by Takis Garis

Episode 11 - Τα Τέσσερα Μ!

> Martha Marcy May Marlene (****-): Μεγαλώνοντας (ή ωριμάζοντας;) έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν εντυπωσιάζομαι εύκολα στη θέαση ταινιών. Λογικό (ή δείγμα έλλειψης σεναριακής πρωτοτυπίας;) αυτό, δεν παύει όμως να με προβληματίζει. Γιατί εδώ κάποιος έχει χάσει τη φρεσκάδα του και σημειωτέον στην περίπτωση αυτή είμαστε μόνο δύο: Ή εγώ ή το σινεμά συλλήβδην. Για πολλούς η εμπειρία της σκοτεινής (άρα ιδιωτικής) αίθουσας είναι μια ερωτική εμπειρία διαδραστικής αυτοϊκανοποίησης. Όταν αυτή δεν προσφέρεται από τον δημιουργό στον θεατή - αποδέκτη, τότε η εμπειρία λαθεύει ως προς την αποστολή της. Έτσι απλά, ώστε να συντονιστούμε στην ίδια συχνότητα, όσοι τουλάχιστον δεν πάμε κινηματογράφο για να σκοτώσουμε την ώρα μας ή να μπαλαμουτιάσουμε το μπουτάκι του secret rendezvous μας.

> Προλόγου συνέχεια. Πριν από κάποια χρόνια, είχα «πάθει ένα… κάτι» με το φαινόμενο Maggie Guyllenhall. Το Secretary, ανεξάρτητα από την τολμηρή ερωτική του οπτική, μου έδωσε μια εμπειρία από τον βωβό των 20s, μια απίστευτα γλυκιά, χαρτογραφημένη στην εντέλεια εκφραστικά, 100% θηλυκή περσόνα, η οποία ήξερα δευτερολέπτια, πως θα μαγέψει το φακό για πολλές δεκαετίες αργότερα. Μπορεί η καριέρα της Maggie να μην εκτοξεύτηκε πραγματικά (ήθελε οικογένεια με τον P. Sarsgaard, κάπου ξώμεινε σε indie παραγωγές και δεν πέρασε ποτέ στις Α’ listers), όμως παραμένει ένα τεράστιο ερμηνευτικό ταλέντο (Sherry Baby). Αναρωτιόμουν λοιπόν συχνά ποια θα ήταν η διάδοχός της στην κορυφή της προσωπικής μου εκτίμησης.

> Έρχομαι στο θέμα. Η Martha, ή Marcy May ή έστω Marlene, σηματοδοτεί την άφιξη στον κινηματογραφικό γαλαξία μιας απόλυτα άπειρης θεσπίδος, 22 μόλις Μαΐων, τελευταία από τα 4 αδέλφια που είναι γνωστά από τις δίδυμες Olsen. Καλωσορίστε την Elizabeth Olsen, στην a-star-is-born ερμηνεία της χρονιάς. Ηρωίδα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Sean Durkin, o οποίος, έχοντας αφομοιώσει πλήρως τα μαθήματα του Roman Polanski, πατώντας στα παγερά, αφιλόξενα μονοπάτια των αμερικάνικων αγροικιών όπως τα ιχνηλάτησε το περυσινό Winter’s Bone, αναδεικνύεται αδιαφιλονίκητα ως ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης της χρονιάς. Κι αυτό είναι σημαντικότερο από το βραβείο που κατέκτησε στο φετινό Sundance.




> To να επεκταθώ στο story θα αδικήσει την έκπληξη της πρώτης θέασης. H Μartha το σκάει (ως Marcy May ή Marlene) από ένα κοινόβιο που θυμίζει έντονα το φαινόμενο Charles Manson των 60s, μετά από δύο χρόνια γεμάτα ένα σωρό τραυματικές, πλέον εφιαλτικές για την ίδια εμπειρίες. Στο σπίτι της αδελφής (η κρυστάλλινη ερμηνεία της Sarah Paulson) και του γαμπρού (Ηugh Dancy, στη μοναδική ερμηνευτική παραφωνία του cast) της, θα έρθει αντιμέτωπη με τους εφιάλτες του παρελθόντος, καθώς αδυνατεί να ισορροπήσει σε μια πραγματικότητα, που φαντάζει εξίσου τρομακτική για την ελευθερία της: Αυτή του υπερκαταναλωτικού, mainstream αμερικάνικου τρόπου ζωής. Ποια φυλακή είναι αγριότερη; Θα μπορέσει ποτέ να αποδράσει από την ειρκτή της σαγήνης που εκ-βιαστικά κηλίδωσε μέσα της ο «χαρισματικός» πνευματικός ηγέτης του κοινοβίου; (O διακριθείς στο Winter’s Bone, John Hawkes σε μια μετρημένα διεστραμμένη εμφάνιση, από αυτές που χρήζουν επιβράβευσης).

> Το ευρηματικό ψαλίδι, αυτό που κόβει χωρίς να αφήνει σημάδι, κλέβει την παράσταση εδώ. Επιτυχημένο, όσο απέτυχε στο J.Edgar, όπου τη θέση του είχε πάρει το κακόγουστο makeup. Στο ίδιο κάδρο, το παρελθόν και το παρόν συναλλάσσονται αδιόρατα, με μόνο διακριτικό την απειλητική ηχητική μπάντα που περιγράφει τις, σαν σε κακό όνειρο, μέρες (αλλά ιδίως τις νύχτες) του κοινοβίου. Όλα τόσο καλοζυγισμένα από τον Durkin, τολμηρά όπου χρειάζεται, διακριτικά εκεί που η φαντασία μας κάνει καλύτερα τη δουλειά (του). Ενστάσεις υπάρχουν, αφενός για την εμμονή στο λεπτομερές ψυχογράφημα της ηρωίδας του, χωρίς να πάρει ξεκάθαρη θέση στο ζήτημα Cults Vs American Dream, αφετέρου ολοκληρώνοντας το story χωρίς καθαρτήριο τέλος, αφήνοντας τα ίδια αναπάντητα ερωτηματικά στην Martha Marcy May Marlene του.

> Παρόλα αυτά, η ταινία θα μπορούσε να περιγραφεί με δύο λέξεις: Elizabeth Olsen. Αιθέρια, περίπλοκη, τραυματισμένη, αποπροσανατολισμένη, εγκαταλειμμένη, οργισμένη, διψασμένη για Αγάπη. Αυτή ειδικά, όπως κι ο θαυμασμός για ένα ξεκάθαρο achievement in acting, της αξίζουν στον ύψιστο βαθμό.

> Carnage (***1/2): Καθώς πλησιάζει πλέον τα 80 του χρόνια, ο Roman Polanski, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα μετά τον κατ’ οίκον περιορισμό του στην Ελβετία, βαδίζει στα χνάρια του Ghost Writer: Ακαδημαϊκή γραφή, έμφαση στον εσωτερικό ρυθμό της πλοκής, αποφυγή εύκολων εντυπωσιασμών, μινιμαλισμός στα κάδρα και νατουραλισμός στην ανάπτυξη των χαρακτήρων. Αυτή τη φορά, παρά την εμφανή προσπάθειά του να θέσει σε πρώτο πλάνο την βιτριολική θεατρική γραφίδα, σε ένα μονόπρακτο μόλις 75 λεπτών καθαρής διάρκειας, η μάχη είναι άνιση. Οι συνεχείς λεκτικοί πυροβολισμοί δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αντίδρασης στον θεατή, περιορίζοντάς τον στην γλυκιά απάθεια της παρακολούθησης δύο νεοϋορκέζικων ζευγαριών σε πλήρη ιδεολογική αντιπαράθεση όσο και αποσταθεροποίηση.

> Το Carnage αποτελεί προσαρμογή του θεατρικού έργου της Yasmina Reza “God of Carnage” με τους James Gandolfini (εδώ παίζει ο J.C.Reilly), Jeff Daniels (εδώ βρίσκουμε τον Christoph Waltz), Marcia Gay Harden (εδώ πρωταγωνιστεί η Jodie Foster) και Hope Davis (στον ρόλο της εδώ η Kate Winslet). Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει αυτή η αναίμακτη σφαγή, είναι να υποστηριχτεί από πρωτοκλασάτες ερμηνείες. H κεντρική ιδέα απλή αλλά ιδιαίτερα ιντριγκαδόρικη: Τα μπουμπούκια των δύο οικογενειών, αγοράκια στην τσαμπουκαλεμένη εφηβεία τους, πλακώνονται δι’ ασήμαντον αφορμήν, με αποτέλεσμα, ο ένας να φάει μια μπαστουνιά στο πρόσωπο, χάνοντας δυο δόντια. Το επεισόδιο, καταγράφει βωβά, αποστασιοποιημένα ο Polanski, με τον ίδιο τρόπο που κλείνει την ταινία, για την ιστορική αλήθεια του πράγματος. Όμως, το πραγματικό ζόρι εκτυλίσσεται εντός των τεσσάρων τοίχων του διαμερίσματος του «θύματος», όπου μάταια οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις προσπαθούν να δείξουν πολιτισμό, απόντων των αγοριών, με τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.

> Όλοι εναντίον όλων, με αιχμηρά, επιπόλαια, απαξιωτικά πλην εγωκεντρικά σχόλια. Οι αδυναμίες στη σχέση των ζευγαριών θα έλθουν βίαια στην επιφάνεια, καθώς οι άντρες στην αρχή, μετά οι γυναίκες και τανάπαλιν θα ταμπουρωθούν πίσω από τα οικεία οχυρά του σεξισμού τους. Έμετος, με την μεταφορική όσο και την κυριολεκτική έννοια, με τον καφέ και τα ουισκάκια να σερβίρονται ως ηδύποτα στο τέλος του κάθε παλαιστικού γύρου, μέχρι το καμπανάκι να σημάνει την επανέναρξη μιας συνεννόησης που δε θα επέλθει ποτέ. Ο Polanski είναι πεπεισμένος ότι όλοι κρύβουμε επιμελώς έναν μικρό θεούλη της σφαγής, έτοιμο να κατακρεουργήσει ότι σταθεί εμπόδιο στην επίπλαστη πολιτική μας ορθότητα, ή απλώς εγωπαθή μας αδιαφορία.



> Ο Christoph Waltz, μετά τον θρίαμβο του στο Inglourious Basterds κρατά το αποθεωμένο υπερεγώ του στα όρια του κοινωνικά ανεκτού σαδισμού. Είναι ο αδιάφορος πατέρας, υπερ-απασχολημένος μεγαλοδικηγόρος που κάνει χάρη σε όποιον του απαντάει βαριεστημένα, πάντα στο όριο του εκνευρισμού του. Η Kate Winslet, αυθεντικά καθηλωτική ως φυσική παρουσία, είναι η μπερδεμένη, παραμελημένη σύζυγος, που προσπαθεί τυπικά να απαγκιστρώσει από τον θύτη – γιο της το στίγμα του bully. Θα την προτιμούσα στον ρόλο της λιγάκι υπερβολικής Jodie Foster, η οποία αποδίδει έναν αγαθών προθέσεων χαρακτήρα, ταλανισμένο από τις νευρώσεις του, παγιδευμένο σε έναν γάμο με σύζυγο κατωτέρου ηθικού αλλά κυρίως πνευματικού βεληνεκούς. O J.C.Reilly τρώει αυτούς τους χοντροκοπιάρικους ρόλους του καθημερινού άντρα με το κουταλάκι του γλυκού, εντελώς εντός της ερμηνευτικής του ζώνης άνεσης.

> Τα μεγαλύτερα σε ηλικία παντρεμένα ζευγάρια θα ρουφήξουν απνευστί αυτό το θεατρικών καταβολών κέντημα. Ο Polanski δεν έχει χάσει την αιχμή του, μη έχοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να δώσει διαπιστευτήρια της διαχρονικής σκηνοθετικής του αξίας. Αναλαμβάνει ρίσκα προσπαθώντας να συμφιλιώσει θέατρο και σινεμά, σημειώνοντας νίκες αλλά και ουκ ολίγες ήττες στην πορεία. Το Carnage δεν είναι ορόσημο στην μεγάλη καριέρα του, ούτε όμως και μια ταινία που δεν αξίζει να φέρει τη βαριά υπογραφή του. Δίκαιη διάκριση με το μικρό Χρυσό Λιοντάρι της φετινής Mostra, για την ταινία που άνοιξε πρόσφατα το NYFF.

gaRis

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική