Νύχτες Πρεμιέρας 2018 Live

του zerVo (@moviesltd)

Νύχτες Πρεμιέρας 2018 LIVE Ep.2 - Που πήγε το Μουσική & Φιλμ?

Οι προληπτικοί λένε πως όταν λες την καλημέρα σου, δεν κάνει να είσαι μουτρωμένος, σκυθρωπός και να μην σκέφτεσαι αρνητικά, ούτε να τα εκφράζεις τόσο νωρίς, άστα τα άσχημα να ειπωθούν όταν μεσημεριάσει. Μπα! Αλλού αυτά, όχι σε εμάς. Και φυσικά δεν παίζει να μην τα διατυπώσουμε, από τόσο νωρίς και επί της παρούσης. Το Φεστιβάλ της Αθήνας δεν το γνωρίσαμε ετούτο τον Σεπτέμβρη, το καλύπτουμε είκοσι χρόνια τώρα (και βάλε) οπότε στην απαρχή του Φθινοπώρου, ορίζει μέρος της ζωής μας και το κυριότερο τους ανθρώπους του τους αγαπάμε. Συνεπώς δεν έχει κάποιο νόημα να μοιράζουμε μπράβο και θαυμαστικά, που οι αίθουσες, οτιδήποτε κι αν προβάλλουν - φαινόμενο μοναδικό - είναι τιγκαρισμένες. Οι Νύχτες Πρεμιέρας μου έχουν δώσει την εντύπωση πως βαδίζουν με μια τέτοια δυναμική, που δεν θα εκπλαγώ αν μάθω στην τελική απογραφή, πως οι οκτώ στις δέκα διαθέσιμες καρέκλες των σινεμάδων ήταν κατειλημμένες.

Αυτό το αναμφίβολα θετικότατο δεδομένο δεν με αποτρέπει όμως από το να εκφράσω την απογοήτευση μου για την (σχεδόν) διαγραφή από το καλεντάρι, του πιο αγαπημένου μου και με τα ίδια μου τα μάτια, δημοφιλέστερου τμήματος του στο κοινό. Του αποκαλούμενου εδώ και πολλά πολλά χρόνια "Μουσική Και Φιλμ". Που και τι ροκιουμένταρυ δεν έχουμε παρακολουθήσει στην αλυσίδα των μοναδικών και συνήθως δίχως κατοπινή επίσημη διανομή προβολών του ε? George Harrison, Pulp, Fela Kuti, Coltrane, Pussy Riot, Stone Roses, Damned, Jam, ούτε κι εγώ που τα ρούφηξα με μανία δεν μπορώ να τα απαριθμήσω όλα. Τόσο σημαντικές πρεμιέρες, δε, που επί πενταετίας και βάλε υπήρχε και ειδικό διαγωνιστικό section, με το ταμπελάκι sold out να αναρτάται μόνιμα στον γκισέ. Και όλα αυτά φέτος σβήσανε, καπνός, εξαφανίστηκαν σαν τον Κάιζερ Σόζε. Το Κονκόρσο γενικεύτηκε κάτω από την γενική μαρκίζα "Ντοκιμαντέρ" και οι ταινίες που αποτελούν το πενταγραμμικό πακέτο είναι μόλις τρεις. ΤΡΕΙΣ!!!! Μαζί σας κι εγώ παίδες, βάλτε οκτώ διαγωνιστικά πακέτα, μικρού μήκους, μεγάλου μήκους, μεσαίου μήκους κι ότι μήκους κάνετε κέφι. Η απουσία της Μουσικής ρουμπρίκας από το πρόγραμμα είναι σφάλμα μεγάλο. Κάτι που σχολιάστηκε δυσμενώς, από όλους όσους καρτερούσαν απόψε την γκλιτεράτη πρεμιέρα της βραδιάς, κατακλύζοντας την Όπερα της Ακαδημίας, για να παρακολουθήσουν την μακράν πληρέστερη τεκμηρίωση που γράφτηκε ποτέ, γύρω από το ιστορικότερο νάιτ κλαμπ στα χρονικά.

Studio 54 AIFF 2018

Η θρυλική ντισκοτέκ Studio 54 άνοιξε τις πύλες της, σε μια κακόφημη γειτονιά του Μανχάταν, την βραδιά της 26ης Απριλίου 1977. Ένα φιλόδοξο επιχειρηματικό σχέδιο που για καιρό οργάνωναν δυο στενοί από τα φοιτητικά τους χρόνια φίλοι, ο οργανωτικός, μεθοδικός και εσωστρεφής δικηγόρος Ίαν Σράγκερ, γόνος Εβραϊκής φαμίλιας με διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και ο εκδηλωτικός, διαχυτικός και ημιαποτυχημένος ως ιδιοκτήτης ψησταριών, Στιβ Ρουμπέλ. Με προϋπολογισμό που άγγιξε το μισό εκατομμύριο δολάρια, οι Διόσκουροι, σε χρόνο ρεκόρ μετέτρεψαν το παλιοκαιρισμένο θέατρο και πρώην τηλεοπτικό στούντιο της CBS, σε υπερπολυτελές νυχτερινό κέντρο, φροντίζοντας καιρό πριν την πρεμιέρα να το προμοτάρουν σε όλα τα μέσα, ως τον τόπο διασκέδασης, που κανείς θα μπορούσε να συναντήσει την αφρόκρεμα της Νεουορκέζικης καλλιτεχνικής σκηνής.

Και πράγματι από το opening night κιόλας, μπροστά στις μαύρες μεταλλικές πύλες του κτιρίου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο, γεγονός επαναλαμβανόμενο καθημερινά, καθώς οι θαμώνες του, οι διασημότεροι αστέρες της σόου μπιζ, εκτόξευσαν την φήμη του, μετατρέποντας το στο επίκεντρο της νυχτερινής διασκέδασης της μεγαλούπολης που δεν κοιμάται ποτέ. Ένας ναός ελευθερίας και ξενοιασιάς, που κοινοί θνητοί και σούπερ στάρς, λευκοί, μαύροι, γκέι, στρέιτ, διεμφυλικοί, βίζιτες και μαφιόζοι, συνυπήρχαν ως ένα, στα ολονύχτια οργιώδη πάρτι, που το ποτό και τα ναρκωτικά έρεαν άφθονα, κάτω από τους καταιγιστικούς ντίσκο ήχους των 125 παλμών το λεπτό. Το ραγδαίο ζενίθ που γνώρισε το κλαμπ της 54ης οδού, εκτοξεύοντας στα ουράνια την φήμη των ζάπλουτων ιδιοκτητών του, δεν είχε διάρκεια παρά μόνο τριάντα τριών μηνών, αφού τα οικονομικά σκάνδαλα φοροδιαφυγής οδήγησαν τους πλεονέκτες επιχειρηματίες σε δίκη, κατόπιν στην φυλακή, με συνέπεια το απότομο τέλος του πανηγυριού, που όμοιο του δεν έχει υπάρξει ξανά στα χρονικά.

Φιλμικές αναφορές στην ιστορία των σχεδόν τριών ετών ζωής του κλαμπ, που τα σκοινιά της εισόδου του δεν περνούσε ο κάθε τυχαίος, έχουν υπάρξει πάμπολλες μέχρι στιγμής με πιο ονομαστή, την όχι και τόσο επιτυχημένη δραματοποιημένη παραγωγή του 1998. Εδώ η προσπάθεια του κινηματογραφιστή Mark Tyrnauer, εκ προοιμίου κάνει την διαφορά, καθώς το βασικό της ατού είναι η παρουσία του ίδιου του Σράγκερ μπροστά από την κάμερα, να ξετυλίγει τις θύμησες όπως τις βίωσε από πρώτο χέρι, όντας ο ιθύνων μα και αφανής νους τους πλάνου. Και ο μοναδικός εν ζωή, αφού ο Ρουμπέλ, ο δημοσιοσχεσίτης της δυάδας, με ζωή άσωτη, πνιγμένη στο ομοφυλοφιλικό σεξ και την κόκα, υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της κατάρας του AIDS, εκεί κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80. Η αφήγηση του δισεκατομμυριούχου, ως κατόχου μιας τεράστιας αλυσίδας ξενοδοχείων πλέον, Σράγκερ, συγκλονίζει και κυριαρχεί όλων όσων συνεργατών και θαμώνων μέσα από τα ίντερβιους δίνουν τις δικές τους αναφορές για τις πιπεράτα έξαλλες στιγμές που έζησαν στην πίστα ή στους φανερούς και κρυφούς καναπέδες της ντισκοτέκ.

Πέρα από τα άγνωστα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια όμως γύρω από την λειτουργία του Studio 54, το φιλμ επιχειρεί να προσεγγίσει και την άρρηκτη σχέση φιλίας των δύο αντρών, που πέρασε μέσα από τον θρίαμβο και την αλλοφροσύνη που προκάλεσε, στην δοκιμασία του σωφρονιστικού εγκλεισμού και την απώλεια, στοιχειοθετώντας έναν συνεταιρικό δεσμό που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς την δυναμική του. Το ντοκιμαντέρ γεμάτο φυσικά από ανέκδοτα πλάνα της εποχής, με τέμπο που δεν χαμηλώνει ποτέ χάρη στα (λιγοστά είναι η αλήθεια σε αριθμό) τραγούδια του Sylvester και της Andrea True, σοκάρει με τον ρεαλιστικό τρόπο εξιστόρησης, ακόμη κι αν τα περιστατικά είναι λίγο έως πολύ γνωστά σε όσους έχουν μελετήσει την άνοδο και την πτώση της Νεοϋορκέζικης αυτοκρατορίας. Μοναδική αδυναμία, η πλήρης τωρινή απουσία ενός έστω από όλους αυτούς τους σπουδαίους - δεν ζουν άλλωστε και πολλοί - μιας Minnelli ή μιας Diana Ross ας πούμε, που σου δίνει την εντύπωση πως σε βάθος χρόνου, όλοι τους αποκήρυξαν την σχέση τους και με τον τόπο και με τα εγκληματικά, κυρίως στα μάτια της κοινής γνώμης, αφεντικά του μαγαζιού. Αποζημιώνει πάντως το στιγμιότυπο με τον βασιλιά της ποπ Michael Jackson, 18 μόλις χρόνων να δίνει με τον δικό του τρόπο μέσα από ένα υπερσπάνιο φούτατζ, τον ορισμό και την σημασία του Fifty Four.

Thunder Road AIFF 2018

Μια από τις πιο όμορφες μελωδίες που έχει ερμηνεύσει ποτέ ο Boss, εκείνη που ανοίγει θριαμβευτικά τον τρίτο δίσκο της τεράστιας καριέρας του, Born To Run, είναι το Thunder Road. Μια μελαγχολική μπαλάντα, που καταπιάνεται με το αγαπημένο θέμα του Springsteen, την απόδραση από τα κοινωνικά δεσμά, το φευγιό μακριά από την καταθλιπτική καθημερινότητα, προς έναν κόσμο καλύτερο, πιο φωτεινό, όχι μόνιμα συννεφιασμένο και μουντό. Στο άκουσμα των στίχων του τραγουδιού, μπροστά στα μάτια του ακροατή, σχηματίζεται η εικόνα της θλιμμένης αμερικάνικης επαρχίας, που γεμάτη χαμένους και αποτυχημένους, τρώει τα ίδια της τα παιδιά με σαδιστική οργή, μη δίνοντας τους την ευκαιρία να το σκάσουν προς τον δικό τους τόπο της Επαγγελίας. Διόλου τυχαίο είναι που η ομώνυμη ταινία, δείγμα τυπικό του αμερικάνικου indie σινεμά, αυτή ακριβώς την μόστρα ζωγραφίζει στα καρέ της, μια περιφέρεια υπανάπτυκτη, βουβή, άνευρη και απαισιόδοξη, όπως προφανώς είναι και στην πραγματικότητα. Μαραζώνοντας με την κακοτροπιά της, τις ψυχές των κατοίκων της.

Έχοντας μόλις χάσει την αγαπημένη του μητέρα, μόλις στα 55 της χρόνια, μια ιδιοκτήτρια σχολής χορού στο κέντρο της φτωχικής κωμόπολης της Μίντγουεστ, ο παράξενης συμπεριφοράς αστυνομικός Τζιμ Αρνό, στον επικήδειο του, θα της αποτίσει φόρο τιμής αναπαριστώντας σαν σε δικό του βίντεοκλιπ το αγαπημένο της τραγούδι:Το Θάντερ Ρόουντ του μοναδικού Μπρους. Ανήμπορος να τα καταφέρει θα καταλάβει πως η μάνα με την αναχώρηση της, πήρε από πάνω του το προστατευτικό της χέρι, με συνέπεια το ένα δεινό να διαδέχεται το άλλο: Θα μπει σε διαθεσιμότητα από τον διοικητή του, θα μπει σε μπελάδες στην σχέση του με την μονίμως αρνητική πρώην σύζυγό του, θα δει τους δεσμούς με τα αδέλφια του να διαλύονται, μα το κυριότερο θα βρεθεί μπροστά στο φάσμα της απόγνωσης, στην πιθανότητα να χάσει μια για πάντα την κηδεμονία της λατρεμένης του θυγατέρας.

Σε συνέχεια του μονοπλάνου μικρού μήκους που σάρωσε όλα τα βραβεία στο Sundance, ο Jim Cummings, στο ουάν μαν σόου του, ως παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής, επιμηκύνει την ιδέα του σε λονγκ μετράζ και καταφέρνει το νταμπλ, αποσπώντας το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο SXSW. Για να λέμε ολάκερη την αλήθεια, όχι απλώς παρατείνει την αρχική του short έμπνευση, αλλά την παραξεχειλώνει, συνθέτοντας σε σώμα ένα, μικρά μικρά σκιτσάκια από το καθημερινό μεροδούλι - μεροφάι του αντιήρωα του, παίζοντας ταυτόχρονα με τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί την ματιά των θεατών του. Το SNL χιούμορ να δίνει μονομιάς την σκυτάλη στην τραγωδία, μέσα από περιστατικά που από την μια μοιάζουν γλαφυρά μα δεν είναι και από την άλλη δείχνουν συντριπτικά, αλλά ταυτόχρονα σημαίνουν πως πιο πάτο δεν έχει το βαρέλι και πλέον ο περίεργος φίλος μας μόνο προς τα πάνω, στον ουρανό, μπορεί να κοιτάζει. Μια ταινία κλασσικού στυλ του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, που σαν κι αυτή έχει προβάλλει εκατοντάδες στα 24 χρόνια της ζωής του. Και που σε τελική ανάλυση και σύγκριση με το τόσο μακρινό παρελθόν παρόμοιων φιλμς του θεσμού, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το εκτός στούντιο σινεμά της Αμερικής, μάλλον μοιάζει πιο βαλτωμένο από τις τύχες των επαρχιωτόπουλων της.

zerVo

AIFF 2018