Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Τίναφτορε;;;;;;;

Βλέπω την Παρασκευή το πρωί στο δρόμο, πηγαίνοντας από μία προβολή σε μια άλλη, τον πιο γνωστό Έλληνα διανομέα, Ζήνο Παναγιωτίδη. Τον μη ηθοποιό που πρέπει να έχει παίξει (άντε, εμφανιστεί) σε τουλάχιστον 10 ταινίες. Τον καλημερίζω και μου λέει: «εμείς θα τα πούμε το Σάββατο το βράδυ». Προχωράμε σε αντίθετη κατεύθυνση και δεν καταλαβαίνω. Τι να θέλει να μου πει; Αγόρασε η Rosebud.21 (η εταιρία του Ζήνου) κάποια ταινία από το διαγωνιστικό και δεν το πήρα χαμπάρι; Μετά, το πιάνω το υπονοούμενο. ΑΕΚτσής ο Ζήνος. Όπως οι άλλοι διανομείς, της AMA Films, οι αδελφοί Στεργιάκηδες. Όπως ο συνάδελφος, Χρήστος Μήτσης στο «Αθηνόραμα». Όπως ο Κωστής Θεοδοσόπουλος, από το cinemagazine. Και βρισκόμαστε τρεις ΠΑΟΚτσήδες εδώ: πέρα από την αφεντιά μου είναι η προεδράρα της ΠΕΚΚ, ο Ανδρέας Τύρος και ο συνάδελφος αλλά και διανομέας (της One From The Heart), Λευτέρης Αδαμίδης. Εννοείται ότι εμείς όπου βρούμε τους χάρτινους πρωταθλητές σήμερα, θα τους γλεντήσουμε! Γιατί η ΠΑΟΚάρα μας χθες τους συνέτριψε, άνετα, μέσα στο γήπεδό τους και κατέκτησε το κύπελλο! Καθαρά και ξάστερα. Χωρίς γελοίους διαιτητές να το παίζουν πρόεδροι του Λεβαδειακού: ναι, είναι γκολ αυτό του Βαρέλα, αλλά τελικά δεν είναι, όμως να που είναι. Τέτοια! Είμαστε για δεύτερη φορά κυπελλούχοι Ελλάδος! Οι Κάννες είναι ασπρόμαυρες. Δεν γίνεται αλλιώς. Μικρό στατιστικό: όποτε ο ΠΑΟΚ παίζει τελικό κυπέλλου κι εκείνες τις μέρες βρισκόμαστε στις Κάννες, το κατακτάει κιόλας! Συνέβη ξανά το 2003, όταν παίξαμε τελικό κυπέλλου με μια άλλη κιτρινόμαυρη ομάδα, τον Άρη μας. Τότε δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια και τέτοια. Με sms ο Δημοσθένης μου έστειλε τα χαρμόσυνα. Βρισκόμουνα στην αίθουσα Μπαζέν θυμάμαι. Δεν θυμόμουν την ταινία – μου τη θύμισε ο Λευτέρης: βλέπαμε τον «Ελέφαντα» του Gus Van Sant, ταινία που κέρδισε τελικά και τον Χρυσό Φοίνικα! Εννοείται πως πανηγύρισα έξαλλα μέσα στην αίθουσα, από μέσα μου! Την άλλη μέρα, υποδεχτήκαμε τον βαμμένο Αρειανό συνάδελφο Β.Κ. Ο οποίος, ο αθεόφοβος, είχε φύγει από το φεστιβάλ για να δει τον τελικό και ξαναγύρισε στο φεστιβάλ! Για τέτοια τρέλα μιλάμε! Χθες έβλεπα σε live feed την εξέλιξη του αγώνα. Και δεν βρισκόμουν σε αίθουσα. Δεν μπόρεσα να μπω όπου κι αν προσπάθησα. Τζίφος. Δεν πειράζει. Επέστρεψα στο διαμέρισμα, συνέχισα τα πανηγύρια, μετά είδαμε και λίγη γιουροβίζιον για το καλό, όχι τα τραγούδια, τη διαδικασία της ψηφοφορίας, δεύτερη η Φουρέιρα, αυτά είναι, του χρόνου πρωτάθλημα ο ΠΑΟΚ, άντε και έναν Χρυσό Φοίνικα για την Ελλάδα ρε παιδιά, ας πάμε τώρα και στις ταινίες. Που δεν θα έγραφα τόσο μεγάλη εισαγωγή αν έπαυαν να είναι τόσο μέτριες...

Another Day of Life Cannes 2018

Ξεκινάμε με την καλύτερη ταινία της ημέρας. Μιλάμε για το Another Day of Life των Raúl de la Fuente και Damian Nenow, που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ, στο πλαίσιο των Special Screenings. Είναι μια ταινία που χρειάστηκε οχτώ ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του διάσημου Πολωνού δημοσιογράφου, Ryszard Kapuscinski.

Η υπόθεση: Ο Ρισάρ Καπουσίνσκι είναι ένας λαμπρός, βετεράνος δημοσιογράφος, ιδεαλιστής και φίλος χαμένων σκοπών κι επαναστάσεων. Δουλεύοντας στην Πολωνική Υπηρεσία Τύπου, πείθει το αφεντικό του να τον στείλει στην Αγκόλα, όπου ξεσπάει ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος την παραμονή της ανεξαρτησίας της χώρας, καθώς οι Πορτογάλοι αποικιοκράτες φεύγουν κακήν κακώς. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του '70, στην ακμή του Ψυχρού Πολέμου, και οι δύο υπερδυνάμεις κάνουν ότι μπορούν για να βάλουν τη χώρα στη σφαίρα επιρροής τους.

Ο Καπουσίνσκι, που όλοι τον φωνάζουν Ρικάρντο, επιχειρεί ένα οδικό ταξίδι, που μοιάζει με αυτοκτονία, στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου. Εκεί, γίνεται μάρτυρας για άλλη μια φορά της βρόμικης πραγματικότητας του πολέμου και ανακαλύπτει μια αίσθηση ανικανότητας που ήταν μέχρι τότε άγνωστη σε αυτόν. Η Αγκόλα θα τον αλλάξει για πάντα: ήταν ρεπόρτερ όταν άφησε την Πολωνία, αλλά ήταν συγγραφέας όταν επέστρεψε πίσω...

Η άποψή μας: Αυτή λοιπόν ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία. Γιατί πέτυχε έναν δύσκολο στόχο: να ενημερώσει, να ψυχαγωγήσει και να προκαλέσει ενσυναίσθηση στον θεατή. Ως κατασκευή αποτελεί ένα ιδιαίτερο κράμα. Είναι ταινία κινουμένων σχεδίων. Ένα το κρατούμενο. Υπάρχουν όμως και συνεντεύξεις με επιζήσαντες, που μιλάνε για όσα διαπραγματεύεται η ταινία. Άρα, είναι και ντοκιμαντέρ. Δύο τα κρατούμενα. Είναι και βιογραφία. Είναι και μεταφορά βιβλίου στον κινηματογράφο. Και είναι μια απολύτως συναρπαστική εμπειρία θέασης. Ιδίως για όσους δεν γνωρίζουν την πρόσφατη ιστορία εκείνης της χώρας, το όλο θέαμα θα φανεί ανατριχιαστικό.

Υπάρχει όμως κι άλλη, μεγάλη κατηγορία θεατών, που θα αδιαφορήσει: τι μας νοιάζει τι έγινε στην Αγκόλα το 1975; Εκεί όπου πολέμησαν κομουνιστές αντάρτες, που είχαν την υποστήριξη του λαού, απέναντι σε κατάλοιπα των ιμπεριαλιστών, που είχαν την υποστήριξη της CIA. Μέχρι και εισβολή της Νότιας Αφρικής υπήρξε: κανονικός πόλεμος δηλαδή. Ο Καπουσίνσκι, ατρόμητος, προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά του. Ήταν ο μόνος δημοσιογράφος στον κόσμο που έβλεπε τι γινόταν από πρώτο χέρι. Ήταν μαχόμενος δημοσιογράφος, που υποστήριζε πάντα το δίκιο. Ήταν αντικειμενικός δημοσιογράφος. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν διάλεξε πλευρά. Απέκρυψε την βοήθεια της Κούβας, που εμφανίστηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, κι άλλαξε τον ρου του εμφυλίου. Σταμάτησε την πολεμική μηχανή της Νότιας Αφρικής, που αν κατακτούσε τη χώρα, αυτό απλά θα σήμαινε εξάπλωση του Απαρτχάιντ σε όλη την Αφρική.

Το κινούμενο σχέδιο είναι δυνατό. Οι συνεντεύξεις είναι εξαιρετικές. Υπάρχουν και επίκαιρα από την εποχή εκείνη. Κάποιοι χαρακτήρες σε συναρπάζουν. Όπως η Καρλότα. Μια φοβερή και τρομερή αντάρτισσα, που έχασε τη ζωή της πριν από τα 19 της χρόνια. Κι όμως, ήταν εκεί, γελαστή, υπέροχη, να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο για τη χώρα της. Άρτια κατασκευαστικά ταινία, με δυνατά συναισθήματα και υψηλή μεταδοτικότητα σε ότι αφορά την ιστορία, εννοείται ότι μπαίνει στην πλευρά των καλών ταινιών που είδαμε ως τώρα στο φεστιβάλ. Και μας σύστησε μερικούς εξαιρετικά ενδιαφέροντες ανθρώπους. Που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Όπως λέει σε κάποιο σημείο χαρακτηριστικά η ταινία μέσω του Καπουσίνσκι, από τον οποίο ένας ετοιμοθάνατος μαχητής ζητάει να του βγάλει φωτογραφία, κανείς δεν θέλει να ξεχαστεί. Πόσο μάλλον όταν αγωνίζεται για έναν σκοπό, που τον ξεπερνάει. Δυστυχώς, ξεχνάμε. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά...

Joueurs Cannes 2018

Δεύτερη ταινία της σημερινής ανταπόκρισης είναι το Joueurs της πρωτοεμφανιζόμενης Marie Monge. Κι επειδή γκρινιάζουμε συχνά και στην Ελλάδα για τις ότι να'ναι αποδόσεις των τίτλων στα ελληνικά, τούτη η ταινία έχει αγγλικό τίτλο «Treat Me Like Fire», όταν στην κυριολεξία, ο γαλλικός τίτλος σημαίνει «Παίκτες». Τρέχα γύρευε λοιπόν. Αυτή είναι μία ταινία από αυτές που συμμετέχουν στο επίσημο πρόγραμμα του τμήματος «Το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Και επιβεβαιώνει ένα ξεκάθαρο πάτερν στο φετινό φεστιβάλ. Οι εμπορικών δυνατοτήτων ταινίες, όπως τούτη εδώ, δεν ξεπερνούν τη μετριότητα. Και οι καλλιτεχνικές ταινίες, είναι τόσο αυτιστικές που καταλήγουν να μην αφορούν κανέναν...

Η υπόθεση: Η Έλα είναι μια νεαρή γυναίκα που ζει στο Παρίσι. Δουλεύει στο εστιατόριο του πατέρα της, ο οποίος τη βάφτισε έτσι προς τιμήν της Ella Fitzgerald, της διάσημης τραγουδίστριας της τζαζ. Η ζωή της είναι τακτοποιημένη, χωρίς ρίσκα. Ακολουθεί τη ρουτίνα της, είναι καλή στη δουλειά της, όλα καλά. Έως ότου στη ζωή της μπαίνει ως ανεμοστρόβιλος ο Άβελ. Αρχικά, σχεδόν επιβάλλει την παρουσία του στο μαγαζί. Εντέλει, όμως, αυτό που θέλει είναι χρήματα άμεσα.

Είναι τζογαδόρος. Θα μπάσει την Έλα στον κοσμοπολίτικο, υπόγειο κόσμο των παράνομων παιχνιδιών του Παρισιού, όπου η αδρεναλίνη και τα χρήματα ξεχειλίζουν. Η Έλα έλκεται από αυτόν τον κόσμο. Έλκεται και από τον Άβελ. Δεν αργούν να γίνουν εραστές. Αγαπιούνται πραγματικά. Όμως, όσοι ασχολούνται με τον τζόγο δεν κερδίζουν ποτέ. Και το προδιαγεγραμμένο τέλος καταφθάνει με ταχύτητα συντριπτική...

Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από τις σχετικά εμπορικές ταινίες που προβάλλονται στο φεστιβάλ των Καννών, σε κάποιο από τα επίσημα τμήματα κι όχι στο Marche, στην Αγορά δηλαδή, εκεί όπου προσπαθούν να πουληθούν ταινίες κάθε είδους, μεγέθους, διαμετρήματος, χώρας και... ποιότητας. Το θέμα είναι: ok, έχει προοπτικές να προσεγγίσει ένα μεγάλο κοινό. Τι έχει να προσφέρει; Η μαύρη αλήθεια είναι, όχι και πολλά. Το θέμα του τζόγου, το πόσο πολύ μπορεί να εξιτάρει όσους είναι εθισμένοι σε αυτόν, το πόσο πολύ σε γκαβλώνει η διαδικασία (όχι απαραίτητα τα κέρδη), το έχουμε δεν πάμπολλες φορές στο σινεμά και σε πολλές και διαφορετικές εκδοχές. Επίσης, έχουμε δει πόσο πολύ μπορεί να σε καταστρέψει. Να σε οδηγήσει στη μοναξιά, στα χρέη που δεν μπορείς να αποπληρώσεις ποτέ, στην καταστροφή τελικά.

Όλοι οι τζογαδόροι έχουν ιστορίες να διηγηθούν για εκείνη τη φορά που κέρδισαν ενώ όλα ήταν εναντίον τους. Όλοι τους έχουν κάποιο γούρι. Όλοι ακολουθούν κάποιους κανόνες. Κι όλοι τους, τους καταπατούν. Ε, αυτά πάνω κάτω μας λέει η ταινία, που διαθέτει δύο φωτογενείς πρωταγωνιστές, τον Tahar Rahim και τη Stacy Martin και μας πάει λίγο στον υπόγειο κόσμο του τζόγου, όχι τον επίσημο, όχι τα καζίνο, τις χαρτοπαικτικές λέσχες κτλ, αλλά χώρους που τους ξέρουν λίγοι, μπαίνουν με κωδικούς και γνωρίζουν ο ένας τον άλλον με τα καλά και τα κακά του. Δεν είναι λοιπόν ότι αυτή η ταινία είναι κακή. Κάθε άλλο. Είναι απλά μια ταινία που την έχουμε ξαναδεί. Ξέρεις σχεδόν με αυτόματο πιλότο τι θα γίνει αμέσως μετά. Οπότε, το παιχνίδι είναι στημένο. Και η ταινία δεν μπορεί να κερδίσει.

Mon tissu préféré Cannes 2018

Τελευταία ταινία για σήμερα, ένα φιλμ από το τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Τίτλος: Mon tissu préféré της Gaya Jiji, Εδώ, η αγγλική απόδοση του τίτλου είναι ακριβής: «My Favourite Fabric». Είναι η πρώτη ταινία που σκηνοθετεί η Jiji, σε σενάριο που συνυπογράφει, ενώ κρατάει κι έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο. Μια ταινία που μιλάει για τον πόλεμο στη Συρία, αλλά με έναν ιδιαίτερο, παράξενο τρόπο.

Η υπόθεση: Δαμασκός, Άνοιξη του 2011. Η πόλη βιώνει τα πρώτα γεγονότα του επερχόμενου εμφύλιου πολέμου. Η 25χρονη Νάλα νιώθει διχασμένη μεταξύ της επιθυμίας της για ελευθερία και της ελπίδας της να εγκαταλείψει τη χώρα, μέσω του γάμου της με προξενιό με τον Σαμίρ, Σύριο μετανάστη που ζει στις ΗΠΑ. Όταν όμως ο Σαμίρ επιλέγει να παντρευτεί την νεώτερη, πιο υπάκουη αδερφή της Νάλα, τη Μίριαμ, η Νάλα βρίσκει καταφύγιο στη μυστηριώδη γειτόνισσά της, την κυρία Τζιτζί, που πρόσφατα έχει μετακομίσει στο πιο πάνω διαμέρισμα της πολυκατοικίας...

Η άποψή μας: Αυτή, πάλι, είναι τυπική περίπτωση ταινίας για φεστιβάλ, στην οποία έχουν πέσει γαλλικά κεφάλαια. Προσπαθεί να πει πολλά και διαφορετικά πράγματα, πέφτει όμως στην παγίδα της περιπτωσιολογίας. Μπερδεύει τα νοήματα, ταιριάζει πράγματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι τμήματα της ίδιας αφήγησης, θέλει να δείξει κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί. Ουσιαστικά όλη η ταινία βασίζεται πάνω στην αινιγματικά Νάλα. Στην ψυχολογία της, την προσωπικότητά της, τις αντιδράσεις της, τα όνειρά της. Κατά μία έννοια, η Νάλα αντιπροσωπεύει τη Συρία. Μια χώρα εν βρασμώ, μια χώρα διχασμένη, στα όρια του εμφυλίου πολέμου.

Η Νάλα είναι μια όμορφη κοπέλα, που δεν χαμογελά ποτέ. Δεν κάνει πίσω στα θέλω της: όταν μέσα στο λεωφορείο της λένε να κλείσει το παράθυρο επειδή κάνει κρύο, εκείνη αρνείται επειδή με κλειστό παράθυρο, όπως λέει, δεν μπορεί να αναπνεύσει. Στη δουλειά της (εργάζεται υπάλληλος σε μαγαζί με γυναικεία ρούχα) όταν οι πελάτισσες πρήζουν ζητώντας το ένα φόρεμα μετά το άλλο, χωρίς να μπορούν να αποφασίσουν τι θέλουν, η Νάλα νευριάζει και δεν το κρύβει καθόλου. Η Νάλα συχνά πυκνά συναντά τον εραστή της. Τον αγαπά υπερβολικά. Θέλει να είναι συνέχεια μαζί του. Μόνο μαζί του νιώθει όμορφα και χαλαρά. Ναι, αλλά μιλάμε για... αόρατη εραστή, για να κλέψουμε τον τίτλο της γνωστής ταινίας «Ghost». Η Νάλα είναι παρθένα! Φαντασιώνεται την ύπαρξη εραστή καθώς η πραγματικότητα γύρω της την δυσκολεύει, την παιδεύει, δεν την αντέχει. Γι' αυτό πηγαίνει και στης κυρίας Τζίτζι, η οποία ουσιαστικά είναι τσατσά κι έχει μετατρέψει το διαμέρισμά της σε οίκο ανοχής και μασάζ (με όποια σειρά επιθυμείτε). Εκεί βρίσκει καταφύγιο. Εκεί ακούει ιστορίες.

Μπορεί ως πρόθεση πάντως ή στα χαρτιά το όλο πράγμα να ήταν φοβερά ενδιαφέρον, το τελικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα δεν λέει πολλά. Κρατάω μόνον την παρουσία της υπέροχης θλιμμένης Manal Issa στο ρόλο της Νάλα, μια κοπέλα που την ξεχωρίσαμε (χωρίς να είναι σπουδαία ηθοποιός, έχει όμως έναν μαγνητισμό) από την ταινία «Peur de rien» (2015) την οποία είχαμε δει σε ένα από τα φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, αν δεν κάνω λάθος. Εκείνη της ήταν η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, με τούτη έχει φτάσει στις τέσσερις. Να τις εκατοστήσει!

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live