως οριστικά δεν υπάρχει. Τα δύο κορίτσια, η Noemie Merlant και η Naomi Amarger ούτε καν στα είκοσι τους, είναι συγκλονιστικά στην απόδοση των δύσκολων αποστολών που έχουν να φέρουν εις πέρας και που το κατορθώνουν, έχοντας η καθεμιά τις εξάρσεις και τις κορυφώσεις της, με την δεύτερη μάλλον προχωρώντας το μισό βήμα παραπάνω και πέρα από το όριο, να κερδίζει την άτυπη ανήλικη κόντρα πάνω στο νήμα. Σκορπώντας και οι δυο τους, ένθεν κακείθεν πάμπολλα διδάγματα και κεντρικές ιδέες, που οι περισσότεροι τις γνωρίζουμε, αλλά αφού η δική μας πόρτα ακόμη δεν έχει κτυπήσει απειλητικά, μάλλον σηκώνουμε τους ώμους αδιάφορα και αρνούμαστε να τις κοιτάξουμε στα μάτια.

Le Ciel Attendra Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τετάρτη 29 Μαρτίου
(Γαλλικό) Σινεμά, μας ταξιδεύεις!

Ένα από τα κλισέ που αναπαράγουμε για το σινεμά είναι ότι αποτελεί ένα παράθυρο στον κόσμο. Μα είναι τόσο αληθινό αυτό το κλισέ! Οι ταινίες μας παίρνουν από το χέρι δια των οφθαλμών μας και μας συστήνουν γεωγραφίες ανθρώπινες, γήινες και... εξωγήινες. Μέρη, ανθρώπους, καταστάσεις, που χωρίς το σινεμά δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουμε. Έτσι λοιπόν μπορεί να μας συστήσει μια μαία στο Παρίσι, μια οικογένεια κανιβάλων στον κόλπο Σλακ, έναν κτηνίατρο έξω από την Πράγα κι ένα golden boy που τα παρατάει όλα και βρίσκει την ελευθερία στην τάιγκα της Σιβηρίας, σε ένα καλύβι δίπλα στην παγωμένη λίμνη Βαϊκάλη! Για τέσσερις ταινίες θα σας μιλήσουμε και σε αυτήν, την τρίτη και τελευταία ανταπόκρισή μας από το Γαλλόφωνο Φεστιβάλ, μιας που σήμερα, Τετάρτη, είναι η τελευταία ημέρα προβολών του.

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ma Loute

Εμπεριστατωμένες έρευνες έχουν δείξει πως αν ξεκινήσεις μια ανταπόκριση με ένα θαψίδι, ο αναγνώστης τσιμπάει και μετά διαβάζει το «σεντόνι» σου, κι ας είναι πεντακοσίων χιλιάδων λέξεων! Ξεκινάμε λοιπόν με τον αγαπημένο μας Bruno Dumont και την τελευταία του ταινία, την «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ» (Ma Loute). Ο λατρεμένος μας σκηνοθέτης (δεν κάνω πλάκα) εδώ μπορεί να έχει γυρίσει και τη χειρότερη ταινία της καριέρας του. Βέβαια, το Cahiers du cinéma έβαλε τη συγκεκριμένη ταινία στο Νο5 της λίστας του με τις καλύτερες ταινίες του 2016! Να τα λέμε κι αυτά!

Η υπόθεση: Καλοκαίρι, 1910. Στον κόλπο που δημιουργείται στις εκβολές του ποταμού Σλακ στον Ατλαντικό Ωκεανό, στα βόρεια της Γαλλίας, μια σειρά ανεξήγητων εξαφανίσεων έρχεται να ταράξει την περιοχή. Ο βαρέων βαρών αστυνομικός επιθεωρητής Μασίν και ο οξυδερκής Μαλφέ διερευνούν την υπόθεση. Οι δυο τους θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια παράξενη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον ΜαΛουτ, γιο μιας οικογένειας ψαράδων με περίεργες διατροφικές συνήθειες και την Μπιλί της οικογένειας Βαν Πέτεγκεμ, μιας μεγαλοαστικής και θα μπορούσε κάποιος να πει έκφυλης οικογένειας από την Λιλ, που διαθέτει το εξοχικό της στην περιοχή.

Η άποψή μας: Έχετε δει άλλη ταινία του Dumont; Όχι; Θα σας πρότεινα να δείτε μία από τις πρώτες τέσσερίς του λοιπόν πριν αισθανθείτε την ανάγκη να παρακολουθήσετε τούτη εδώ, που είναι η όγδοη της φιλμογραφίας του. Έχουμε και λέμε λοιπόν: «Η ζωή του Ιησού» (La vie de Jésus, 1997), «Η ανθρωπότητα» (L'humanité, 1999) – για τον γράφοντα, αυτή είναι η κορυφαία ταινία του Dumont – «29 φοίνικες» (Twentynine Palms, 2003) και «Φλάνδρα» (Flandres, 2006). Καμιά του ταινία δεν είναι... φιλική προς τον θεατή. Σε όλες του τις ταινίες απαιτείται ένα μίνιμουμ ανοχής και υπομονής από μέρους του θεατή για να μπορέσει να τις εκτιμήσει όπως τις αξίζει. Όλες του οι ταινίες βρίθουν μισανθρωπισμό! Εδώ, όμως, το πράγμα ξεφεύγει πέρα από κάθε όριο. Είναι η προσπάθεια του Dumont να γυρίσει κωμωδία! Ναι, καλά ακούσατε, κωμωδία, από έναν άνθρωπο που ανάθεμά με αν υπάρχει έστω και μισό πλάνο σε κάποια από τις προηγούμενες επτά ταινίες του όπου κάποιος από τους ήρωες χαμογελά έστω! Και δεν είναι ότι γυρίζει κωμωδία – δικαίωμά του είναι! Είναι ότι γυρίζει σλάπστικ κωμωδία εποχής με πολιτικές αναφορές και μεταφορές (!), με το ανομοιογενές μείγμα να μην τον δικαιώνει σχεδόν ποτέ!

Αν λοιπόν στόχος είναι να μας δείξει πως οι μεγαλοαστοί είναι τόσο έκφυλοι (ένα παιδί είναι καρπός αιμομιξίας) και τόσο ανώμαλοι (το ίδιο παιδί είναι κορίτσι που ντύνεται αγόρι ή το αντίστροφο – αυτό αντιλαμβάνονται οι ψαράδες, έτσι, να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε, μην μας πουν και ομοφοβικούς) που αξίζει να φαγωθούν στην κυριολεξία, ο Dumont το πετυχαίνει με την πρώτη! Δεν χρειάζεται επανάληψη. Αυτό λοιπόν που χαλάει τα πάντα στη συγκεκριμένη ταινία είναι από τη μια η διαρκής επανάληψη αστείων που εννοείται πως από κάποια στιγμή και μετά κουράζουν και από την άλλη το κοινωνικό σχόλιο, που φουσκωμένο σε γκροτέσκα μεγέθη, χάνει το στόχο του. Οι φτωχοί είναι άσχημοι, βρώμικοι, βίαιοι και ανθρωποφάγοι (τους υποδύονται κατά βάση πρωτοεμφανιζόμενοι και ερασιτέχνες ηθοποιοί, στην κλασική παράδοση του Dumont) και οι μεγαλοαστοί είναι έκφυλοι, υπερβολικοί και ηλίθιοι! Δύο άτομα ξεχωρίζουν: η Μπιλί (που μερικές φορές ντύνεται ως ο Μπιλί) και η υπηρέτρια των Πέτεγκεμ. Η Μπιλί και η ηθοποιός Raph που την υποδύεται, είναι τα μοναδικά όμορφα πράγματα που υπάρχουν στην ταινία! Εντάξει, και η τοποθεσία έχει τη γραφικότητά της (αλλά όπως λέει και ο ΜαΛουτ «είναι συνηθισμένη») και στα κουστούμια έχει γίνει τρομερή δουλειά.

Πέρα από αυτό, μηδέν. Ο χοντρός επιθεωρητής κυλάει μια, κυλάει δυο, ε, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Η σεζ λονγκ χαλάει μια, χαλάει δυο, έ, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Και η προσπάθεια των διάσημων ηθοποιών να παίξουν τους μεγαλοαστούς όσο πιο γκροτέσκα μπορούν (προφανώς με εντολή σκηνοθέτη) βγάζει τραγικά αποτελέσματα. Η Juliette Binoche δεν έχει υπάρξει πχ πιο αντιπαθητική σε καμιά άλλη ταινία της! Από εκεί και πέρα τα περί καπιταλισμού, θρησκείας, θαυμάτων και ερώτων περισσότερο ως μπαταριές στο κενό φαντάζουν παρά δομικά στοιχεία μιας ταινίες. Πολύ σουρεάλ αδελφέ και δεν σου βγήκε. Το κακό είναι πως μια χαρά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταινία η φράση που εκστομίζει ο (εννοείται βλαμμένος) αδελφός της μεγαλοκυρίας που υποδύεται η Valeria Bruni Tedeschi (που παίζει την υπερφίαλη, αλλά... αντέχεται, όπως και ο Fabrice Luchini, που υποδύεται τον καμπούρη σύζυγό της, ο οποίος κάθε φορά που κινείται, ακούμε τα πόδια του να τρίζουν, μουάχαχαχαχα, πολύ αστείο – not...): η φράση λοιπόν (την οποία τη λέει καμιά δεκαριά φορά στα αγγλικά): «We know what to do, but we do not do». Ναι, μπορεί να ταιριάζει για την ανθρωπότητα, γενικώς, αλλά ισχύει και για την ταινία σου Bruno μου...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Sage femme

Και μετά τον εκνευρισμό από τον Dumont οτιδήποτε άλλο λειτουργεί ως βάλσαμο για τα μάτια και την ψυχή. Έτσι λοιπόν μια χαρά περάσαμε με το «Sage femme» του Martin Provost. Μια... κανονική ταινία στην οποία συναντιούνται για πρώτη φορά επί της μεγάλης οθόνης δυο ιερά τέρατα του γαλλικού σινεμά, οι δύο πιο διάσημες Κατερίνες του: η Catherine Deneuve και η Catherine Frot. Να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη ταινία αποτέλεσε τμήμα του επίσημου προγράμματος της προηγούμενης Berlinale, όπου και προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού.

Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια μοναχική γυναίκα, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, σε ένα από τα μακρινά από το κέντρο καρτιέ. Είναι επαγγελματίας μαία και είναι μια δουλειά την οποία λατρεύει με πάθος. Το μαιευτήριο στο οποίο εργάζεται, όμως, είναι μη κερδοφόρο και θα κλείσει. Η Κλερ ανησυχεί: δεν θέλει να δουλέψει στις νέου τύπου φαντεζί κλινικές – εργοστάσια παραγωγής μωρών. Ο μοναχογιός της, τον οποίο έχει μεγαλώσει μόνη της, σπουδάζει ιατρική αλλά συνεχίζει να αποτελεί αιτία άγχους, μιας που δεν μπορεί να σταματήσει να στεναχωριέται για το μέλλον του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ένα τηλέφωνο από την Μπεατρίς, την αναστατώνει ακόμα περισσότερο. Ποια είναι η Μπεατρίς; Μια εκκεντρική γυναίκα, που υπήρξε ερωμένη του πρωταθλητή στην κολύμβηση και συχωρεμένου εδώ και καιρό πατέρα της...

Η άποψή μας: Καμιά φορά είναι αυτές οι ταινίες, οι κανονικές, οι με αρχή, μέση και τέλος, με αυτήν τη σειρά, που χρήζουν της υποστήριξης και της προτίμησής μας. Τι κάνει εδώ ο Provost; Τίποτε το ιδιαίτερο. Το πορτρέτο δυο γυναικών παρουσιάζει. Δυο γυναικών που πρέπει, για λόγους δραματοποίησης, να είναι εντελώς αντίθετοι. Η Κλερ της Catherine Frot είναι μια μεσήλικη γυναίκα, μαραμένη. Συντηρητική, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν τζογάρει, δεν πάει με άντρες (δεν έχει ερωτική ζωή δηλαδή), προσέχει το φαγητό της, τη σιλουέτα της, τη συμπεριφορά της. Το μόνο πράγμα που της δίνει χαρά είναι το γεγονός ότι βοηθάει γυναίκες να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους. Η επανεμφάνιση της Μπεατρίς την ταράζει. Η Μπεατρίς της Catherine Deneuve λοιπόν είναι το ακριβώς αντίθετο της Κλερ. Έξω καρδιά, τσιγγάνα ψυχή, και πίνει και καπνίζει και τζογάρει και τρώει ό,τι πιο ανθυγιεινό και βεβαίως έχοντας φύγει από τη μέση ηλικία και οδεύοντας στην τρίτη, καθόλου δεν μετανιώνει για το γεγονός πως έζησε με πολλούς άντρες. Το γιατί επιλέγει την Κλερ να τη βοηθήσει μετά από δεκαετίες απουσίας είναι κάτι που δεν αποκρυσταλλώνει το σενάριο – είναι μια σεναριακή σύμβαση. Από τη στιγμή, όμως, που οι δυο γυναίκες έρχονται κοντά, αλλάζουν η μία την άλλη. Η Κλερ κουβαλάει θυμό και πικρία απέναντι στην Μπεατρίς. Είναι, κατά πως φαίνεται, ό,τι πιο κοντινό είχε σε μητρική φιγούρα, μιας που με τη βιολογική της μητέρα δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Έτσι νευριάζει μαζί της, της φέρεται απότομα, είναι ένα βάρος που θέλει να το ξεφορτωθεί. Όντας αλτουίστρια, όμως, δεν μπορεί και να μην τη βοηθήσει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της Μπεατρίς: πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο και πρέπει να κάνει εγχείρηση – και δεν έχει κανέναν στον κόσμο για να εμπιστευθεί!

Οι δύο σπουδαίες ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά και είναι απολαυστικό να τις βλέπεις μαζί στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία βγάζει χιούμορ, συγκίνηση, συναίσθημα από πράγματα μπανάλ, κοινότοπα, πράγματα που έχουμε δει και ξαναδεί. Και τι πειράζει; Ο στόχος επιτυγχάνεται. Και σε όλα αυτά να μπαίνει και ο πάντα ευπρόσδεκτος Olivier Gourmet ως ο φορτηγατζής της διπλανής πόρτας, που βοηθάει στο ξεμπλοκάρισμα της Κλερ. Και υπάρχουν σκηνές υπέροχες, με κορυφαία εκείνη του φιλιού που δίνει η Μπεατρίς στον γιο της Κλερ όταν τον βλέπει καθώς οι δυο γυναίκες κοιτούν σλάιντς από τον άντρα που τις καθόρισε, τον πατέρα της Κλερ, ο οποίος είναι ίδιος με τον εγγονό του. Η μουσική του Grégoire Hetzel μαϊκλναϊμανίζει, η ταινία είναι καλογυρισμένη, μια χαρά!

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Dans les forêts de Sibérie

Η ταινία «Στα δάση της Σιβηρίας» (Dans les forêts de Sibérie) του Safy Nebbou βασίζεται στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Sylvain Tesson. Ο Tesson είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ειδικότερα του «nature writing», όπως είναι ο όρος στα αγγλικά και αναφέρεται στους λογοτέχνες που δεν επισκέπτονται απλώς κάποια μέρη, αλλά ζουν στη φύση προτού γράψουν γι’ αυτήν. Από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους του είδους, ο Γάλλος συγγραφέας βραβεύτηκε με το Prix Goncourt, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία λογοτεχνίας, ακριβώς για αυτήν την ταινία. Η ταινία ήταν υποψήφια και για βραβείο Cesar μουσικής, για το σκορ που έγραψε ο Ibrahim Maalouf, ο οποίος τελικά το κατέκτησε κιόλας!

Η υπόθεση: Ο Τεντί έχει κουραστεί από τη βοή του σύγχρονου κόσμου. Για να εκπληρώσει την ανάγκη του για ελευθερία, αποφασίζει να απαρνηθεί τις πολυτέλειες μίας εύρωστης ζωής στο Παρίσι. Εγκαταλείπει την υψηλή θέση υπευθύνου νέων μέσων επικοινωνίας σε μεγάλη εταιρία, κλείνει μια για πάντα το κινητό του και ταξιδεύει ως τον παγετό της λίμνης Βαϊκάλης στη Σιβηρία, επιλέγοντας τη ζωή σε μία καλύβα, με τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς κανέναν άνθρωπο γύρω του, με τον κοντινότερο καταυλισμό να απέχει πολλά πολλά χιλιόμετρα. Σιγά σιγά αντιλαμβάνεται ότι η ζωή σε ένα τέτοιο μέρος δεν έχει μόνο την ηρεμία που είχε φανταστεί. Ο κίνδυνος καραδοκεί ακόμη και στο πιο φωτεινό τοπίο. Το βράδυ που χάνεται στη χιονοθύελλα θα μπορούσε να είχε αποβεί μοιραίο αν δεν ήταν εκεί ο Αλεξέι, ένας Ρώσος καταζητούμενος που ζει κρυμμένος στα δάση της Σιβηρίας για χρόνια. Ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς άνδρες αναπτύσσεται μία φιλία που είναι συγχρόνως τόσο αναπάντεχη όσο και απαραίτητη και για τους δύο.

Η άποψή μας: Πραγματικά απίστευτη ταινία είναι τούτη εδώ. Που πετάει στον αέρα πάρα πολλά μπαλάκια, κατορθώνοντας να μην χάσει κανένα από αυτά, πετυχαίνοντας να μην πέσει κανένα από την υπέροχη τροχιά του. Ως ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ λειτουργεί εξαιρετικά. Παθαίνεις πλάκα με την ομορφιά αυτού του σκληρού και απάνθρωπου τοπίου! Πάγος, πάγος, πάγος παντού, σε όλα τα σχήματα, με πολλά χρώματα και ανοιχτωσιά μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι! Η απόλυτη ησυχία. Η απόλυτη ηρεμία. Η απόλυτη μοναξιά! Είναι αυτό η απόλυτή ελευθερία; Για τον Τεντί είναι! Ένας άνδρας μόνος, αντιμέτωπος με τη φύση. Γουάου! Και λέμε για ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ μιας που αυτό που βλέπουμε δεν θα μπορούσαμε να το δούμε υπό κανονικές συνθήκες. Εντάξει, τρελαμένοι υπάρχουν πολλοί αλλά δεν ξέρω κανέναν που θα μπορούσε να φτάσει στις εσχατιές του κόσμου και να ζήσει εκεί, μόνος ή σχεδόν μόνος για έναν ολόκληρο χρόνο! Έτσι λοιπόν, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να θαυμάσουμε τούτη την σχεδόν απάτητη ομορφιά – αυτή η ταινία.

Αυτό, ναι, είναι ένα Survivor που αξίζει να δεις, μακριά από fake δοκιμασίες και ίντριγκες για τον τηλεοπτικό φακό. Για το θεαθήναι. Θαυμάζεις την ταινία και για άλλο λόγο. Για τον πρωταγωνιστή της, Raphaël Personnaz. Δεν ξέρω αν υπήρχε δίπλα του συνεργείο με κουβέρτες και ισοθερμικά εσώρουχα ή αν έμενε κάθε μέρα μετά το γύρισμα στο πιο πολυτελές ξενοδοχείο του κόσμου αλλά ρε παιδιά, τι ατρόμητη στα όρια της ανθρώπινης αντοχής ερμηνεία! Ο τύπος μπαίνει ολόγυμνος μέσα σε μια τρύπα στον πάγο της λίμνης, καταχείμωνο, ενώ έχει βγει από το ολόζεστο περιβάλλον μιας σάουνας, έτσι όπως κάνουν συγκεκριμένοι λαοί, αλλά όχι ένας καλοαναθρεμμένος Γάλλος ηθοποιός! Τον έβλεπα και δεν πίστευα στα μάτια μου! Εκτός κι αν όλο αυτό ήταν εφέ, οπότε πάσο. Το τρίτο και σημαντικότερο: όλα αυτά δημιουργούν το πλαίσιο για να περιγραφεί μια υπέροχη, ανδρική φιλία! Από τη στιγμή που συναντιούνται ο Τεντί με τον Αλεξέι, όλη η ταινία αλλάζει. Οι δυο ξένοι αυτοί άνθρωποι συναντιούνται σε ένα αφιλόξενο μέρος, από το πουθενά, βοηθούν ο ένας τον άλλο και κυρίως ξεγυμνώνονται ο ένας στον άλλο: ψυχικά. Λίγη παραπάνω βότκα και ο κίνδυνος θανάτου από μια ξαφνική χιονοθύελλα το πετυχαίνουν αυτό! Η σκηνή όπου ο επί 12 χρόνια χαμένος από προσώπου γης Αλεξέι ρωτάει τον Τεντί ποιος κυβερνάει τη Ρωσία και ποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι τόσο αστεία, τόσο αυθόρμητη, τόσο όμορφη, που γελάς, χωρίς να χρειάζονται χοντράδες. Η δε σκηνή όπου ο Τεντί πηγαίνει στο Ιρκούτσκ για να πάρει φάρμακα για τον νέο του φίλο και ρωτάει από μια γυναίκα τι λέει το γράμμα – σημείωμα που του έδωσε ο Αλεξέι είναι τόσο συγκινητική και τόσο σπουδαία, που δεν μπορεί, θα σας πάρουν κι εσάς τα ζουμιά.

Υπέροχη, πραγματικά πολύ όμορφη ταινία, τόσο καυτή που καίει την οθόνη – κι ας έχει γυριστεί σε συνθήκες θερμοκρασίας υπό του μηδενός...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Teorie tygra

Τελευταία ταινία για σήμερα και τελευταία ταινία του γαλλόφωνου που είδαμε για φέτος γενικώς είναι μια μη γαλλόφωνη ταινία! Μουάχαχαχαχαχα! Είναι μια συμπαραγωγή που έχει και γαλλικά κεφάλαια. Μιλάμε για την κατά βάση τσέχικη παραγωγή «Η θεωρία της τίγρης» (Teorie tygra) του Radek Bajgar. Μια ταινία που πέρασε και από το περσινό φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Η υπόθεση: Ο Γιάν είναι ένας 60χρονος κτηνίατρος. Είναι παντρεμένος για πάρα πολλά χρόνια με την ακαδημαϊκό σύζυγό του κι έχουν αποκτήσει μαζί δύο παιδιά: μια κόρη κι έναν γιο – και οι δυο τους παντρεμένοι με τη σειρά τους. Όταν πεθαίνει ο πεθερός του κάτι τον ταρακουνάει. Βασικά, η απόφαση της πεθεράς του και συνεπακόλουθα της συζύγου του, να προχωρήσουν σε ταφή του πεθερού του, όταν εκείνος είχε τονίσει την επιθυμία του να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στο παρακείμενο ποτάμι. Νιώθοντας εγκλωβισμένος σε έναν γάμο όπου η γυναίκα του είχε το απόλυτο κουμάντο, κανονίζοντας τα πάντα στη ζωή του(ς) ψάχνει αφορμή να δραπετεύσει χωρίς να προχωρήσει σε διαζύγιο, κάτι που πιστεύει πως θα την πληγώσει βαθύτατα. Όταν ένας πελάτης του φέρνει στο κτηνιατρείο έναν γηραιό παπαγάλο, που σύμφωνα με τη γυναίκα του πελάτη, πάσχει από Αλτσχάιμερ (!!!), ο Γιαν αποφασίζει να προσποιηθεί πως πάσχει από την εν λόγω ασθένεια, μπας και μπορέσει να ξεφύγει λίγο και να αναπνεύσει ελεύθερα. Πώς θα καταλήξει το σχέδιό του και πως θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση τα άρρενα και τα θήλαια μέρη της οικογένειάς του;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία με παντελώς καθόλου, ούτε ίχνος, κινηματογραφικό ενδιαφέρον! Είναι σαν μια ταινία της εποχής δόξας των ελληνικών βιντεοταινιών! Τόσο αδιάφορη κινηματογραφικά είναι! Τηλεταινία, στην καλύτερη περίπτωση. Η πλάκα είναι πως ο κόσμος γελούσε με όσα έβλεπε να διαδραματίζονται επί της μεγάλης οθόνης. Οπότε, το σενάριο, κάποια ευαίσθητη χορδή άγγιξε. Εννοείται πως την ταινία απόλαυσαν περισσότερο οι... παντρεμένοι. Κι εννοείται πως, μέχρι ενός σημείου, η ταινία όντως είχε πλάκα. Αλλά οι προβληματισμοί της φαίνονται τόσο αναχρονιστικοί πλέον για τον 21ο αιώνα. Οι γυναίκες που ελέγχουν τα πάντα και οι ευνουχισμένοι άνδρες. Και να επαναλαμβάνεται διαρκώς το μοτίβο αυτό, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων. Μα να φτάσεις να κάνεις ότι έχεις Αλτσχάιμερ προκειμένου να ξεφύγεις από την μέγγενη της συζύγου σου;

Εννοείται ότι δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός προβληματισμός. Οι ήρωες της ταινίας είναι άξιοι εκπρόσωποι της αστικής (μην πω, μεγαλοαστικής τάξης). Με σπιταρώνες, αμαξάρες και τα συναφή εμβλήματα οικονομικής ευμάρειας. Πχ ο γαμπρός της οικογένειας είναι διευθυντής σύνταξης σε εφημερίδα και διαθέτει διαμερισματάρα στο κέντρο της Πράγας κι αν και δεν τα πάω καλά με τις μάρκες αυτοκινήτων, αν κατάλαβα καλά από το σήμα, οδηγεί μια πανάκριβη Chevrolet. Μάλλον στην Τσεχία πληρώνονται πολύ καλά οι δημοσιογράφοι ή λαδώνονται ακόμα (ε, χμ). Τεςπα, στο τέλος ο Γιαν βρίσκει την ελευθερία του και αρνείται πλέον να κάνει ευνουχισμούς στα σκυλόγατα, γιαγιά και σύζυγος μένουν αγκυλωμένες στην αρτηριοσκλήρωσή τους, η κόρη «διορθώνεται» και αλλάζει προς το βέλτιστον, προς μεγάλη ευχαρίστηση του δημοσιογράφου συζύγου της και ο γιος είναι τόσο χαλαρός ανέκαθεν, που έτσι κι αλλιώς είναι ο πιο θετικός ήρωας της ταινίας. Χαβαλές να γίνεται μωρέ...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live
Περισσότερα... »

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) PosterΧωρίς ενοχές
του Sébastien Marnier. Με τους Marina Foïs, Jérémie Elkaïm, Joséphine Japy, Benjamin Biolay, Jean-Luc Vincent, Jeanne Rosa, Véronique Ruggia Saura, Mathilde Wambergue


Σερσέ λα Φαμ!
του zerVo (@moviesltd)

Η Irreprochable είναι η πρώτη μεγάλου μήκους στιγμή στην δημιουργική καριέρα του Sebastien Marnier, που έχει ήδη γνωρίσει επιτυχία ως συγγραφέας, αλλά και ως δημιουργός short κινηματογραφικών ιστοριών, που έχουν προκαλέσει αίσθηση στην Γαλλία την περίοδο της κυκλοφορίας τους, περίπου μια δεκαετία και κάτι χρόνια πριν, όπως τα Le Grand Avoir, Le Beau Jacques αλλά και το πολυσυλλεκτικό Polissons And Galipettes, πορνογραφικό κολάζ μικρού μήκους θεμάτων, που στηρίχθηκε σε δική του ιδέα. Το 2011 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Mimi, που απέσπασε το βραβείο της καλύτερης γκέι νουβέλας της χρονιάς, ενώ μια διετία αργότερα συμμετείχε στην συν-συγγραφή μαζί με ακόμη τρεις συνεργάτες του επίσης βραβευμένου Qu4tre. Η πρώτη του ταινία, εδώ, με την οποία δείχνει πως διαθέτει ικανότητες, αρκεί να τις δουλέψει, έφτασε μέχρι τις βραβεύσεις των Cesar της περιόδου 2017, παίρνοντας υποψηφιότητα στην κατηγορία της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Λογικό! Δύσκολα οποιαδήποτε παρουσία της Fois, δεν δικαιούται μιας τέτοιας σημαντικής τιμής.

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) Quad Poster
Απολυμένη εδώ και καιρό από την δουλειά της, εκεί που παρείχε τις υπηρεσίες της μεσίτριας και κινδυνεύοντας να μείνει άστεγη, καθώς βρίσκει προσωρινό κεραμίδι στα ξένα κι αδειανά σπίτια που μέχρι πρότινος παρουσίαζε σε δυνητικούς αγοραστές, η σαραντάχρονη Κονστάνς, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, θα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει το απρόσωπο Παρίσι και να επιστρέψει στην γενέτειρα της, εκεί που οι άνθρωποι που την γνωρίζουν καλά, ενδεχόμενα να της προσφέρουν μια αξιοπρεπή εργασία. Ένα πόστο που γνωρίζει πολύ καλά και θα μπορούσε να καπαρώσει, στο μεσιτικό γραφείο της επαρχιακής Σεντ, κοντά στα δυτικά Ατλαντικά παράλια της χώρας, εκεί που εργαζόταν κάποτε πριν αναζητήσει την τύχη της στην πρωτεύουσα, που όμως θα της κλέψει μέσα από τα χέρια, η κατά πολύ νεότερη, πιο φιλόδοξη και δροσερότερη Οντρί.

Δίχως πόρους, με μια ανήμπορη μάνα, ακινητοποιημένη σε κώμα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χωρίς έναν σοβαρό δεσμό, ικανό να της συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές που περνά και με τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά η μία μετά την άλλη, η Κονστάνς θα πέσει με ευκολία στην παγίδα της κατάθλιψης, καθώς νοιώθει πως οι ελπίδες που της έχουν μείνει ζωντανές κι εκείνες τρεμοσβήνουν. κενή ψυχικά, αντιλαμβανόμενη μέσα της, πως πλέον η μπογιά της δεν περνάει, ούτε σαν γυναίκα, ούτε σαν επαγγελματίας, θα νοσταλγήσει εκείνες τις ημέρες της νιότης που έκανε όνειρα για ένα καλύτερο αύριο. όνειρα που ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα...

Η κρίση της μέσης ηλικίας, συνοδευόμενη από το συχνότατο πια φαινόμενο της κατόπιν των 40 ανεργίας που μαστίζει ολάκερη την Γηραιά Ήπειρο, παρουσιάζεται στο πορτρέτο της γυναίκας που βρίσκεται στο επίκεντρο ετούτης της κινηματογραφικής αφήγησης. Η Κονστάνς νιώθει πως βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν δεμένο με γερά συρματοπλέγματα κύκλο, που για την δημιουργία του φέρει κι η ίδια ευθύνη και το ξέρει, από τον οποίο παλεύει με νύχια και με δόντια να διαφύγει, μάταια όμως και αναποτελεσματικά. Αντιλαμβάνεται πως κάτι, κάπως, κάποτε, το έπραξε λάθος, πως όταν βρέθηκε μπροστά σε διλήμματα, δεν επέλεξε την σωστή λύση, κι αυτό σήμερα της επιστρέφει σαν μπούμερανγκ, διαλύοντας την όποια αισιοδοξία για μια θετική έκβαση στο ζόρι της. Η απόπειρα παλιμπαιδισμού και επιστροφής της τεχνηέντως στο παρελθόν, μην τυχόν και εντοπίσει την ρίζα της καταστροφής, θα επιφέρει ακόμη πιο αρνητικά αποτελέσματα, οδηγώντας την στην απόγνωση, στην μυθομανία, στην κρίση ταυτότητας, στις φτηνές κι εξευτελιστικές για την προσωπικότητα της λύσεις.

Γνωρίζοντας πολύ καλά τις ικανότητες της να αποδώσει τον πνιγμένο από τις συντριπτικές καταστάσεις που της τρώνε τα σωθικά, θηλυκό χαρακτήρα, όπως το βιώσαμε είτε στο καυστικό Polisse είτε στο ερωτικό Happy Few, η Marina Fois φαντάζει σαν η ιδανική επιλογή για να αποδώσει τον ρόλο της κατακερματισμένης και απογοητευμένης από την τροπή που έχει πάρει η ζωή της γυναίκας. Δίχως την παραμικρή αναστολή στο να τσαλακώσει την (για τα 47 της χρόνια μια χαρά καλοστεκούμενη) μόστρα της, η ιδιαίτερα σκληρών εκφραστικών χαρακτηριστικών Γαλλίδα, δίνει παλμό σε έναν πολύπλευρο ρόλο, του αδύναμου, του ηττημένου, του εξαρτημένου, του ασθενή, του ενόχου, του πρόστυχου, του ταπεινωμένου, του "δεν βλέπω πως μπορώ να σώσω την παρτίδα". Η μαρκίζα να θυμίσω, μεταφράζοντας την, σημαίνει Άμεμπτος. Τι ειρωνεία αλήθεια...

Δυστυχώς ενώ η κεντρική περσόνα της πλοκής διαθέτει τέτοια δυναμικά προς ανάλυσης στοιχεία, ο περίγυρος της σεναριακά είναι άδειος, κενός, ανύπαρκτος, τόσο πολύ που μεγεθύνει ακόμη πιο πολύ το γεγονός πως δεν έχει ένα πλευρό να γείρει, ένα απάγκιο να προσωρινά σταθεί. Με πιο τονισμένη την δραματουργία και όχι τόση εμμονή στον ρεαλισμό, δηλαδή, πολύ εύκολα θα μπορούσαμε στην Irreprochable να είχαμε από τα χέρια του Marnier, ένα πολύ εντυπωσιακό ψυχολογικό θρίλερ, με σοσιολογικές προεκτάσεις, υπαρκτές στους μοντέρνους κόσμους, προς περαιτέρω μελέτη. Η ευκαιρία, πιστεύω, πως πήγε χαμένη...

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τρίτη 28 Μαρτίου
Οι ανασφάλειες μιας κραταιάς κινηματογραφίας

Μετά την εντυπωσιακή έναρξη του φεστιβάλ με το υπέροχο «Ciao Amore... Dalida» (για το οποίο γράφει αναλυτικά ο συνάδελφος Γιώργος Ζερβόπουλος – εξάλλου, η ταινία βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 30 Μαρτίου, οσονούπω δηλαδή, και θα έχει ενδιαφέρον πως θα γκελάρει πάνω στο κοινό) οι υπόλοιπες τέσσερις ταινίες που είδαμε στις τέσσερις πρώτες μέρες (μέχρι και την Κυριακή δηλαδή) ήταν κομματάκι... κάπως. Σαν να έχουν... ξεφύγει οι φίλοι μας οι Γάλλοι στο εμπορικό τους, σαν να έχουν στερέψει σε ιδέες στο καλλιτεχνικό τους. Εντάξει, ένα ελάχιστο δείγμα από μια τεράστια κινηματογραφική βιομηχανία είδαμε, και το δείγμα δεν είναι αρκετό για να βγουν στατιστικώς ασφαλή συμπεράσματα, αλλά από τις τέσσερις ταινίες, που θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω, μόνο η μία έπιασε υψηλά στάνταρ απόδοσης. Κι εκείνη, όχι χωρίς προβλήματα! Αλλά ας ξεκινήσουμε, με τη σειρά που τις είδαμε:

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Le petit locataire

Η... κακή μέρα από το πρωί φαίνεται! Την Παρασκευή, λοιπόν, στις 18.00 είδαμε την ταινία «Μαμά ξανά!» (Le petit locataire) της Nadège Loiseau. Το 2007, γύρισε την πρώτη της μικρού μήκους ταινία, «Une femme parfaite», που προβλήθηκε στο Canal+ στο πλαίσιο της σειράς Les films faits à la maison. Αργότερα, το 2012, γύρισε την μικρού μήκους ταινία «Le locataire», που κέρδισε το βραβείο κοινού για σενάριο στο Φεστιβάλ της Ανζέρ. Το «Μαμά ξανά!» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας. Βγήκε στις γαλλικές αίθουσες τον Νοέμβριο του '16 και στην πρώτη βδομάδα προβολής της έκοψε πάνω από 100 χιλιάδες εισιτήρια. Είναι μια κομεντί με ολίγον δράμα, που δεν σε κάνει ούτε να γελάσεις ούτε να συγκινηθείς...

Η υπόθεση: Η Νικόλ είναι μια 49χρονη γυναίκα, που ζει με την οικογένειά της στο Χερβούργο. Έχει έναν 34χρονο γιο, ο οποίος είναι μάγειρας σε υποβρύχιο και μια κόρη, που δεν έχει βρει τον εαυτό της κι ας έχει αποκτήσει και η ίδια μια 6χρονη κόρη, η οποία ουσιαστικά μεγαλώνει με τη γιαγιά της. Στο σπίτι της οικογένειας ζει και η μητέρα της Νικόλ (που όλοι τη φωνάζουν προγιαγιά) η οποία πάσχει από ένα είδος άνοιας και εννοείται και ο σύζυγος της Νικόλ, ο Ζαν-Πιέρ. Μεγάλη ελπίδα της γυμναστικής κάποτε, ο Ζαν-Πιέρ είναι εδώ και δύο χρόνια άνεργος. Η καθημερινότητα έχει τα πάνω της και τα κάτω της αλλά είναι διαχειρίσιμη από την Νικόλ. Θα έρθουν τα πάνω κάτω όταν η Νικόλ θα διαπιστώσει πως είναι έγκυος!!! Λόγω της μεγάλης της ηλικίας η εγκυμοσύνη της χαρακτηρίζεται υψηλού κινδύνου. Θα το κρατήσει το παιδί ή θα προχωρήσει σε έκτρωση; Και πως θα αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα τα μέλη της οικογένειάς της;

Η άποψή μας: Το Χερβούργο είναι λιμάνι και ναύσταθμος στο βορειοδυτικό τμήμα της Γαλλίας και συγκεκριμένα στη Νορμανδία. Η πόλη βρίσκεται στην άκρη της χερσονήσου Κοταντέν στη θάλασσα της Μάγχης. Κινηματογραφικά, το όνομα της πόλης είναι συνδεδεμένο με ένα από τα πιο όμορφα μιούζικαλ στην ιστορία του σινεμά: μιλάμε βεβαίως για τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» (Les parapluies de Cherbourg, 1964) του Jacques Demy. Πλέον, θα είναι γνωστή και από αυτήν την κωμωδία. Με σαφώς εμπορικές επιδιώξεις η σκηνοθέτιδα θέλησε να φτιάξει κάτι, που να αναδεικνύει μπόλικες συμβάσεις σχετικά με το ρόλο της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία και να βγάζει γέλιο από αυτές. Αντ' αυτού πετυχαίνει να γυρίσει κάτι τόσο χλιαρό, τόσο προβλέψιμο και τόσο μα τόσο καθόλου φεμινιστικό, που είναι να απορείς.

Η πάντα αξιόπιστη Karin Viard είναι το μεγάλο όνομα του καστ και η πρωταγωνίστρια, που υποδύεται τη Νικόλ. Είναι η κλασική... Μαίρη Παναγιωταρά – μια εργαζόμενη γυναίκα, μια καλή νοικοκυρά. Πώς καταφέρνει και τα προλαβαίνει όλα; Έλα μου ντε. Κι όταν μένει έγκυος και πρέπει να ξεκουραστεί, πως καταρρέουν τα πάντα; Το σπίτι μένει ατακτοποίητο, ο σύζυγος δεν ξέρει να βάζει μπουγάδα, η κόρη δεν ξέρει πως να φροντίζει την κόρη της, η προγιαγιά κατουριέται επάνω της. Και on top of that, που λέει και ο Δανίκας, η Νικόλ χάνει και τη δουλειά της, που την είχε δώσει στον άντρα της για να δουλεύει εκείνος αντικαθιστώντας την. Αλλά να, ο κακός καπιταλισμός απολύει ανθρώπους (μεγάλη έκπληξη!) και «είναι προτιμότερα από τους οδηγούς αυτοκινήτων τα ηλεκτρονικά διόδια». Το μόνο κοινωνικό σχόλιο που γίνεται στην ταινία, κι αυτό ξώφαλτσο! Όλη η ιδιαιτερότητα της ταινίας εξαντλείται στο τι μπορεί να σημαίνει η εγκυμοσύνη μιας μεσήλικης γυναίκας για την οικογένειά της. Μια γυναίκα, που έχει ερωτικές φαντασιώσεις με τον γυναικολόγο της, τον γιατρό Ευγενή ή Ευγενικό (καταλαβαίνετε για τι βάθος σεναρίου μιλάμε όταν επιλέγεται το συγκεκριμένο ως επίθετο!). Έχει κι άλλα ωραία το σενάριο: πχ το λόγο του συζύγου στην ομάδα κοριτσιών που προπονεί, την ώρα που τα δύο του ενήλικα παιδιά πηγαίνουν να τον βρουν προκειμένου να αποτρέψουν μια απόφαση της Νικόλ (μια απόφαση, που μέχρι τότε την υποστήριζαν!). Το τι... παπαριά βγάζει ο στόμας του ανθρώπου, δεν λέγεται. Ότι να 'ναι. Κρίμα και πάλι κρίμα. Μαθήματα ζωής από τη γιαγιά, ένας θάνατος, έτσι για τη συγκίνηση, ένας γαλλοκαναδός, έτσι για το φολκλόρ (και για ερωτικό αντικείμενο) και το μόνο που μένει είναι η ωραία τοποθεσία όπου γυρίστηκε το φιλμ – έτσι τουλάχιστον φάνηκε σε κάποια πλάνα της ταινίας. Όχι, δεν «λέει» η ταινία...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου A jamais

Και από το κακό εμπορικό στο αποθεωτικά δήθεν καλλιτεχνικό. Ο Benoît Jacquot είναι ένα αξιοσέβαστο μέλος της γαλλικής κινηματογραφίας κι έχει να επιδείξει σημαντικό έργο πίσω του. Το σινεμά του, όμως, πάντοτε ήταν ιδιοσυγκρασιακό – και συνεχίζει να είναι τέτοιο. Κι όντας πλέον 70 ετών ο άνθρωπος έχει στερέψει από ιδέες. Έτσι, το «Μία για πάντα» (A jamais), η τελευταία του ταινία, μπορεί να προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο επίσημο πρόγραμμα του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και στο φεστιβάλ του Τορόντο, μπορεί να βασίζεται στο βιβλίο «Οι χρόνοι του σώματος» (The Body Artist) του Ντον ΝτεΛίλο, δυστυχώς, όμως, κάνει τα εύκολα, δύσκολα...

Η υπόθεση: Ο Ρέι είναι ένας διάσημος σκηνοθέτης του σινεμά. Θα παραβρεθεί στην προβολή μιας ταινίας του με την αγαπημένη του ηθοποιό (με την οποία είναι εραστές), την Ιζαμπέλα. Την ίδια ώρα, στο ίδιο κτίριο, λίγα πατώματα πιο πάνω, η νεαρή Λόρα, μια... performing artist (σαν να λέμε, ηθοποιός, αλλά σε μια πιο ευρεία έννοια) δίνει μια παράσταση. Της... κλέβει το κοινό, όμως, η ταινία του Ρέι. Οι δυο τους θα συναντηθούν. Θα ερωτευθούν. Και θα παντρευτούν, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, παρά το ότι η Ιζαμπέλα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Θα αρχίσουν να ζουν σε ένα υπέροχο σπίτι μπροστά στη θάλασσα. Ένα βράδυ ο Ρέι θα βγει με τη μηχανή του. Δεν θα ξαναγυρίσει ζωντανός. Δυστύχημα; Αυτοκτονία; Η Λόρα μένει μόνη στο σπίτι και θρηνεί. Αλλά σύντομα δεν θα είναι τελείως μόνη. Κάποιος είναι εκεί: ο Ρέι, μέσα από εκείνη και για εκείνη, σαν ένα όνειρο πιο μακρύ και από τη νύχτα, ώστε να μπορέσει η Λόρα να επιβιώσει.

Η άποψή μας: Σε λίγες βδομάδες βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες το «Personal Shopper» του Olivier Assayas, με την οποία η ταινία του Jacquot έχει ομοιότητες. Βασικά, έχει μία (βασική) ομοιότητα: αυτήν κατά την οποία μια γυναίκα έρχεται σε επαφή με φαντάσματα. Κι εδώ σταματούν οι ομοιότητες. Κι αυτό γιατί ενώ ο Assayas ντύνει τις φιλοσοφικές του αναρωτήσεις με μια στοιχειώδη ίντριγκα, ο Jacquot χειρίζεται το όλον εντελώς εσωτερικά, αφήνοντας τον θεατή απ' έξω. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του ΝτεΛίλο για να ξέρω πόσο καλή δουλειά έχει κάνει η πρωταγωνίστρια της ταινίας Julia Roy στη σεναριακή μεταφορά του (ναι, την υπογράφει η ίδια!), πάντως, ως ερμηνεία κινείται σε πολύ μέτρια επίπεδα. Δεν πείθει η ίδια, δεν πείθει το σενάριο, δεν πείθει η σκηνοθεσία. Παραγωγή του εικονικού παραγωγού Paulo Branco η ταινία είναι από αυτές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέσω διασκευής τίτλου γνωστού τραγουδιού των Bon Jovi: «You give festival movies a bad name»! Ok, η απώλεια, ο θρήνος, η μοναξιά, τα άδεια δωμάτια – και όλο αυτό ντυμένο με καλλιγραφικές εικόνες; Ε, ποτέ!

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Orpheline

Κανονικά, εδώ τώρα θα έπρεπε να γράψω για το «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ», που είδα το Σάββατο 25 Μαρτίου (η πρώτη από τις δύο ταινίες εκείνης της ημέρας). Όμως, μιας που το κείμενο δεν το ολοκλήρωσα το πρωί της Δευτέρας (όπως είχα υποσχεθεί) αλλά το συνεχίζω την Τρίτη το πρωί (άρα, έχουν προστεθεί και οι ταινίες της Δευτέρας), θα αναφερθώ εδώ τώρα στην ταινία «Σε τέσσερις χρόνους» (Orpheline) του Arnaud des Pallières, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι να βγει την ερχόμενη Πέμπτη 30 Μαρτίου στις αίθουσες της χώρας μας.

Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία, παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...

Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...». Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και παίζουν τον ίδιο ρόλο, δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είναι ο θεατής και θα χαθεί στην αφήγηση. Και θα εκνευριστεί.

Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση. Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας τον ερωτισμό τους!

Εδώ να κάνω μια προσωπική επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση. Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει, η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα βυζιά της – βυζιά μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχεται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Χμ... (σημείωση: το κείμενο θα υπαχθεί σε επεξεργασία όταν δημοσιευτεί αυτόνομα την ερχόμενη Πέμπτη).

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Rock'n Roll

Τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε εδώ, είναι κι εκείνη που μας άρεσε περισσότερο, κι ας έχει κι αυτή τα θέματά της. Μιλάμε για το «Αχ αυτά τα σαράντα» (Rock'n Roll), πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο ηθοποιός Guillaume Canet. Μια ταινία, που έχει ως στόχο να αποδομήσει τον ίδιο ως ηθοποιό, ως σταρ, ως άνδρα που μεγαλώνει...

Η υπόθεση: O 43χρονος Guillaume Canet έχει τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος. Πετυχημένος ηθοποιός, ζει μαζί με την πανέμορφη κι εξίσου πετυχημένη ηθοποιό Marion Cotillard και το παιδάκι τους και ασχολείται με το αγαπημένο του σπορ, που είναι η ιππασία. Ωστόσο, ο εγωισμός του και κυρίως η ματαιοδοξία του θίγονται όταν μια νεαρή δημοσιογράφος που τον παίρνει συνέντευξη, του μιλάει μονάχα για τους νεαρώτερους συναδέλφους του, Pierre Niney και Gaspard Ulliel ως την ανερχόμενη γενιά και ως sex symbols. Η Camille, μια νεαρή 20χρονη ηθοποιός με την οποία γυρίζει μια ταινία, θα του υπενθυμίζει επίσης επίμονα την ηλικία του. Για τον Canet, αυτή η περίοδος είναι περίοδος ενδοσκόπησης και ο ίδιος αρχίζει να φέρεται παράξενα δυσαρεστώντας τη γυναίκα του και τους δικούς του. Μέχρι πού θα φτάσει όλο αυτό;

Η άποψή μας: Χρειάζεται πολύ θάρρος για να χρησιμοποιήσεις την κινηματογραφική κάμερα ως καθρέφτη και να βάλεις μπροστά της τον εαυτό σου: να καταγράψεις τη ζωή σου ως ντοκιμαντέρ και ως μυθοπλασία ταυτόχρονα! Ο Canet ψυχαναλύεται μπροστά στα μάτια μας και δεν χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στον εαυτό του! Κατακρίνει τη ματαιοδοξία του σε μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αποθέωση της ματαιοδοξίας! Κι όλο αυτό το κάνει με πολύ, πολύ χιούμορ. Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που γελάς πάρα πολύ και δυνατά. Ο Canet χαλιέται που τον περνάνε για ξενέρωτο. Χαλιέται που δεν βγαίνει με τους φίλους του. Χαλιέται που υποδύεται ρόλους πατεράδων αντί εραστών. Χαλιέται που η νεαρή συμπρωταγωνίστριά του δεν τον βλέπει ερωτικά. Χαλιέται που τον κοροϊδεύουν για την ενασχόλησή του με τα άλογα. Χαλιέται που δεν είναι πλέον rock'n roll, όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας. Βεβαίως, μπορεί ποτέ να μην ήταν rock'n roll, αλλά αυτό το προσπερνάμε... Ο Canet μπαίνει στα άδυτα (χμ...) της κινηματογραφικής βιομηχανίας made in France και τα χώνει γενικώς! Κάθε του προσπάθεια να «βγει» πιο cool στέφεται με μεγαλύτερη αποτυχία από την προηγούμενη! Στα γυρίσματα της ταινίας που γυρίζει μέσα στην ταινία, κάνει παλαβομάρες και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να τον ανεχθούν. Ζητάει βοήθεια από τον κολλητό του, Gilles Lellouche, λες και αυτό που έχει ο Gilles και δεν έχει ο ίδιος, μπορεί να διδαχθεί, να μεταδοθεί, να μπολιαστεί. Πηγαίνει στον θεό Johnny Hallyday (του οποίου η νεαρότατη και ομορφότατη σύντροφος προσπαθεί να του κόψει το τσιγάρο για την υγεία του κι εκείνος καπνίζει μπάφους!) και του... κόβεται η μαγκιά! Πηγαίνει για κάστινγκ στον Ben Foster που ψάχνει νεαρό Γάλλο ηθοποιό, που να μιλάει καλά αγγλικά, και εξευτελίζεται! Πηγαίνει στο γραφείο παραγωγής και τους βγάζει όλους έξω φρενών – είναι η σκηνή με την οποία γελάσαμε περισσότερο! Και η Marion είναι τρελαμένη με το να προσπαθεί να μάθει γαλλικά του Κεμπέκ, προκειμένου να λάβει μέρος στη νέα ταινία του Javier Dollan! Χαμός!

Το θάρρος του μάλιστα είναι τόσο μεγάλο που όσο πλησιάζει στο τέλος η ταινία τόσο περισσότερο... ξεφεύγει! Η υποκριτική, μάλλον το πλέον ναρκισσιστικό από όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, επιζητεί τη μόνιμη νεότητα. Σαν τον Δράκουλα ένα πράγμα. Και ο Canet βλέποντας μέσα από παραμορφωτικό φακό προφανώς, λέει, πως για την επίτευξη της αιώνιας νεότητας ο ίδιος και οι συνάδελφοί του προχωρούν σε συμφωνίες με το διάβολο. Που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να είναι ένας γκουρού που σου κάνει... μπότοξ. Εκεί, λοιπόν, στο τελευταίο 20λεπτο, εκεί όπου ο ηθοποιός έχει χάσει πλέον την εικόνα του εαυτού του, εκεί η ταινία αγγίζει την υστερία. Ας είναι. Μας έχει δώσει προηγουμένως απίστευτα πολλά πράγματα για να γελάσουμε. Με τα χάλια των ηθοποιών. Και γιατί όχι, με τα δικά μας...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live
Περισσότερα... »



Ελληνικό Box Office 23 - 26 Μαρτίου 2017 by OPTOMA


Φιλμ
Διανομή
Wks Αίθουσες
4ήμερο Ελλάδας
Σύνολο Ελλάδας
1
Beauty And The Beast
Feelgood Ent.
2
221
37.138
117.649
2
Get Out
UIP
2
51
11.412
36.319
3
Power Rangers
Odeon
1
63
9.484
9.484
4
Kong: Skull Island
Tanweer
3
36
6.755
91.941
5
Logan
Odeon
4
28
5.874
174.268
6
All Nighter
Tanweer
1
29
3.161
3.161
7
Suburra
Strada Films
1
11
2.977
2.977
8
Juste la fin du monde
Seven Films
1
11
2.682
2.682
9
The LEGO Batman Movie
Tanweer
7
40
2.086
71.355
10
Πλατεία Αμερικής
Feelgood Ent.
1
13
1.656
1.656


Περισσότερα... »

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) PosterΤο Αουτσάιντερ
του Christophe Barratier. Με τους Arthur Dupont, François-Xavier Demaison, Sabrina Ouazani, Tewfik Jallab, Thomas Coumans, Sören Prévost, Franz-Rudolf Lang, Luc Schiltz, Mhamed Arezki


Απληστία
του zerVo (@moviesltd)

Κάθε τέσσερα χρόνια και μια καινούργια ταινία είναι η περιοδικότητα που έχει ορίσει για την δημιουργικότητα του ο Γάλλος σκηνοθέτης Christophe Barratier, που με το ντεμπούτο του είχε αφήσει εξαιρετικές υποσχέσεις για μια πολύ σπουδαία καριέρα. Και όχι άδικα αφού το Les Choristes (είχε προβληθεί και αυτό σε μια από τις πρώτες εκδοχές του Γαλλόφωνου Φεστιβάλ, ενώ ο πρωταγωνιστής του Gerard Jugnot είχε παραβρεθεί στην επίσημη πρεμιέρα του στην Αθήνα) αποτελεί μια από τις πιο όμορφες στιγμές του τρικολόρ σινεμά για την πρώτη δεκαετία του μιλένιουμ, έχοντας φτάσει μάλιστα ίσαμε τις Οσκαρικές υποψηφιότητες, σε δύο κατηγορίες, καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής και καλύτερης μουσικής επένδυσης. Η πορεία του 53χρονου κινηματογραφιστή εντέλει δεν ανταποκρίθηκε των προσδοκιών με τις επόμενες ταινίες του, Faubourg 36 και La Nouvelle Guerre Des Boutons, να μην φτάνουν ποτέ στα επίπεδα της πρώτης. Το L'Outsider είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία του και παρότι ενδιαφέρουσα, εκτιμώ η πιο αδύναμη ποιοτικά όλων.

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) Quad Poster
Το όνειρο κάθε φιλόδοξου χρηματιστή του Παρισιού, είναι κάποια στιγμή να καταφέρει να ανέβει τις γιγάντιες σκάλες που οδηγούν στα έγκατα των κτιρίων των κορυφαίων τραπεζικών ιδρυμάτων, εκεί που παίζεται και το πιο χοντρό παιχνίδι κέρδους. Όνειρο που θα κάνει πραγματικότητα στα 2005 ο νεαρός Ζερόμ Κερβίλ, κερδίζοντας μια θέση κατώτερου υπαλλήλου στην τράπεζα Societe General, μια εκ των 120 χιλιάδων παγκοσμίως, τρέφοντας πάντοτε μέσα του την ελπίδα θα αναρριχηθεί στην ιεραρχία της και να εξελιχθεί σε μεγάλο και τρανό μπρόκερ. Και πραγματικά έχοντας την καθοδήγηση του άριστου γνώστη των κινήσεων της αγοράς Κέλλερ, που θα τον πάρει υπό την εποπτεία του, ο Ζερόμ ταχύτατα θα εκτιμηθεί από τους ανωτέρους του σαν ιδιαίτερα φέρελπις χρηματιστής και θα κερδίσει επάξια ένα από τα σημαντικότερα και πλέον καίρια πόστα, που του δίνει την δυνατότητα να τζογάρει καθημερινά τεράστια ποσά, αποσκοπώντας σε ανάλογα θεόρατα κέρδη για τους εργοδότες του. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της δράσης του, θα γίνει σαφές σε όλους τους συναδέλφους του, πως οι μέθοδοι του υπέχουν τεράστιου ρίσκο και μια ενδεχόμενη αστοχία θα σημάνει απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την τράπεζα. Όταν κάποια φορά γίνει επίσημη καταμέτρηση της χασούρας, τα μεγέθη θα είναι πολύ πιο μεγάλα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί ο απλός νους...

Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που έφτασε στα όρια της καταστροφής μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, πετυχαίνοντας με τις ενέργειες του να την βάλει μέσα ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά 4,7 δισεκατομμύρια ευρώ, νούμερο ιλιγγιώδες, που ειδικά στις δύσκολες ημέρες για την κεφαλαιαγορά που διανύουμε, με ευκολία μπορεί να βάλει λουκέτο ακόμη και στις πιο γερών θεμελίων χρηματοπιστωτικές οικογένειες. Το σκάνδαλο της SG που συγκλόνισε το 2008 τις αγορές της Γαλλίας, δεν πετυχαίνει τα ίδια αποτελέσματα όμως, τοποθετημένο στο επίκεντρο του στόρι ενός φιλμ που παγιδεύεται μέσα στην ίδια του την ματαιοδοξία, να προβάλλει συμπυκνωμένο όλο το πάθος των μανιακών της stock market, για κέρδη και φούσκωμα μέχρι και ξεχείλωμα των λογαριασμών με ποσά που ξεπερνούν την φαντασία. Στην απεικόνιση πάνω στους συνδεδεμένους με τις αγορές ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όλα αυτά τα νούμερα μοιάζουν με ιερογλυφικά στο μυαλό του άμαθου θεατή, που δεν έχει την γνώση για το πότε είναι το σωστό να ψωνίζεις και να πουλάς, άρα οι ορολογία που χρησιμοποιούν οι λουσμένοι στον κρύο ιδρώτα ρισκαδόροι, δεν μπορεί να περάσει με ευκολία και να αγκαλιάσει την αδαή πλατεία. Δεν είναι βλέπεις και όλοι Scorsese για να δημιουργήσουν ταινία χρηματιστηριακής δράσης και να μην πνίξουν τον αναγνώστη τους σε ποσοστά, αριθμούς, νούμερα και ψηφία...

Ο Barratier προσπαθεί πάντως να κτίσει ένα ανθρώπινο υπόβαθρο γύρω από την βασική του περσόνα, που υποδύεται ο ταλαντούχος Arthur Dupont με συνέπεια και τόλμη. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην στιγμή που γίνεται αντιληπτό πως δεν πρόκειται για έναν απλό ανθρωπάκο, για έναν υπάλληλο εταιρίας που κάνει τα πάντα για να πάει το μαγαζί του μπροστά. Ο Κερβίλ είναι ένα ντόμπερμαν, ένας λυσσασμένος σκύλος που νοιάζεται μόνο για σκορ με θετικό πρόσημο και πολλά μηδενικά ψηφία στο κλείσιμο τους. Στην αγωνιώδη του ετούτη μάχη, λησμονεί πως έχει γονείς, φίλους, συντροφιές, μια μνηστή που τον καρτερεί υπομονετικά στο σπίτι, γίνεται ένα παθιασμένα άπληστο ζόμπι, ένας ζωντανός νεκρός που δεν έχει κάτι να κερδίσει τόσο ο ίδιος, όσο η πουλημένη στον διάβολο του χρήματος ψυχή του, αν κατορθώσει να πετύχει το μεγάλο, το σπουδαίο ντιλ. Από αυτή του την έκφανση Το Αουτσάιντερ (λογικός ο τίτλος, κανείς δεν του το είχε του μικρού για καταστροφέα) αποσπά τα περισσότερα κέρδη του, όταν γίνεται πιο γήινο και απτό, αφού ντυμένο μια πιο θρίλερ φορεσιά, κτίζει το πορτρέτο του μισαλλόδοξου μανιοκαταθλιπτικού τύπου, που παραλίγο να τινάξει στον αέρα τα ισοζύγια της δεύτερης σημαντικότερης οικονομικά δύναμης της ΕΕ.

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) PosterΕκείνο το Καλοκαίρι
του Mikhaël Hers. Με τους Anders Danielsen Lie, Judith Chemla, Marie Rivière


Ηλιόλουστη Μελαγχολία
του zerVo (@moviesltd)

Με τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας ενός λατρεμένου προσώπου καταπιάνεται στην καινούργια του δημιουργία, ο σαραντάχρονος Γάλλος σκηνοθέτης Mikhael Hers. Πρόκειται για την πέμπτη απόπειρα μεγάλου μήκους του αξιόλογου κινηματογραφιστή, που με τις προηγούμενες του - καμία δεν έχει προβληθεί με επίσημη διανομή στην χώρα μας - έχει ταξιδέψει στα μεγαλύτερα φιλμικά ραντεβού της Ευρώπης. Από αυτά έχει φύγει έχοντας πάντοτε στις αποσκευές του ένα σημαντικό τρόπαιο, κάτι που συνέβη και στην Angers το 2007 για το Charell και στις Κάννες το 2009 για το Montparnasse και στο Locarno το 2010 για το πιο γνωστό μέχρι στιγμής πόνημα του Memory Lane. Το Ce Sentiment De L'Ete υπήρξε κατά την περσινή χρονιά υποψήφιο για το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ του Rotterdam στην Ολλανδία.

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) Quad Poster
Ανείπωτη τραγωδία! Μια καλοκαιρινή ημέρα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή προειδοποίηση από κάποια ενόχληση στην υγεία της, η τριαντάχρονη Σάσα, επιστρέφοντας από το Βερολινέζικο στούντιο που ανέπτυσσε τις αρτιστικές της  θα αφήσει παντελώς ξαφνικά την τελευταία της πνοή, βυθίζοντας στο πένθος τα αγαπημένα της πρόσωπα. Τόσο τον ευρισκόμενο πλέον σε απόγνωση Λόρενς, που νιώθει το σπιτικό τους αδειανό, μετά από μια πενταετία κοινής συμβίωσης, όσο και την νεαρότερη αδελφή της Ζόε, που διαμένει στην πρωτεύουσα μαζί με τον μονίμως ευδιάθετο και καλοσυνάτο σύζυγό της και το ανήλικο αγοράκι τους. Καθώς οι εποχές θα κυλούν, οι δύο πιο κοντινοί στην θανούσα άνθρωποι, θα κληθούν να ζυγίσουν από την αρχή τις ζωές τους, ώστε να προσπεράσουν, το ακαριαίο και αναπάντεχο κτύπημα της μοίρας.

Κατόπιν του άδειου από λόγια πρώτου τρίλεπτου, που η κινούμενη κάμερα ακολουθεί κατά πόδας την δύσμοιρη γυναίκα της σύνοψης, τα πάντα στρέφονται πλέον σε αυτούς που μένουν πίσω, που πλέον πρέπει να ζυγίσουν το ρητό πως η ζωή συνεχίζεται, ψάχνοντας τους δικαιότερους τρόπους για να μην λησμονήσουν την απελθούσα και να την θρηνήσουν όπως της πρέπει. Χρονικά το σύνολο σπάει σε τρεις διαφορετικές περιόδους που έχουν απόσταση μεταξύ τους ενός έτους, προτάσσοντας ακόμη μια ιδιαιτερότητα, τον τόπο που εξελίσσεται η πλοκή. Από την Γερμανική πρωτεύουσα, την επόμενη θερινή πάντοτε σεζόν το θέμα ταξιδεύει στο Παρίσι (και σε κάποιες λίγες στιγμές στην εξοχική κατοικία των γονιών της Σάσα στο πανέμορφο Αννεσί) για να κλείσει ο κύκλος, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στην Νέα Υόρκη, την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και θα είναι εκείνη που θα δώσει στους προβληματισμένους χαρακτήρες την ευκαιρία αναζωογόνησης που επιζητούν.

Στον ένα πόλο βρίσκουμε τον σύντροφο της πρόωρα χαμένης, που έτσι κι αλλιώς αναζητά από πριν μια ταυτότητα στην πορεία του, που ακόμη δεν έχει καταφέρει να την βρει, ασχολούμενος περιστασιακά είτε σαν συγγραφέας είτε σαν μεταφραστής. Από την άλλη μεριά η αδελφή που έμεινε μόνη της, μάλλον δεν δείχνει ακόμη έτοιμη να εγκαταλείψει για πάντα την νιότη για να ντυθεί το ρούχο της σοβαρής οικογενειάρχη, ενθυμούμενη τις ανέμελες στιγμές που περνούσε μαζί με το αίμα της. Ο έξοχος καιρός που συντροφεύει και τους δύο, ο καταγάλανος ουρανός, οι πολύ καλές συνθήκες, έρχονται σε αντιδιαστολή με  το πένθος και την μουντάδα των ψυχών, δημιουργούν όμως τις προϋποθέσεις εκείνες που ζητούνται για να στηθεί ένα καλύτερο αύριο. Μελαγχολικό αναμφίβολα το ενενηντάλεπτο, τονίζει όμως το ρητό με τον χρόνο και την γιατρειά των ψυχών που έχουν τυλιχτεί από την θλίψη. Δυνατό συστατικό της αφήγησης οι αληθινές ερμηνείες, κυρίως του Νορβηγού Anders Danielsen Rye, που είναι ρεαλιστικότατος στην έκφραση του, αποδίδοντας τον ταλαιπωρημένο από την απότομη φυγή της αγαπημένης του άντρα.

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »