Ουζερί Τσιτσάνης PosterΟυζερί Τσιτσάνης

του Μανούσου Μανουσάκη. Με τους Ανδρέα Κωνσταντίνου, Χάρη Φραγκούλη, Χριστίνα Χειλά Φαμέλη, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννη Στάνκογλου, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Λάκη Κομνηνό, Αλμπέρτο Εσκενάζυ, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλη Αεράκη, Γιάννη Αϊβαζή, Ξανθή Γεωργίου, Θοδωρή Αντωνιάδη


Ρεμπέτ Ασκέρι...
του zerVo (@moviesltd)

Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε, λέει ο σοφός λαός, αν και μου είναι κομματάκι δύσκολο να πιστέψω πως μετά από τόσες και τέτοιου τρομακτικού βεληνεκούς επιτυχίες, σε πολλά επίπεδα, στον εδώ σκηνοθέτη δημιουργήθηκε καμιά ανάγκη τέτοιου χαρακτήρα. Τόση ώστε να τον ωθήσει, μετά από 17 ολόκληρα χρόνια να επιστρέψει πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, κατόπιν του Κόκκινου Δράκου του 98' και ύστερα από μια παρεμβαλλόμενη ντουζίνα σχεδόν megahits της μικρής οθόνης, που σάρωσαν κάθε έννοια τηλεθέασης. Αν κάτι θεωρείται βέβαιο, είναι πως το σινεμά έχει αλλάξει σημαντικά από την τελευταία φορά που ο Μανούσος Μανουσάκης φώναξε cut σε φιλμικό πλατό, χρονικό κενό που μάλλον λειτουργεί απελπιστικά εναντίον του, πόσο μάλλον όταν ο βετεράνος ντιρέκτορας έχει συνηθίσει - πια - να κατευθύνει με καθαρόαιμα τηλεοπτικά μέτρα. Κι αυτό, τουλάχιστον στην περίπτωση του Ουζερί Τσιτσάνης, είναι κάτι παραπάνω από προφανές.

Ουζερί Τσιτσάνης Wallpaper
Διανύουμε τον δεύτερο χρόνο της στρατιωτικής κατοχής της Ελλάδας, από τις ναζιστικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν βάλει μπροστά τον μηχανισμό αφανισμού όλων των Εβραϊκής καταγωγής πολιτών, που ζουν στις κατεχόμενες επικράτειες τους. Γεγονός που θα σημάνει συναγερμό στην ιδιαίτερα μεγάλη σε πληθυσμό και ολοζώντανη οικονομικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά παροικία της Θεσσαλονίκης, που σταδιακά θα αισθανθεί τον αντισημιτικό γερμανικό κλοιό να στενεύει γύρω της. Φόβος που θα κυριεύσει και την νεαρή Εστρέα, θυγατέρα μιας από τις πιο εύπορες φαμίλιες Εβραίων της συμπρωτεύουσας, που αναζητώντας διέξοδο από τον διωγμό, συμμετέχοντας ενεργά στην Αντίσταση, θα γνωρίσει τον συνομήλικο της, Γιώργο, Χριστιανό, γιο ξυλουργού, που τα βράδια του εργάζεται σαν σερβιτόρος στο, πάντοτε γεμάτο από κάθε λογής κόσμο, καπηλειό του ρεμπέτη Βασίλη Τσιτσάνη.

Εκεί που συχνάζει κάθε καρυδιάς καρύδι, μαυραγορίτες και δωσίλογοι, αγωνιστές και απόστρατοι του μετώπου, αντιστασιακοί δίπλα στους κουκουλοφόρους, όλοι μαζί σε ένα εύφλεκτο μείγμα, που οι ταυτότητες πολλές φορές δεν είναι εκείνες που φαίνονται, ούτε παρουσιάζουν την πλήρη αλήθεια στους μανιασμένους Ες Ες, που έχουν σαν συνήθεια να διακόπτουν ασεβώς τις μαγικές νότες της Αχάριστης. Το Ουζερί του μπουζουκτσή, είναι ένας χώρος που ο καθένας έρχεται για να πνίξει τον πόνο, τον καημό του, δυστυχώς για εκείνον πάντα δίπλα στις σιχαμερές φάτσες των προδοτών, που σκορπίζουν αφειδώς στον αέρα, τους παράδες - εύκολα κέρδη, όλων των παράνομων και άτιμων ενεργειών τους.

Σε αυτό το περιβάλλον και υπό την αυστηρή επίβλεψη (όχι με την έννοια της επιτήρησης, αλλά της προστασίας) του ίδιου του μαγαζάτορα, ο γκαρσονάκος, θα έλθει σε επαφή με όλες τις φράξιες που στήθηκαν εν καιρώ πολέμου. Τους υποταγμένους στις ορέξεις της Γκεστάπο αστυνόμους, τους αισχροκερδείς με τα τιγκαρισμένα πορτοφόλια, τα καρφιά που με ένα τους νεύμα στέλνουν στον άλλο κόσμο αθώους, αλλά και τους κρυφούς αντιστασιακούς, που θα τον στρατολογήσουν, γνωρίζοντας το θάρρος και την πυγμή του, υπέρ του αγώνα. Σχεδόν πάντα ο Γιώργος βρίσκεται στο στόχαστρο των Γερμανών, με έξυπνο τρόπο όμως, διαρκώς πετυχαίνει να ξεγλιστρά από τα νύχια τους. Όπως και να βρίσκει λύσεις, κρύβοντας τους φουκαράδες κυνηγημένους, ένεκα της θρησκείας τους, Εβραίους, κίνηση που θα προκαλέσει την συμπάθεια - αρχικά, που πολύ σύντομα θα εξελιχθεί σε φλογερό πάθος - της όμορφης Εστρέα, πολυτάλαντης νέας, που μέσα της γνωρίζει καλά πως το μέλλον προδιαγράφεται κατάμαυρο.

Αφορμή της μοιραίας ερωτικής ιστορίας που περιγράφει το Ουζερί Τσιτσάνης, ο Μανουσάκης παίρνει από το κομμάτι εκείνο του Ολοκαυτώματος, που έλαβε χώρα στον τόπο μας, στέλνοντας 46 χιλιάδες αθώους στα κρεματόρια, με ελάχιστους να καταφέρνουν εντέλει εν επιβιώσουν της Γενοκτονίας. Σύμφωνοι, κανείς δεν θα περίμενε από την υψηλού μπάτζετ για τα ελληνικά δεδομένα παραγωγή, να ακολουθήσει σε ποιότητα τις πολύ πιο μελετημένες, κυρίως στην ιστορική τους ακρίβεια διεθνείς, εδώ όμως συναντώνται προβλήματα στην ανάπτυξη του θέματος και στην αφήγηση, που δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθούν με ευκολία. Με αφετηρία την παντελή απουσία της Νύμφης του Θερμαϊκού από το φυσικό φόντο, μιας και τα δυο τρία πλακόστρωτα, τα ίδια και τα ίδια χαλάσματα και οι επαναλαμβανόμενοι χωματόδρομοι, θα μπορούσαν να συναντηθούν οπουδήποτε αλλού ως σκηνικό. Ούτε βέβαια μια φλουταρισμένη γαλάζια εικόνα στο μπακγκράουντ, μπορεί να αποτελέσει εκδοχή της πανέμορφης παραλίας της μεγαλούπολης του 40'.

Ζητήματα που πέραν των ασύμμετρα φτωχών, για το συνολικό κόστος του φιλμ, εσωτερικών και εξωτερικών σετς, μεταπηδούν στο στόρι, προβάλλοντας ακόμη πιότερο τις αδυναμίες. Μαθημένος να λειτουργεί σε εντελώς διαφορετικούς χρόνους στην TV, ο Μανουσάκης, γεμίζει ένα ολόκληρο δίωρο με τόσες πληροφορίες, σαν να επρόκειτο να φτιάξει αντίστοιχα ένα ολόκληρο σίριαλ! Συνέπεια τούτου είναι η ταινία να μην παίρνει τις κατάλληλες αναπνοές, το ψαλίδι να μάχεται να κόψει και να ράψει πλάνα που δεν συντονίζονται με τίποτα και το σύνολο εντέλει να μοιάζει με ένα συνονθύλευμα εικόνων, καλογυρισμένων ας πούμε, όχι όμως προσαρμοσμένων κατά τέτοιο τρόπο, που να ορίζουν ένα πόνημα της προκοπής. Μετριότατα και ερασιτεχνικά τα πλάνα της δράσης, πασιφανώς φτιαχτές σε κομπιούτερ οι σεκάνς της πολυπληθούς μάζωξης των Εβραίων, διάλογοι θεατρικοί, που δεν δείχνουν ποτέ πως προϋπήρξε έστω η στοιχειώδης πρόβα, ενώ είναι δεδομένη και η τεχνική δυσκολία της ξεχωριστής λατινολαλιάς, που οι ερμηνευτές την εκφέρουν λες και είναι ένα ποιηματάκι με άγνωστες λέξεις, που δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει. Για τα αμπάλωτα κενά, όπως για το μη κάρφωμα της βεβαιωμένης σαδίστριας υπασπιστού, της κρυψώνας του όπλου του Γιώργη ας πούμε ή για το σουρεαλιστικά εκρηκτικό εναέριο τελείωμα, τα λόγια απλώς περιττεύουν.

Σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες, συνήθως εξωτερικές λήψεις (ή μάλλον για να ακριβολογώ τις πιο μαζικές σε κόσμο, κάποιες εκ των οποίων είναι ολοκληρωτικά ανεπίδεκτες, όπως το σύνολο όσων συμβαίνουν στην Συναγωγή) μόλις η κάμερα εισαχθεί στο ταβερνείο, έχεις την εντύπωση πως κάποιος άλλος σκηνοθετεί, κάποιος άλλος συγγράφει, κάποιοι άλλοι παίζουν τους ρόλους. Το κλίμα πέριξ του πάλκου ανεβάζει θερμοκρασία και στροφές, πρωτίστως λόγω των μοναδικών σκοπών που βγάζει το λεβέντικο μπουζούκι του μαέστρου και ακολούθως γιατί ακολουθείται μια γνώριμη οδός Μινόρε της Αυγής, που είναι και πιασάρικη και ελκυστική. Κι ας είναι ο Τσιτσάνης (αποδιδόμενος από τον ντεφορμέ σε σχέση με την Μικρά Αγγλία που συγκλόνισε, Ανδρέα Κωνσταντίνου) όχι ο πρωταγωνιστής, αλλά κομμάτι της περιφέρειας, ο διάσημος της ομήγυρης, ο αποστασιοποιημένος πολιτικά λόγω του μαγαζιού και των περίεργων θαμώνων του, μπος, που κάποια στιγμή, πολύ, πολύ μακρινή, θα ντυθεί κομματάκι το κοστούμι του Σίντλερ. μπας και σώσει κανέναν από τον θάλαμο αερίων.

Το ετερόκλητο, κατά την προσφιλή συνήθεια του δημιουργού, ερωτευμένο ζευγάρι, του Χριστιανού και της Εβραίας, που δίνει την μελοδραματική πνοή στην πλοκή, ορίζεται από τον Χάρη Φραγκούλη, που εδώ τον βρήκα πολύ πιο γήινο και ανθρώπινο από την (βραβευμένη πάντως) υπερέκθεση των Αισθηματιών και από την εκφραστική Χριστίνα Χειλά Φαμέλη, που δεν πετυχαίνει την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία του Ουζερί. Αυτή που ανήκει δηλαδή στην Βασιλική Τρουφάκου, που στους περιφερειακούς χαρακτήρες, αποδίδει την ζορισμένη ψυχικά ρεμπέτισσα Λέλα, με την βαθιά γεμάτη γρέζι φωνή, που το σκριπτ της έχει χαρίσει και τις πιο αβανταδόρικες στιγμές του. Εκ των πιο διασήμων του καστ, έτερον ουδέν, με τον Στάνκογλου να μιλά σπανιόλικα μάλλον για πρώτη φορά στη ζωή του, τον Σκιαδαρέση να έχει πολύ περιορισμένη παρουσία για το όνομα του, τον Αιβάζη να περνά απαρατήρητος. Θετικό συναίσθημα προκάλεσε τέλος, το γεγονός της επανεμφάνισης του υπ αριθμόν ένα γόητα στην ιστορία του εγχώριου σινεμά, Λάκη Κομνηνού, που έστω σε προχωρημένη ηλικία, ανέβασε ψηλότερα το συνολικό υποκριτικό λέβελ με την αναμφίβολη εμπειρία του.

Για πες: Δεν περίμενα περισσότερα από το πολυδιαφημισμένο φιλμ - επανεμφάνιση του Μανουσάκη, εκτιμώντας πως πολύ δύσκολα θα διέφευγε ο σκηνοθέτης από το στυλ που τον κατέστησε για δεκαετίες ως τον Μίδα της μικρής μας οθόνης. Είναι σχεδόν βέβαιο πάντως, πως οι φανατικοί φίλοι του έργου του, που έχουν παρακολουθήσει σε διψήφιες θεάσεις τους Ψίθυρους Καρδιάς, το Άγγιγμα Ψυχής ή το Μη μου λες Αντίο και δεν διαβαίνουν τακτικά το κατώφλι της σκοτεινής αίθουσας, θα μείνουν ικανοποιημένοι και από την βαριάς υπογραφής του, σινέ-τηλεταινία.

Ουζερί Τσιτσάνης Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Δεκεμβρίου 2015 από την Feelgood Entertainment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική