Το Γάλα της Θλίψης

της Claudia Llosa. Με τους Magaly Solier, Susi Sánchez, Efraín Solís

Η Χρυσή Άρκτος των Ίνκα
του zerVo
Περού. Χώρα της φτωχής Λατινικής Αμερικής, γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο σαν η πατρίδα των Ίνκα, σαν ο μοντέρνος τουριστικός προορισμός για να δει κανείς τα υψίπεδα του Μάτσου Πίτσου, άντε και σαν εκείνη η συμπαθητική ομάδα, με τα λευκά και την κόκκινη ρίγα, που υποστηρίζαμε μικροί - άγνωστο το γιατί - στο μουντιάλ της Αργεντίνας. Μην ψάχνεις άδικα, είναι λίγο απίθανο να γνωρίζεις περισσότερα trivia για τους μακρινούς μας Ισπανόφωνους, ίσως μόνο ότι την πρωτεύουσα τους την λένε Λίμα και ότι οι πόλεις τους είναι κτισμένες σε μεγάλο υψόμετρο. Α! Και αν είσαι σινεφίλ, μπορεί να έχεις ακούσει πως το 2009, το ένα εκ των τριών σημαντικότερων φεστιβαλικών βραβείων της Γηραιάς πήγε σε Περουβιανά χέρια, αλλά και ότι την άλλη Κυριακή, η ερυθρόλευκη σημαία θα κυματίζει, ανάμεσα στις πέντε καλύτερες μη αγγλόφωνες της Οσκαρικής απονομής. Εκεί από όπου απουσιάζει πεισματικά η γαλανόλευκη - από το 1977, please - των σπουδαίων σύγχρονων "Φελίνι"...
Η Φαούστα μόλις ένιωσε τον πόνο της απώλειας, χάνοντας την πολυαγαπημένη της μάνα. Δίχως να έχει χρήματα να την θάψει, αλλά χωρίς να δείχνει και ιδιαίτερη θέληση για να το κάνει, θα αναζητήσει εργασία, ως παραδουλεύτρα στο σπίτι μιας πλούσιας ηλικιωμένης πιανίστας. Έχοντας περάσει το απόλυτο σύνολο της ζωής της, γύρω από την γονική ποδιά, όμως, η νεαρή γυναίκα δείχνει να μην εμπιστεύεται κανέναν άγνωστο, νιώθοντας έναν υπέρμετρο φόβο για την άγνωστη απειλή που παραφυλά. Σύνδρομο που στην ψυχιατρική εξηγείται, από το βρεφικό τάισμα με το μητρικό γάλα, από γυναίκα που ένιωσε πάνω της έντονα τα σημάδια της βίας. Βία στην ταινία δεν υπάρχει πουθενά. Μονάχα υποβόσκει, κρύβεται πίσω ακόμη και από τις πανύψηλες Άνδεις, που στοιχειώνουν τις παράγκες, στα περίχωρα της μεγαλούπολης. Και η Φαούστα που την έχει ζήσει μόνο φωτογραφικά, σαν εξωγενή ανάμνηση και τρέμει απλά και μόνο στην ιδέα, πως μπορεί να την ξανανιώσει. Όπως ακριβώς συνέβη με τον Περουβιανό λαό. Μεγαλωμένος για δύο ολόκληρες δεκαετίες σε ένα κλίμα τρομοκρατικό, όπως το καθόρισε η χούντα του Αλβαράντο, ποτισμένος με το μολυσμένο από τις διώξεις και τις εκτελέσεις γενετικό υλικό που του κληροδότησαν, νιώθει έντονα το συναίσθημα της ανασφάλειας. Να ανοίξει έστω και ταπεινά τα φτερά του ή να παραμείνει κλεισμένος στο μπουντρούμι - δωμάτιο, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του νεκρούς παρελθόντος? Η θάλασσα του τέλους, δείχνει και πάλι το αισιόδοξο μήνυμα.
Για πες: Η νεαρή Claudia Llosa, μια ικανότατη και με σφραγίδα σκηνοθέτιδα, στην δεύτερη ταινία της μετά το Madeinusa, ακολουθεί πιστά όλους εκείνους του κανόνες, που δίνουν σε ένα φιλμ την ταυτότητα του φεστιβαλικού. Χαμηλοί ρυθμοί, προσεγμένη φωτογραφία, ρεαλισμός, ικανές ερμηνείες - ιδίως από την έντονων χαρακτηριστικών κεντρική πρωταγωνίστρια Magaly Solier - αλλά και ένας υπέρμετρος ζήλος προς την αλληγορική ποίηση, που ξεπερνά τα όρια. Τα επαναλαμβανόμενα λαϊκά πανηγύρια, γαμήλια όλα, που δείχνουν πως η κοινωνία διψά για να αναπαραχθεί και να ανανεωθεί, έρχονται σε αντιδιαστολή με την φίμωση της μήτρας της ηρωίδας με τους καλά ριζωμένους κονδύλους. Επιλογή προφανώς της υπερπροστατευτικής μάνας, προκειμένου το παιδί που έφερε στον κόσμο, ουδέποτε να τεκνοποιήσει, γεννώντας έναν ακόμη φοβισμένο κι έντρομο πολίτη.





Στις αίθουσες 25 Φεβρουαρίου 2010 από την Rosebud / Odeon

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική