Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

«Είχε και πίπες»

Για το clickbait ρε παιδιά. Γι' αυτό βάζουμε τέτοιους τίτλους. Γι' αυτό θα σας διηγηθώ και μια αληθινή ιστορία – το λες όλο αυτό και... βιωματικό ποστ. Πρέπει να πήγαινα δευτέρα ή τρίτη λυκείου στις Σέρρες. Στον κινηματογράφο «Χάρις» (θεός σχωρέστον...) προβαλλόταν ο αυστηρώς ακατάλληλος «Καλιγούλας». Εννοείται ότι έκανα κοπάνα για να τον δω. Κι εννοείται ότι με έβαλαν μέσα γιατί όσο να πεις από μικρός μεγαλοδείχνω. Βλέπω την ταινία λοιπόν, και την άλλη μέρα την αφηγούμαι στα φιλαράκια στην τάξη, τον Αντώνη και τον Μήτσο. Κρεμόταν από τα χείλη μου, κανονικά. Ε, κάποια στιγμή, πάνω στην αφήγηση, αφού τους λέω όλα τα σχετικά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, λέω και το εντελώς αυθόρμητο «είχε και πίπες».

Αυτό ήταν! Από τότε και μέχρι σήμερα, όποτε βρισκόμαστε με τα παιδιά (σπανιότατα πλέον) δεν υπάρχει φορά που να αναφερθεί αυτή η φράση. Συνήθως με ρωτάνε: «Θόδωρε, τι λέει η ταινία, είχε και πίπες;». Τέτοια. Ξέρετε καμιά φορά πως είναι αυτά. Πως φράσεις απλές, που δεν τις δίνεις σημασία αρχικά, μένουν εις τους αιώνες των αιώνων αμήν. Γιατί τώρα όλος αυτός ο πρόλογος; Μα γιατί, η αλήθεια είναι, πως οι περισσότερες ταινίες που βλέπω εδώ ΕΙΝΑΙ πίπες. Χάλια παιδιά, χάλια και δεν το λέω για να τραβήξω τον οίκτο σας (όσο εσείς διαβάζετε, τόσο καλύτερα βέβαια, έλα να πέφτουν τα clicks). Είναι η μαύρη αλήθεια. Καμιά φορά η αλήθεια είναι και μαύρη και τεράστια! Και προχωράω στο ψητό.

A genoux les gars Cannes 2018

Η ταινία που με έχει εκνευρίσει περισσότερο ως τώρα είναι το γαλλικό A genoux les gars με αγγλικό τίτλο «Sextape», από το τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί o Antoine Desrosières. Ήμουν στην επίσημη πρώτη, στην πρώτη σειρά (όπως κάνω κλασικά όταν μπορώ) και για κάποιον λόγο ο Τιερί Φερμό κατά την παρουσίαση της ταινίας, τα έβαλε μαζί μου. Κάτι έλεγε στα γαλλικά (δεν καταλαβαίνω γρι) και με κοιτούσε με νόημα. Τσαντίστηκε που δεν χειροκρότησα όταν ανέβηκε στη σκηνή; Πάντως, τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά. Του είπα «I don't understand a word you're saying». Η παρουσίαση συνεχίστηκε, όλο το cast and crew ανέβηκε στη σκηνή, και όλα λεγόταν στα γαλλικά, μιας που η ταινία είναι γαλλική. Μόνο γαλλικά. Στα αρχίδια τους για αυτούς που δεν ξέρουν γαλλικά ρε παιδί μου. Κανένας μεταφραστής στα αγγλικά. Ψιλομύτες Γάλλοι. Ουστ ρε! Στο τέλος, ο αλαζόνας Φρεμό είπε στα αγγλικά μόνο αυτό «They are very happy to be here». Του στιλ "μάγκες, εσείς που δεν ξέρετε γαλλικά, δεν είπαν τίποτα τα παιδιά, μόνο ότι χαίρονται που είναι εδώ." Το παιδί είναι χαζό, τέλος. Και μετά, ξεκίνησε η ταινία...

Η υπόθεση: Η Γιασμινά και η Ριμ είναι δύο πολύ αγαπημένες αδελφές. Είναι αραβικής καταγωγής Γαλλίδες. Η Γιασμινά είναι 17 ετών και η Ριμ 18. Η Ριμ είναι πιο περπατημένη. Έχει σχέση με τον Ματζίντ. Και ενημερώνει τη μικρή της αδελφή για τα πάντα γύρω από το σεξ. Την ψήνει μάλιστα να τα «φτιάξει» με τον Σαλίμ, τον κολλητό του Ματζίντ, ώστε να μπορούν να βγαίνουν οι τέσσερίς τους παρέα σε κοινές εξόδους. Έτσι και γίνεται. Όλα πηγαίνουν καλά έως ότου η Ριμ θα λείψει εκπαιδευτική εκδρομή στο Άουσβιτζ για μια βδομάδα. Η Γιασμινά υποκύπτει στις πιέσεις του Σαλίμ, του αγοριού της, να του κάνει στοματικό έρωτα.

Κι όχι μόνον αυτό. Ένα βράδυ που βγαίνουν οι τρεις του μαζί, την πείθει να κάνει στοματικό έρωτα και στον Ματζίντ! Για να μην πάει με άλλη και την κατηγορήσει η αδελφή της! Η Γιασμινά δέχεται. Ο Σαλίμ καταγράφει τη σκηνή στο κινητό του, χωρίς να το ξέρουν οι δύο άλλοι έφηβοι. Και εκβιάζει τη Γιασμινά. Η οποία δεν βλέπει τρόπο να γλυτώσει τον εξευτελισμό παρά με το να προσπαθήσει να αυτοκτονήσει...

Η άποψή μας: Παιδιά, όλο αυτό οι τύποι το πλασάρουν σαν κωμωδία! Είναι σαν κάποιος να αποφάσισε να γυρίσει κάτι σαν το «American Pie», με επίκεντρο την πίπα, αλλά ως ανεξάρτητη αμερικάνικη κωμωδία, με την τυπική, εκνευριστική πολυλογία των Γάλλων! Δηλαδή, the horror! Απίστευτη μαλακία, θα το πω και αμαρτία δεν έχω. Τα παιδιά δεν κάνουν σεξ πριν το γάμο, καθώς είναι μουσουλμανάκια, αλλά η πίπα, το τσιμπούκι ρε παιδί μου, είναι κάτι επιτρεπτό. Μιλάμε, είναι μια ταινία για την πίπα! Συνέχεια αυτό. Και πάρε μου μια πίπα για να έρθουμε πιο κοντά, και κάντου μια πίπα για να μην πάει με άλλη και σιχασιά ρε γαμώτο.

Εννοείται ότι μέσα στην και καλά προκλητικότητά της η ταινία είναι απίστευτα συντηρητική. Οι κουβέντες που κάνουν τα παιδιά είναι του στυλ «τι είναι χειρότερο; ο βιασμός ή η ομοφυλοφιλία;». Έτσι όπως το ακούτε!!!!!! Του στυλ, τι είναι καλύτερο, να είσαι πούστης ή να σε βιάζουν; Και τα αγόρια απαντούν «να είσαι πούστης», εννοείται! Σενάριο εν έτη 2018! Και με τους Γάλλους μέσα στην αίθουσα να χασκογελάνε από καιρό σε καιρό. Και αστειάκια για το Άουσβιτζ, έτσι, γιατί μπορούμε. Μακριά από μένα κατηγόριες για πολιτική ορθότητα. Αλλά η ταινία δεν έχει γυριστεί ως σάτιρα. Έχει γυριστεί ως κωμωδία. Δεν έχει γυριστεί ως «Borat» για να σας δώσω να καταλάβετε. Χρειάζεται ένα συγκεκριμένο pretext, πως να το κάνουμε.

Α, δεν σας είπα και το άλλο. Εννοείται ότι κανένα κορίτσι δεν δείχνει έστω και λίγο βυζί. Το ίδιο ισχύει και για τα δύο αγόρια, τους Άραβες, που εννοείται ότι δεν εμφανίζονται γυμνά έστω στο ελάχιστο. Όταν όμως στην προσπάθειά της να αυτοκτονήσει η μικρή συναντιέται με ένα βαποράκι μαύρο, ε, ο μαύρος λοιπόν φαίνεται γυμνός σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια! Τρίποδος! Προχωρημενιά κι αυτό. Και το σενάριο να το έχει υπογράψει κατά βάση γυναίκα. Ντροπή, αίσχος, αθλιότης. Και μετά κατηγορούμε τις ελληνικές ταινίες. Άπαπαπαπαπαπα...

Diamantino Cannes 2018

Σήμερα Σάββατο, που θα βγει τούτο το κείμενο στη φόρα, είναι η μέρα του τελικού κυπέλλου στην Ελλάδα. Δεν θα προβώ σε προκλητικές δηλώσεις. Ελπίζω να μπορέσω να το κάνω αύριο. Πάντως, στην «Εβδομάδα της Κριτικής» είδαμε μια ταινία με επίκεντρο το ποδόσφαιρο – κατά μία έννοια. Μιλάμε για το Diamantino των Gabriel Abrantes, Daniel Schmidt. Ο ένας από τους δύο σκηνοθέτες έχει γυρίσει άπειρες μικρού μήκους κι αυτή είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους και ο άλλος έχει γυρίσει λιγότερες μεν, αλλά έχει γυρίσει και μια μεγάλου μήκους μαζί με άλλον σκηνοθέτη. Και ναι, το Diamantino, το όνομα του πρωταγωνιστή ήρωά μας, παραπέμπει κατευθείαν στον Ronaldo...

Η υπόθεση: Ο Πορτογάλος Diamantino είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος, είναι όμως ταλαντούχος και όταν βάζει γκολ, σκίζει τα δίχτυα! Ο πατέρας του, του δίδαξε την συμπόνια και την ταπεινότητα ενώ οι δίδυμες αδελφές του είναι μέγαιρες που τρώνε τα λεφτά του. Όταν μια μέρα πριν τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Ρωσία, όπου η Πορτογαλία παίζει με τη Σουηδία (!!!) ο Diamantino βλέπει σε μια βόλτα με το γιοτ του ένα φουσκωτό με πρόσφυγες, κάτι σπάζει μέσα του. Κι όταν στον τελικό, ενώ συνήθως τον πιάνει ευφορία παίζοντας και βλέπει στο γήπεδο τεράστια χνουδωτά κουταβάκια (!!!), στο κρίσιμο σημείο θυμάται μια γυναίκα πρόσφυγα και καταρρέει.

Το σκορ είναι 0-1 υπέρ της Σουηδίας, απομένουν ελάχιστα λεπτά για να τελειώσει ο αγώνας και ο διαιτητής βλέπει την κατάρρευση ως πέναλτι. Ο Diamantino το χάνει! Και γίνεται ο περίγελος των πάντων! Έτσι, τελειώνει τη σταδιοδρομία του μέσα στην ντροπή και αποτυχημένος. Αναζητώντας ένα νέο σκοπό, ο άνθρωπος που αποτελούσε ίνδαλμα για εκατομμύρια ανθρώπων, στρέφεται σε μια ντελιριακή οδύσσεια κατά τη διάρκεια της οποίας αντιμετωπίζει τον νεοφασισμό, την προσφυγική κρίση, τη γενετική τροποποίηση και το κυνήγι για την προέλευση της μεγαλοφυΐας.

Η άποψή μας: Τουλάχιστον σε αυτήν την ταινία διακρίνεις ψήγματα ενός ενδιαφέροντος μείγματος, με καλές ιδέες και μερικές τρομερές ατάκες. Η διαχείριση και η εκτέλεση είναι προβληματικές. Πχ, μετά το χαμένο πέναλτι, ο σπορτκάστερ λέει: «αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγωδία για την Πορτογαλία μετά την ήττα από την Ελλάδα»!!! Ο Diamantino από καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο γίνεται πρωταγωνιστής των ευφυέστερων memes. Τέτοια πράγματα. Οι σκηνές με τα τεράστια, χνουδωτά κουτάβια μέσα στο γήπεδο είναι απίστευτες. Και υπάρχει και πολύ πολιτική. Ο Diamantino γίνεται το πρόσωπο εκείνων που θέλουν η Πορτογαλία πρέπει να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η διαφήμιση στην οποία παίζει για να προμοτάρει αυτόν τον σκοπό, εννοείται ότι βγάζει γέλιο. Επίσης, για να εξιλεωθεί αλλά και συγκλονισμένος από τους «σφυγες» (δεν μπορεί να πει πρόσφυγες» αποφασίζει να... υιοθετήσει ένα προσφυγόπουλο. Και υιοθετεί μια μαύρη (από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες) λεσβία πράκτορα των πορτογαλικών μυστικών υπηρεσιών, η οποία το παίζει πρόσφυγας (και αγόρι) για να ξεσκεπάσει τον Diamantino, καθώς πιστεύουν όλοι ότι κάνει ξέπλυμα χρημάτων. Εντωμεταξύ, μια υπουργός για κάποιον παράξενο λόγο, θέλει να κλωνοποιήσει τον Diamantino για το ταλέντο του. Το μόνο που είχε ήταν ταλέντο και φοβερή συμπόνια για τον κόσμο. Από μυαλό, χάλια. Ναι, αλλά στη διαδικασία, ο Diamantino βγάζει... βυζιά! Α, και είναι παρθένος. Δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή του σεξ. Αυτός ο πάμπλουτος και διάσημος ποδοσφαιριστής.

Η ταινία που μου θύμισε τούτη εδώ ήταν, αν έχετε το θεό σας, «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά». Ο Κούτρας όμως είναι καλύτερος σκηνοθέτης. Εδώ, οι δύο δημιουργοί δεν χρησιμοποιούν κόλπα που θα μπορούσαν να κάνουν την ταινία τους περισσότερο θελκτική και προσβάσιμη στο μεγάλο κοινό. Επιλέγουν να κρατήσουν μια αποστασιοποίηση του ανεξάρτητου σινεμά, χωρίς όμως να πετυχαίνουν να κάνουν τον θεατή να έχει ενσυναίσθηση. Οπότε, στην τελική, αποτυγχάνουν. Κρίμα, γιατί θα μπορούσε αυτή να είναι μια εντελώς ΠΑΟΚ ταινία!

Plaire, aimer et courir vite Cannes 2018

Ο Christophe Honoré είναι ένας ανοιχτά γκέι Γάλλος δημιουργός. Οι ταινίες του συχνά μιλάνε για την ομοφυλοφιλία και για το Aids. Η ταινία του Plaire, aimer et courir vite με αγγλικό τίτλο «Sorry Angel» είναι η 10η μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί. Είναι η τέταρτη ταινία του που προβάλλεται στο φεστιβάλ των Καννών και η δεύτερή του που συμμετέχει στο Διαγωνιστικό Τμήμα, μετά το «Les chansons d'amour» του 2007. Μόλις τρεις από τις προηγούμενες ταινίες του έχουν προβληθεί εμπορικά στην Ελλάδα. Αυτή ίσως να είναι η τέταρτη...

Η υπόθεση: Αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ο 20χρονος Αρτούρ ζει και σπουδάζει στη Ρεν. Μόλις έχει βγάλει άκρη με τη σεξουαλική του ταυτότητα: του αρέσουν οι άνδρες. Λατρεύει να διαβάζει βιβλία και να ζει τη ζωή στην απόλυτη πληρότητά της. Είναι ταυτόχρονα ρομαντικός αλλά και ρεαλιστής. Ένα βράδυ, μέσα σε έναν κινηματογράφο που παίζει τα «Μαθήματα πιάνου», θα γνωρίσει τον Ζακ. Ο Ζακ είναι ένας συγγραφέας, με σχεδόν τη διπλάσια ηλικία από τον Αρτούρ, που βρέθηκε στη Ρεν καθώς ένα θεατρικό του ανεβαίνει στην πόλη. Κανονικά, ζει στο Παρίσι, μαζί με τον ανήλικο γιο του. Και ο Ζακ είναι γκέι. Και μάλιστα είναι θετικός στον ιό του Aids. Όλο το καλοκαίρι, ο Αρτούρ και ο Ζακ απολαμβάνουν και αγαπούν ο ένας τον άλλον. Όποτε μπορούν να το κάνουν δηλαδή. Έχουν μια σχέση δάσκαλου – μαθητή, πέρα όλων των άλλων. Όμως, ο Ζακ βλέπει αλλιώς τον έρωτα σε σχέση με τον Αρτούρ. Κι αυτό οδηγεί σε ασύμβατες καταστάσεις...

Η άποψή μας: Ο Honoré είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που ενώ δεν έχουν γυρίσει κανένα αριστούργημα ως τώρα, θεωρείται απολύτως συμπαθής από τη σινεφίλ κοινότητα. Την πολύ σινεφίλ. Γιατί το μεγάλο κοινό, ιδίως στην Ελλάδα, δεν τον γνωρίζει και δεν δείχνει και καμία διάθεση να τον μάθει. Σε τούτη την ταινία ο Honoré παρουσιάζει μια γλυκιά, ερωτική ιστορία. Δεν έχει σημασία που αφορά ουσιαστικά δύο άντρες. Και αυτή, όπως και όλες οι ερωτικές ιστορίες, κουβαλάει διάφορα προβλήματα. Υπάρχει η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δύο εραστές. Υπάρχει η διαφορά φιλοσοφίας. Υπάρχει η διαφορά ότι ο Ζακ έζησε έρωτες, ξαναέζησε έρωτες, είδε φίλους να πεθαίνουν από Aids, είδε εραστές κι αγαπημένους να πεθαίνουν από την αρρώστια. Μπορεί να έλκεται από τον Αρτούρ, το σφρίγος του, τη νεανικότητά του, την διάθεσή του να μάθει τα πάντα και να ζήσει τα πάντα, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι κυνικός.

Θαρρείς και ο Honoré έχει βάλει τον εαυτό του (μιας που υπογράφει μόνος του το σενάριο, όπως σε όλες του τις ταινίες) να χωριστεί ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Είναι η νεανική και η πιο ενήλικη έκδοχή του εαυτού του κατά μία έννοια. Το καστ που διαθέτει ο σκηνοθέτης για να υλοποιήσει το όραμά του είναι εξαιρετικοί. Ο Pierre Deladonchamps στο ρόλο του Ζακ είναι σπουδαίος ενώ ακόμα και ο γενικά αντιπαθής Vincent Lacoste, εδώ τα πηγαίνει μια χαρά. Σε δεύτερο ρόλο ο Denis Podalydès είναι απολαυστικός. Αυτό που περισσότερο μας άρεσε μέσα στην ταινία είναι οι αναφορές του σκηνοθέτη σε κάθετι που του αρέσει από άποψη τέχνης. Από τις ταινίες και τους σπουδαίους δημιουργούς της Έβδομης Τέχνης τους οποίους λατρεύει, (υπάρχει σκηνή όπου ο Αρτούρ επισκέπτεται τον τάφο του Φρανσουά Τριφό), την ποίηση και τους αγαπημένους του συγγραφείς (με ιδιαίτερη αγάπη στον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές) και κυρίως τη μουσική που αγαπά. Εδώ έχουμε τα πάντα: από «Pump up the volume» και Prefab Sprout μέχρι τους Ride! Αυτά είναι τα ωραία, που όμως είναι λίγο εξειδικευμένα.

Εκεί που ο Honoré χάνει το παιχνίδι είναι με το πιο ενοχλητικό χαρακτηριστικό των γαλλικών ταινιών. Την πολυλογία. Οι ήρωες μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, πολύ περισσότερο από όσο καπνίζουν τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο! Κάποιες φορές αυτά που λένε είναι πολύ ενδιαφέροντα. Όπως πχ ο μονόλογος του Αρτούρ που τάσσεται υπέρ του σεξ στις τουαλέτες κι ας μυρίζουν ολόγυρα τα ούρα. Έχει μια αλήθεια ο λόγος του εκεί, μια αλήθεια, μια δυναμική. Γενικά, όμως, αυτός ο μαξιμαλισμός στο μπουρμπούρ, οδηγεί και σε ξεχείλωμα των ρυθμών και σε μια ταινία, που εντέλει χρειάζεται να φτάσει στις δύο ώρες και 15 λεπτά για να μας πει αυτά που θα καταλαβαίναμε και στη μιάμιση ώρα. Τέλος πάντων, Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα την πιάσει τη μεγάλη επίδοση ο δικός μας.

Los silencios Cannes 2018

Τελευταία ταινία για σήμερα, ένα φιλμ που είδαμε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Τίτλος της Los silencios. Σαν να λέμε, «Οι σιωπηλοί». Η σκηνοθεσία είναι της Βραζιλιάνας Beatriz Seigner. Πριν από την προβολή της ταινίας μας μίλησε, όπως είθισται να κάνουν οι δημιουργοί όταν παρουσιάζουν την ταινία τους. Το παιδί τους. Η κοπέλα ήταν τρομερά συγκινημένη. Δέκα χρόνια από τη ζωή της, της πήρε για να πάρει η συγκεκριμένη ταινία σάρκα και οστά. Με φοβερές δυσκολίες. Ήθελε να μιλήσει για το θέμα της μετανάστευσης. Ήθελε να μιλήσει για την παγκόσμια ειρήνη. Ήθελε να πει πολλά. Μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυά της. Το θέμα είναι πως όλα αυτά που ήθελε να μας πει, δεν τα είπε με τέτοιο τρόπο ώστε να αφορούν το κοινό που βρέθηκε στην αίθουσα Croissette, προκειμένου να δει την ταινία...

Η υπόθεση: Η Νούρια, 12 χρονών, ο Φάμπιο, 9 χρονών, και η μητέρα τους Αμπάρο φτάνουν σε ένα μικρό νησί στη μέση της Αμαζονίας, στα σύνορα της Βραζιλίας, της Κολομβίας και του Περού. Βρίσκουν καταφύγιο εκεί φεύγοντας μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα τους, στον οποίο έχασε τη ζωή του ο πατέρας των παιδιών και σύζυγος της Αμπάρο. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Αν βρεθεί, θα μπορούσε η Αμπάρο να ζητήσει αποζημίωση και να ορθοποδήσουν λίγο οικονομικά, μιας που δεν έχουν καθόλου σχεδόν χρήματα. Μια μέρα, ο πατέρας επανεμφανίζεται στο νέο τους σπίτι. Η οικογένεια ταράσσεται από τη μια από αυτήν την επιστροφή κι ανακαλύπτει από την άλλη ότι το νησί κατοικείται από φαντάσματα...

Η άποψή μας: Αυτό που δεν επιτρέπει στη συγκεκριμένη ταινία να απογειωθεί είναι η έλλειψη δραματοποίησης. Οι ρυθμοί είναι αργοί και τελετουργικοί, οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες, το όλο πράγμα προσεγγίζει αισθητική ντοκιμαντέρ. Καμία σχέση με... «Έκτη αίσθηση» δηλαδή. Χρειάζεται μεγάλα αποθέματα κουράγιου και περιέργειας από μέρους του θεατή για να μπορέσει να φτάσει μέχρι το πέρας της ταινίας επιτυχώς. Στο φινάλε, υπάρχει μια κάποιου είδους ανταπόδοση για τους πιο υπομονετικούς από τους θεατές. Όμως, το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί στο δρόμο. Κρίμα, γιατί θα μπορούσε να προκύψει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ας είναι.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live