Ήταν πέρσι τον Σεπτέμβρη στο TIFF. Πρωινή δημοσιογραφική προβολή του Amour. Κάθομαι μόνος μου, δεύτερη σειρά, προς το κέντρο. Ο Roger Ebert μονάχος στην πρώτη γραμμή από την οθόνη, μια θέση λοξώς δεξιά μου. Την μισή ταινία κοιτούσα το προφίλ του για να σιγουρευτώ ότι είναι αυτός. Μύριζα την παρουσία του όπως το λαγωνικό το περιούσιο κυνήγι. Ήμουν ψυχολογικά έτοιμος να του συστηθώ με το πέρας της προβολής. Δεν ξέρω, ίσως θα του φιλούσα το χέρι από υπέρτατο σεβασμό. Επειδή είμαι ένας από τους χιλιάδες κριτικούς αυτής της αρρωστημένης φαντασίας που τόσο πειστικά ξεπατικώνει την εικόνα της ψυχής, αυτής της τόσο ένδοξα άχρηστης αναγκαιότητας που λέγεται κινηματογράφος. Που μου έχει κομπλάρει τόσες φορές την καριέρα, σα τον παράνομο δεσμό που σε καταδικάζει σε δια βίου ηδονική κόλαση. Που μου έχει δώσει δικαίωμα να ονειρεύομαι Χόλιγουντ και Κάννες και Όσκαρ, να με ατενίζουν όλοι οι σταρς σαν την υπέρτατη αναγνώριση, έτσι όπως έβλεπαν τον Roger.

Δεν είναι ούτε τα 45 χρόνια στη Chicago Tribune, μήτε το Πούλιτζερ το 1976, ουδέ τα 20 βιβλία του ή τα ανεπανάληπτα τηλεοπτικά two thumbs up σόουζ (σήμα κατατεθέν) με το συχωρεμένο κολλητάρι Gene Siskel ή τον κατοπινό cineργάτη Richard Roeper. Ουδέ τα δύο απείρου camp value σενάρια για την Κοιλάδα με τις Κούκλες 1 & 2 (Up!) ή το αστέρι της δόξας στο γουόκ οφ φέιμ, μηδέ η προ διετίας επίτιμη εισδοχή του στο σύνδεσμο των αμερικανών σκηνοθετών. Ο Roger, στα 71 παρά δυο μήνες γεμάτα από πολύτιμη προσφορά στο σινεμά χρόνια του (ρώτα από Hertzog μέχρι Moore ή Spike Lee και Craven να σου πουν πόσο ρωμαλέα υπερασπίστηκε το έργο τους) πάνω απόλα υπήρξε υπέρμαχος του καλλιτέχνη δημιουργού που σέβεται το κοινό χωρίς βιντεογκαίημ, αχρείαστο 3D ή όποια την-σλάσερ ανθυποκουλτούρα.

Ο Πάπας της παγκόσμιας κινηματογραφικής κριτικής την τελευταία δεκαετία της πολυκύμαντης ζωής του, χτυπημένος δυο φορές από καρκίνο του θυρεοειδούς και του σιεολογόνου αδένα, έχασε το μισό σαγόνι, ακόμη κι ατή τη μιλιά του, όμως, όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω, αλλά η φωνή του ήχησε πιο δυνατά από ποτέ, μέσα από το μπλογκ και το τουίτερ ακάουντ του σε σημείο που κανείς μας δεν αισθάνθηκε ότι η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Πρόφθασε να γράψει τα απομνημονεύματά του στο υπέροχο Life Itself, γραμμένο με τη σοφία ενός ανθρώπου που έχει νοιώσει πληρότητα και έχει, ως αληθινός και διόλου επηρμένος διανοούμενος, μιλήσει με ότι Θείο υπάρχει εκεί επάνω. Ο φύλακας άγγελός του, η αξιολάτρευτη Τσάζ, σύζυγος, μητέρα των δύο υιοθετημένων παιδιών και τεσσάρων εγγονιών τους, μαχητική δικηγόρος και συνεχίστρια του Φεστιβάλ Παραμελημένων Ταινιών που επιμελώς δημιούργησε ο Ρότζερ, υπήρξε η μούσα και η αληθινή μεγάλη αγάπη, πέρα από τη βεβαιωμένη ιεροσύνη του στο βωμό του σινεμά.

Ποτέ δε θα μάθω αν πραγματικά ο Πολίτης Καίην υπήρξε η αγαπημένη του ταινία ή μάλλον το Ντόλτσε Βίτα - πρώτη του σημαντική κριτική, στην αρχή της περιθρύλητης καριέρας του. Ένα από τα αναρίθμητα όσα θα τον ρωτούσα εκείνο το πρωινό που είδαμε παρέα –εν αγνοία του- το Αμούρ, αν δεν έφευγε λίγο πριν από τους τίτλους του τέλους. Με τον ίδιο τρόπο που προσπάθησα να εξηγήσω στην πεντάχρονη κόρη μου Τίνα αυτό το κοσμογονικό για μένα γεγονός της αναχώρησης του Roger Ebert από τα εγκόσμια. «Μα που είναι όλα αυτά τα βιβλία του μπαμπά που λες ότι έχεις διαβάσει» αναφώνησε, αρχίζοντας να ψάχνει κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού, καθώς η τηλεόραση ήταν στο CNN όπου ο Michael Moore έπλεκε το εγκώμιο του Ebert στην εκπομπή του Pearce Morgan. Το παιδί έψαχνε στο πάτωμα κι εγώ, ανήμπορος να ψελλίσω το οτιδήποτε από τη συγκίνηση, έμεινα ακίνητος, δείχνοντας «εδώ» στο μέρος της καρδιάς.

Καλή Αντάμωση Roger, Two Thumbs Way Up!

gaRis